(Σουδάν 1901)
Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν
πόσες φορές δε βάφτηκε ξανά!
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,
να μη θυμάται.
Απ’εναντίας
η μνήμη του στον τόπο της:
…Εκείνες, του Μπαχρ – Ελ – Γκαζάλ
οι νύχτες, τότε, οι τόσο φωτεινές…
οι πρώτοι του έρωτες κάτω από τ’ άστρα…
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; Πού είναι;
Πόσος καιρός να πέρασε;
Πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν:
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μεσ’ στον Παγκόσμιο Πόλεμο,
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη,
δεμένοι οι μυς στο σώμα του σφικτά
κι’ ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι’ αν πέρασαν τα έτη.
Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως τούγινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει-
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξαίρει
από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια των κυριών στις αγκαλιές
πώρχουνται και γαυγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο, ενώ διαρκώς πεθαίνει…
Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
…Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!
Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου