Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μπάρας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μπάρας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Αλέξανδρος Μπάρας - Φεγγάρι και γαρίφαλο


Έξαλλο κόκκινο γαρίφαλο
στο μέρος της καρδιάς φορεί,
χυμένο σ’ αρωματική
παθητική Ικεσία.
Ο λίβανος της ευωδιάς
φιλει τη φαντασία,
με πάθος την καταφιλεί...

Έξω είναι η νύχτα θαυμασία:
'Ενα φεγγάρι έχει μελί
που μπαίνει απ’ το παράθυρο
γλυκόφωτο και ρέει
στα πόδια μας και στο χαλί,
που όλα σκυμμένο τα φιλεί
κι όσα δε λέμε λέει...

'Εξαλλο κόκκινο γαρίφαλο
στο μέρος της καρδιάς φορεί,
χυμένο σ' αρωματική
παθητική ικεσία...

Πηγή: «Συνθέσεις, Βιβλίο Τρίτο» (1953), στη συγκεντρωτική έκδοση: Άθροισμα: Ποίηση 1933-1983, Αθήνα: Κέδρος 1983.

Αλέξανδρος Μπάρας - Πολλοί και άλλοι


Πολλοί 'ναι που την αναχώρησή τους 
την εκφυλίζουνε με θόρυβο και λόγια
 κι αποχαιρετιστήριες επισκέψεις
σ ̓ ασήμαντους γνωστούς και συγγενείς τους, 
τόσο πολλούς κι ασήμαντους που κιόλας 
πριν απ' το χωρισμό είναι ξεχασμένοι.

Στο τέλος αναβάλλουν.

Κι άλλοι,
μ' ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη
— εχτές ακόμα τους συνάντησες στο δρόμο — 
 χάνουνται ξαφνικά σαν να τους πήρε
σύννεφο και ταξίδεψε και πάει...

Πηγή: «Συνθέσεις Βιβλίο Τρίτο (1953)», στη συγκεντρωτική έκδοση: Άθροισμα: Ποίηση 1933-1983, Κέδρος 1983.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Αλέξανδρος Μπάρας - Θάλασσα


Θάλασσα! Θάλασσα! Ω πλατιά

ελληνική εσύ λέξη

πού κλείνεις τόσο απέραντο!


Τ' άλφα σου τ' αντηχητικά

ποιο στόμα τα ξεφώνισε,

ποιο στόμα πρώτo;


Πηγή: Άθροισμα, Ποίηση: 1933-1983, Κέδρος 1983



Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Αλέξανδρος Μπάρας - Εκείνο το χέρι


Ένα χέρι λεπτό, σπασμωδικό,

με φλέβες γαλανές στην κέρινή σου σάρκα,

μ' εξαίσια δάχτυλα

και σα σβησμένα ρόδα νύχια,

μυστηριώδες, διαφανές,

όσο λεπτό, τόσο ισχυρό,

τόσο αδυσώπητο ένα χέρι

πόχει τις ώρες του και ξέρει τον καιρό

-πόσο βαθιά και τραγικά τον ξέρει!-

έρχεται κάθε τόσο και μου ανοίγει

την πόρτα της ψυχής μου,

συνήθως προς το βράδυ όταν μαδάει το φως,

πότε καινούργιες όψες και φωνές

για να μου φέρει

και πότε για να πάρει τις παλιές

-τις τόσο αγαπημένες!-

προς άλλα μέρη

όπου εκείνο ξέρει, μονάχο να μ'αφήνει

ένα χέρι με φλέβες γαλανές

που σε κανένα σώμα δεν ανήκει


Ένα χέρι με φλέβες γαλανές

μυστηριώδες, διαφανές,

για τελευταία φορά

κάποια βραδιά

την πόρτα μου θ' ανοίξει,

και στο σκοτάδι, τα λεπτά

τα δάχτυλά του στο λαιμό μου

γύρω θα τα σφίξει

να με πνίξει...


Πηγή: Ανθολογία Περάνθη


Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%AD%CF%81%CE%B9-%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%B1%CF%82

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Αλέξανδρος Μπάρας - Του ύπνου


Α'
Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο Ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια
και τα 'κλεισε' πήρε το στόμα
κι' έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της λήθης , που παρέσυραν τ' αγαπημένο σώμα
στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες τ' αυτιά, και μες στις φλέβες
ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού.
Β'
Ανέδυσες απ' το βυθό του ύπνου
μ' αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,
και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.
Καθώς τ' ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των' μήπως συλλάβω, προτού σβήση,
το νόημα του κόσμου που σ' εκράτησεν
ολονυκτίς.

Πηγή: Άπαντα Ποιήματα, Παπαδόπουλος 2015

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Αλέξανδρος Μπάρας - Θάλασσα


Θάλασσα! Θάλασσα! Ω πλατιά
ελληνική εσύ λέξη
που κλείνεις τόσο απέραντο!
Τ' άλφα σου τ' αντηχητικά
ποιο στόμα τα ξεφώνησε,
ποιο στόμα πρώτο;

 Συνθέσεις βιβλίο τρίτο, 1953

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Αλέξανδρος Μπάρας-Ποιήματα


ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΛΥΠΕΣ

 

Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο

είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι

με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα έχει φάει

με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά

σπασμένο,

δαγκωμένο

απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

 

Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…

Κι όμως – ποιος θα το πίστευε; –

απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν

μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει

αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…

(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη

μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως

μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,

ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν

τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

 

Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε

σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους

που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…

 

Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.

(ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ, 1938)

 

ΚΡΙΣΗ

 

Μελέτες κι αναγνώσεις

με φέρανε αντιμέτωπο

με τόσες απογνώσεις.

 

Σπόγγος ο εγκέφαλος, πολλή

που τον επότισε χολή.

 

Τη νύχτα εβγήκα στους αγρούς

κι ύπτιος έπεσα στο χώμα:

Είναι και κάτι, κάτι ακόμα

που το κρατάει κρυφό η σιγή

κι όλη των άστρων η πορεία.

 

Μεγάλη, διασταλτική

γέμιζε ο αιθέρας απορία…

 

 

ΑΝΑΤΕΛΛΩ ΤΗΝ «ΠΡΩΤΗ» ΣΕΛΗΝΗ

 

Ανατέλλω όπως τη θέλω

μια σελήνη υπερμεγέθη

σαν ασπίδα χάλκινη

που ένα χέρι

– ο πιο δυσειδής κι ο πιο μεγάλος

ανθρωποειδής της οικουμένης –

την υψώνει

μες στα προϊστορικά ζοφώδη δάση

την υψώνει για να την κρεμάσει

στα γιγάντια τα κλαδιά

και χτυπώντας την με λίθους

– γκογκ συναγερμού κοσμοπορίας –

να ξυπνήσει του χάους και του βύθους

την κοιμώμενη ζωη

και τους πρώτους ρυθμούς της Ιστορίας…

 

ΜΕΤΑΘΕΣΗ

 

Κίτρινο καίει το φεγγάρι,

σαν λάμπα πετρελαίου,

στον καπνισμένο κακορίζικο ουρανό.

 

Όλα τα καθυστερημένα

εκεί στον ουρανό μετατοπίστηκαν,

κι η αλματώδης πρόοδος

απόμεινε στη γη να μας ρημάζει.

 

Μας ρήμαξεν η πρόοδος.

 

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

 

Μουντή, λιγνή πράσινη φλόγα

ποια κρύα φωτιά να σ’ αναδίνει;

Τι λύσσα να ’χει η καταιγίδα

που όλο φυσά και δε σε σβήνει!

 

ΩΔΕΙΟΝ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ

 

Κύπελλο παλιό λησμονημένο

στα κράσπεδα της Ακροπόλεως,

συντηρημένη υπομονή

της αττικής καμίνου,

καταφυγή της γλαύκας,

κρύπτη για το χλομόλιθο της πανσελήνου,

 

λάλον ερείπιο, γήρας μουσικό!

(ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ, 1953)

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Αλέξανδρος Μπάρας-Πράσινο φως


Πράσινο φως και μετρητή σιγή
του τραπεζιού μου η λάμπα αργοσταλάζει...
καθόλου η νύχτα μ’ άλλες μου δε μοιάζει.
Το φως, περιβλημένο τη σιγή,
χύνεται λιγοστό και φεγγαρίσιο
μες στο δωμάτιό μου
–κι ούτ’ υποψία φεγγαριού στον έξω κόσμο–
το φως απλώνεται σαν χλοερό λιβάδι
μες στο δωμάτιό μου,
σαν χλοερό λιβάδι ευτυχισμένο
μ’ άνθη τρεμάμενα...
Στο χλοερό λιβάδι περιφέρονται,
εκτός απ’ την ψυχή μου,
κάτι λευκές αργοπορούσες οπτασίες,
πορεύονται, πηγαίνουν,
άγνωστες μεταξύ τους
κι ονειροπαρμένες...
Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μπάρας, «Άθροισμα. Ποίηση 1933-1983», Κέδρος, Αθήνα 1983, σελ. 97.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Αλέξανδρος Μπάρας-Λέων Αφρικανικός


(Σουδάν 1901)

Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν
πόσες φορές δε βάφτηκε ξανά!

Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!

Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.

Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,
να μη θυμάται.
Απ’εναντίας
η μνήμη του στον τόπο της:

…Εκείνες, του Μπαχρ – Ελ – Γκαζάλ
οι νύχτες, τότε, οι τόσο φωτεινές…
οι πρώτοι του έρωτες κάτω από τ’ άστρα…
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; Πού είναι;
Πόσος καιρός να πέρασε;
Πόσος καιρός;

Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν:
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μεσ’ στον Παγκόσμιο Πόλεμο,
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη,
δεμένοι οι μυς στο σώμα του σφικτά
κι’ ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη.

Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως τούγινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει-
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.

Η Κυριακή σαν έρχεται το ξαίρει
από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια των κυριών στις αγκαλιές
πώρχουνται και γαυγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο, ενώ διαρκώς πεθαίνει…

Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
…Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!

Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)


Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Αλέξανδρος Μπάρας - Τα εσπέρια

OMNIA - Baras Alexandros

Βράδυ.

Ελαιώδη τα νερά του προλιμένος,

βαριά, σαν υδραργυρικά, με κάτι

κυανά σαξωνικά, με κάτι ιώδεις

αποχρώσεις, κάτι θαμπούς

μεταλλισμούς κι αποχαυνώσεις ρόδινες…


Ναι, κάτι τέτοιες

ευδαιμονικές βραδιές,

ανώδυνες,

περιπλανώμενες βραδιές

μέσα στα θέρη,

διστακτικές να σβήσουν,

διστακτικές να καταλύσουν

την ονειροκρατία προς δυσμάς

μετά το πέσιμο του ήλιου,

— ενώ μια θεία μεσοβασιλεία

χωρίζει πια το φως που μας δυνάστευε

απ’ την ερχόμενη του σκότους μοναρχία

ναι, κάτι τέτοιες βραδιές,


στα ελαιώδη νερά του προλιμένος,

μετακινείται κύκνεια

ένα μεγάλο πλοίο,

μετακινείται παίρνοντας

κατεύθυνση προς τ’ ανοιχτά,

μ’ εκείνο το περιφρονητικό του μεγαλείο

των μακρινών αναχωρήσεων…


— Κι ίσως δεν είναι πλοίο,

ίσως είναι το παν που φεύγει,

όλα που φεύγουν — Όλα.


Αλέξανδρος Μπάρας (πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906 - Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990)
Πηγή: Αλέξανδρος Μπάρας, Άθροισμα: Ποίηση 1933-1983. Κέδρος: Αθήνα 1983, σ.67-68.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Αλέξανδρος Μπάρας-Tango

Ένα ταγκό, ένα ταγκό
τόσο λυπημένο και αργό,
"τόσο πικρός και μάταιος
ο κόσμος" - το μοτίβο του,
ένα ταγκό που αναμετρά
το πρόσκαιρο και λίγο του.
Ένα ταγκό, ένα ταγκό...
Σιγά σιγά τα βήματα,
σιγά σιγά και βέβαια,

μας φέρνουν προς το Θάνατο...

Αλέξανδρος Μπάρας - Επίθυρα χεράκια

Στο Φανάρι, στη Σμύρνη και στη Σύρα,
πάντα πολύ σας πρόσεξα,
μπρούντζινα εσάς για κρούσιμο χεράκια
στις ξώθυρες των ήσυχων σπιτιών.
Κλεισμένα,
σας έβαλε ο τεχνίτης να κρατάτε
μια σφαίρα σαν κορόμηλο μικρή.
Στιλβωμένα πάντα περιμένετε.
Ο δρόμος είναι ήσυχος.
Όπου να ‘ναι κάποιος θα ‘ρθει...
Ώ επίθυρα χεράκια,
τ’ ωραίο να ΄στε ανόμοια!
Καθώς τ’ ανθρώπινα,
κανένα σας, έν’ άλλο να μη μοιάζει!
Καθένα με την έκφρασή σας
σας έκανε ο τεχνίτης:
Άλλα βουνά, μικρόχαρα, χυδαία,
με μάταιη δύναμη,
σαν αρπαγμένη
τη μικρή σας σφαίρα
με δάχτυλα σφιγμένα να κρατάτε,
κι άλλα σας αλαφρά, χαριτωμένα,
καθώς κρατάει κρινοδάχτυλος το σκήπτρο
στις παλιές νησιώτικες εικόνες
ο μικρός Ιησούς αναπαυμένος
στην αγκαλιά της Κεχαριτωμένης…

Στον παράλιο δρόμο ενός νησιού
που τον είχε μαρμαρώσει τα φεγγάρι,
φιλέρημος και μεταμεσονύκτιος,
στημένο είχα τ’ αυτί
ν’ ακούσω το Θεό.
Ήταν κλειστές οι πόρτες των σπιτιών,
άγγελοι σιωπής καθόνταν στα κατώφλια τους.
Αντίκρυ ένα καγκέλωμα
και κάτωθέ του οι βράχοι
με τη νύχτα να σκίζει εκεί στην άκρη τους,
σιωπηλή και σ’ έμμονη παράνοια,
νταντέλες και νταντέλες…
Πέρα το Αιγαίον πέλαγος
και μόνιμη η σελήνη της Ελλάδος...

Μ’ αυτήν, χρυσαύγειες ωχρές και λαμπηδόνες
βγάζαν τα επίθυρα χεράκια
στις πόρτες των παράλιων σπιτιών…
Πρόσεχα πάντα ν’ ακούσω το Θεό.
Και θυμήθηκα, θυμήθηκα
-πέρασαν τόσα χρόνια και τώρα το θυμήθηκα!-
μικρό παιδάκι,
την προσπάθεια, την αγωνία μου
να φτάσω ένα χεράκι τέτοιο σε μια πόρτα
-πότε, πού, σε ποια ζωή και σε ποιο σπίτι;-
να κρούσω ένα χεράκι τέτοιο
και να μην το φτάνω,
στις μύτες των ποδιών,
με χέρι τεντωμένο,
μικρό, πολύ μικρό…
Πέρα το Αιγαίον πέλαγος
και μόνιμη η σελήνη της Ελλάδος.
Στάθηκα σε μια πόρτα,
παραμέρισεν αμέσως ο άγγελος της σιωπής,
κράτησα κι’ έκλεισα στο χέρι μου
το επίθυρο χεράκι,
μοιράστηκε ο ψυχρός ορείχαλκος
τη θέρμη του χεριού μου.
Δεν έκρουσα.
Κοίταζα ένα ξιπόλητο παιδάκι
με λευκό μακρό χιτώνα
που ανέβαινε,
προσεκτικό μη τον πατήσει,
προς τη σελήνη…



Μπάρας Αλέξανδρος,  Ποιήματα 1933-1953, Αθήνα, Ίκαρος, 1953.

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=598

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Αλέξανδρος Μπάρας - Μοναξιά


Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν’ ακουστεί κανένας φόνος.

Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας…

Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.

Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.

Βάρκα είναι στο πέλαγο τ’ απέραντο
μ’ ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ’ αλάτι.

Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
και μπροστά του πήζει το σκοτάδι...

 συλλογή "Συνθέσεις - βιβλίο πέμπτο", 1983 και μετέπειτα στον τόμο "Άθροισμα", Κέδρος, 1983.
πεξεργασία ή διαγραφ

Αλέξανδρος Μπάρας-Αλεξιπτωτιστής


Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
σαγηνεύτηκε πολύ
απ’ την έγκαιρη μεγάλη περιπέτεια
του Πολέμου.
(Πού θα πας, πού θα πας, καλέ μου;)
Δεν την άκουσε:
Κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή.

Αυτό το Μέση δεν το χώνεψε καθόλου.
Τα τέρματα ζητούσε.
Για να φύγει τα μέσα και τα μέτρια
κουφάθηκε στο «πού θα πας, καλέ μου».

Μα δεν είχε να διαλέξει και πολύ:
Κατατάχθηκε στη Μέση Ανατολή.
Ριψοκίνδυνος και νέος καθώς ήτανε
προτιμήθηκε, γυμνάστηκεν ευθύς
-ειδικότης: Αλεξιπτωτιστής.

(πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
σαν έπεφτε, δεν ήξερε πού πήγαινε.
Μεμιάς και σταματούσεν η καρδιά του
κι ένιωθεν ως τον πάτο πως ρουφούσε
το μεγάλο ποτήρι του κενού.
-Είμαι στην άκρη, συλλογίζονταν.

Μα πάντα και τον έφερνε στη μέση
τ’ αλεξίπτωτο που εγκαίρως ξεδιπλώνονταν
να τον κάνει μια βεντούζα
που νωθρά κολυμπούσε και κατέβαινε
το γαλάζιο τ’ ουρανού...

Είδε πολλούς συντρόφους του
να λέιπουν απ’ τη σύνταξη
(Πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
-Κάποιοι μας θα λείψουνε,
πάντα συλλογίζονταν,
ως να ‘ρθει το τέλος τούτου του πολέμου...

Πέφτει, ξαναπέφτει...Κομπολόγι...
«Χαρακτήρος πολύ τολμηρού
και πολύ ψυχραίμου»
γράφει ο λοχαγός του.

Ώσπου μια μέρα απότομα
σωπαίνουνε τα πάντα:
Ο Πόλεμος τελείωσε.
Λείψαν όσοι έπρεπε κι έφτασε το τέλος.

Τραγουδούνε και φεύγουν τα παιδιά
που’ χουν ζήσει και πίσω θα γυρίσουν.
Μικραίνουν, ατροφούνε τα φτερά
στο νου τους, στους ώμους, στην καρδιά...

-Τον απέλυσαν «αλεξιπτωτιστή»
-ποια πρακτικήν εφαρμογή να φανταστεί;

Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή,
τίμησε όσο πάει τη στολή,
μα πάντα αυτό το Μέση
δεν το χώνεψε καθόλου.
Αν ήταν βολετό πάλι να πέσει,
πάλι στην άκρη να βρεθεί!

Να πέσει ζητά, το πέσιμο του λείπει:
Το’ κανε μια μέρα:
πρωί,
απ’ το παράθυρο ενός έκτου πατώματος.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Αλέξανδρος Μπάρας - H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»


Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

Η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
Η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι – si j’étais roi! –
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην «Kλεοπάτρα», τη «Σεμίραμη», τη «Θεοδώρα»,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Αλέξανδρος Μπάρας (πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906 - Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990)

[Αλέξανδρος Μπάρας, Ποιήματα 1933-1953, Ίκαρος, Αθήνα 1954, σ. 9-11]

πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2368,9032/extras/texts/index08_17_parallilo_baras.html






Ο Δημήτρης Χορν διαβάζει Αλέξανδρο Μπάρα (1962)