Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Mahmoud Darwish-Κατάσταση πολιορκίας

Του Ράμι, που ξέρει τι σημαίνει πάθος, τρέλα, ελευθερία

 

Ο Μαχμούντ Νταρουΐς (1941-2008) ήταν ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους ποιητές που πίστευαν πως η ποίηση είναι πρώτα απ' όλα δημιουργία μύθων, οι οποίοι εγκαθιστούν στην ιστορική ταυτότητα ενός λαού -και της γλώσσας του- τη δημιουργική ετερότητα: αυτό που έκανε η αθηναϊκή τραγωδία, δηλαδή. "Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα του!" έγραφε στο τελευταίο -μέχρι στιγμής- υπάρχον κείμενό του, το καλοκαίρι του 2007. Για να καταλήξει: "Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!". Χτίζοντας έναν ονειρικό ποιητικό ορίζοντα, με υλικά από τους ελληνικούς, τους περσικούς, τους ρωμαϊκούς και τους βιβλικούς μύθους, εγκατέστησε μέσα του μια λυρική φωνή, γεμάτη λεπτές μεταφορές, που διαθέτουν την απλότητα, την επάρκεια του φυσικού αντικειμένου~ πράγμα που εξηγεί το γεγονός πως αν και απομακρύνθηκε σταδιακά από την παραδοσιακή αντίληψη των Παλαιστινίων, πως η ποίηση πρέπει να άμεση σαν όπλο, παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής, κατακτώντας στην καρδιά του λαού του μια θέση ανάλογη με αυτήν του Αραφάτ. "Πιστεύω πως σήμερα ο ποιητής πρέπει να γράφει για πράγματα αθέατα", έλεγε πριν από μερικά χρόνια. "Όταν η ποίησή μου γίνεται πιο καθαρή, οι Παλαιστίνιοι μου λένε πως πρέπει να γράψω όπως παλιά. Όμως η πείρα με δίδαξε πως αν ο αναγνώστης με εμπιστεύεται, μπορώ να τον οδηγήσω. Είμαι απόλυτα ειλικρινής κι έτσι μπορώ να παίζω τα δικά μου παιχνίδια". Εξάλλου, ο "εθνικός" ποιητής των Παλαιστινίων, μέλος του εκτελεστικού γραφείου της P.L.O., στάθηκε πάντα ένας ξένος, ένας περιπλανώμενος, σ' αυτόν τον κόσμο~ είτε σαν πρόσφυγας είτε σαν εξόριστος είτε σαν κάτοικος της κατεχόμενης Παλαιστίνης. Η πραγματική πατρίδα του υπήρξε η ποίηση. Γι' αυτό έλεγε και ξανάλεγε πως η Παλαιστίνη είναι μια μεταφορά για την προσδοκία, την ελευθερία, την ομορφιά που "φέρνει πάντα ειρήνη", αφού "όταν διαβάζουμε κάτι όμορφο μπορούμε να συνυπάρξουμε ευκολότερα, να ρίξουμε κάθε τείχος, να εξανθρωπίσουμε ο ένας τον άλλον". Από μιαν άποψη, ο Μαχμούντ Νταρουίς ήταν ο τελευταίος των ποιητών που πίστευαν στην ιστορική δύναμη της ποίησης. Αλλά, από μιαν άλλη άποψη, μπορεί να ήταν ο πρώτος μιας σειράς ποιητών που δεν φοβούνται τη φωνή τους ούτε την Ιστορία.

Η μετάφραση του συγκλονιστικού αυτού ποιήματος, που γράφτηκε στη Ραμάλα, πέντε χρόνια πριν από την «Ομπαμικής» έμπνευσης -για να εξηγούμεθα- σφαγή της Γάζας, θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι την ημέρα που κλείνει ένας χρόνος από τον θάνατο του ποιητή. Χρησιμοποιήθηκαν οι αγγλικές μεταφράσεις των Ramsis Amun και Marilyn Hacker, η γαλλική μετάφραση των Saloua Ben Abda & Hassan Chami, καθώς και το μεταγραμμένο στη λατινική γραφή αραβικό (παλαιστινιακό) κείμενο.

Γιώργος Μπλάνας
25/05/2002

1
Εδώ, στων λόφων τις πλαγιές, κατάντικρυ στη δύση
Στο αβυσσαλέο κατάντικρυ κανόνι του χρόνου
κλεισμένοι μες σε κήπους σκιών
φυλακισμένοι εμείς
άνεργοι εμείς
καλλιεργούμε ελπίδες
2
Σε μια πατρίδα που ασθμαίνει καταπάνω στην αυγή,
παρέλυσαν οι σκέψεις μας
για να φυλάμε να φανεί της νίκης η στιγμή:
και μόνο οι πυροβολισμοί αστράφτουν νύχτα
μες στη νύχτα μας
και μόνο οι βάρδιες των εχθρών
φωτίζουνε τον δρόμο μας
μες στο πυκνό σκοτάδι των κελαριών.
3
Εδώ, μετά τους στίχους του Ιώβ,

δεν προσδοκούμε τίποτα.

4
Αυτή η πολιορκία θα κρατήσει
ώσπου να τους διδάξουμε να γράφουν
όμορφη ποίηση: την ποίησή μας.

5
Μολύβι όλη-μέρα ο ουρανός
πύρινο τη νύχτα πορτοκάλι.
Μα η καρδιά μας σταθερή
σαν λουλούδι σκαλισμένο σε ασπίδα.

6
Εδώ δεν έχει «Εγώ».Εδώ ο Αδάμ θυμάται τον πυλό του.

7

Λέει, στην άκρη του γκρεμού που ξεψυχάει:
«Δεν έχω πια άλλη χούφτα γη να χάσω», λέει.
«Είμαι ελεύθερος: δυο ανάσες δρόμο
απ’ την υπέρτατη ελευθερία.
Κρατώ στα χέρια μου το μέλλον μου.
Να, τώρα δα, αρχίζω πάλι απ’ την αρχή,
γεννιέμαι ελεύθερος, δίχως γονείς
και διαλέγω απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού
τα γράμματα του ονόματός μου.

8
Όταν σε πολιορκούν,
η ζωή είναι η στιγμή
ανάμεσα στην ανάμνηση
της πρώτης στιγμής
και τη λήθη
της τελευταίας.

9
Εδώ, στα ριζά των βουνών
Που καπνίζουν τα τζάκια μας· εδώ,
μπρος στα κατώφλια των σπιτιών μας

χρόνο δεν έχει ο χρόνος.
Σαν ν’ αφηνόμαστε προς τον θεό,
ξεχνάμε κάθε πόνο.

10
Πόνος είναι να ξεχνά
η γυναίκα σου ν’ απλώσει τα πλυμένα
και να της φτάνει να μην έχει η σημαία της Παλαιστίνης
τον παραμικρό λεκέ.

11
Τίποτα εδώ δεν έχει διάσταση ομηρική.
Οι μύθοι μας χτυπούνε την πόρτα, όταν τους χρειαζόμαστε.
Τίποτα εδώ δεν έχει διάσταση ομηρική…
μονάχα ένας στρατηγός
που ψάχνει στα χαλάσματα
ένα νεογέννητο έθνος
κρυμμένο στην κοιλιά
ενός Δούρειου Ίππου που καλπάζει.

12
Οι στρατιώτες μετρούν την απόσταση
ανάμεσα στο είναι και το μηδέν
με κιάλια πίσω απ’ τα τανκς.

13
Εμείς μετράμε την απόσταση
ανάμεσα στο σώμα μας και τις ρουκέτες
μονάχα με τις έξι μας αισθήσεις.

14
Εσύ, ναι, εσύ στο κατώφλι μας, πέρασε μέσα,
κάθισε να πιεις έναν καφέ μαζί μας
[μπορεί και να νιώσεις ένας άνθρωπος κι εσύ όπως εμείς]
Εσύ, ναι, εσύ στην πόρτα του σπιτιού μας,
πάρε τις ρουκέτες σου από τα πρωινά μας.
Μπορεί να νιώσουμε ασφαλείς
[σχεδόν ανθρώπινοι]

15
Μπορούμε ν’ αναπαυτούμε, ν’ ασχοληθούμε με τις τέχνες
να παίξουμε χαρτιά και να διαβάσουμε εφημερίδες
προφταίνοντας τα νέα του πληγωμένου παρελθόντος μας,
Μπορούμε να δούμε το αστέρι μας να δείχνει
2002, την κάμερα να χαμογελά
σ’ αυτούς που γεννήθηκαν
σε κατάσταση πολιορκίας.

16
Κάθε φορά που έρχεται το χθες,
του λέω δεν είναι ώρα τώρα.
Φύγε και πέρνα αύριο.

17
Μάταια σπάζω το κεφάλι μου.
Τι μπορεί να σκεφτόταν
κάποιος σαν κι εμένα εδώ,
στα ριζά ενός λόφου
πριν από 3 χιλιάδες χρόνια;
Οι σκέψεις με λιανίζουν,
η μνήμη με ξυπνάει.

18
Όταν αποχωρούν τα ελικόπτερα επιστρέφουν τα περιστέρια.
Λευκά, ολόλευκα· χαϊδεύουν τα μάγουλα του ορίζοντα
μ’ ελεύθερα φτερά. Ξαναποκτούν
τη λάμψη τους, την κυριότητά τους
στον ουρανό και στη χαρά. Ψηλά, πολύ ψηλά
πετούν τα περιστέρια ολόλευκα. «Αχ, να ’τανε
αλήθεια αυτός ο ουρανός» [μου φώναξε κάποιος,
περνώντας ανάμεσα σε δύο βόμβες]

19
Αστραφτερός ο ουρανός, όραμα, λάμψη!
Πάντα το ίδιο, πάντα…
Σύντομα θα γνωρίζω αν ήταν τελικά
μια αποκάλυψη όλο αυτό
ή οι στενοί μου φίλοι θα γνωρίζουν
πως έφυγε το ποίημα,
εξαπάτησε τον ποιητή του.

20
[σε κριτικό]: Μην ερμηνεύεις
Τις λέξεις μου, όταν ανακατεύεις
Στο φλιτζάνι σου τη ζάχαρη,
όταν μασουλάς
το τρυφερό κοτόπουλό σου!
Οι λέξεις με πολιορκούν στον ύπνο μου…
Οι λέξεις που δεν προφέρω.
Γράφουν για μένα, κι ύστερα μ’ αφήνουν
να γυρεύω τ’ απομεινάρια του ύπνου μου.

21
Τα κυπαρίσσια, πίσω απ’ τους στρατιώτες,
είναι μιναρέδες που κρατούν τον ουρανό μην πέσει.
Πίσω από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα
στρατιώτες κατουράνε προστατευμένοι από ένα τακν.
Η μέρα του φθινοπώρου ολοκληρώνει
τον χρυσό περίπατό της
στο κράσπεδο ενός δρόμου άδειου
σαν τζαμί μετά την κυριακάτική προσευχή.

22
Αύριο θ’ αγαπήσουμε τη ζωή.
Όταν έρθει το αύριο, η ζωή θα είναι κάτι
Που μπορεί να το λατρέψουμε
Όπως ακριβώς είναι
Απλή ή περίπλοκη

μουντή ή πολύχρωμη…
χωρίς θείες κρίσεις και κριτήρια…
Κι αν η χαρά είναι απολύτως αναγκαία,
ας φωτίσει την καρδιά και τα λαγόνια.

Όποιος καεί με τη χαρά φυσάει και το γιαούρτι.

 

23
Μου είπε ένας σατυρικός συγγραφέας:
Αν γνωρίζω το τέλος απ’ την πρώτη αρχή,
Τότε τι δουλειά μένει να κάνω στη γλώσσα;

24
[Σ’ έναν φονιά]: Αν καθρεφτιζόσουν
Στο πρόσωπο του θύματος που λιάνισες,
ίσως έφερνες στο νου σου τη μητέρα σου
σ’ έναν θάλαμο αερίων. Και τότε ίσως
λυτρωνόσουν απ’ τη σοφία της σφαίρας,
ίσως άλλαζες απόψεις: «Δεν είναι τρόπος αυτός
για να βρω την ταυτότητά μου».

25
[Σε άλλον φονιά]: Αν αφήσεις
Το έμβρυο τριάντα μέρες στης μάνας του τη μήτρα,
μπορεί τα πράγματα να έρθουν διαφορετικά.
Μπορεί να λήξει η κατοχή κι αυτό το βυζανιάρικο
να μην ξέρει τίποτα γι’ αυτή την πολιορκία
και να γίνει ένα γερό παιδί,
να πηγαίνει στο σχολείο με την κόρη σου
και να μαθαίνει την αρχαία ιστορία της Ασίας.
Μπορεί να ερωτευτούν
και να κάνουν μια κόρη
[Εβραία από τη μάνα].
Τι έκανες, λοιπόν;
Άφησες χήρα την κόρη σου
κι ορφανή την εγγονή σου.
Τι έκανες; Ξεκλήρισες την οικογένειά σου.
Τι έκανες; Έσφαξες τρία περιστέρια μονομιάς.

26
Εδώ
Δεν είναι απαραίτητη
η ομοιοκαταληξία.,
το μέτρο, η μελωδία.
Τον πόνο οικονομούν:
Σκουπίδια, αποφάγια.

27
Σκοτάδι είναι η ομίχλη – ένα πυκνό κατάλευκο σκοτάδι,
Μια φλούδα πορτοκάλι και μια γυναίκα γεμάτη υποσχέσεις.

28
Η πολιορκία κάθεται και περιμένει. Περιμένει καθισμένη
σε μια σαραβαλιασμένη σκάλα και γύρω άγρια η καταιγίδα.

29
Είμαστε μόνοι, κατάμονοι,
Σαν μεθυσμένοι από τη μοναξιά μας
Κι από κανένα σπάνιο ουράνιο τόξο.

30
Έχουμε αδέλφια στον κόσμο παντού·
όμορφα αδέλφια· μας αγαπούν. Μας κοιτάζουν και κλαίνε,
και λένε μυστικά:«Αχ και να ’ταν εδώ αυτή η πολιορκία! Θα…»
Μα δεν τελειώνουν την πρότασή τους.
Δεν μας αφήνουν μόνους. Όχι,
δεν μας αφήνουν μόνους.

31
Δύο με οχτώ απώλειες τη μέρα.
Δέκα οι πληγωμένοι.
Είκοσι τα γκρεμισμένα σπίτια.
Σαράντα ελαιώνες αφανισμένοι,
χώρια οι ζημιές στην στατικότητα
των φλεβών του ποιήματος, του θεατρικού,
κι αυτού του μισοτελειωμένου πίνακα.

33
Σ’ ένα σοκάκι φωτισμένο από εξόριστο φανάρι…
να, ένα στρατόπεδο προσφύγων
Στους τέσσερεις ανέμους.
Ο Νότος του χιμάει του ανέμου.
Η Ανατολή του μια θρησκεία στραμμένη δυτικά.
Η Δύση του μια αιματηρή εκεχειρία,
που εκδίδει το κόστος της ειρήνης.
Όσο για τον Βορρά του, τον μακρινό Βορρά,
δεν είναι τόπος,
δεν είναι σύνορο στον χάρτη.
Μια σύναξη είναι ουράνιας ιερότητας.

 

34
Είπε στο σύννεφο η γυναίκα:
«Σκέπασε τον καλό μου, γιατί τα ρούχα μου
στο αίμα του είναι μουσκεμένα».

35
Αν δεν είσαι, καλέ μου, βροχή, γίνε δέντρο
καρπερό, χλοερό.
Γίνε δέντρο.
Κι αν δεν γίνεις, καλέ μου, ένα δέντρο,
πέτρα να γίνεις
μουσκεμένη δροσιά. Μια πέτρα να γίνεις.
Κι αν δεν γίνεις μια πέτρα, καλέ μου,
το φεγγάρι το ίδιο να γίνεις,
μες στο ύπνο εκείνης
που σε αγάπησε. Γίνε φεγγάρι
[είπε κάποια γυναίκα

στην κηδεία του γιου της]

36

Αχ, εσύ που ξαγρυπνάς,
απόψε, δεν κουράστηκες
ν’ ακολουθείς το φως
στην Ιστορία μας,
την πορφυρή
φλόγα στο αίμα μας;
Δεν κουράστηκες εσύ
που ξαγρυπνάς απόψε;

37
Στεκόμαστε εδώ. Καθόμαστε εδώ. Πάντα εδώ.
Αιωνίως εδώ, μ’ έναν και μόνον έναν σκοπό:
να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Κι εκτός
από αυτό διαφέρουμε στα πάντα.
Διαφέρουμε στην εθνική σημαία
(καλύτερα να είχαμε επιλέξει
τον ζωντανό συμβολισμό ενός απλού γαϊδάρου).
Διαφέρουμε στους στίχους
του εθνικού μας ύμνου
(καλύτερα να είχαμε επιλέξει
ένα νυφιάτικο τραγούδι).
Διαφέρουμε στο χρέος των γυναικών
(καλύτερα είχαμε επιλέξει γυναίκα να διοικεί
την υπηρεσία ασφαλείας).
Διαφέρουμε στα ποσοστά,
στους δημόσιους και ιδιωτικούς τομείς.
Διαφέρουμε στα πάντα.
Κι έχουμε έναν σκοπό:
Να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.
Αφού ο σκοπός αυτός επιτευχθεί,
θα έχουμε χρόνο γι’ άλλες επιλογές.

38
Τραβώντας για τη φυλακή,
μου είπε: «Όταν βγω,
Θα ξέρω πως το να τιμάς
τον τόπο σου είναι σαν
να τον χλευάζεις:
μια δουλειά
όπως όλες!

39
Ένα μικρό κομμάτι απέραντο γαλάζιο
φτάνει για ν’ αλαφρύνει
το βάρος των καιρών μας
και να ξεπλύνει από τις λάσπες
τον τόπο ετούτο, ετούτη τη στιγμή.

40
Το πνεύμα θέλει ν’ αυτοσχεδιάσει
και βαδίζει με πέλματα μεταξωτά
πλάι μου· σαν τους παλιούς
φίλους και συνοδοιπόρους
μοιραζόμαστε ένα ξεροκόμματο
κι ένα παλιό φλασκί κρασί
τραβώντας το ίδιο μονοπάτι.
Ύστερα οι μέρες μας χωρίζουν.
Δύο τα μονοπάτια:
παίρνω εγώ το άγνωστο,
κι εκείνη πάει και ζαρώνει
στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου.

41
[Σ’ έναν ποιητή]
κάθε φορά που ξεφεύγεις
από την απουσία,
παγιδεύεσαι στη μοναξιά των θεών.
Γίνε «ουσία» του χαμένου αντικειμένου σου
και αντικείμενο της χαμένης σου ουσίας.
Γίνε παρουσία μέσα στην απουσία σου.

42
Βρίσκει χρόνο να σαρκάσει:
Το τηλέφωνό μου σταμάτησε να χτυπάει.
Το ίδιο και το κουδούνι της πόρτας.
Τότε πώς ξέρεις αν είμαι μέσα;

43
Βρίσκει χρόνο να τραγουδήσει:
Καθώς σε περιμένω, δεν μπορώ να περιμένω,
δεν μπορώ να διαβάσω Ντοστογιέφσκυ
ούτε ν’ ακούσω Ομ Καλσούμ,
Μαρία Κάλλας και τα σχετικά.
Καθώς σε περιμένω,
οι δείκτες του ρολογιού
πηγαίνουν ανάποδα
Σ’ έναν τόπο δίχως χρόνο.
Καθώς σε περιμένω, δεν μπορώ να σε περιμένω.
Περίμενα μια ολόκληρη αιωνιότητα.

44
«Ποιο λουλούδι σου αρέσει;»
την ρωτάει εκείνος.
«Το γαρίφαλο. Το μαύρο γαρίφαλο», λέει εκείνη.
«Και πού θα με πας μ’ αυτά τα μαύρα γαρίφαλα;» την ρωτάει εκείνος.
«Στην άβυσσο της μέσα μου ζωής», λέει εκείνη.
«Και πιο μακριά, πιο μακριά, πιο μακριά», λέει εκείνη.

45
Αυτή η πολιορκία θα κρατήσει
ώσπου να μάθουν οι πολιορκητές
αυτό που ξέρουν οι πολιορκημένοι: ο θυμός
Είναι ένα συναίσθημα όπως όλα.

46
«Δεν σ’ αγαπώ. Δεν σε μισώ»,
είπε ο φυλακισμένος στον ανακριτή.
«Η καρδιά μου είναι γεμάτη
Μ’ αυτό που ίσα ίσα αδιαφορεί για σένα.
Η καρδιά μου είναι γεμάτη
με το άρωμα της σοφίας.
Η καρδιά μου είναι αθώα,
λαμπερή και χορτασμένη.
Δεν έχει η καρδιά μου καιρό
για πειράματα. Όχι. Δεν σ’ αγαπώ.
Ποιος είσαι εσύ που θ’ αγαπήσω;
Είσαι κομμάτι της ύπαρξής μου;
Είσαι ένα καφεδάκι,
ο αέρας στη φλογέρα ,
ένα τραγούδι μήπως είσαι,
ώστε να σ’ αγαπήσω;
Μισώ τη φυλακή.
Μα δεν μισώ εσένα».
Έτσι είπε ένας φυλακισμένος
στον ανακριτή. «Δεν έχω
συναισθήματα για σένα.
Καρδιοχτυπώ μονάχα για τη νύχτα,
τη νύχτα τη δική μου,
τη νύχτα την προσωπική μου:
από κρεβάτι σε κρεβάτι,
δίχως μέτρα και ομοιοκαταληξίες
και διπλά νοήματα!»

47
Μείναμε μακριά από τη μοίρα μας,
σαν τα πουλιά που κάνουν τις φωλιές τους
στις χαραμάδες των μνημείων, των καπνοδόχων
των υπόστεγων· σταθήκαμε στον δρόμο
του πρίγκιπα την εποχή του κυνηγιού.

48
Στα ερείπιά μου οι σκιές πρασινίζουν
κι ο λύκος κοιμάται
στη χειμέρια νάρκη του ποιήματος,
κι ονειρεύεται, όπως εγώ
κι όπως ένας φύλακας άγγελος,
πως η ζωή είναι φυσική και… χύμα.

49
Οι μύθοι αρνούνται να βελτιώσουν
τα πρότυπά τους.
Μπορεί ν’ άνοιξε το σκάφος τους
και να έμπασαν νερά.
Μπορεί να προσάραξαν τα πλοία τους
και να εγκαταλείφτηκαν,
κι ο ιδεαλιστής
να ξεπεράστηκε από τον πραγματιστή,
όμως τα πλοία των μύθων
δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν τακτική.
Όταν βρεθούν μπροστά
στη δυσάρεστη
πραγματικότητα,
βάζουν τις μπουλντόζες
να σαρώσουν τα πάντα.
Το χρώμα της αλήθειας τους υπαγορεύει
το κείμενο: είναι όμορφη, λευκή,
ολόλευκη, δίχως το παραμικρό ψεγάδι…

50
[Σ’ έναν υπέρμαχο της ανωτερότητας της Δύσης]
Ας πούμε πως τα πράγματα
είναι έτσι όπως νομίζεις
-πως είμαι βλάκας, βλάκας, βλάκας,
και δεν μπορώ να παίξω γκολφ
να καταλάβω την υψηλή τεχνολογία
και να πετάξω αεροπλάνο!
Είναι λόγος αυτός για να φτιάξεις
τη ζωή σου με κόστος τη δική μου;
Αν ήσουν άλλος και ήμουν άλλος,
ίσως και να ’μαστε φίλοι
να ομολογούσαμε ο ένας στον άλλον
πόσο μας λείπουν τα σαχλαμαρίσματα.
Όμως ο παλιάτσος, όπως ο Σάιλοκ ο έμπορος,

είναι καρδιά, ψωμί και δυο μάτια τρομαγμένα.

 

51

Σε κατάσταση πολιορκίας,
Ο χρόνος γίνεται ένας τόπος
Που συρρικνώνεται, κι όλο συρρικνώνεται.
Σε κατάσταση πολιορκίας,
Ο χώρος γίνεται ένας χρόνος
Ξεχασμένος από το παρελθόν
Και το μέλλον.


52
Αυτό το χαμηλό ύψωμα,
αυτή η αγία πόρνη…
Δεν δίνουμε την απαραίτητη προσοχή
στη μαγεία τέτοιων εκφράσεων.
Ένα κοίλωμα
μπορεί να γίνει ένα κενό στον χώρο,
μια καμπύλη στην γεωγραφία.

53
Ο μάρτυρας με πολιορκεί
κάθε που έρχεται καινούργια μέρα
με ρωτάει: «Πού ήσουν;
Δώσε πίσω στο λεξικό
τις λέξεις που μου πρόσφερες
κι άσε εκείνους που κοιμούνται
να χορτάσουν τον ύπνο τους
δίχως φαντάσματα στα όνειρά τους».
Ο μάρτυρας με διδάσκει:
«Δεν υπάρχει αισθητική
πέρα από την ελευθερία».

54
Ο μάρτυρας με δείχνει με το δάχτυλο:
«Γιατί, γυρεύεις πέρα απ’ τον ορίζοντα αιώνιες παρθένες;
Μας άρεσε η ζωή στη γη,
ανάμεσα στις συκιές και τα πεύκα.
Όμως ακόμα κι έτσι
δεν βρήκαμε τον δρόμο μας.
Ψάξαμε ώσπου σπαταλήσαμε
όση ζωή διαθέταμε:
το λίγο αίμα που κυλούσε πορφυρό
στις φλέβες μας.

55
Ο μάρτυρας με πολιορκεί:
«Μην έρθεις στην κηδεία μου
αν δεν με γνώριζες.
Χάρες δεν θέλω
ούτε απ’ ανθρώπους
ούτε από κτήνη».


56
Ο μάρτυρας με προειδοποιεί:
«Μην πιστεύεις τους πανηγυρισμούς τους.
Άκουσε μόνο τον πατέρα μου
που κοιτάζει την φωτογραφία μου
και θρηνεί:
«Γιατί πήρες τη θέση μου, γιε, μου;
Γιατί με προσπέρασες; Πρώτος
έπρεπε να φύγω εγώ. Πρώτος εγώ!»

57
Ο μάρτυρας με πολιορκεί:
«Σπίτι κι επίπλωση άλλαξα· αυτό είναι όλο.
Τώρα, ένα ελάφι τριγυρίζει στην στέγη
της κάμαράς μου και το φεγγάρι
ζεσταίνει τις άκριες των δαχτύλων μου
και τέλος ο πόνος
τέλος οι κραυγές μου».

58
Αυτή η πολιορκία θα κρατήσει
ώσπου να πειστούμε
να επιλέξουμε μιαν ανώδυνη σκλαβιά,
εντελώς ελεύθερα!

59

Ν’ αντιστέκεσαι σημαίνει να γνωρίζεις
πως έχεις υγιή καρδιά κι αρχίδια.
και πως η αρχαία αρρώστια σου
ζει και βασιλεύει εντός σου:
λέγεται ελπίδα.

60

Καθώς ξεψυχούσε η αυγή,
σηκώθηκα να βγω από το σώμα μου.
Καθώς ξεψυχούσε η νύχτα,
άκουσα τα βήματα της ύπαρξής μου.

61
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειά
όσων μαζί μου πίνουν: να ’ναι η συνείδησή τους
μια πεταλούδα όμορφη μέσα στο σκοτεινό
τούνελ αυτής της νύχτας.

62
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειά
όσων μαζί μου πίνουν, μες στο πηχτό σκοτάδι
μιας νύχτας που ξεχείλισε ψυχές σακατεμένες.
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειά
του φαντάσματός μου.

63
[σ’ έναν αναγνώστη]
Μην εμπιστεύεσαι το ποίημα.
Είναι μια απουσία.
Δεν είναι γνώση ούτε υπόθεση,
είναι η αίσθηση μιας συντριβής.

64
Αν πληγωθεί η αγάπη,
θα την γιατροπορέψω,
με χάδια και λόγια τρυφερά· προπάντων
ξεχωρίζοντας τον τραγουδιστή από το τραγούδι.

65
Οι φίλοι μου όλο μου ετοιμάζουν μια γιορτή
– αποχαιρετιστήρια γιορτή- κι έναν άνετο τάφο
στον ίσκιο της βαλανιδιάς,
μ’ ένα μαρμάρινο ανάθημα
απ’ την ταφόπλακα του χρόνου.
Ωστόσο φαίνεται πως μάλλον
θα πάω εγώ σε όλων τις κηδείες.
Ποιος πέθανε σήμερα;

66
Η πολιορκία με μεταμορφώνει από τραγουδιστή
στην έκτη χορδή ενός επτάχορδου βιολιού.

67
Η μάρτυς, κόρη της μάρτυρος,
κόρης της μάρτυρος,
αδελφή της μάρτυρος με τη σειρά της…
Η αδελφή της μάρτυρος μαχητού
συγγενεύει εξ αγχιστείας
με τη μητέρα της μάρτυρος,
εγγονή του παππού της μάρτυρος
και γείτονας της θείας της μάρτυρος (κτλ., κτλ.)
Καμία είδηση δεν ενοχλεί
τον ανεπτυγμένο κόσμο,
γιατί η εποχή της βαρβαρότητας έχει παρέλθει
Και το θύμα είναι απλά «κάποιος»·
κανείς δεν γνωρίζει το όνομά του,
και η τραγωδία, όπως άλλωστε και η αλήθεια,

είναι πράγματα σχετικά (κτλ., κτλ.)

68

Πάψτε, πάψτε! Την ώρα ετούτη
πρέπει ν’ ακούσουν οι στρατιώτες τα τραγούδια,
που άκουσαν οι νεκροί μαχητές
κι έμειναν σαν άρωμα

φρέσκου καφέ στο αίμα τους.

69
Εκεχειρία, εκεχειρία.
Καιρός να δοκιμάσουμε τις θεωρίες:
μπορούν τα ελικόπτερα να γίνουν άροτρα;

Τους είπαμε: Εκεχειρία, εκεχειρία,
για να δούμε τις προθέσεις.
Η ουσία της ειρήνης
Μπορεί να αφομοιωθεί από την ψυχή.
Ύστερα μπορούμε να συναγωνιστούμε
στον έρωτα της ζωής
Με ποιητικές εικόνες.
Απάντησαν: «Δεν ξέρετε
πως η ειρήνη αρχίζει πρώτα μέσα στον καθένα,
αν θέλετε ν’ ανοίξετε την πύλη
του οχυρού της αλήθειας μας;»
Είπαμε, λοιπόν: «Κι ύστερα;»

70
Το γράψιμο είναι ένα μικρούλι μυρμήγκι
που δαγκώνει τον αφανισμό.
Το γράψιμο είναι ένα αναίμακτο τραύμα.

71
Τα φλιτζάνια του καφέ μας, και τα πουλιά,
και τ’ ανθισμένα δέντρα με τη διάφανη σκιά,
κι ο ήλιος που πηδά από μάντρα σε μάντρα σαν γαζέλα,
και τα σύννεφα που γράφουν
μυριάδες σχήματα στον απέραντο ουρανό
–σ’ ό,τι μας έμεινε απ’ αυτόν τον ουρανό-
και οι λοιπές μνήμες που άντεξαν μέσα μας,
αποδεικνύουν πως αυτό το πρωϊνό
είναι όμορφο και δυνατό,
κι εμείς παντοτινοί επισκέπτες του παντός.


Ραμάλα
Ιαννουάριος 2002

ΤΕΛΟΣ


Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

Πηγή:https://www.palestineresist.gr/art/98---1941-2008---2002.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου