Κόπωση
Τα χέρια μου αφήσαν και πάλι το χώροτης αναζήτησης κ' έπεσαν. Ώρα ν' αναπαυτούν.
Κ' η ψυχή μου κι αυτή που βρίσκεται μέσα τους
( γιατί διαποτίζει το χώμα μου όλο
με ψιχία χρυσού) ώρα ν' αναπαυτεί.
Και το βλέμμα μου επίσης. Και τ' αυτιά μου
και οι πόροι μου - αόρατοι οδοί που το σύμπαν
εισρέει διαρκώς, μεταγγίζοντας την αιώνια
εγρήγορση, ώρα ν' αναπαυτούν.
Τα μέσα παράθυρα και τα έξω:
Όλα κλειστά.
Έξοδος
Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελο της.
Μου το λέει πεθύμησα τη βροχή,
τον ήλιο πάνω απ’ τα βουνά ή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα
και τον αγέρα που γεννιέται αδιάκοπα στα δάση
όλος αρώματα και ουσίες, γάλα και μουσική.
Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά
μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας,
ανανεώνει το αίμα, φως μέσα της κ’ επιστρέφει
στη ζωή πάλι, μ’ έναν
καινούργιο τόνο αθανασίας στο χαμόγελο της.
Απογευματινό ηλιοτρόπιο, 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου