Βυθίστηκα σε απαλό
γαλάζιο. Λουλούδια
πλάσματα άστραφταν και
λαμπύριζαν εκεί-
χαμένες εικόνες
που αμυδρά θυμάσαι.
Γρήγορα κατέβηκα
σε φαράγγι από ψυχρή
νυχτοπράσινη κενότητα.
Σε ελεύθερη πτώση, αβαρής
όπως σε όνειρο που
πετάς χωρίς φτερά,
βούτηξα διαμέσου του υπο-
χώρου και έφτασα στο
νεκρό καράβι,
πτώμα που πλημμύριζε από
ακόρεστη ζωή.
Αγγελόψαρα, που με το
ζωηρό τους μπλε και
κίτρινο ξεπρόβαλαν από
το σκοτάδι στη
δέσμη των αχτίδων του φακού,
συνωστίζονταν στα φινιστρίνια.
Μούσκλια από βρυόζωα
θόλωναν, κάλυπταν το
μέταλλο του καραβιού. Λουτιάνοι,
χρυσοί ροφοί το εξερευνούσαν,
άφοβοι στο ανθρωπόψαρο
με τις μπουρμπουλήθρες. Εισχώρησα
στο ναυάγιο, με δέος για τη σιγαλιά του,
νιώθοντας πιο έντονα
τη σιδερένια παγωνιά.
Στο φως του φακού που διαπερνούσε
υδάτινες ομίχλες
έβλεπα τον θλιβερό αργό
χορό των επιχρυσωμένων
καρεκλών, τον εκτοπλασματικό
στροβιλισμό ενδυμάτων,
πνιγμένα όργανα
πλευστότητας,
μεθυσμένα παπούτσια. Και μετά
έξαλλα σινιάλα,
κάποιο απόκοσμο παιχνίδι-
κρυφτό από γελαστά
πρόσωπα. Λαχταρούσα να
βρω τους κρυμμένους
εκείνους, να πετάξω στην άκρη
τη μάσκα και να τους φωνάξω,
να υποκύψω στα σαγηνευτικά
ψιθυρίσματα, να τελειώσω πια
με τον εαυτό και
κάθε εκκωφαντική
ματαιόδοξη πολυπλοκότητα.
Ωστόσο, με αποχαυνωμένη
φρενίτιδα πάλεψα, όπως
ο ξεπαγιασμένος που αντιμάχεται
τον ύπνο ενώ επιθυμεί τον ύπνο·
πάλεψα ενάντια στα
ακυρωτικά μπράτσα που
άξαφνα με περικύκλωσαν,
απέφυγα τα παραλυτικά
φιλιά τα οποία ποθούσα.
Αντανακλαστικό ευχής ζωής;
Του αναπνευστήρα ευαίσθητα
καμπανάκια; Κολύμπησα μακριά
απ’ το πλοίο με κάποιον τρόπο·
με κάποιον τρόπο ξεκίνησα την
μετρημένη ανάδυση.
γαλάζιο. Λουλούδια
πλάσματα άστραφταν και
λαμπύριζαν εκεί-
χαμένες εικόνες
που αμυδρά θυμάσαι.
Γρήγορα κατέβηκα
σε φαράγγι από ψυχρή
νυχτοπράσινη κενότητα.
Σε ελεύθερη πτώση, αβαρής
όπως σε όνειρο που
πετάς χωρίς φτερά,
βούτηξα διαμέσου του υπο-
χώρου και έφτασα στο
νεκρό καράβι,
πτώμα που πλημμύριζε από
ακόρεστη ζωή.
Αγγελόψαρα, που με το
ζωηρό τους μπλε και
κίτρινο ξεπρόβαλαν από
το σκοτάδι στη
δέσμη των αχτίδων του φακού,
συνωστίζονταν στα φινιστρίνια.
Μούσκλια από βρυόζωα
θόλωναν, κάλυπταν το
μέταλλο του καραβιού. Λουτιάνοι,
χρυσοί ροφοί το εξερευνούσαν,
άφοβοι στο ανθρωπόψαρο
με τις μπουρμπουλήθρες. Εισχώρησα
στο ναυάγιο, με δέος για τη σιγαλιά του,
νιώθοντας πιο έντονα
τη σιδερένια παγωνιά.
Στο φως του φακού που διαπερνούσε
υδάτινες ομίχλες
έβλεπα τον θλιβερό αργό
χορό των επιχρυσωμένων
καρεκλών, τον εκτοπλασματικό
στροβιλισμό ενδυμάτων,
πνιγμένα όργανα
πλευστότητας,
μεθυσμένα παπούτσια. Και μετά
έξαλλα σινιάλα,
κάποιο απόκοσμο παιχνίδι-
κρυφτό από γελαστά
πρόσωπα. Λαχταρούσα να
βρω τους κρυμμένους
εκείνους, να πετάξω στην άκρη
τη μάσκα και να τους φωνάξω,
να υποκύψω στα σαγηνευτικά
ψιθυρίσματα, να τελειώσω πια
με τον εαυτό και
κάθε εκκωφαντική
ματαιόδοξη πολυπλοκότητα.
Ωστόσο, με αποχαυνωμένη
φρενίτιδα πάλεψα, όπως
ο ξεπαγιασμένος που αντιμάχεται
τον ύπνο ενώ επιθυμεί τον ύπνο·
πάλεψα ενάντια στα
ακυρωτικά μπράτσα που
άξαφνα με περικύκλωσαν,
απέφυγα τα παραλυτικά
φιλιά τα οποία ποθούσα.
Αντανακλαστικό ευχής ζωής;
Του αναπνευστήρα ευαίσθητα
καμπανάκια; Κολύμπησα μακριά
απ’ το πλοίο με κάποιον τρόπο·
με κάποιον τρόπο ξεκίνησα την
μετρημένη ανάδυση.
Απόδοση: Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου