[...] Πήγαινα από ένα μονοπάτι μόλις χαραγμένο, ανάμεσα σε στάρια και κύματα. Τα στάχια δεν σάλευαν διόλου και τα κύματα μόλις που σάλευαν. Ένιωθες καλά τη γλυκιά ευωδιά του ώριμου κάμπου και τη θαλασσινή οσμή της φυκιάδας. Πήγαινα χωρίς σκέψεις, ίσια εμπρός, συνεχίζοντας το ταξίδι μου, που είχα αρχίσει εδώ και δεκαπέντε μέρες, έναν παράκτιο γύρο της Βρετάνης. Ένιωθα δυνατός, επιδέξιος, ευτυχής, και χαρούμενος. Πήγαινα.
Δεν σκεπτόμουν τίποτα! Γιατί να σκέφτεσαι αυτές τις ώρες της ασυνείδητης, βαθιάς, σαρκικής χαράς, της χαράς του ζώου που τρέχει στο χορτάρι ή πετά στον γαλανό αέρα κάτω από τον ήλιο; Άκουγα κάπου μακριά να τραγουδούν ευλαβικούς ύμνους. Μια λιτανεία ίσως, γιατί ήταν Κυριακή. Αλλά καθώς καβατζάρισα ένα μικρό ακρωτήρι, έμεινα ακίνητος, μαγεμένος. Πέντε μεγάλα ψαροκάικα φάνηκαν εμπρός μου γεμάτα κόσμο, άντρες, γυναίκες, παιδιά, που πήγαιναν στην παράκληση του Πλουνεβέν.
Ακολουθούσαν την ακτογραμμή σιγανά, μόλις ωθούμενοι από μια αύρα απαλή και ξεπνοϊσμένη, που φούσκωνε λιγάκι τα καστανά πανιά, κι έπειτα, καταλαγιάζοντας αμέσως, τα άφηνε να ξαναπέσουν αδειανά πλάι στα κατάρτια.
Οι βαριές λάντζες γλιστρούσαν αργά φορτωμένες με κόσμο. Κι όλος αυτός ο κόσμος τραγουδούσε. Οι άντρες όρθιοι στα παραπέτα, φορώντας μεγάλα καπέλα, εξαπέλυαν τις ισχυρές τους νότες, οι γυναίκες τσίριζαν τις αιχμηρές τους νότες, και οι αδύνατες φωνές των παιδιών ακούγονταν σαν τον ήχο του ξύλινου φλάουτου μες στη μεγάλη παράκληση, την ευσεβή και βίαιη.
Και οι επιβάτες των πέντε πλεούμενων έψαλλαν τον ίδιο ύμνο, που ο μονότονος ρυθμός του ανέβαινε στον ήρεμο ουρανό˙ και τα πέντε πλεούμενα πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο, πολύ κοντά το ένα στο άλλο.
Πέρασαν μπροστά μου, απέναντί μου, και τα είδα να απομακρύνονται, άκουσα τον ύμνο τους να αδυνατίζει και να σβήνει.
Και βάλθηκα να ονειρεύομαι πράγματα εξαιρετικά, όπως ονειρεύονται όλοι οι νέοι, με τρόπο παιδικό και χαριτωμένο.
Πόσο γρήγορα δραπετεύει αυτή η ηλικία της ονειροπόλησης, η μόνη ευτυχισμένη ηλικία της ύπαρξης! Ποτέ δεν είσαι μοναχικός, ποτέ δεν είσαι λυπημένος, ουδέποτε πένθιμος και απελπισμένος, όταν έχεις τη θεία ικανότητα να κρατιέσαι από τις προσδοκίες, όποτε είσαι μόνος. Τι χώρα παραμυθένια, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν μέσα στην αυταπάτη της σκέψης που αλητεύει! Πόσο ωραία είναι η ζωή κάτω από τη χρυσόσκονη των ονείρων!
[...]
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου