Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

Δ.Π. Παπαδίτσας-Ποιήματα

 ΕΜΒΡΥΟ ΦΩΣ

Εσένα την άπιαστη κερήθρα που βαθιά της σάπισαν οι αισθήσεις
Και βαθιά της άπλωσαν οι ορίζοντες ανάποδα δένδρα σ’ εποχές καρπού
Σε πήρα από τα ψιθυρίσματα του χορτασμού
Με μαγικά φυσήματα σε σκόρπισα πάχνη και ψάμα σ’ ό,τι κρατάμε κι ό,τι απομένει
Αυτό το πρωί που καταργεί το αλλοτινό κι αυριανό του όνειρο με αστραφτερούς κόμπους
ιλίγγων

Λίγο-λίγο κερδίζεις από πάνω κι από μέσα τη φωτιά του κορμιού
Και τις σπίθες που μετατρέπει σε μυαλό η αφή
Και βγαίνει ένας Αύγουστος απ' τη φωλιά του ακρογιάλι
Ό,τι κέρδισες το πρωτοβλέπεις σ' ένα κομμένο φύκι που ξεσκεπάζει το χρυσό απ' τη νύχτα ψάρι
Και το ακροούρανο που πολλαπλασιάζει και μηδενίζει με τρόπους θύμησης
Εκείνο το έμβρυο φως που σ' ανεβάζει στην ανάστασή του  απ' το φονιά της καρδιάς σου
Χαρά του χεριού να το πλάθει
Χαρά του ματιού που το αντιφεγγίζει με όλα τα σύννεφα και τις πενίες
Κουφή σκαλισμένη πέτρα που άχνισε λόγια και στόμα που το βροντοφώνησε
Η χάρις έρχεται απ' το πούπουλο κι όχι απ' το φτέρωμα του παγονιού
Κι από μια συλλαβή σ' ένα δάσος κατεβαίνει κανείς στο τίποτα της ρίζας του.

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ
Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών
Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι
Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών
Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους
Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.

ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ
Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το φεγγίτη
έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κατόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είναι μια μέρα ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Κόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα τους φαγώθηκε από τα παράσιτα
Κι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι και κοιμάσαι
Και ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμαστε μαζί
Κι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει τα δένδρα… πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Βάρκιζας
Κι ένα γύρα οι χρωματιστές πέτρες μας ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια του νερού και λέω: να το ριζικό
κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες απ’ το κόκκινο –σαν τα μάτια του μπεκρή- λυκόφως
Κι είπαμε να το ριζικό να οι αγάπες βγήκαν στους δρόμους για τον επιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Να ’ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Είσαι εκείνο που γλίτωσε απ’ τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Είναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ!

ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
της Magali, της Τατιάνας
Ι
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
IV
Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.
VI
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.

Εν Πάτμω
ΙΙΙ
Πού να 'ναι η επένδυσις
Η κρύα του πνεύματος
Και πού τα σμήνη των πουλιών
Που μόλις εκκολάπτονταν
 
Τα εστερείτο η άνοιξις
Που είναι οι φωνές που τρύπαγαν
Τα πλευρά, το φεγγάρι
Που περνούσε απ' τα τραύματα
Κι απόθετε μέσα
 
Τα χρυσά του εκμαγεία
Και πού το ευώδες όνειρο
Που άνοιγε χλόης παράθυρα
Για να περάσει η ασύγκριτη
Σκόνη στα κοιμητήρια
Οταν τα μεσημέρια
Μαύρα στο σώμα χύμαγαν
Να το σπαράξουν
Στα κοιμητήρια οι αύρες
Και η μυρωδάτη αίσθηση του «απόλλυμι»
Και στον ορίζοντα μόνο
Του άλγους η γραμμή και των ονείρων
Οι αιώρες
Στα κοιμητήρια οι άνθρωποι
VI
Φτάναν οι αναμενόμενες 
Φωτιές στο κάθε χέρι
Της επαιτείας, που άδειο
Στο σκότος του περίμενε
Της φωτιάς το μερίδιο
Οι κασετίνες των οστών
Και των θριάμβων άνοιξαν
Και τότε η νύχτα που άδειασε
Στα πόδια των δικαίων
Τη μυροθήκη της
Δρόσιζε των μαρτύρων
Τους λαμπερούς κροτάφους
Μα όλα ένα σκότος τα έπινε
Κι έφτυνε στάχτη, κύματα
Δώστε τη στ' ακρογιάλια
Που ξέρουν με τις στάχτες
Να ζωγραφίζουν το αχανές
Πάνω σε ουράνια βότσαλα

Μέσα σ' ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης
   θέας
Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της
   ελαφράδας
Ηρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών
   που μετά βίας τα συγκράτησα
Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγορίας
Και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη
   τους κι εγώ δεν ξέρω πότε κι από ποιόν άνεμο σκορπι-
   σμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες 
Ημουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη,
    που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και
    νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το
    βάρος της ταπεινής πράξης που σφραγίζει το στόμα κάθε
    μεγαλείου
Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη
    σαν αξίνα μ' έσκαβε κι ύστερα το αδύνατο χέρι του που
    θέριζε αστραπές
Μου 'ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους
Ετσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία
    που ταιριάζουν στα δάση
Κι όλα τα μυστικά του θεού που τα γέννησαν δάση
Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει
     ένα βοσκό
Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου
Να με δείτε στον ύπνο σας εαυτό σας γεμάτο συντριβή
για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά
    μετανιώνει

Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν
    τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπο μου

Πηγή:http://deepunctum.blogspot.com/p/blog-page_14.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου