Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Erich Maria Remarque- Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο (αποσπάσματα)

 α. Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση. 

β. Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.

γ. Με παρασύρει στο καφενείο στο συνηθισμένο τραπεζάκι του. Οι φίλοι του με υποδέχονται κάτι περισσότερο από εγκάρδια. Κάποιος που τον λένε «διευθυντή» μού απλώνει το χέρι του και λέει:

— Α! Έρχεσαι από το μέτωπο! Πώς είναι το ηθικό του στρατού μας; Εξαιρετικό, εξαιρετικό, έτσι;

Δηλώνω πως όλοι θα ήθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Γελάει.

— Σε πιστεύω! Πριν από όλα όμως πρέπει να τις βρέξετε στους Φραντσέζους. Καπνίζεις; Άναψε ένα πούρο. Γκαρσόν, φέρε κι ένα ποτήρι μπύρα στο νεαρό πολεμιστή μας.

Δυστυχώς, δέχτηκα το πούρο κι έτσι είμαι υποχρεωμένος να μείνω. Όλοι ξεχειλίζουν από καλοσύνη. Όσο γι' αυτό, δε μπορώ να πω τίποτα. Είμαι, ωστόσο, δυσαρεστημένος και καπνίζω όσο πιο γρήγορα μπορώ.

Για να κάνω τουλάχιστον κάτι αδειάζω μονορούφι το ποτήρι της μπύρας. Μου φέρνουν αμέσως μια δεύτερη. Ξέρουν πώς πρέπει να φερθούν σ' ένα στρατιώτη. Συζητούν τί θα γίνει έπειτα. Ο «διευθυντής» που έχει μια σιδερένια αλυσίδα στο ρολόι του, είναι ο πιο αχόρταγος. Θέλει τη Γαλλία και μεγάλα τμήματα της Ρωσίας. Εξηγεί για ποιους, ακριβώς, λόγους πρέπει να τα πάρουμε και επιμένει αλύγιστος στις απόψεις του, όσο δεν υποχωρούν οι άλλοι. Ύστερα, αρχίζει να εξηγεί σε ποιο σημείο του γαλλικού μετώπου πρέπει να γίνει η διείσδυση. Γυρίζει σ' εμένα και λέει:

— Λοιπόν! Έλα λίγο πιο κοντά. Εκεί κάτω, με τον ατέλειωτο πόλεμο των θέσεων, πρέπει να δώσετε ένα καλό μάθημα σ' αυτούς τους τύπους, τί καθόσαστε; Τότε μόνο θα έχουμε ειρήνη...

Του απαντώ πως κατά τη γνώμη μας, είναι αδύνατο να σπάσουμε το μέτωπο, γιατί οι άλλοι έχουν πάρα πολλά αποθέματα — όπλα και στρατό. Άλλωστε, προσθέτω, ο πόλεμος είναι πολύ διαφορετικός, από όσο τον φαντάζονται.

Απαντώ με μεγάλη αυτοπεποίθηση και μου αποδείχνει πως δε σκαμπάζω «γρυ».

— Όσο για τις λεπτομέρειες, ίσως να έχεις δίκιο, μου λέει, σημασία όμως έχει το σύνολο κι αυτό δεν είσαι σε θέση να το κρίνεις. Δε βλέπεις παρά μόνον το μικρό σας τομέα και δε μπορείς να έχεις τη γενική άποψη. Ο καθένας σας θα έπρεπε να έχει πάρει το σιδερένιο σταυρό. Πριν από όλα όμως, το εχθρικό μέτωπο πρέπει να σπάσει στη Φλάνδρα και ύστερα να το αναγκάσετε να υποχωρήσει από ψηλά ώς χαμηλά και να βαδίσετε προς το Παρίσι.

Πολύ θα ήθελα να ξέρω, πώς ακριβώς τα φαντάζεται όλ' αυτά και αδειάζω το τρίτο ποτήρι μου. Μου παραγγέλνει αμέσως άλλο.

Σηκώνουμαι όμως. Μου βάζει μερικά πούρα ακόμα στην τσέπη και μου χτυπάει φιλικά τον ώμο.

— Με την ευχή μας! Πρέπει να ελπίζουμε πως σε λίγο θ' ακούσουμε να μιλούν για σένα με θαυμασμό.

 δ. Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τί θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τί περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τί θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τί θ' απογίνουμε εμείς;

[...] [πηγή: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 88, 90, 126-127 & 195]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου