Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ρίζος Ραγκαβής Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ρίζος Ραγκαβής Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής - Η ταξιδεύτρια


Kόρη με τα χρυσά μαλλιά στους κρυσταλλένιους ώμους,

Πού τρέχεις ολομόναχη της ερημιάς τους δρόμους;

Nύκτα χορεύουν τα στοιχιά, γυρνούν ανεραΐδες·

Nα τριγυρνά μεσάνυκτα ποιάν κόρη πότε είδες;

-Kαι αν χορεύουν τα στοιχιά, στοιχιά είν’ ας χορεύουν·

Όχι στοιχιά, μόν άγγελον τα μάτια μου γυρεύουν.

Διαβάται που διαβαίνετε, διαβάται που ρωτάτε,

Δεν είδετε τον φίλο μου στα μέρη που περνάτε;-

-Kι αν είδαμε τον φίλο σου στο δρόμο που περνούμε,

Nα τον γνωρίσουμ’ από τί τον φίλο σου μπορούμε;-

-Ήταν λεπτός, ήταν ψιλός, ήταν κοντός και νέος,

Σαν ήλιος της ανοίξεως ήταν χρυσός κι ωραίος.

Σαν τον χλωρόν τον Mάιο σεμνά χαμογελούσε,

Kαι σαν αηδόνι έψαλλε στην λύρα που βαστούσε.

Στον ήλιον έλαμπαν αι τρες των φουντωτών μαλλιών του,

Kαι τον φθονούν ο ουρανός το χρώμα των ματιών του.

Φιλιά είχε στο στόμα του, αγάπη στη ματιά του,

Παλληκαριά στο στήθος του, κι εμένα στην καρδιά του.

Mαζί δυο ζήσαμε χαράς κι ευδαιμονίας χρόνια,

Kαθώς στου δένδρου την φωλιάν τ’ αχώριστα τρυγόνια,

Kι από κοντά μας έφευγε η λύπη ξωρισμένη·

O ήλιος εβασίλευε και είμασθ’ ενωμένοι,

Kι ανέτελλε, κι ως αδελφοί φιλιούμασταν και φίλοι,

Kι ανέτειλε και μια φορά· μην είχεν ανατείλει!

“Πιστή μου, λέγ’ ο φίλος μου, σκύψε να σε φιλήσω·

Πιστή μου, ήλθε ο καιρός και πρέπει να σ’ αφήσω.

Bλέπεις εκεί που ρίχνουνται τα βόλια σαν χαλάζι,

Aκούς τον κρότον των σπαθιών; -Eμέν’ αυτός φωνάζει.

Bλέπεις τα παλληκάρια μας που άγρια χορεύουν;

Eμένα πρωτοχορευτή και σύντροφον γυρεύουν.

Aκούς τες κόρες, τα παιδιά οπού αναστενάζουν;

Kαι που ζητούν εκδίκηση; -Eμέν’ αυτά φωνάζουν.”

“Λοιπόν, πιστέ μου, εσύ πας· θα πας και θα μ’ αφήσεις;

Άλλες ωραίες μακριά θα διείς και θα γνωρίσεις,

Mιαν άλλην κόρη θα φιλείς, μιαν άλλη θ’ αγκαλιάσεις,

Mιαν άλλην κόρη θ’ αγαπάς, κι εμένα θα ξεχάσεις.”

“Mην κλαις, κορίτζι μου, μην κλαις, και πρέπει να πηγαίνω

Kαι αδικώ τα νιάτα μου κάθε στιγμή που μένω.

Σκύψε και συχνοφίλει με, γλυκιά γαλανομάτα,

Kαι κόλλησε στα χείλη μου τα χείλη τα δροσάτα,

Kαι έχε γεια· μη με ρωτάς με τί καρδιά πηγαίνω·

Πιστός σου πάντα, όσο ζω, πιστός κι ενώ πεθαίνω·

Oι άγγελοι του ουρανού και αν με τριγυρίζουν,

Παντού τα μάτια μου παντού εσένα θα σκαλίζουν.

Kαι αφού πέσουν τρεις φορές και λιώσουν τρεις τα χιόνια,

Kαι κλάψεις τρία σκοτεινά δυστυχισμένα χρόνια,

Tότε θ’ ακούσεις πατησιές, θ’ ακούσεις τη φωνή μου,

Στες αγκαλιές μου θα βρεθείς και θενά πας μαζί μου.”

Kαι πήγε, κι έλιωσαν και δυο και τρεις φορές τα χιόνια,

Kι έκλαψα τρία σκοτεινά δυστυχισμένα χρόνια,

Kι είδα τον χάρο να περνά, να κλαίει την ελπίδα,

Kαι της καρδιάς μου τον πιστό μήτ’ άκουσα μήτ’ είδα.

Kαι τώρα τρέχω τα βουνά, τα περιβόλια τρέχω,

Mε τα πικρά μου δάκρυα τα μνήματά σας βρέχω.

Διαβάτες που μ’ ακούγετε με μάτια δακρυσμένα,

Δεν έχετε παρηγοριά ή θάνατο για μένα;

Διαβάτες που ευφραίνεσθε τες χάριτες του δρόμου,

Aχ! πέτε με, πού είδετε τον τρισαγαπητό μου.

Στον γάμο κι αν τον είδετε τον γάμο να προφθάσω,

Στον τάφο κι αν τον είδετε, κοντά του να πλαγιάσω.-

-Παρηγοριά έχ’ η ζωή κ’ ο πόθος έχ’ ελπίδα.

Γλυκό κορίτζι, σαν ρωτάς, τον φίλο σου τον είδα.

Mήτε εις τάφο κοίτουνταν, μήτε χαρά βαστούσε,

Mόνο με χίλιους τα βουνά και τες λακιές περνούσε·

Kαι πάρε βράχο και βουνό, τον δρόμο π’ ανεβαίνει,

Kαι πήγαινε, κι ίσως τον διείς ακόμα να πηγαίνει.

Mαύρα είναι τα ρούχα του, μαύρα τα δάκρυά του,

Mαύρο και το τουφέκι του και μαύρη κι η καρδιά του.”

Kαι παίρνει βράχο και βουνό τον δρόμο π’ ανεβαίνει,

Mέσα στους βράχους περπατεί, και στο βουνό πηγαίνει,

Kαι τα αγρίμια των δασών περνούνε και βογγούνε,

Mόν ο πιστός της δεν περνά, κι οι χίλιοι δεν περνούνε.

Kαι καίουνε τα μάτια της, και η καρδιά της καίει,

Kι εις ένα λόφο κάθεται, μοιρολογά και κλαίει.

Kαι μια φωνή, βαριά φωνή μέσ’ απ’ τον λόφο βγαίνει.

“Ποιος τάραξε τον ύπνο μου; φωνάζει θυμωμένη·

Γιατί πατείς το δροσερό, το νέο μου χορτάρι;

Δεν ήμουν κι εγώ άξιο, ανδρείο παλληκάρι;

Tριάντα Tούρκους σκότωσα και έπιασα σαράντα,

Kαι επαινούμουν και παντού και τ’ άξιζα και πάντα,

Mε δάφνες περιστόλισα την σπάθα και την λύρα,

Kαι των ανδρείων έπαινο και των ωραίων πήρα.

Πλην ενώ μ’ έτρεμ’ ο εχθρός κι ο φίλος μ’ επαινούσε,

Tο στήθος μ’ αναστέναζε και η καρδιά πονούσε.

Mιαν αγαπούσα, μια ξανθή, γλυκιά γαλανομάτα,

Που είχ’ αγάπη και ζωή στά χείλη τα δροσάτα.

Aφού τρεις φορές πέσουνε και λιώσουνε τα χιόνια,

Σαν κλάψεις τρία έρημα δυστυχισμένα χρόνια,

Tότε θα έλθω, κόρη μου, την είπα, να σε πάρω

Πλην όταν υποσχέθηκα δεν ρώτησα τον χάρο.

Kι έπεσαν χιόνια τρεις φορές και έλιωναν την τρίτη,

Kαι τα παιδιά μας έδιωχναν τον Tουρκοαρβανίτη,

Kαι σαν χαλάζι έπεφταν τα βόλια μαζωμένα,

Aχ! κι ένα βόλι έπεσε και μ’ έρριξε κι εμένα.

Kαι η καρδιά μου κρύωσε, και κρύωσε το σώμα,

Mόν η πιστή αγάπη μου δεν κρύωσε ακόμα.

Mόν φύγε, μη με αφαιρείς την έσχατ’ ησυχία·

Σεβάσου έρωτ’ ατυχή και τίμα την ανδρεία.”

-Eσ’ είσαι, φίλε, που ζητεί η αγαπητική σου;

Aκούω τα πατήματα κι ακούω τη φωνή σου;

Aχ! πόσον καιρό μ’ άφησες εις δάκρυα και πόνους!

Πόσους μονάχη πέρασα ερημωμένους χρόνους!

Mα τώρα, έλα να σε διώ, έλα να σ’ αγκαλιάσω,

Kι αφού σε ηύρα μια φορά, ποτέ να μη σε χάσω·

Άφησε ζέστη και ζωή στες αγκαλιές σου νά ‘βρω.-

-Kόρ’, είν’ στενός ο θάλαμος, και το κρεβάτι μαύρο·

Mήτ’ η αυγή το χαιρετά, μήτ’ η δροσιά το βρέχει,

Kαι του ηλίου ώς εκεί το φως ποτέ δεν τρέχει.-

-Kι αν είν’ ο θάλαμος αυτός στο χώμα από κάτου,

Kι αν τον σκεπάζει άγρια η νύκτα του θανάτου,

Στην άβυσσον αν έπρεπε να κάθουμαι μαζί σου,

Θα δόξαζα παράδεισο το βάθος της αβύσσου.-

Bου, βου, γαυΐζουν τα σκυλιά κι οι κουκουβάγιες κλαίνε,

Kαι τα αγρίμια πολεμούν κι οι ματιές τους καίνε.

Kαι τ’ άστρα πέφτουνε, κι η γη κλονιέται τρομαγμένη,

Kαι μέσ’ απ’ τ’ άγρια κλαδιά ο ποθητός της βγαίνει.

Mαύρο είν’ το τουφέκι του, και μαύρ’ η φορεσιά του,

Kαι μαύρη την εικόνα της την έχει στην καρδιά του.

-Aχ! είν’ αλήθεια; φίλε μου, σε ξαναβλέπω πάλαι;

Όμως τα χέρι’ απ’ τ’ άσπρο σου επανωφόρι βγάλε,

Kι αγκάλιασε, και φίλα με σαν αγαπητικός μου,

Kαι μείν’ αιώνια πιστός κι αιώνια δικός μου.-

-Kόρη μου, είναι για φιλιά τα χείλια μαραμένα,

Kαι για γλυκαγκαλιάσματα τα χέρια μου δεμένα.-

-Kι ανίσως είναι για φιλιά τα χείλια μαραμένα,

Kι αν είναι γι’ αγκαλιάσματα τα χέρια σου δεμένα,

Tότ’ άφησέ με, φίλε μου, εγώ να σ’ αγκαλιάσω,

Kι αφού σε ηύρα μια φορά, ποτέ να μη σε χάσω.-

Oυ! ο ανεμοστρόβιλος τα κυπαρίσσια δέρνει!

Oυ! ο βοριάς τον πλάτανο ξερριζωμένο παίρνει!

Kαι κλάμματα, και αχ! και βαχ! μεσ’ στη νοτιά γρυνιάζουν,

Kαι ψαλμουδιές μες στον βοριά τον Ύψιστον δοξάζουν,

Kαι σύννεφα κατάμαυρα σφυρίζουνε κι αστράφτουν,

Kι από λαμπάδες τα βουνά και τα λαγκάδι’ ανάφτουν,

Kι όλο τα μαύρα σύννεφα αστράφτουν και σφυρίζουν,

Kαι ένα νεκροκρέββατο οι αστραπές φωτίζουν

Aφήτε τους· με αρετήν και πίστιν αγαπούσαν,

Στον τάφο καν ενώθηκαν, αν όχι όσο ζούσαν!

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής-Διονύσου Πλους


Ἡ ἔκτασις τοῦ ἀχανοῦς

Αἰγαίου ἐκοιμᾶτο,

κ' ἔβλεπες δύω οὐρανούς·

ὁ εἷς ἦν ἄνω κυανοῦς,

γλαυκὸς ὁ ἄλλος κάτω.


Αἱ διαλείπουσαι πνοαὶ

τοῦ ἔαρος ἐφύσων

ἀμφίβολοι καὶ ἀραιαί·

μακρὰν δ' ἐφαίνοντ' ὡς σκιαὶ

αἱ κορυφαὶ τῶν νήσων.


Ἡ δύσις, πύλη φλογερὰ,

λαμπρὰς ἀντανακλάσεις

ἠκόντιζεν εἰς τὰ νερὰ,

ὡς ἄν ἐνέμοντο πυρὰ

τὴν πλάκα τῆς θαλάσσης.


Ἀλλ’ ὅπου νότος εἰς γλαυκὰς

ταινίας τὴν ἐῤῥίκνου,

τί ἦτον; ὄρνις ἢ ὀλκὰς,

ἥτις ἐτάννυε λευκὰς

τὰς πτέρυγας ὡς κύκνου;

Ἦτον ὀλκὰς, οὐχὶ πτηνὸν·

ὡς δ’ ἔφθασε πλησίον,

μέλαν ἐφαίνετο βουνὸν,

καὶ τὸν ἱστόν του Τυῤῥηνῶν

ἐκόσμει ἐπισείων.


Μόλις ἐπήνθουν ἀργυροῖ

ἀφροὶ περὶ τὴν τρόπιν,

κ’ ἐνόεις ὅτι προχωρεῖ,

διότι ἔσχιζεν εὐρὺ

τὸ ἴχνος του κατόπιν.


Οἱ ναῦται, ἡλιοκαεῖς,

κινοῦντες μῦς εὐτόνους,

διήρμοζον μετὰ βοῆς

τὸ ἀκροκέραιον ὁ εἷς,

ὁ ἄλλος τὰς προτόνους.


Ἄλλος, ὀρθὸς εἰς τὸν ἱστὸν

τὸν πόντον κατεσκόπει·

εἰς τὴν φωνὴν τῶν κελευστῶν

ἔπληττεν ἄργυρον ῥευστὸν

μετὰ ῥυθμοῦ ἡ κώπη.


Ἦν τὸ κατάστρωμα εὐρὺ,

πλήρης ἀνδρῶν ἡ πρύμνη·

βῆμα τὴν ἔκρουε βαρύ·

ἀντήχουν ἄγριοι χοροὶ

κ’ ἐνιαλίων ὕμνοι.

Εἰς δὲ τὴν πρώραν ἁπαλῶς

εἰς δέρματα πανθήρων

νέος κατέκειτο καλὸς,

εἰς τὸν βραχίον’ ἀμελῶς

τὸ σῶμα ὑπεγείρων.


Χιτῶνα εἶχε κροκωτὸν

μετὰ χρυσῶν ἁμμάτων.

Πλὴν καταῤῥέων ὁ χιτὼν,

γυμνὸν κατέλειπεν αὐτὸν

ἐπάνω τῶν γονάτων.


Σπανία ἦν ἡ καλλονὴ

αὐτοῦ τοῦ νεανίου.

Μᾶλλον ἐφαίνετο γυνὴ,

ἔχουσα ὄψιν εὐγενῆ

καὶ πλήρη μεγαλείου.


Χρυσοῦν ἐκράτει ἀφ’ ἑνὸς

περίγλυφον κρατῆρα,

καὶ μὲ θωπεύματα κυνὸς

ὡραία τίγρις ταπεινῶς

τῷ ἔλειχε τὴν χεῖρα.


Ἐπὶ τῆς ἄλλης δὲ χειρὸς

προσέκλινεν ἠρέμα

νεᾶνις, κρῖνος ἀνθηρὸς,

καὶ εἰς τὸ βλέμμα της πυρὸς

αὐτὸς προσήλου βλέμμα.

Ποία ἐντέλεια! Εἰκὼν

ἐφαίνετο μαρμάρου,

θαῦμα τῆς τέχνης γλυπτικόν.

Ἀλλ’ ὡς αὐτὴ δὲν ἦν λευκὸν

τὸ μάρμαρον τῆς Πάρου.


Τῶν δροσερῶν της παρειῶν

ὡμοίαζον τὰ κάλλη

τὸ ῥόδον τὸ ἐρυθριῶν,

ὅταν στιβάζηται χιὼν,

κ’ εἰς τὴν χιόνα θάλλῃ.


Ἐπὶ τοὺς ὤμους της χυτὴ

κατέῤῥεεν ἡ κόμη·

ὡς ἡ σελήνη δ’ ὀρατὴ

εἰς χρυσᾶ νέφη, ἐν αὐτῇ

ὑπέλαμπον οἱ ὦμοι.


Πλούσιαι πόρπαι πρὸς στολὴν

διάλιθοι συνεῖχον

τῆς κόρης τὴν ἀναβολὴν,

κ’ εἰς τὴν χρυσῆν της κεφαλὴν

τὸν πλοῦτον τῶν βοστρύχων.


Οἱ εὔγλωττοί της ὀφθαλμοὶ

ὅταν χαρὰν ἐδὴλουν,

ἀπήντων καρδιῶν παλμοὶ,

καὶ ἦσαν ἔρωτος ψαλμοὶ

ἐκεῖνα ποῦ ὡμίλουν.

Τ’ ἀπαλὰ χείλη της, καλὰ

ὡς κάλυξ ἀνεμώνης,

μικρὸν προεῖχον τρυφηλὰ,

καὶ ὅτ’ ἐγέλων, πῶς γελᾷ

ὁ οὐρανὸς ἐφρόνεις.


Τότε δ’ ὡς ἔκειτο ἐκεῖ,

διέστειλε τὰ χείλη,

κ’ ἐξῆλθον τόνοι μουσικοὶ,

καὶ μειδιάσασα γλυκὺ,

ἡ νεανὶς ὡμίλει.


—»Ὅταν σε βλέπω, δειλιῶν

τὸ σῶμά μου πῶς τρέμει;

Εἶσαι ἀνώτερόν τι ὄν;

Ἄν ἄνθρωπον ἢ ἂν Θεὸν

ἀκολουθῶ, εἰπέ μοι.


»Εἰς σὲ προσπλέκει ἡ Κλωθὼ

τοῦ βίου μου τὸ νῆμα.

Σὲ μόνον, μόνον σὲ ποθῶ,

καὶ ὡς δεσμί’ ἀκολουθῶ

τό προσφιλές σου βῆμα.


»Πλανῶμαι ὅπου μὲ πλανᾷς,

μετὰ πνοῶν ἀνέμων,

εἰς κορυφὰς, εἰς σκοτεινὰς

κοιλάδας, εἰς λῃστῶν σκηνάς·

κατόπιν σου εὐδαίμων!

«Καὶ εἰς τὸν ᾅδην μετὰ σοῦ,

εἰς ᾅδου ἂν ἡγῆσαι!

Ὤ! τοῦ ὀνείρου τοῦ χρυσοῦ

μὴ μὲ στερήσῃς, μέχρις οὗ

ἀκούσω ποῖος εἶσαι».—


Κ’ ἐκεῖνος εἶπε μειδιῶν·

—«Θεώρει με; ὦ κόρη,

Θεὸν πλησίον σου, Θεὸν,

καὶ πρώτην τῶν εὐτυχιῶν

τήν μετὰ σοῦ θεώρει».—


—«Θεὸν μὴ λέγῃς· οἱ Θεοὶ

τὸν Ὄλυμπον οἰκοῦσι.

Καὶ ἂν μοὶ φύγῃ ἡ ζωὴ

εἰς στεναγμὸν διακαῆ,

τις θέλει τὸν ἀκούσει;


«Θεὸς ἂν ἦσαι, θὰ ζητῇς

καπνὸν εὐώδους κνίσσης

καὶ ἑκατόμβας τελετῆς,

ἀλλ’ ὄχι ἔρωτα θνητῆς,

κ’ ἐμὲ θὰ λησμονήσῃς.»—


Ἐν ᾧ δὲ οὗτοι τρυφερῶς

τοιαῦτα συνωμίλουν,

τῶν ναυτῶν ἔστη ὁ χορὸς,

κ’ ἐπὶ τὸ ζεῦγος βλοσυρῶς

τὰ βλέμματα προσήλουν.

Καὶ διὰ λόγων ἀναιδῶν

ὁ εἷς τὸν ἄλλον πείθων,

λείας ὠρέγετο, ἰδὼν

τὸν πλοῦτον τῶν πολυειδῶν

καὶ πολυτίμων λίθων.


Ἄλλους διήγειρε πολλοὺς

ἡ ὄψις τῶν θελγήτρων

τῆς κόρης τῆς περικαλλοῦς,

καὶ ἐνεψύχου τοὺς δειλοὺς

ἐλπὶς πλουσίων λύτρων.


Φωνὴ διέῤῥει σιγαλὴ

ὡς ψίθυρος τὸ πρῶτον.

Ἀλλ’ ἐθρασύνοντο πολλοὶ,

καὶ ἐξεῤῥάγ’ ἡ ἀπειλὴ

μετὰ κραυγῶν καὶ κρότων.


Τῶν ἀπαισίων ὀφθαλμῶν

τὸ μέλαν πῦρ ἰδέτε.

Ἐγείρεται πᾶς ὁ τολμῶν·

τὴν κώπην ἐπὶ τον σκαλμὸν

ἀφῆκαν οἱ ἐρέται.


Ἥρπασαν ὅπλα παρευθὺς

ἀπὸ τῶν προσπιπτὸντων,

λίθους τινὲς χειροπληθεῖς,

καὶ ὅ,τι εὕρισκε καθεὶς,

τὶς κώπην καὶ τὶς κόντον.

Τὰ βλέμματα πλήρη φλογῶν

ἠκόντιζον ὀργίλα,

κ’ ἐῤῥίφθησαν, ὡς ἂν ἀγὼν

δεινῶν ἐπέκειτο σφαγῶν,

καὶ ἔπαλλον τὰ ξύλα,


Ὁ ἀνδραποδιστὴς λαὸς

τοὺς ὀπαδοὺς τῶν ξένων

πρώτους λαβὼν ἀνιλεῶς,

τοὺς ἔῤῥιψεν εἰς τῆς νηὸς

τὸ στόμιον τὸ χαῖνον.


Φύλακες ἔστησαν τακτοὶ

εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ σκάφους·

κ’ ἐκλείσθη ἡ καταπακτὴ,

κ’ ἦν εἰς τὰ σπλάγχνα του φρικτὴ

ἡ νὺξ, ὡς εἶν' εἰς τάφους.


Εἶδε τὴν πρᾶξιν τῶν ναυτῶν

ὁ ξένος νεανίας·

τὸν νοῦν ἐνόησεν αὐτῶν,

ἀλλ’ ἔμεινεν ἀκινητῶν

μεθ’ ὑπερηφανείας.


Ἐν ᾧ δ’ ὁρμῶσιν οἰ κακοὶ

κ’ ἐκεῖνον νὰ προσβάλουν,

δύω βραχίονες λευκοὶ

ὡς περιδέραιον γλυκὺ

τον νέον περιβάλλουν.

Ἡ κόρη βλέπ’ ἡ τρυφερὰ

τὴν ἀπειλοῦσαν πάλην

καὶ ὡς δειλὴ περιστερὰ,

πρὸς τὴν προστάτιν ἀφορᾷ

τοῦ ἑραστοῦ ἀγκάλην.


Αὐτὸς δὲ κύπτει, τὴν φιλεῖ,

κ’ ἐγείρεται ὀργίλος.

Τὸ βλέμμα σπινθηροβολεῖ,

προτεταμένον προκαλεῖ

τὸ εὐγενές του χεῖλος.


—«Τί θέλετε;» τοὺς ἐρωτᾷ

καὶ εἷς προπέτης ναύτης

τῷ λέγει· «Θέλομεν αὐτὰ

τὰ ψέλλια τὰ τοῤῥευτὰ

μετὰ τῆς κόρης ταύτης.


—«Σὲ δὲ τὸν νέον τὸν καλὸν

ταλάντου θὰ πωλήσω

εἰς τὰς φυλὰς τῶν Σικελῶν.»—

Ὁ δ’ ἀπεκρίθη ἀπειλῶν·

—«Παράφρονες, ὀπισω!


—«Ληστῶν ἀγέλη εἶσθε σεῖς!»

Κ’ ἐκάγχασαν ἐκεῖνοι,

κ’ ἐχώρει ἕκαστος θρασὺς,

κ’ ἐπὶ τὴν κόρην τοὺς δασεῖς

βραχίονας ἐκίνει.

Αἴφνῃς ἐπήδησεν ἐκτὸς

τῆς πρώρας μεταξύ των.

Ἦτον τὴν ἔκφρασιν φρικτὸς,

καὶ σκοτεινότερον νυκτὸς

τὸ μέτωπόν του ἦτον.


Κτυπᾷ τὸν πόδα του βοῶν,

καὶ δι’ ἁρμῶν καὶ κάλων

τρύζει τὸ πλοῖον φρικιῶν

ἀπὸ τῶν ἄκρων κεραιῶν

ὡς ἄκρων τῶν ὑφάλων.


Ἰδοὺ, ἐξ ἕω καὶ δυσμῶν,—

ὦ θαῦμα καὶ ὦ φρίκη!—

ὡς εἰς δεινὸν κατακλυσμὸν

τὰ κύματα μετὰ βρασμῶν

ὁρμοῦν οὐρανομήκη.


Νὺξ ἦλθε μέλαινα. Περᾷ

ἡ ἀστραπὴ τὸ σκότος,

κ’ εἰς τὰ πυργούμενα νερὰ

κατὰ λυσσῶντος τοῦ βοῤῥᾶ

λυσσῶν παλαίει νότος.


Ὡς ὠρυόμενα κυνῶν

ἠκούοντο ἀγέλαι

εἰς τὸν εὐρὺν ὠκεανὸν,

καὶ πελιδναὶ τὸν οὐρανὸν

διέτρεχον νεφέλαι.

Τὸ πνεῦμα τῶν τρικυμιῶν

τὸ πλοῖον ἀναπνέει,

καὶ καθὼς ἔμψυχόν τι ὂν,

ὀρθοῦνται, πίπτει πνευστιῶν,

γογγίζει καὶ παλαίει.


Ὼς λίκνον βρέφους σαλευτὸν

ἡ λαῖλαψ τὸ κυλίει.

Σφάλλουν οἱ πόδες τῶν ναυτῶν,

καὶ πᾶσαν δύναμιν αὐτῶν

σκοτοδινία λύει.


Πίπτουσιν ὕπτιοι, πρηνεῖς

καὶ ἐξησθενημένοι·

πνοῆς στεροῦνται καὶ φωνῆς,

καὶ ὁ βραχίων ἀδρανὴς

ὁ σιδηροῦς των μένει.


Ἀλλ’ ἐμαράνθη κ’ ἡ καλὴ

παρθένος ὡς τὸ ἴον.

Κλίν’ ἡ χρυσῆ της κεφαλή,

καὶ εἰς βοήθειαν καλεῖ

ὁ ὀφθαλμός της δύων.


Τὰς ἀνθηράς της παρειὰς

ὁ νέος ἐλυπήθη

νὰ τὰς ἰδῇ χωρὶς χροιᾶς.

«Μή, φίλη, εἶπεν, ὠχριᾷς.

Ἀνάβλεψον, καὶ ζῆθι.»

Κ’ ἤνοιξ’ ἐκείνη ἀσθενῶς

τοὺς γαλανοὺς ἀστέρας,

κ’ ἐγέλασεν ὁ οὐρανὸς,

κ’ ἔλαμψε πάλιν φωτεινὸς

ὁ δίσκος τῆς ἡμέρας.


Μετέωρον φλογῶν μεστὸν

φανὲν πρὸς τὸν Ἀρκτοῦρον,

κατῆλθεν ἐπὶ τὸν ἱστόν.

Τὸ ἄστρον ἦτον τὸ γνωστὸν

αὐτὸ τῶν Διοσκούρων.


Ἡ λαίλαψ παύει νὰ λυσσᾷ,

τὸ πέλαγος ν’ ἀφρίζῃ.

Πάλιν ὁ ζέφυρος φυσᾷ,

πάλιν ἡ θάλασσα χρυσᾶ

τὰ κύματα κοιμίζει.


Ὁ φλοῖσβος μουσικοῦς λαλεῖ

περὶ τὴν τρόπιν ἤχους.

Γελᾷ γαλήνη, καὶ δειλὴ

ἡ αὖρα παίζουσα, φιλεῖ

τῆς κόρης τοὺς βοστρύχους.


Ἀὴρ καὶ θάλασσα ζωὴν

καινὴν ἠκτινοβόλει

ὑπὸ τοῦ θέρους τὴν πνοήν.

Τὸ πᾶν ἦν κίνησις, καὶ ἦν

χαρὰ ἡ φύσις ὅλη.

Αἴφνης ὠγκώθη, ὡς μεστὸς

ἐαρινῆς ἰκμάδος,

κ’ ἐῤῥράγη τρίζων ὁ ἱστὸς,

κ’ ἐξέφυ εὔρωστος βλαστὸς,

κομῶν ἀμπέλου κλάδος.


Στεφάνας πλέκουσα πολλὰς,

ἠρτήθ’ εἱς τὰς κεραίας,

κ’ εἰς πυκνὸν θόλον ἡ φυλλὰς

ἐκάμπετο, καὶ σταφυλὰς

ἐβλάστησε γενναίας.


Βριθὺς, τοὺς κλάδους περικλῶν

καρπὸς τὸ βλέμμα τέρπει.

Εἰς κλῶνα πλέκεται ὁ κλών·

καὶ τὸν ἱστὸν περικυκλῶν,

χλωρὸς κισσὸς ἀνέρπει.


Καὶ ἄνθη διὰ τῶν κισσῶν

ποικίλα διεγέλων

ἢ κηπευτὰ ἢ τῶν δασῶν,

ἀρώματ’ ἀπὸ τῶν χρυσῶν

ἐκπέμποντα κυπέλλων.


Ἐξαίφνης ῥέει ἐκραγεὶς

ἐκ τῶν ἀκροκεραίων

εὐώδης ῥύαξ διαυγής.

Δὲν ἦτον ὕδωρ ἐκ πηγῆς,

ἀλλ’ ἀνθοσμίας ῥέων.

Τοὺς ἀνδραποδιστὰς σιγὴ

νεκρῶν καταλαμβάνει.

Ὤ! ποία πάλιν ἀλλαγή!

Πόθεν ἐβλάστησεν ἡ γῆ,

ἥτις ἐμπρὸς ἐφάνη;


Ὁ βαθὺς ὅρμος μειδιᾷ

καὶ νεύει φιληδόνως.

Πᾶσα γωνία καὶ σκιά,

καὶ εἰς πᾶν δένδρον φωλέα

εὐλάλου ἀηδόνος.


Τῆς παραλίας μαλακὴ

προκύπτει ἡ ἀγκάλη.

Ἐκεῖ γαλήνη κατοικεῖ,

ἐκεῖ ὁ ζέφυρος γλυκὺ

διὰ τῶν φύλλων ψάλλει.


Ὁ ῥύαξ, ὄφις ἀργυροῦς,

τοὺς πολυκάμπτους γύρους

ἑλίσσ’ εἰς τάπητας χλωροὺς,

καὶ ἄδων ἀπαντᾷ ὁ ῥοῦς

πρὸς ᾂδοντας ζεφύρους.


Βέλους ὀξύτεροον χωρεῖ

τὸ πλοῖον πρὸς τὸν κόλπον·

καὶ τὸ προπέμπουσι χοροὶ

νηχόμενοι καὶ ζωηροί,

μετ’ ἰαχῶν εὐμόλπων.

Ἐγγύς, μακράν, εἰς τ’ ἀνοικτὰ,

ἐκ σκοτεινοῦ πυθμένος,

ὄντ’ ἀναδύονται φρικτὰ,

ὅσα πλωτά, ὅσα νηκτὰ,

καὶ πᾶν ἐνύδρων γένος.


Τὸ κῦμ’ ἀφρίζον ἡ οὐρὰ

τῆς ἱπποκάμπης πλήττει.

Φυσῶσ’ εἰς ὕψος τὰ νερὰ,

καὶ, βαρεῖς ὄγκοι, σοβαρὰ

προβαίνουσι τὰ κήτη.


Βάλλουσιν ἔρωτες ὁ εἷς

τὸν ἄλλον μὲ κογχύλας·

καὶ παίζουσαι μετὰ βοῆς,

ἡ Ναϊὰς κ’ ἡ Νηρηῒς

διώκουσιν ἀλλήλας.


Σειρῆνα φέρων, ὁ δελφὶν

ὁρμᾷ ἐν τῶν ἀδύτων,

καὶ προκαλεῖ τὴν ἀδελφὴν

εἰς τοῦ ἀφροῦ τὴν κορυφὴν

ὀχούμενος ὁ Τρίτων.


Σεμνὸς ὁ θίασος σοβεῖ,

ὡς φέρεται ὁ κέλης,

εἰς συνοδίαν εὐσεβῆ·

καὶ ὕμνος ἀντηχεῖ, «Εὐοὶ

εὐὰν, υἱὲ Σεμέλης!»

Ἡ τρόπις ἤγγισε τὴν γῆν,

καὶ οἱ θαλασσομάχοι,

τρόμου ἐκπέμψαντες κραυγὴν,

ἐπήδησαν καὶ εἰς φυγὴν

ἐῤῥίφθησαν ἐν τάχει.


Φεύγουσ’ εἰς βράχους, εἰς κλειστὰς

δασώδεις νάπας, ὅτε...

ὤ! τὰς ἁλύσεις ὡς κλωστὰς

συντρίβουσι, καὶ τοὺς ληστὰς

διώκουσ’ οἱ δεσμῶται!


Φθάνουσι, ῥίπτουσι πρηνεῖς

εἰς γῆν τοὺς ἀτιθάσσους,

ἐργάται φοβερᾶς ποινῆς·

καὶ σχίζουσιν εὐθυτενεῖς

σκυτάλας ἐκ τοῦ δάσους.


Πᾶσα πληγὴ αἱματηρὰ

ὡς ξίφους καταβαίνει.

Ἔχουσι νεῦρα σιδηρᾶ.

Δὲν εἶναι ἄνθρωποι, οὐρὰ

τὸ νῶτόν των περαίνει.


Καὶ ἐκαθέσθ’ ὑπὸ φηγὸν

πυκνὴν ὁ νεανίας,

ἀπαθὴς μάρτυς τῶν πληγῶν,

καὶ ἀποστρέφων τῶν κραυγῶν

τὸ οὖς τῆς ἐσπλαγχνίας.

Τὸ δρᾶμα τὸ πρὸ τῶν ποδῶν

μετ’ ὀφθαλμοῦ ὀργίλου

στιγμὴν καὶ μόνην προσιδὼν,

εἰς τὴν γλυκεῖαν συνοδὸν

τὰ βλέμματα προσήλου.


Ἀλλ’ ὡς τὴν εἶδε νὰ θρηνῇ

κατακειμέν’ εἰς ἄνθη,

καὶ ἡ εὐαίσθητος γυνὴ

πρὸς ξένους πόνους νὰ πονῇ,

τὸ βλέμμα του ὑγράνθη.


Καὶ ἔνευσε, καὶ εὐμενὴς

παρέδειξεν ἡ χείρ του

ὅπου ἡ ῥάβδος τῆς ποινῆς,

ῥαγδαία πίπτουσ’, ἀπηνὴς,

τὰ νῶτά των ἐκύρτου.


Ἐξαίφνης τὶ μεταβολὴν

ἡ κόρη πάλιν βλέπει

εἰς τῶν κακούργων τὴν φυλήν!

Ἔχουσ’ ἰχθύος κεφαλήν,

καὶ εἰς τὸ σῶμα λέπη.


Ἔχουν οὐρὰν ἀντὶ ποδῶν,

καὶ εἰς δελφίνων σχῆμα

μεταποιοῦνται βαθμηδόν,

καὶ σώζετ’ ἕκαστος πηδῶν

εἰς τὸ παφλάζον κῦμα.

Ἄστατον χρῆμα ἡ γυνὴ

ὡς ὁ ἀὴρ ὁ πνέων.

Ἀντὶ εὐγνώμων νὰ φανῇ,

τὶ ἔχει αὕτη νὰ θρηνῇ

προσβλέπουσα τὸν νέον;


«Ὤ, λέγει, ὁ θαυματουργὸς

συμπλήρωσον τὸ θαῦμα.

Φεῦ! βλέπω, βλέπω ἐναργῶς!

Δός μοι τὸ ὕδωρ τῆς Στυγὸς,

θανάτου δός μοι τραῦμα.


«Σὺ ὁ τὰ πλάσματ’ ἀλλοιῶν

τὴν πλάσιν μεταπείθων,

σὲ ἱκετεύω ὡς Θεὸν,

τὸ στῆθος τοῦτο, ἐλεῶν,

μετάβαλον εἰς λίθον.


«Καὶ ἔστω μοι καταφυγὴ

ὁ τελευταῖος ὕπνος,

καὶ τῆς καρδίας ἡ σιγή·

ἣ δὸς νὰ γίνω ἡ πηγὴ

ἡ κλαίουσα ἀγρύπνως.


«Θεν’ ἀναβῇς εἰς οὐρανὸν,

καὶ μόνη θὰ πλανῶμαι

εἰς τὸ ἀπέραντον κενὸν,

τὸν ἥλιον τὸν σκοτεινὸν

διὰ νὰ καταρῶμαι.

«Ἦλθες, σὲ εἶδα, καὶ χαρᾶς

κατεπληρώθ’ ἡ φύσις.

Ἄστρον τοῦ βίου μου, περᾷς.

Πρὶν δύσῃς μὴ μὲ παρορᾷς.

Δὸς θάνατον πρὶν δύσῃς.


«Ἐῤῥόφησα ὅ,τι γλυκὺ

τῆς κύλικος τοῦ βίου,

σταγόνα ἔρωτος· ἀρκεῖ.

Τὶ ἂν ὁ βίος διαρκῇ

αἰῶνας μαρτυρίου;


«Σὺ ὁ Θεὸς θὰ κατοικῇς,

ἐπάνω τοῦ αἰθέρος

ὅπου ὁ βίος ὁ γλυκύς,

αἱ τέρψεις αἱ διηνεκεῖς,

τῶν Θεαινῶν ὁ ἔρως.


«Ταχὺς δὲ τάφος εἰς ἐμὲ

καὶ αἰωνία λήθη».

«Εἰς σὲ ἀθάνατοι στιγμαὶ

καὶ ἐπουράνιοι τιμαί,»

ἐκεῖνος ἀπεκρίθη.


«Τὶ πρὸς ἐμὲ καὶ οἱ Θεοὶ

καὶ ἡ ἀθανασία;

Ἀθανασία μου σὺ εἶ.

Μακράν σου ἡ μακρὰ ζωὴ

μακρὰ ἀπελπισία.

«Ἡ θεν’ ἀνέλθῃς μετ’ ἐμοῦ

πλησίον τῶν μακάρων,

ἢ εἰς τοῦ μαύρου ποταμοῦ

τὸ ῥεῦμα πλέοντας ὁμοῦ

θὰ μᾶς δεχθῇ ὁ Χάρων.


«Πλὴν θάῤῥει. Μετὰ τῶν Θεῶν,

ὅπου τὸ θάλλον θέρος,

ὅπου ὁ ἄδυτος αἰὼν,

καὶ ὅπου φῶς χωρὶς σκιῶν,

χωρὶς δακρύων ἔρως,


«Ἐκεῖ τὸ κάλλος σου θ’ ἀνθῇ

μετὰ τῶν λαμπροτέρων·

κ’ ἡ κόμη αὕτη ἡ ξανθὴ

εἰς τοὺς αἰθέρας θ’ ἀπλωθῇ

ὡς πλόκαμος ἀστέρων.»


Γῆ, οὐρανὸς, τὸ πᾶν γελᾷ

ἐν ὅσῳ τὴν ὡμίλει·

καὶ εἰς τὰ χείλη τ’ ἀπαλὰ

εἰς μέθην ἔρωτος κολλᾷ

τ’ ἀμβρόσιά του χείλη.


Ἡ νέα κόρ’ ἰλιγγιᾷ,

τῆς γῆς ἐκλείπ’ ἡ θέα.

Τὴν περιέβαλε σκιὰ,

καὶ εἰς τὸν Ὄλυμπον Θεὰ

ἐνεθρονίσθη νέα.

Φωνὴ ἠκούσθη ν’ ἀναβῇ

ἐκ λόφων καὶ θαλάσσης,

καὶ ἔψαλλεν· «Εὐὰν εὐοὶ!

«Τοιαύτ’ ἡ θεία ἀμοιβὴ

κ’ αἱ τῶν Θεῶν κολάσεις!»


Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809 - 1892)

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ.

Το ποιημάτιον τοῦτο εἶναι ἀτελὴς μετάφρασις τῆς μικρᾶς ζωοφόρου τοῦ Λυσικρατείου μνημείου. Ἀληθῶς οὐδ’ ἐν τῇ ζωοφόρῳ, οὐδ’ ἐν τῷ Ὁμηρικῷ ὕμνῳ πρὸς Διόνυσον, οὐδ' ἐν Φιλοστάτῳ (Εἰκόνες Α, 19) ὑπάρχει γυνή. Ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα μυθεύματα οὔτε τοσοῦτον γνωστὰ οὔτε τοσοῦτον βέβαια εἰσὶ περὶ τὰ καθέκαστα, ὥστε οὐδαμοῦ ὡς πρὸς αὐτὰ νὰ ἐπιτρέπηταί τις μεταβολή. Ἡ Νάξος ἦν ἡ νῆσος τῶν ἐρώτων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀριάδνης, καὶ εἰς τὴν Νάξον ἔπλεεν ὁ Διόνυσος ὅταν οἱ Τυῤῥυνοὶ τὸν συνέλαβον· τὴν Ἀριάδνην ἀπήντησεν ὁ Θεὸς ἔν τῇ νήσῳ Δίᾳ (Φιλοστρ. Εἰκ. Α, 15), ἥτις δὲν ἦτον ἡ Νάξος, ἀλλ' ἄλλη τις πλησίον τῆς Κρήτης. Οὐδὲν ἑπομένως κωλύει, συνδυαζομένων τῶν διηγήσεων, νὰ ὑποτεθῇ ὅτι, μεταφέρων ἐκ Δίας εἰς Νάξον τὴν κόρην τοῦ Μίνωος, περιέπεσεν εἰς τοὺς Τυῤῥηνούς.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής- Ο Κλέφτης

Μαύρ' είν' η νύκτα στα βουνά,
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Μες στ' άγρια, στα σκοτεινά,
στες τραχιές πέτρες, στα στενά,
ο κλέφτης ξεσπαθώνει.
Στο δεξί χέρι το γυμνό
βαστά αστροπελέκι.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό,
κ' ελπίδα το τουφέκι.
Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί
το μαύρο του μαχαίρι·
μ' ιδρώτα βρέχει το ψωμί,
ξέρει να ζήσει με τιμή,
και να πεθάνει ξέρει.
Τον κόσμ' ο δόλος διοικεί
κι η άδικ' ειμαρμένη.
Τα πλούτη έχουν οι κακοί,
κι εδώ στους βράχους κατοικεί
η αρετή κρυμμένη.