(κατά τη μανιέρα του Longfellow)
I
O Gitche Manito, το Μεγάλο Πνεύμα,
Ο Δυνατός, κατέβη μεσ στα πράσινα λειβάδια,
Μέσ στα τεράστια των βουνοπλαγιών λειβάδια
Κι εκεί, πάνω στα βράχια του Λατομείου του Κόκκινου,
Σ΄όλο το χώρο κυρίαρχος και μεσ στο φως λουσμένος,
Εστάθη ολόρθος, μεγαλοπρεπής και μέγας.
Κι αρίθμητους λαούς εκάλεσε,
Περσότερους κι από το χόρτο κι απ΄την άμμο.
Και με το τρομερό του χέρι απ΄το βράχο
ένα κομμάτι αφαίρεσε
μια τέλεια πίπα φτιάνοντας,
Κι έπειτα εδιάλεξε μακρύ στου ποταμού την όχθη ένα καλάμι
από δεμάτι ολόπυκνο,
Για τον κορμό
Να το γεμίσει της ιτιάς τη φλούδα επήρε
Κι αυτός, ο Παντο - Δύναμος, Ο Δημιουργός της
Δύναμης,
Όρθιος, την άναψε σαν ένα θείο φανάρι,
Την Πίπα της Ειρήνης. Όρθιος επάνω στ΄Ορυχείο
Εκάπνιζε, ίσιος και τέλειος και μεσ στο
φως λουσμένος.
Και για τα έθνη το μεγάλο ήταν σημάδι.
Κι αργά ο καπνός ο θείος ανέβαινε
Μέσ΄στον αέρα κυματίζοντας του πρωϊνού, γλυκός
και μυροβόλος.
Και στην αρχή ΄τανε μια μαύρην αυλακιά
Ύστερα εγίνη πιο γαλάζιος ο καπνός και πιο
παχύς,
Κι άσπρος κατόπιν ανεβαίνοντας, και μεγαλώνοντας χωρίς
σταματημό,
Εχάθηκε στων ουρανών το δώμα το σκληρό.
Στις πιο απόμακρες κορφές των Βραχωδών Ορέων,
Μέσα στις λίμνες του Νοτιά στ΄άγρια
κύματα,
Μέσα στην Ταβασέντα, την απαράμιλλη κοιλάδα,
Μέχρι την Τουσκαλόζα, το δάσος με τ΄αρώματα,
Όλοι τους είδαν το σινιάλο και τον καπνό τον μέγα
Ειρηνικά μεσ στην κροκάτη αυγή που ανέβαινε.
Κι είπε ο Προφήτης: “ Βλέπετε ετούτο τον ατμό
που χέρι μοιάζει που διατάζει
Ταλαντεύεται τον ήλιο σκοτεινιάζει;
Είναι ο Gitche Manito, της Ζωής το Πνεύμα,
Όπου στις τέσσερις γωνιές του
λειβαδιού του μέγιστου μιλά:
Όλους εσάς, πολεμιστές, σε σύναξη καλώ!”
Στο μονοπάτι των νερών, στο δρόμο των
πεδιάδων,
Στις τέσσερις γωνιές της γης όπου φυσούν οι
Ανέμοι, όλοι οι στρατιώτες των φυλών,
όλοι,
Το σύννεο σημάδι που εκινείτο αντίκρυσαν,
Κι ήρθαν γλυκά στο Λατομείο το Κόκκινο
Όπ' όρισε ο Gitche Manito για να ρθούνε.
Στάθηκαν οι πολεμιστές στο πράσινο λειβάδι εκεί
με τ΄άρματα ζωσμένοι, για τον πόλεμο, σκληροί στην όψη
Σαν φύλλωμα του φθινοπώρου παρδαλοί.
Κι αυτό το μίσος να σκοτώνονται
Το μίσος που έλαμπε στα μάτια των προγόνων τους
Έκαιγε ακόμα μεσ στα μάτια τους τη φονική φωτιά.
Κι ήταν τα μάτια τους γεμάτα μίσος των προγόνων.
Κι ο Gitche Manito, της Γης ο Αφέντης,
Με μια λύπη τους εκοίταξε,
Σάν τον πατέρα τον καλό που θέλει να μονιάζουνε,
Και βλέπει τα παιδιά τ΄αγαπημένα του να τρώγονται.
Ένας Manito Gitche για όλα τα έθνη.
Άπλωσ΄απάνω τους το δυνατό δεξί του χέρι
Για να υποτάξει την καρδιά και τη στενή τους φύση,
Για να φρεσκάρει στου χεριού τη σκιά τον πυρετό τους.
Ύστερα μίλησε με τη φωνή του μεγαλόπρεπα,
Κι έμοιζε μ΄ένα χείμαρρο
Που πέφτει τερατώδη κάνοντας άγριο ήχο:
II
“ Ω αξιοθρήνητοι κι αγαπημένοι απόγονοι!
Ω παιδιά μου! ακούσατε το θείο λόγο.
Είν΄ο Gitche Manito, Της Ζωής ο Αφέντης,
Που σας μιλά! Αυτός που στην πατρίδα σας
Τον κάστορα έφερε , και την αρκούδα, και τον τάρανδο, τον
βίσωνα.
Σας έκανα το ψάρεμα και το κυνήγι εύκολα.
Γιατί λοιπόν φονιάς εγίνη ο κυνηγός;
Γέμισα τα έλη με πουλιά
Γιατί δε φχαριστιέστε, παιδιά αχαλίνωτα;
Γιατί ο άνθρωπος να κυνηγά τον διπλανό του;
Σιχάθηκα στ΄αλήθεια τους φρικτούς πολέμους σας.
Οι προσευχές κι οι ευχές σας πια ειν κατάρες!
Είναι για σας ο κίνδυνος μεσ στη διχόνοιά σας,
Και μόνο μονιασμένοι δύναμη θα χετε. Ζήστε λοιπόν
Αδελφικά, και την ειρήνη να κρατάτε ανάμεσό σας.
Γρήγορα θα σας στείλω ένα προφήτη
Να σας διδάξει και μαζί σας να υποφέρει.
Ο λόγος του θα κάνει τη ζωή σας μια γιορτή
Όμως αν τη σοφία του περιφρονήσετε,
Φτωχά παιδιά καταραμένα,
Ολότελα πια θα χαθείτε!
Σβύστε μέσα στα κύματα τα φονικά σας
χρώματα.
Και τα καλάμια είναι πολλά χοντρή κι η πέτρα
Για να χει ο καθένα τη δική του πίπα του. Φτάνουν πια πόλεμοι
Φτάνει το αίμα! Αδελφωμένοι πια να ζείτε,
Κι όλοι, ενωμένοι, να καπνίζετε την Πίπα της Ειρήνης!”
III
Kι ευθύς όλοι,τα όπλα τους στη γη πετώντας,
Μεσ στα ποτάμια του πολέμου πλένουνε
τα χρώματα
Που λάμπανε στα μέτωπά τους θριαμβικά και
βάρβαρα.
Μια πίπα ο καθένας τους σκαλίζει και στο ποτάμι
ένα μακρύ καλάμι κόβει και φροντίδα περισσή στολίζει.
Και χαμογέλασε το Πνεύμα στα φτωχά παιδιά του!
Και γύρισ΄ο καθένας με την ψυχή γαλήνια και χαρούμενη ,
Κι ο Gitche Manito, της Ζωής ο Αφέντης,
Απ΄τη μισάνοικτη στους ουρανούς την πόρτα ανέβηκε.
Μεσ στον ατμό του λαμπερού του σύννεφου
Ο Παντο - Δύναμος ανέβηκε, φχαριστημένος για
το έργο του,
Τεράστιος, μεγαλοπρεπής , λαμπρός κι αγάλλοντας!
απόδοση: Νεοκλής Κυριακού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου