Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΕΙΡΗΝΗ-ΠΟΛΕΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΕΙΡΗΝΗ-ΠΟΛΕΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Anne Sexton - Οι βομβιστές


Είμαστε η Αμερική.
Είμαστε αυτοί που τα φέρετρα γιομίζουν.
Είμαστε μπακάληδες θανάτων.
Τους συσκευάζουμε σε καφάσια σαν κουνουπίδια.
Η μπόμπα ανοίγει σαν κουτί παπουτσιών.
Και το παιδί;
Το παιδί δεν χασμουριέται βέβαια.
Και η γυναίκα;
Η γυναίκα λούζει την καρδιά της.
Της την ξεκόλλησαν
κι επειδή είναι καμένη
και σαν μια πράξη τελευταία
την ξεπλένει στο ποτάμι.
Αυτό είναι το παζάρι του θανάτου.
Αμερική
πού είναι τα δικαιολογητικά σου;

μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Πηγή: Μαρία Λαϊνά (επιμ.) Ξένη ποίηση του Εικοστού Αιώνα (επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007,

Άλμπερτ Αϊνστάιν - Επιστολἠ στον Φρόιντ

 Πότσδαμ, 30 Ιουλίου 1932,

Αγαπητέ, κύριε Φρόιντ, η πρόταση που μου έγινε από την Κοινωνία των Εθνών και από το Διεθνές Ινστιτούτο πνευματικής συνεργασίας, του Παρισιού, να καλέσω δηλαδή ένα πρόσωπο της αρεσκείας μου σε μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, με θέμα ένα οποιοδήποτε πρόβλημα από μένα διαλεγμένο, μου προσφέρει την καλοδεχούμενη ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας, αντιμετωπίζοντας μια ερώτηση, η οποία φαίνεται στην σημερινή κατάσταση του κόσμου, η πιο επείγουσα απ’ όλες όσες αντιμετωπίζει ο πολιτισμός:

Η ερώτηση είναι: Υπάρχει ένας τρόπος για να ελευθερωθούν οι άνθρωποι από το κακό πεπρωμένο του πολέμου;

Τώρα πια είναι γνωστό, ότι με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον πολιτισμό, που ξέρουμε, και όμως, παρ’ όλη την καλή θέληση που υπάρχει, καμιά προσπάθεια λύσης δεν έχει οδηγήσει σε κάτι το συγκεκριμένο. Μια και δεν έχω εθνικιστικές προκαταλήψεις, βλέπω προσωπικά ένα απλό τρόπο να αντιμετωπισθεί η εξωτερική δηλαδή ή οργανωτική άποψη του προβλήματος: τα κράτη θα δημιουργήσουν μια νομοθετική και δικαστική εξουσία, αρμοδιότητα της οποίας θα είναι να αντιμετωπίζει όλες τις συγκρούσεις που θα δημιουργούνται μεταξύ τους. Σήμερα όμως απέχουμε πάρα πολύ από να διαθέτουμε μια υπερκρατική οργάνωση, μια οργάνωση υπερεθνική που θα μπορεί να εκδίδει αποφάσεις και να επιβάλει με την βία την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.

Έτσι λοιπόν φτάνω στο πρώτο μου αξίωμα:

η επιδίωξη της διεθνούς ασφαλείας συνεπάγεται το ότι κάθε κράτος θα πρεπει να απαρνηθεί μέσα σε ορισμένα όρια, την ελευθερία των ενεργειών του, δηλαδή την κυριαρχία του, είναι φανερό πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος να πετύχουμε μια μέτρια ασφάλεια.

Η αποτυχία των προσπαθειών που έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια προς την κατεύθυνση αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, χωρίς ούτε σκιά αμφιβολίας, ότι εδώ ενεργούν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι παραλύουν τις προσπάθειες. Μερικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι οφθαλμοφανείς. Η δίψα της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης βρίσκεται σε κάθε κράτος σε αντίθεση με τον οποιοδήποτε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η μεγάλη αυτή επιθυμία για πολιτική εξουσία, συμφωνεί με τις φιλοδοξίες εκείνων, που αναζητούν μόνον χρηματικά και οικονομικά οφέλη. Σκέφτομαι κυρίως την μικρή αλλά και αποφασιστική εκείνη ομάδα, που με δραστηριότητα σε κάθε κράτος και αδιαφορώντας για οτιδήποτε βλέπει στον πόλεμο, δηλαδή στην κατασκευή και στην πώληση των όπλων, μόνο μία ευκαιρία εξυπηρετήσεως των προσωπικών συμφερόντων και της προσωπικής δύναμης.

Είναι δυνατόν η μειοψηφία αυτή να υποτάσσει στις επιθυμίες της την λαϊκή μάζα, η οποία από τον πόλεμο θα έχει μόνο βάσανα και ζημίες; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν, ότι η μειοψηφία εκείνων που κάθε φορά βρίσκονται στην εξουσία, έχει στα χέρια της τα σχολεία και τον τύπο και επί πλέον τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να οργανώνει και να κατευθύνει τα αισθήματα των μαζών μετατρέποντάς τα σε όργανα της πολιτικής της.

Ούτε όμως η απάντηση αυτή δίνει μια ολοκληρωτική λύση και ταυτόχρονα προκαλεί την επόμενη ερώτηση: Πώς είναι δυνατόν η μάζα να εγκαταλείπει τον εαυτό της στα μέσα που αναφέραμε πιο πάνω, να γίνεται έξαλλη και να οδηγείται στο ολοκαύτωμα; Είναι δυνατόν να δώσουμε μια απάντηση:

Επειδή ο άνθρωπος έχει μέσα του την τάση για μίσος και για καταστροφή. Σε ομαλούς καιρούς το πάθος του αυτό μένει κρυμμένο και ξεπροβάλλει μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Είναι όμως αρκετά εύκολο να το ερεθίσουμε και να το ανεβάσουμε στο ύψος μια συλλογικής ψύχωσης;

Φτάνουμε έτσι στην τελευταία ερώτηση: Είναι δυνατόν να κατευθύνουμε την ψυχολογική ανάπτυξη των ανθρώπων έτσι που να γίνουν ικανοί για αντίσταση στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής; Στο σημείο αυτό δεν σκέφτομαι μόνο ας ακαλλιέργητες μάζες. Η πείρα μας διδάσκει άτι ευκολότερα η λεγάμενη «διανόηση» υποχωρεί στις καταστρεπτικές αυτές προτροπές, επειδή ο διανοούμενος δεν έχει άμεση επαφή με την χοντροφτιαγμένη πραγματικότητα, αλλά την ζωή στην ευκολότερη και συνοπτική μορφή της, στη μορφή της τυπωμένης σελίδας.

Καταλήγοντας: Μίλησα μέχρι τώρα μόνο για πολέμους ανάμεσα σε κράτη, δηλαδή για διεθνείς συγκρούσεις. Έχω, όμως, απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος, ότι το επιθετικό ένστικτο ενεργεί και με άλλες μορφές και σε άλλες περιπτώσεις. Σκέφτομαι τους εμφυλίους πολέμους, που κάποτε οφείλονταν στον θρησκευτικό φανατισμό και σήμερα σε κοινωνικούς παράγοντες ή ακόμη στην καταπίεση των φυλετικών μειονοτήτων.

Ξέρω ότι στα γραπτά σας μπορούμε να βρούμε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτηματικά που μας δημιουργεί αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα επείγον και αναπόφευκτο. Θα ήταν, λοιπόν, πάρα πολύ χρήσιμο για όλους εμάς, αν εσείς ασχολούσασταν με το πρόβλημα της παγκόσμιας ειρήνης, σύμφωνα με το πνεύμα των πρόσφατων ανακαλύψεων σας, επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας δείξει το δρόμο για καινούργιους και αξιόλογους τρόπους ενεργειών.

Με πολλή εγκαρδιότητα, δικός σας, Αλμπερτ Αϊνστάιν

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Θανάσης Χατζόπουλος - Μίσος αδιάβατο


Μίσος αδιάβατο όπως περόνη

Ξίφος αγχέμαχο ή ακόντιο το σώμα διαπερνά

 Και έρχεται κρουνός το αίμα

Σαν αρτεσιανό που άρδευε αλλού και βλάσταινε


Περνά από μέλη σκοτεινά

Τα νύχια του ακονίζει και τα δόντια 

Χύνεται ανήμερο, λάμποντας χλωμά 

Σ' όποιον περαστικό καλησπερίζει 

Και με χαμόγελα ζητά χολή και ξίδι


Γιατί όπως κάπρου που γρυλίζει την οχιά 

Και να ελιχθεί δεν δύναται την προσοχή της

Θα λείψει η κίνηση

Και μάταια θα σφυρίζει η πείρα

Από τη σκοτεινή των ρουθουνιών του μοίρα

Θα καεί


Σε δρόμο αδιάλλακτο θα πιεί φαρμάκι λησμονιάς 

Και θα μεταμορφώνεται αργά, ψωμί κι αλάτι 

Μίσος αδιάβατο που θα γεννάει την αγάπη

Κι εκείνη άποψη επί ποινή θανάτου θα διαβαίνει


Στον ήλιο μοίρα

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Ηλέκτρα Στρατωνίου – Δύο ποιήματα αφιερωμένα στα παιδιά της Παλαιστίνης και όλης της γης

  ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!

                                                                  «Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά των παιδιών
                                                                  έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.»
G. Lorca

Σκοτάδι πυκνό και πολέμου τρέλα την σκιάζει. Σε συναγερμό ολόκληρη η οικουμένη…

 Υπό διωγμό βρίσκονται οι άνθρωποι. «Κινούμενο στόχο» αποτελούν τα αθώα μάτια των

 παιδιών του κόσμου, τα φοβισμένα τους χαμόγελα, τα πληγωμένα τους κορμάκια.

 Στην παγκόσμια ζούγκλα τούτα τα μικρά ελάφια, είναι πρόκληση στα άγρια ένστικτα των 

κυνηγών που απολαμβάνουν το εγκληματικό τους χόμπι σκοτώνοντας, αφανίζοντας και 

συλλέγοντας  τρόπαια θανάτου, για να  γράψουν τα βιογραφικά τους σημειώματα. 

                                             Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!

 Δίχως πατρίδα, σαν αγριοπερίστερα που ψάχνουν σπηλιές να φωλιάσουν, σαν  αγριάδες 

στον κήπο του κόσμου, σαν τσουκνίδες ανεπιθύμητες, μ΄ εκατομμύρια χέρια γύρω τους 

 που πασχίζουν να τα ξεριζώσουν, να τα ραντίζουν με δηλητήρια, να καούνε, να μαραθούν.

 Που δεν έχουμε πια αγκαλιές να τα κρύψουμε, ρογοβύζια να τα θηλάσουμε, 

χείλη να τα φιλήσουμε, φωνή να τους μάθουμε τραγούδια, 

στρώμα να τα κοιμίσουμε, σχολειά να τα προικίσουμε γνώση και ελπίδα!

                                           Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!

 

   ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;

 -Αυτή είναι κόρη της Ειρήνης! Και τούτο τον καιρό, η ομορφιά είναι μια «πικρή μνήμη»!             

Έγιναν «στέρφα» τα χρόνια μας, στις μέρες μας δεν γεννιούνται ποιήματα και παιδιά!                                                               

– Για να αξιωθούμε Πάλι τον τίτλο του Ανθρώπου, τον τίτλο του γονιού, του δάσκαλου,       

του ποιητή, ΠΡΕΠΕΙ ο καθένας μας – η κάθε μία – σαν ατσάλινη ασπίδα να μπει μπρος σ΄ ένα

παιδί, να το σκεπάσει με τον ίσκιο του, να μην το βρει ο «μακελάρης» του πολέμου,            

ο διακινητής του σαπιοκάραβου, ο δουλέμπορας, ο μισθοφόρος φαντάρος                                                             

και ο αστυνόμος, που φυλάει και ορίζει τα σύνορα της ζωής του προς το Αύριο!                                                      

– Ασπίδα να γίνουμε μπρος στα παιδιά να τα κρύψουμε, να τρανέψουν, να μοσχοβολήσουν,                              

ρίζες να απλώσουν της προκοπής και της Ειρήνης, σ όλες τις πατρίδες της γης!                                                               

[-Ναι!!!  Μπορεί ο καθένας μας, ασπίδα αγάπης και Ανθρωπιάς να γίνει, σ΄ ένα παιδί!]                                                              

-Εμείς γνωρίζουμε τον πόλεμο, την φτώχεια, τον ξεριζωμό, την ορφάνια. Τα σημάδια      

από τις πληγές είναι ακόμη νωπά και πονάνε το σώμα και την ψυχή μας, μας θυμίζουν     

πως όλα κερδίζονται με Αγώνες και αίματα! -Πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα τους 

να γελάνε, να τραγουδάνε! Να είναι της Ειρήνης παιδιά, της αγάπης, της ευτυχίας!                                               

-Και όταν ο κόσμος αλλάξει, οι ποιητές  θα πάρουν ήχους από τα γέλια τους, φλόγες          

από τα μάτια τους και θα γράψουν τα πιο όμορφα ποιήματα!!!  


— Η.Σ. 21/3/2022—


Πηγή: https://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/ilektra-stratoniou-dyo-poiimata-afieromena-sta-paidia-tis-palaistinis-kai-olis-tis-gis/?fbclid=IwY2xjawK5FrVleHRuA2FlbQIxMABicmlkETFWTnNtTklDdlpmQ1F6MGF0AR6i7q91TrVfiCI3hbupoVg5INosAX0tXMhMHaBvwe8cAdz1snXwsgaD9YsITA_aem_tyZFR8vlQIvBa2n_4GvD-g

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Στέφανος Τηλικίδης - Τρία ποιήματα

 Στοχάσου

Τούτους τους δίσεχτους καιρούς
Που μηνούνε την πυρηνική συντέλεια,
Δε μας χρειάζεται η ποίηση της «ουσίας»,
Μας χρειάζεται η ουσία της «κραυγής».
Στοχάσου το, αδερφέ μου ποιητή,
Θα το καταλάβεις.

Λιποταξία

Αν έγραψες και «κάποιο»
Η «κάποια» ποιήματα για την ειρήνη
Κι αναμέρισες,
Επειδή πίστεψες,
Πως ανταποκρίθηκες στο χρέος σου,
Είσαι λιποτάκτης.
Η στράτευση στην υπόθεση της ειρήνης,
Είναι εθελοντική, αμί και ισόβια.

Η γενιά μου

Όχι...
Δεν είναι η γενιά μου γενιά της ήττας.
Μόν' της σποράς είναι γενιά.
Την έγνοια της για τον άνθρωπο,
Σε χέρσα χωράφια έσπειρε.
Με το αίμα της ψυχής και του κορμιού της την πότισε.
Μέσα στη μήτρα της ελπίδας την κανάκεψε,
Για να καρπίσει κείνη,
Τα συμπαντικά μελλούμενα της χαράς.


Πηγή: από τη συλλογή: Ισόβια Στράτευση,  Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Έλυτρο 1998.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Γενιές Σημαδεμένες

 Καιρό πολύ προτού τα βομβαρδιστικά

φανούνε πάνωθέ μας

ήτανε κιόλας οι πολιτείες μας

ακατοίκητες. Απ' τη βρωμιά

δε μπορούσε

κανένας οχετός να μας ξεπλύνει


Καιρό πολύ πριν σκοτωθούμε σε μάχες άσκοπες

όταν βαδίζαμε σε πολιτείες όρθιες ακόμα

οι γυναίκες μας ήτανε κιόλας

χήρες και τα παιδιά μας ορφανά.


Καιρό πολύ πριν μας πετάξουν στο λάκκο

άλλοι σημαδεμένοι

ήμαστε δίχως φίλους.Αυτά που ο ασβέστης

μας αφάνισε, δεν ήτανε πιά πρόσωπα.

(1943)

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Mosab Abu Toha - Το φεγγάρι


Είναι ξαπλωμένη στην άσφαλτο.
Η μικρή της κοιλιά, το στήθος της,
το κούτελό της, τα χέρια της,
τα κρύα της πόδια γυμνά μέσα στη νύχτα.
Μια πεινασμένη γάτα κόβει βόλτες.


Θραύσματα έκρηξης χτυπάνε
γειτονικά σπίτια ήδη βομβαρδισμένα.
Η γάτα πεινάει όλο και πιο πολύ.
Η γάτα βλέπει το κορίτσι,
οι πληγές της ακόμα ζεστές.
Πιο πεινασμένες.

Ο πατέρας του κοριτσιού ξαπλωμένος ανάσκελα
δίπλα της. Το σακίδιό του έχει ακόμα την αγαπημένη καραμέλα του κοριτσιού
κι ένα μικρό παιχνίδι.
Το κορίτσι περιμένει μέχρι
που έφτασαν και της έφαγαν το γλειφιτζούρι.
 Η γάτα πλησιάζει,
άραγε να δοκιμάσει τη σάρκα;
Μια βόμβα σκάει στον δρόμο.
Τέλος η σάρκα, τέλος το κορίτσι,
τέλος ο πατέρας, τέλος η γάτα.
Κανένας δεν είναι πεινασμένος.
Το φεγγάρι από ψηλά
δεν είναι φεγγάρι


Πηγή: https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/472091_poylitzer-gia-ti-dynami-tis-martyrias-toy-en-meso-thanasimoy-kindynoy

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Γιώργος Ταρασλιάς - Ξένη υπόθεση

 

Βομβαρδίζουν σπίτια.
Βομβαρδίζουν σχολεία.
Βομβαρδίζουν νοσοκομεία.
Βομβαρδίζουν σκηνές.
Βομβαρδίζουν δρόμους.
Βομβαρδίζουν χωράφια.
Βομβαρδίζουν τα συντρίμμια
μέχρι να γίνουν όλα σκόνη.
Βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν.
Ένας ερειπιώνας ολόκληρη η Γάζα.

Αλλά ποιος νοιάζεται.
Είναι μια ξένη υπόθεση.

Σκοτώνουν μωρά.
Σκοτώνουν παιδιά.
Σκοτώνουν μάνες.
Σκοτώνουν γέροντες.
Σκοτώνουν σώματα.
Σκοτώνουν ψυχές.
Σκοτώνουν Ζωές.
Σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.
Ένα σφαγείο ολόκληρη η Γάζα.

Αλλά ποιος νοιάζεται
Είναι μια ξένη υπόθεση.

«Πολεμάμε τους τρομοκράτες» λένε οι φονιάδες
και σκοτώνουν μάνες και μωρά.
Ξεκληρίζουν οικογένειες.
Και να σκεφτείς ότι
κάποτε βίωσαν οι ίδιοι
τον τρόμο και τον όλεθρο.
Τώρα τα προκαλούν.
Ασυγχώρητοι.

Κι εμείς;
Θεατές μια γενοκτονίας – κάποιων άλλων.
Ούτε καν θεατές.
Ούτε καν ψάχνοντας
κάποιο άλλοθι.
Ποιος νοιάζεται.
Η σφαγή των άλλων
είναι πάντα μια ξένη υπόθεση.

(Ποιος ξέρει.
Ίσως αύριο
ο δικός μας πόνος
να είναι για άλλους
μια ξένη υπόθεση.)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

Πηγή: https://neoplanodion.gr/2025/05/14/xene-hypothese/?fbclid=IwY2xjawKR2-xleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFVVkp5R3FFeU5mMnZHQWlSAR6nINSNK4Bcox3OOQ2ETs-VelAaohxlCrWIZqFI68RqrsX8l67CQ8ZomuLONw_aem_yh-lLe08PAE42rLSgK54fg

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Bertolt Brecht - Ο αδελφός μου ο αεροπόρος


Ήταν αεροπόρος ο αδελφός μου.
Του δώσανε ένα χάρτη κάποια μέρα.
Έκανε τα μπαγκάζια του. Η πορεία
Ήταν σημειωμένη: προς το Νότο.
Ένας κατακτητής ο αδελφός μου.
Ανάγκη έχει ο λαός μας από χώρο
Να κάνουμε δικά μας ξένα εδάφη
Τ' όνειρο το παλιό το χρυσοφόρο.
Κατέκτησε το χώρο ο αδελφός μου
Σ' ορεινούς όγκους της Γκουανταράμα.
Μάκρος έχει ένα μέτρο και ογδόντα
Και βάθος ένα μέτρο και πενήντα.
σε απόδοση Νίκου Παπά

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Ελένη Λιντζαροπούλου - Λωρίδα Γης


Δύσκολη η νύχτα απόψε

Οι νεκροί αυξάνουν στην Γάζα

Δύσκολη η νύχτα

Πως να πας στο κρεβάτι με τέτοια νέα;

Το χώμα γεμάτο φωτιές

Πέτρες χαράζουν τροχιές στο στερέωμα

Πως να χαράξεις στο μαξιλάρι έπειτα

Τις ιδέες σου για τον ουρανό;

Ξαγρύπνησε

Με βουερές σταλαγματιές

Φτάνει η καρδιά σου

Ως τον λαιμό

Και οι νεκροί σου δαγκώνουν την γλώσσα

Ξαγρύπνησε

Μην κοιμηθείς απόψε

Μην κοιμηθείς


Από την συλλογή Άδηλον τραύμα, εκδόσεις Αρμός.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Ευάγγελος Αυδίκος - Στον πόλεμο υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι


Στεκόμουν δίπλα στο ποτάμι, Γενάρη καιρό. Στον Μόζα. Κρύος βοριάς κατέβαινε από τον λόφο όπου δεσπόζει το επιβλητικό άγαλμα της Νίκης και τα εβδομήντα τρία σκαλοπάτια που οδηγούν στο επισκοπικό μέγαρο της πόλης Βερντέν, μιας εμβληματικής πόλης. Είναι εκείνα που χρειάστηκαν να ανεβούν αγκομαχώντας και ποτίζοντας τον τόπο με αίμα οι χιλιάδες νεκροί που αλέστηκαν σε μια από τις πιο ανθρωποβόρες μάχες. Στο Βερντέν. Για δέκα ολόκληρους μήνες, το 1916.
Κρύος βοριάς κατέβαινε νύχτα από την Ακρόπολη, τραγουδάει ο Θανάσης Μωραΐτης. Θυμάμαι τον στίχο του Μπουρμπούλη (σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη). Νιώθω το κρύο να περονιάζει και το σώμα και την ψυχή μου. Τα ποταμόπλοια έχουν δέσει στις αποβάθρες. Το νερό ζαρώνει ελαφρά. Περονιάζει ο αέρας που κατεβαίνει από τους γειτονικούς λόφους του Βερντέν.
Το Βερντέν στοιχειώνει την ιστορική μνήμη. Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι ηττημένοι; Θέτει ο ποιητής το ερώτημα, εξ ονόματος της ανθρωπότητας. Ακόμη κι εκείνων που θεωρούν τον πόλεμο μαμή της Ιστορίας. Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι, απαντά ο ίδιος ο δημιουργός (Θωμάς Γκόρπας, Το αλβανικό).
Την ίδια απάντηση ψιθυρίζουν οι λόφοι γύρω από το Βερντέν. Τα ποτισμένα με αίμα αμπριά. Η απέραντη νεκρόπολη. Το οστεοφυλάκιο, που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους. Εκεί όλοι μοιράζονται την ίδια μοίρα. Επώνυμοι και ανώνυμοι. Σαν εκείνο τον Γάλλο στρατιώτη που περίμενε την ώρα επιστροφής στην αγαπημένη του. Ή σαν εκείνο τον ανώνυμο που δεν θα μάθουμε ποτέ τη σκέψη και τα συναισθήματά του. Αν γνώριζε τον στίχο του Μπουρμπούλη. Αν τον τραγούδησε, έστω και παραλλαγμένο. Πατρίδα μου/σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ.
Φυσάει βοριάς στο Βερντέν. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Οι ειδικοί μιλάνε για την Blue Monday. Για την πιο καταθλιπτική ημέρα. Για την ψυχή τους που μαυρίζει μετά τις γιορτές. Δεν ξέρω τι θα απαντούσαν οι ψυχές των νεκρών στους πολέμους. Αλλά και όσοι περιμένουν τις βόμβες, όπου κι αν βρίσκονται. Κάθε μέρα τους είναι μια Blue Μοnday. Μια τέτοια Δευτέρα είναι όλος ο πόλεμος. Που βυθίζει στην απελπισία όσους περιμένουν τη δική τους σειρά.
Φυσάει ο αγέρας της θλίψης καθώς η σκέψη πεταρίζει παντού όπου γίνονται πόλεμοι. Εκεί που η αναλγησία και το συμφέρον γίνονται κυνισμός που πυροδοτεί τα σύγχρονα όπλα σπέρνοντας οιμωγές και μαυρίλα στην ψυχή. Οι συνθήκες ειρήνης, τα μνημόσυνα, οι επετειακές εκδηλώσεις μοιάζουν με ειρωνεία της Ιστορίας που ετοιμάζεται για τον επόμενο πόλεμο. Οι καταπαύσεις πυρός φαντάζουν σαν ευκαιρία στον θεό του πολέμου να ξεκουραστεί. Να πάρει μια ανάσα ο κυνισμός του.
Φυσάει βοριάς στους λόφους του Βερντέν. Φοράω το χοντρό μου πουλόβερ.


Εφημερίδα των Συντακτών, 21.01.25 16:00

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αχιλλέας Κυριακίδης - Στρατιώτης


                                                           Στον Δημοσθένη Παπαμάρκο

480 π.Χ. Μαραθώνας. Από χτύπημα οπλιτικής ασπίδας Αθηναίου.

331 π.Χ. Γαυγάμηλα. Από σάγαρι Πέρση.

216 π.Χ. Κάννες. Από δόρυ Ρωμαίου.

1187. Χατίν. Από γιαταγάνι μουσουλμάνου του Σαλαντίν.

1415. Αζενκούρ. Από αλαβάρδα Γάλλου.

1453. Κωνσταντινούπολη. Από καυτό λάδι που χύθηκε απ’ τα τείχη.

1746. Καλόντεν. Από μουσκέτο Άγγλου.

1815. Βατερλό. Από βλήμα πρωσικού κανονιού.

1916. Βερντέν. Από ξιφολόγχη Γάλλου.

1921. Σαγγάριος. Από βλήμα τουρκικού μυδραλιοβόλου.

1942. Στάλινγκραντ. Από ρωσική νάρκη.

1967. Βιετνάμ. Από χειροβομβίδα των Βιετκόνγκ. 

Δεν είμαι άγνωστος.


Από τη συλλογή μικροδιηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη Το Κερί του Καρτέσιου και άλλα διηγήματα (εκδ. Πατάκη, Οκτώβριος 2024)


Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Μανώλη Γιούργου

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Δ΄ (αποσπάσματα)

 

Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου [1941]. Απόγεμα [Αθήνα]

Στο τραπέζι το μεσημέρι η Σοφία Μαυρογορδάτου και η Μαρώ. Μιλούμε για τον πόλεμο. Και οι δυο τους βλέπουν από κοντά τον πόνο του πολέμου. Ο πόνος, η φρίκη και το μεγαλείο έχουνε τώρα βολευτεί κοντά μας, στα σπίτια μας, στην καθημερινή ζωή, σαν κατοικίδια. Τα συνηθίζουμε ανεπαίσθητα. Κάποτε έρχουνται και τρίβουν τα ρουθούνια τους στα γόνατά μας, στα χέρια μας. Και τότε καταλαβαίνουμε.

Η Μαρώ έβαλε την άσπρη της μπλούζα κι έφυγε για το νοσοκομείο. Μιλά για τους λαβωμένους της σα να ήταν τα άρρωστα παιδιά της. Προχτές: «Μου πέθαναν δυο.» Σήμερα: «Πρέπει να φύγω νωρίς· ο γιατρός είπε πως ο Μιχάλης θα πεθάνει. Του έκαναν μετάγγιση, αλλά δεν αντέχει πια. Όλοι τον συμπαθούν στο θάλαμο. Έχει κάτι μεγάλα ματοτσίνορα και ο πυρετός δε σταματά: 39-40. Όλο ψιθυρίζει: "Για την πατρίδα!... για την πατρίδα!..."».

Με τρελαίνει η απόγνωση όταν στοχάζομαι κι αναρωτιέμαι τι αισθάνεται ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια τούτο το παιδί μέσα στο παραμιλητό της θέρμης· ποιες εικόνες αυλακώνουν το μυαλό του. Πεθαίνει για μιαν ιδέα, όπως θα πέθαινα λ.χ. εγώ για μιαν ιδέα; Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ που δεν καταλαβαίνω· όπως η φωνή της μοίρας μέσα σε μια τραγωδία.

Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος —πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.

Αηδία ολοένα που δυναμώνει για τα «μετόπισθεν».

σ. 22-23

* * *

Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου [1941, Αθήνα]

[...]

Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγείται πως συνόδεψε έναν τραυματία, που αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει για να μην πέσει, κι αυτός μονολογούσε:

— Ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει;... η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι...

σ. 30

* * *

Δευτέρα, 24 Μάρτη 1941
     Τώρα, στην παραμονή της μεγάλης στροφής, συλλογίζεται κανείς το βαθύ πόνο του πολέμου που είναι εδώ, μέσα μας, στο πλάι μας, σαν ένας αμίλητος σύντροφος από δικό μας αίμα. Συλλογίζεται τον Κρητικό που του ‘κοψαν το πόδι, και, ξανά πάλι, του το ‘κοψαν λίγο παραπάνω, -που για να μη δείξει τον πόνο του γύρισε το κεφάλι από το άλλο μέρος τραγουδώντας «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη» σαν ένα λαϊκό μοιρολόι. Συλλογίζεται τον Πατρινό που έχασε και τα δυο του πόδια, και το ‘κρυβε από τη γυναίκα του, κι έπειτα, σαν ήρθε να τον δει στο νοσοκομείο, της είπε: «Τώρα κλαις για δυο χαμένα ποδάρια, ενώ αλλιώς θα ‘κλαιγες για τη λευτεριά σου.» Συλλογίζεται όλο το αίμα, κι εκείνη την απλή παλικαριά πάνω στο μέτωπο και του σφίγγεται η καρδιά.
 

Πέμπτη, 16 Ιουλίου [1942, Ιερουσαλήμ]

Υπάρχουν εδώ διάφορες παρέες Ρωμιών που αλληλομισούνται θανάσιμα· όλοι δουλεύουν σε αγγλικές υπηρεσίες που ανακατεύουν την Ελλάδα, ή χρησιμοποιούνται με κάποιον τρόπο από δαύτες.

Χτες βράδυ καλεσμένος στου Δογάνη. Ένα σωρό άνθρωποι και ο γέροντας αρχιδραγουμάνος του Πατριαρχείου, ιερατικός, αμίλητος. Ο Σωτήρης Ζάννας, μόλις έφτασε από την Πόλη, βρίζει τους πάντες και τα πάντα καθάρματα. Ο καθένας έχει εξαπολύσει το πάθος του, ίσως γιατί νομίζει, υποσυνείδητα τουλάχιστο, πως έτσι εξαγνίζεται μπροστά στον τόπο που υποφέρει — ένας τρόπος να νίψει τα χέρια του. Αλλά ο τόπος υποφέρει πραγματικά και τούτοι εδώ δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να κουβεντιάζουν στο κενό, χωρίς αποτέλεσμα, ή με μοναδικό αποτέλεσμα να θολώνουν τη σκέψη τους.

Κάποτε έχω την εντύπωση, την τρομαχτική εντύπωση, πως όλοι εμείς, που είμαστε έξω από την Ελλάδα, είμαστε ένας θίασος από τρελούς ανυπόστατους ανθρώπους. Και το δράμα, το μεγάλο δράμα, είναι ότι οι άνθρωποι που τρελαίνουνται και χάνουν ολοένα περισσότερο την υπόστασή τους είναι οι καλύτεροι. Γιατί οι άλλοι είναι εκ προμελέτης κακοποιοί.

Η μανία τους να μη χωριστούν, να μη μείνουν πίσω από τον τόπο, γίνεται ένα πολιτικό παραμιλητό που εκμεταλλεύουνται οι ψυχροί και οι έξυπνοι. Και κανείς δε βλέπει, μέσα σ' αυτό το αποτρόπαιο καζάνι όπου βράζουμε, τη διαφορά, την αγεφύρωτη διαφορά: ότι εκείνοι εκεί στην Ελλάδα υποφέρουν με τα κορμιά τους κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ενώ τούτοι εδώ μιλούν ή φωνάζουν.

Αυτό το άρρωστο μπουλούκι των Ελλήνων που μαζεύτηκαν έξω από τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Όχι μόνο εκείνων που έφυγαν από την αρχή αλλά και εκείνων που δεν παύουν να έρχουνται. Ήταν άραγε διαφορετικοί εκεί πέρα; Θαρρείς πως τους βλέπεις: Ξεκινούν με τις βαρκούλες τους από την Αττική, από τα νησιά, φτάνουν στην Τουρκία, προχωρούν κατά την Αίγυπτο, και το χρώμα τους αλλάζει, γίνεται σαν το δικό μας· το βλέπεις ν' αλλάζει. Τι συμβαίνει; Ποιο πράγμα τους έκανε διαφορετικούς εκεί-πέρα; Τι τους αλλάζει εδώ; Μήπως είναι η νοσταλγία μας — η αρρώστια μας;

[...]

σ. 225-226

* * *

Δευτέρα, 11 Οκτώβρη [1943, Αλεξάνδρεια]

[...]

Δέκα μέρες χωρίς να κάνω τίποτε, και μου χρειαζότανε. Κάποτε λυπούμαι που δεν έτυχε να μείνω εδώ στην Αλεξάνδρεια όλον αυτό τον καιρό της προσφυγιάς που μ' έκαναν να σκορπιστώ στους πέντε αγέρηδες. Κάτι θα είχα κάνει· έστω και με τούτη τη θάλασσα, έστω και με τούτο το λιμάνι. Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά· το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ' αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ' αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.

Αδύνατο να βολευτώ με καμιάν άλλη μυθολογία (πλησίασα τόσες από τότε που έφυγα από την Ελλάδα) εκτός από εκείνη που ήξερα. Το είχα ολοένα στο νου μου, καθώς έγραφα για τη θάλασσα ό,τι μου περνούσε από το κεφάλι. Πάνε κι αυτές οι μέρες. Τόσο περίεργο αυτή η Μέση Ανατολή· πώς αλέθει τους ανθρώπους· τους καταπίνει, τους χωνεύει: παρατηρώ αυτούς που έρχονται από την Ελλάδα· είναι ό,τι είναι, άνθρωποι· έπειτα από δυο εβδομάδες, βάλε τρεις, αρχίζουν κιόλας να γίνουνται σαν εμάς.

σ. 308-309

* * *

Σάββατο, 16 Σεπτέμβρη [1944]. Cava dei Tirreni «Albergo Impero»

Φτάσαμε σήμερα το πρωί σε τούτη την τελευταία έδρα, υποθέτω, της ελληνικής προσφυγικής Κυβέρνησης. Η συνοδεία ολάκερη εξουθενωμένη. Ξεμπαρκάραμε στον Τάραντα κατά τις 14.00´, φορτωμένοι με τα πράγματα που μπορούσαμε να σηκώσουμε. Αυτοκίνητα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Κέντρο αξιωματικών, όπου πήραμε καφέ και φάγαμε φρούτα. Έπειτα στο σταθμό. Τρομερή σκόνη. Πολλοί φωνάζουν για τις αποσκευές τους που έμειναν στο καράβι· καβγάδες· βραδιάζει, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Κατά τις 18.30´, τρένο: ξύλινα καθίσματα, χωρίς φως, χωρίς νερό στους αποπάτους· βρωμισιά. Το πρωί περνάμε τόπους με τα σημάδια του πολέμου. Στον προτελευταίο σταθμό ο Ryder· καφές σε μια καντίνα και τέλος ο Νικολά. Καμιόνια κι έπειτα εδώ.

Η Cava είναι ένα χωριουδάκι πάνω από το Salerno, τριγυρισμένο από λόφους, μισή ώρα μακριά από την Πομπηΐα και μια ώρα από τη Νάπολη. Χαρά να βλέπεις λίγα λοφάκια, την πρασινάδα, και ν' ανασαίνεις τον καθαρό αέρα ύστερ' από το τέλμα της Αίγυπτος. Σωματική χαρά. Εκτός από αυτό, διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κομπάρσους.

Κατέβηκα με τον Γιώργο στη θάλασσα και δεν μπόρεσα να μη δανειστώ το μπανιερό του για λίγα λεπτά κολύμπι. Η διεύθυνσή μας για τα επίσημα τηλεγραφήματα είναι: HELLAS FREEDOM CASERTA.

σ. 356-357

* * *

Σάββατο, 7 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Ραδιόφωνο, ένας ανταποκριτής από την Ελλάδα: Οι Έλληνες αντί να μας δεχτούν γυρεύοντας, όπως στην Ιταλία, ήρθαν να μας προϋπαντήσουν με προσφορές.

σ. 364

* * *

Παρασκευή, 13 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Τ' απόγεμα, καθώς γυρίζαμε από τη Νάπολη, ακούω, από αμερικάνικη πηγή, ότι λευτερώθηκε η Αθήνα από τους αντάρτες. Το βράδυ τα μαντάτα έρχουνται κι από το ραδιόφωνο. Συζήτηση κάτω στο γραφείο αν είπε το ράδιο αντάρτες ή πατριώτες, και αν η λέξη πατριώτες σημαίνει όλους τους αντάρτες. Παράξενο, στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης δεν ξεσπάς, δεν ξαλαφρώνεις, δε σε τινάζει η χαρά. Αισθάνεσαι πως σε φόρτωσαν ακόμη περισσότερο ίσως. Παράξενος που είναι ο πόλεμός μας — «drôle de guerre»: μήπως ήρθε η σειρά μας να το πούμε;

σ. 365

* * *

Δευτέρα, 16 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ. Σκέπτομαι με φρίκη πως δεν έχω πια την ευκινησία να μπαινοβγαίνω στην ποιητική ατμόσφαιρα, που ίσως να είχα άλλοτε. Τώρα πρέπει να σύρω τον εαυτό μου από το σβέρκο, κι όταν μπω και πρόκειται να ξαναγυρίσω στην καθημερινή ζωή μου, μου φαίνεται πρόκειται να πέσω σ' ένα βάραθρο.

Φεύγουμε την Τετάρτη. Η Κυβέρνηση πρέπει να έφτασε στην Αθήνα. Νέα δεν υπάρχουν· μας έχουν πάρει και το ράδιο.

σ. 366

* * *

Κυριακή, 22 Οκτώβρη [1944]

Όταν μπαίνει κανείς στην Ελλάδα, το αίσθημα όχι πως προχωρείς, αλλά πως ανεβαίνεις σκαλοπάτια, πως περνάς ένα κατώφλι. Άλλος κόσμος, σε άλλο επίπεδο. Σήμερα πρωί η ανατολική ουρά της Ύδρας, ο Πόρος, έπειτα το Όρος της Αίγινας ένα αγκάθι πίσω απ' τον κάβο, κι έπειτα, με τα γυαλιά, η Ακρόπολη. Ήμουν, νομίζω, ο πρώτος που την ξεχώρισα. Όλοι, ξένοι και δικοί μας, στρατιώτες και βαθμοφόροι, όλο το πλήρωμα, απ' τη μιαν άκρη του καραβιού ως την άλλη, είχανε σταματήσει σε μιαν απόλυτη σιγή, όπως όταν ο αρχιμουσικός χτυπήσει το ραβδί του στο αναλόγιο, σε μιαν αίθουσα συναυλίας.

Σήμερα κλείνω ακριβώς τριάμισι χρόνια από τότε που έφυγα από τον Πειραιά στις 22 τ' Απρίλη 1941.

Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου.

σ. 370

* * *

Δευτέρα, 23 Οκτώβρη [1944]

Σπίτι.

σ. 370

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 31993]

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Κ. Καρθαίος - Για την πατρίδα



Στον κάμπο όπου βροντούσε το κανόνι

μια πράσινη γαλήνη τώρα απλώνει

Με μύρια ολόχαρα άνθια κεντημένη·

εκεί που πολεμούσαν σα λιοντάρια

του οχτρού και τα δικά μας παλικάρια

τίποτα πια από την έχθρητα δε μένει:

Αδερφωμένοι

κοιμούνται οι μαχητές οι τιμημένοι,

Για μια πατρίδα!


Για μια πατρίδα! Νιώθω να πλακώνει

το στήθος μου μια μπόρα που ζυγώνει

που θάρθει κι ό,τι βρει θα το σαρώσει.

Γιά άκου μακριά! κάπου βροντολογάει,

μια φωνή στον αέρα τριγυρνάει,

τους λαούς στο ποδάρι να σηκώσει:

Αδερφωμένοι

Στ’ άρματα οι μαχητές οι τιμημένοι,

για την Πατρίδα!


Για την Πατρίδα, κι αχ! για μια Πατρίδα

τσακίστε τη χρυσή την αλυσίδα!

Σαν ένας σηκωθείτε, σκλαβωμένοι!

Τ’ άρματα ακόμα μια φορά ας ζωστούμε,

και πάλι, αδέρφια, στη φωτιά ας λουστούμε!

Σαλπίστε, να τραντάξει η οικουμένη:

Αδερφωμένοι

Κινούν οι μαχητές οι τιμημένοι

Για ΜΙΑ Πατρίδα!


Νουμάς, 16/01/1921

Αναδημοσίευση από: https://sarantakos.wordpress.com/2012/12/16/kkarthaios/

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Kevin Powers - Κιτρινη Κορδέλα (απόσπασμα)

Ο πόλεμος προσπάθησε να μας σκοτώσει την άνοιξη.Καθώς το χορτάρι πρασίνιζε τις πεδιάδες της Νινευής και οκαιρός άρχιζε να ζεσταίνει, περιπολούσαμε τους χαμηλούςλόφους πέρα από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις. Τους διασχί­ζαμε μέσα από το ψηλό χορτάρι στηριζόμενοι μόνο σε μιαπίστη, ανοίγοντας μονοπάτια στην ανεμοδαρμένη βλάστησησαν τους πιονιέρους. Όσο κοιμόμασταν, ο πόλεμος έσερνετα χιλιάδες πλευρά του στο έδαφος και προσευχόταν γονατι­στός. Όταν ανοίγαμε δρόμο μέσα από την εξάντληση, τα μά­τια του ήταν λευκά και ανοιχτά μες στο σκοτάδι. Όσο τρώγα­με, ο πόλεμος νήστευε, τρεφόμενος από την ίδια του τη στέ­ρηση. Έκανε έρωτα και γεννούσε και εξαπλωνόταν μέσω τηςφωτιάς.

Και μετά, το καλοκαίρι, ο πόλεμος προσπάθησε να μαςσκοτώσει καθώς η ζέστη ξεθώριαζε όλα τα χρώματα από τιςπεδιάδες. Ενώ ο ήλιος τσίτωνε το δέρμα μας, ο πόλεμοςέστειλε τους πολίτες του θροΐζοντας στη σκιά λευκών κτι­ρίων. Έριχνε μια λευκή σκιά στα πάντα, σαν ένα βέλο μπρο­στά στα μάτια μας. Προσπαθούσε να μας σκοτώσει κάθε μέ­ρα, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Όχι πως η ασφάλειά μαςήταν εγγυημένη. Δεν προοριζόμασταν να επιζήσουμε. Η αλήθεια είναι πως δεν προοριζόμασταν για τίποτα. Ο πόλε­μος θα έπαιρνε ό,τι μπορούσε. Ήταν υπομονετικός. Δεν εν­διαφερόταν για στόχους ή όρια, για το αν σε αγαπούσαν πολ­λοί ή κανένας. Όσο κοιμόμουν εκείνο το καλοκαίρι, ο πόλε­μος ερχόταν στα όνειρά μου και μου έδειχνε τον μοναδικόσκοπό του: να συνεχίσει, μόνο να συνεχίσει. Και ήξερα πωςθα έπαιρνε αυτό που ήθελε.

Ο πόλεμος είχε σκοτώσει χιλιάδες μέχρι τον Σεπτέμβριο.Τα άψυχα σώματά τους κείτονταν άτακτα στις σημαδεμένεςλεωφόρους. Κρύβονταν σε δρομάκια ή βρίσκονταν αραδια­σμένα σε τεράστιους σωρούς στα χαντάκια των λόφων έξωαπό τις πόλεις, με τα πρόσωπα πρησμένα και πράσινα, αλ­λεργικά πλέον στη ζωή. Ο πόλεμος είχε προσπαθήσει με όλεςτου τις δυνάμεις να μας σκοτώσει όλους: άντρες, γυναίκες,παιδιά. Αλλά είχε σκοτώσει λιγότερους από χίλιους στρατιώ­τες σαν εμένα και τον Μερφ. Αυτά τα νούμερα εξακολουθού­σαν να σημαίνουν κάτι για εμάς καθώς ξεκινούσε αυτό πουαποκαλούσαν φθινόπωρο. Ο Μερφ κι εγώ είχαμε συμφωνή­σει · δεν θέλαμε να είμαστε οι χιλιοστοί στη λίστα των νε­κρών. Αν πεθαίναμε αργότερα, θα το δεχόμασταν. Αλλά ας ήταν αυτός ο αριθμός κάποιου άλλου το ορόσημο.

Δεν νιώσαμε καμία ιδιαίτερη αλλαγή όταν έφτασε ο Σε­πτέμβρης. Τώρα όμως ξέρω ότι όλα όσα θα έχουν ποτέ σημα­σία για τη ζωή μου ξεκίνησαν τότε. Ίσως το φως άρχισε ναφτάνει με λίγο πιο αργούς ρυθμούς στην πόλη του Αλ Ταφάρ,πέφτοντας μ’ εκείνο τον τρόπο πέρα από τα θολά σχήματατων σκεπών και τους λοξούς πεζόδρομους στο σκοτάδι. Δια­χεόταν στην πόλη πάνω από τα κτίρια, που ήταν λευκά καιστο χρώμα της ώχρας, φτιαγμένα με πήλινα τούβλα και μεστέγες από αυλακωτό τσίγκο ή τσιμέντο. Τα σύννεφα σχημά­τιζαν κατακόμβες στον απέραντο ουρανό. Ένας δροσερόςάνεμος έπνεε από τους μακρινούς λόφους που περιπολούσα­με όλη τη χρονιά. Πέρασε πάνω από τους μιναρέδες πουυψώνονταν πάνω από την κωμόπολη, κύλησε μέσα από δρο­μάκια με τις πράσινες τέντες τους να ανεμίζουν, βγήκε σταγυμνά χωράφια που κύκλωναν την πόλη, και τελικά έσκασεστις σκόρπιες κατοικίες απ’ όπου ξεσπούσαν θυμωμένα ταόπλα μας. Η διμοιρία μας έκοβε κύκλους στη θέση μας σε μιαταράτσα, σχηματίζοντας γκρίζες γραμμές στο χάραμα. Ήταν ακόμη τέλη καλοκαιριού, μια Κυριακή, νομίζω. Περιμέναμε.Επί τέσσερις μέρες σερνόμασταν στη σκόνη της ταρά­τσας. Παραπατούσαμε και γλιστρούσαμε πάνω σε ένα χαλίαπό άδεια φυσίγγια, απομεινάρια της μάχης της προηγούμε­νης ημέρας. Κουλουριαζόμασταν σε παράλογα σχήματα προ­σπαθώντας να στριμωχτούμε κάτω από τους ασβεστωμένουςτοίχους της θέσης μας. Μέναμε ξύπνιοι με αμφεταμίνες και φόβο.


Κέβιν Πάουέρς, Κίτρινη Κορδέλα, μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Νίκος Καρύδης - Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν…


Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν τα σπίτια μας,
οι όλμοι γκρεμίζανε τις πόρτες,
το σκοτάδι έμπαινε στις κάμαρες
απ’ τα σπασμένα τζάμια των παραθυριών…

Στο μπαλκόνι είχαμε κρεμάσει ένα σεντόνι
και ζητούσαμε βοήθεια·
σ’ ένα ματωμένο μαξιλάρι πέθαινε
ένας άγνωστος άνθρωπος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…

Ανάμεσα στις πιπεριές και τους ευκάλυπτους,
εκεί στο γύρισμα του έρημου δρόμου
στυλώναμε τα μάτια της ελπίδας
και περιμέναμε να φανής
σα σημαία, σαν αγέρας –
έστω σα θάνατος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Η ώρα δύο του μεσημεριού
και σε σκεφτόμουν…

Η τελευταία θάλασσα

Dalto Trumbo -Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του (10ο κεφάλαιο)

 Ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, δίχως τίποτα να κάνεις και πουθενά να πας, ήταν σαν να βρισκόσουν σ’ έναν ψηλό λόφο, μακριά απ’ το θόρυβο και τους ανθρώπους. Σαν νά ’χες πάει για κάμπινγκ ολομόναχος. Είχες όλο το χρόνο στη διάθεσή σου να σκεφτείς. Είχες χρόνο να ξεκαθαρίσεις κάποια πράγματα. Πράγματα που δεν είχαν περάσει πρωτύτερα απ’ το μυαλό σου. Όπως για παράδειγμα το να ξεκινάς για το μέτωπο. Ήσουν τόσο απομονωμένος εκεί στο λόφο σου που ο θόρυβος κι οι άνθρωποι δε σ’ ενοχλούσαν καθόλου σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα. Σκεφτόσουν τώρα μόνο για τον εαυτό σου, χωρίς να λογαριάζεις το παραμικρό έξω απ’ αυτόν. Θαρρείς πως το μυαλό σου ήταν διαυγέστερο και οι απαντήσεις σου πιο λογικές. Μ’ ακόμη κι αν δεν ήταν λογικές δεν είχε σημασία, αφού έτσι κι αλλιώς δε θά ’χες ποτέ τη δυνατότητα να κάνεις κάτι σχετικά.

Σκεφτόταν, εδώ είμαστε Τζο Μπόναμ, ένας σωρός, ένα κομμάτι κρέας για την υπόλοιπη ζωή σου και για ποιο λόγο; Κάποιος σε χτύπησε φιλικά στον ώμο και σού ’πε έλα γιε μου, πάμε για πόλεμο. Κι εσύ πήγες. Αλλά γιατί; Σ’ οποιοδήποτε πάρε-δώσε, ακόμη κι όταν αγοράζεις ένα αμάξι ή κάνεις κάποιο θέλημα, έχεις το δικαίωμα να ρωτήσεις εγώ τι θα κερδίσω; Διαφορετικά, θ’ αγόραζες άχρηστα αμάξια για μια περιουσία ή θά ’κανες χαζά θελήματα αλλωνών και θα πέθαινες της πείνας. Ήταν κάποιου είδους υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σου, κάθε φορά που κάποιος σου έλεγε έλα γιε μου, κάνε αυτό ή κάνε κείνο, να του πεις για στάσου ρε φίλε, γιατί να το κάνω, για ποιον, και τι θα κερδίσω εγώ σε τελική ανάλυση; Κι όμως όταν κάποιος έρχεται και σου λέει έλα μαζί μου και ρίσκαρε τη ζωή σου ή πέθανε κιόλας ή μείνε ανάπηρος, τότε δεν έχεις δικαιώματα. Δεν έχεις καν το δικαίωμα να πεις ναι ή όχι ή θα το σκεφτώ. Υπάρχουν πολλοί νόμοι που προστατεύουν την περιουσία ακόμα και σε περίοδο πολέμου, μα πουθενά δεν είναι γραμμένο πως η ζωή ενός ανθρώπου του ανήκει.
Βέβαια, πολλά παλικάρια ντραπήκαν ν’ αρνηθούν. Κάποιος είπε πάμε να υπερασπιστούμε την ελευθερία, κι εκείνοι πήγαν και σκοτώθηκαν δίχως να σκεφτούν την ελευθερία ούτε μια στιγμή. Και για τι είδους ελευθερία πολεμούσαν στο κάτω κάτω; Πόση ελευθερία και ποιανού την αντίληψη περί ελευθερίας; Πολεμούσαν για την ελευθερία να τρώνε τζάμπα παγωτό χωνάκι όλη τους τη ζωή ή για την ελευθερία να ληστεύουν όποιον γουστάρουν κι όποτε θέλουν ή για ποιο πράγμα τέλος πάντων; Όταν λες σε κάποιον ότι δεν μπορεί να κλέβει, του στερείς ένα μέρος της ελευθερίας του. Είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Και τι διάολο πάει να πει ελευθερία έτσι κι αλλιώς; Είναι απλώς μια λέξη, όπως σπίτι ή τραπέζι ή οποιαδήποτε λέξη. Μόνο που είναι μια λέξη ιδιαίτερη. Όταν ένας τύπος λέει σπίτι, μπορεί να σ’ το δείξει για να σε πείσει. Μα όταν κάποιος λέει ελάτε, πάμε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, δεν μπορεί να σου δείξει τίποτα. Δεν μπορεί να φέρει αποδείξεις για ό,τι λέει, οπότε πώς σου ζητάει να πολεμήσεις για δαύτο που να πάρει;
Όχι κύριος, όποιος πήγε στο μέτωπο και χώθηκε στα χαρακώματα για να πολεμήσει για την ελευθερία ήταν ένας βλάκας και μισός, κι ο τύπος που τον έστειλε εκεί ήταν ψεύτης. Την επόμενη φορά που θα ’ρχόταν κάποιος και θα τον ζάλιζε στο μπλα μπλα για την ελευθερία –τι εννοούσε επόμενη φορά; Δε θα υπήρχε επόμενη φορά για κείνον. Μα ας πάει στο διάολο. Αν ήταν δυνατό να υπάρξει επόμενη φορά και κάποιος του έλεγε έλα να πολεμήσουμε για την ελευθερία, θα του απαντούσε κύριος η ζωή μου είναι σημαντική. Δεν είμαι κάνας ηλίθιος κι αν είναι ν’ ανταλλάξω τη ζωή μου για την ελευθερία, θα πρέπει να ξέρω από πριν τι είναι η ελευθερία και για ποια ελευθερία μιλάμε και πόση ακριβώς απ’ αυτή την ελευθερία θ’ αποκτήσουμε. Κι επιπλέον ρε φίλε, εσύ ο ίδιος νοιάζεσαι γι’ αυτή την ελευθερία όπως ζητάς να κάνω εγώ; Κι ίσως αν έχουμε πάρα πολλή ελευθερία να είναι το ίδιο άσχημα με το να έχουμε πάρα πολύ λίγη, και σαν να μου φαίνεται πως είσαι ένας παπατζής του κερατά και μου λες ό,τι σου κατεβαίνει. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρκεί η ελευθερία μου εδώ πέρα, η ελευθερία να περπατώ και να βλέπω και ν’ ακούω και να μιλώ και να τρώω και να κοιμάμαι με το κορίτσι μου. Θαρρώ πως προτιμώ κάτι τέτοιο απ’ το να πολεμήσω για όλ’ αυτά που δε θα κερδίσουμε ποτέ, και να βρεθώ τελικά δίχως δράμι ελευθερία. Να σκοτωθώ και να σαπίσω προτού καλά καλά η ζωή μου αρχίσει ή να γίνω ένα κομμάτι κρέας. Δε θα πάρω φίλε. Εσύ πολέμα για την ελευθερία σου. Εγώ δε θέλω μερτικό.
Που ανάθεμά τους τούς ανθρώπους, και πότε δεν αγωνίζονταν για την ελευθερία; Η Αμερική πολέμησε για την ελευθερία το 1776. Πολλοί πεθάναν τότε. Και τελικά η Αμερική είναι πιο ελεύθερη απ’ τον Καναδά ή την Αυστραλία που δεν πολέμησαν ποτέ; Ίσως και νά ’ναι, δε διαφωνώ, απλώς ρωτάω. Μπορείς να πάρεις κάποιον αμερικανό που αγωνίστηκε για την ελευθερία και να πεις ορίστε, οποιοσδήποτε μπορεί να δει τη διαφορά από έναν καναδό που δεν πολέμησε; Όχι, μα το θεό δε γίνεται, και δε χωράει κουβέντα. Ίσως λοιπόν πολλοί άντρες με γυναίκες και παιδιά να πέθαναν το 1776, ενώ δεν υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη να πεθάνουν. Όπως και νά ’χει, τώρα είναι νεκροί. Ναι, βέβαια, όμως δεν είναι παρηγοριά κάτι τέτοιο. Ένας άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί ότι θα έχει πεθάνει σ’ εκατό χρόνια και να μην τον νοιάζει. Μα να σκεφτείς ότι μπορεί να πεθάνεις αύριο και νά ’σαι παντοτινά νεκρός, να μην είσαι τίποτα πέρα από σκόνη και χώμα και βρωμιά, είναι αυτό το πράγμα ελευθερία;
Μπάσταρδοι, ποτέ τους δε σταμάτησαν να πολεμούν για κάτι, κι αν τολμήσει κανείς να πει στο διάολο ο πόλεμος, κάθε πόλεμος είναι ίδιος με τον προηγούμενο, δεν ωφελεί κανέναν, ε τότε όλοι μαζί θα ουρλιάξουν πως είναι δειλός. Αν δεν πολεμούσαν για την ελευθερία, τότε θα πολεμούσαν για την ανεξαρτησία ή τη δημοκρατία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή ή τα πάτρια εδάφη ή κάτι άλλο που δε σήμαινε τίποτα. Ο πόλεμος υποτίθεται πως θα έφτιαχνε έναν κόσμο ασφαλή, για τη δημοκρατία, για τις μικρές χώρες, για τον καθένα. Αν ο πόλεμος είχε τελειώσει πια, ο κόσμος θά ’πρεπε να είναι έτοιμος για τη δημοκρατία. Ήταν όμως; Και ποιου είδους δημοκρατία; Και πόση; Και ποιανού;
Υπήρχε βέβαια κι αυτή η ελευθερία, για την οποία σκοτώνονταν ανέκαθεν τ’ ανθρωπάκια. Ήταν ελευθερία από ξένο ζυγό; Ελευθερία από εργασία ή ασθένεια ή θάνατο; Ελευθερία από την πεθερά σου; Κύριε, αν έχετε την καλοσύνη, δώστε μας ένα τιμολόγιο γι’ αυτή την ελευθερία προτού ξεκινήσουμε να σκοτωθούμε. Δώστε μας ένα τιμολόγιο γραμμένο απλά ώστε να ξέρουμε από πριν για ποιο λόγο σκοτωνόμαστε, και δώστε μας και μια πρώτη υποθήκη, κάποια εξασφάλιση, να είμαστε σίγουροι όταν νικήσουμε στον πόλεμό σας ότι κερδίσαμε αυτή ακριβώς την ελευθερία που μας είχατε τάξει.
Πάρτε για παράδειγμα την αξιοπρέπεια. Όλοι έλεγαν πως η Αμερική πολεμούσε για να θριαμβεύσει η αξιοπρέπεια. Όμως ποιανού η αντίληψη περί αξιοπρέπειας; Και αξιοπρέπεια για ποιον; Εμπρός, μιλήστε καθαρά και πείτε μας τι είναι αξιοπρέπεια. Πείτε μας πόσο καλύτερα νιώθει ένας αξιοπρεπής νεκρός από έναν αναξιοπρεπή ζωντανό. Κάντε μια σύγκριση με χειροπιαστές αποδείξεις, όπως σπίτια και τραπέζια. Με λέξεις που να καταλαβαίνουμε. Και μη μιλάτε για τιμή. Η τιμή ενός κινέζου ή ενός άγγλου ή ενός αφρικάνου ή ενός αμερικάνου ή ενός μεξικάνου; Σας παρακαλώ ρε μάγκες, όλους εσάς που κόπτεστε να πολεμήσετε για να υπερασπιστείτε την τιμή μας, πείτε και σε μας τι διάολο είναι τιμή. Είναι η τιμή όπως την αντιλαμβάνονται οι αμερικάνοι για όλο τον υπόλοιπο κόσμο; Ίσως ο κόσμος να μην τη βρίσκει τόσο του γούστου του. Ίσως οι νησιώτες στις Νότιες Θάλασσες να προτιμούν τη δικιά τους τιμή.
Για όνομα του θεού, ζητήστε να πολεμήσουμε για πράγματα που βλέπουμε και νιώθουμε, πράγματα απλά και κατανοητά. Όχι άλλες πομπώδεις λέξεις χωρίς νόημα, όπως πατρίδα. Μαμά-πατρίδα, γενέτειρα, γη των πατέρων, πάτρια εδάφη. Το ίδιο κάνει. Σε τι σ’ ωφελεί η πατρίδα όταν έχεις πεθάνει; Ποιανού πατρίδα είναι όταν έχεις πεθάνει; Αν σκοτωθείς πολεμώντας για την πατρίδα, αγόρασες γουρούνι στο σακί. Πλήρωσες για κάτι που δε θ’ αποκτήσεις ποτέ.
Κι όταν δεν μπορούσαν να ψαρώσουν τ’ ανθρωπάκια να πάνε να πολεμήσουν για την ελευθερία ή τη δημοκρατία ή την ανεξαρτησία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή, χρησιμοποιούσαν για επιχείρημα τις γυναίκες. Κοιτάξτε τους βρωμο-Ούννους έλεγαν, κοιτάξτε τους που βιάζουν τα όμορφα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Κάποιος πρέπει να σταματήσει όλο αυτό το κακό. Έλα λοιπόν φιλαράκι, έλα να καταταγείς και να σώσεις τα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Και τ’ ανθρωπάκι μαγευόταν κι ακολουθούσε, και σε λιγάκι τον έβρισκε μια οβίδα, και η ζωή του σκόρπιζε τριγύρω σαν μια άμορφη κρεάτινη μάζα, κι ήταν νεκρός. Νεκρός για χάρη μιας ακόμα λέξης κι όλες οι αιμοδιψείς παλιόγριες, οι Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, ζητωκραύγαζαν μέχρι να βραχνιάσουν πάνω απ’ τον τάφο του, γιατί πέθανε για την τιμή των γυναικών.
Βέβαια είναι πιθανό ένας τύπος να διακινδύνευε τη ζωή του, αν κάποιοι πήγαιναν να βιάσουν τη γυναίκα του. Μα αν έκανε κάτι τέτοιο έκλεινε απλώς μια συμφωνία. Έλεγε ότι έτσι όπως ένιωθε εκείνη την ώρα, η ασφάλεια της γυναίκας του ήταν πιο σπουδαία απ’ την ίδια του τη ζωή. Δεν υπήρχε ωστόσο κάτι ιδιαίτερα ευγενές ή ηρωικό στην πράξη του. Ήταν μια ξεκάθαρη συμφωνία, η ζωή του για κάτι που άξιζε περισσότερο. Έμοιαζε πάνω κάτω με οποιαδήποτε συμφωνία μπορούσε να κάνει ένας άντρας. Όμως αν ανταλλάξεις τη γυναίκα σου μ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, πας να μπλέξεις με χοντρεμπόριο. Κι αν είναι να τις υπερασπιστείς, πρέπει να μπεις χοντρά και στο παιχνίδι του πολέμου. Και τότε πλέον αγωνίζεσαι ξανά για μία λέξη.
Όταν παρατάσσονται οι στρατιές και οι σημαίες κυματίζουν και τα συνθήματα αντηχούν από παντού, πρόσεχε φιλαράκι, είν’ αλλουνού τα κάστανα που πας να βγάλεις απ’ τη φωτιά κι όχι δικά σου. Αγωνίζεσαι για λέξεις και η συμφωνία δεν είναι τίμια, η ζωή σου για κάτι καλύτερο. Φέρεσαι μεγαλόψυχα κι αφού σκοτωθείς, αυτό για το οποίο αντάλλαξες τη ζωή σου δε θα σ’ ωφελήσει σε τίποτα, και το πιθανότερο ούτε και κανέναν άλλο.
Ίσως αυτός να είναι λάθος τρόπος σκέψης. Είναι πολλοί οι ιδεαλιστές που θα πουν, μα έχουμε πέσει τόσο χαμηλά ώστε τίποτα να μην είναι πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή; Σίγουρα υπάρχουν ιδανικά για τα οποία αξίζει να παλέψει, ακόμη και να πεθάνει κανείς. Αν όχι, τότε είμαστε χειρότεροι απ’ τα ζώα στους αγρούς, έχουμε βυθιστεί στη βαρβαρότητα. Τότε λες, δεν πειράζει, ας είμαστε βάρβαροι, αρκεί να μην έχουμε πόλεμο. Μείνετε πιστοί στα ιδανικά σας, αρκεί να μη μου κοστίσουν τη ζωή. Κι εκείνοι απαντούν, μα η ζωή ασφαλώς δεν είναι πιο σημαντική απ’ το να έχεις αρχές. Και συ τους λες, α ναι; Δεν ξέρω για τη δικιά σας τη ζωή, μα η δικιά μου είναι. Και τι διάολο είν’ αυτές οι αρχές; Δώστε μου έναν ορισμό και χάρισμά σας.
Μπορείς πάντα ν’ ακούσεις τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή κάποιου άλλου. Μιλούνε διαρκώς και φωνακλάδικα. Μπορείς να τους βρεις σε εκκλησίες και σχολεία και εφημερίδες και νομοθετικά σώματα και κογκρέσα. Αυτή είναι η δουλειά τους. Και τα λένε θαυμάσια. Θάνατος παρά ατίμωση. Τούτο το χώμα που καθαγιάστηκε με αίμα. Τούτοι οι άντρες που πεθάναν τόσο τιμημένα. Δε θυσιάστηκαν εις μάτην. Οι ένδοξοι νεκροί μας.
Χμμμ.
Αλλά τι γνώμη έχουν οι νεκροί;
Επέστρεψε ποτέ κανείς από τον Άδη, έστω και ένας απ’ τα εκατομμύρια που σκοτωθήκαν, επέστρεψε ποτέ κανείς τους για να πει, μα το θεό χαίρομαι που πέθανα, γιατί ο θάνατος είναι πάντα προτιμότερος απ’ την ατίμωση; Είπανε μήπως, χαίρομαι που πέθανα φτιάχνοντας έναν κόσμο όπου θ’ ανθίσει η δημοκρατία; Είπανε πως προτιμούν το θάνατο απ’ το να στερηθούν την ελευθερία; Είπε ποτέ κανείς τους είναι ωραία να σκέφτομαι ότι τα σωθικά μου τινάχτηκαν στον αέρα για την τιμή της χώρας μου; Είπε ποτέ κανείς τους, κοιτάξτε είμαι νεκρός, όμως πέθανα για μια αξιοπρέπεια κι αυτό είναι προτιμότερο απ’ το να ζούσα; Είπε ποτέ κανείς τους, να με, σαπίζω δυο χρόνια θαμμένος σε ξένη γη, μα είναι υπέροχο να πεθαίνεις για τα πάτρια εδάφη; Είπε κανείς τους γιούπι, είμαι ευτυχισμένος που πέθανα για να υπερασπιστώ όλες τις γυναίκες του κόσμου, βλέπετε πώς τραγουδώ με το στόμα γεμάτο σκουλήκια;
Κανείς άλλος πέρα απ’ τους νεκρούς δεν ξέρει αν αξίζει ή όχι να πεθάνεις για όλ’ αυτά που λέει ο κόσμος. Και οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν. Οπότε οι κουβέντες για ένδοξους θανάτους και άγιο αίμα και τιμή κι όλα τα συναφή αποδίδονται σε νεκρά χείλη από τυμβωρύχους και κάλπηδες, που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μιλάνε στη θέση των νεκρών. Αν κάποιος λέει ότι προτιμάει να πεθάνει αντί ν’ ατιμαστεί είναι είτε βλάκας είτε ψεύτης, γιατί δεν ξέρει τι σημαίνει θάνατος. Δεν είναι σε θέση να κρίνει. Ξέρει μόνο από ζωή. Δεν ξέρει τίποτα από θάνατο. Αν είναι ηλίθιος και πιστεύει στο «Θάνατος παρά ατίμωση», άσ’ τον να πάει να πεθάνει. Όμως όλα τ’ ανθρωπάκια που έχουν άλλες δουλειές να κάνουν απ’ το να πολεμάνε θα πρέπει να τ’ αφήσουν στην ησυχία τους. Κι όλους τους τύπους που λένε ότι «Θάνατος παρά ατίμωση» είναι μια μαλακία, το σημαντικό είναι ζωή παρά θάνατος, θα πρέπει κι αυτούς να τους αφήσουν στις δουλειές τους. Γιατί όσοι λένε πως η ζωή δεν αξίζει να τη ζεις χωρίς αρχές, αρχές για τις οποίες θα ήσουν πρόθυμος και να θυσιαστείς ακόμη, είναι τρελοί για δέσιμο. Κι όσοι λένε θα το δεις, θά ’ρθει μια ώρα που δε θα γίνεται να τ’ αποφύγεις, θα πρέπει ν’ αγωνιστείς και να πεθάνεις γιατί θα κινδυνεύει η ζωή σου, είναι κι αυτοί το ίδιο θεοπάλαβοι. Λένε βλακείες. Λένε πως δύο και δύο κάνει μηδέν. Λένε πως ένας άνθρωπος πρέπει να πεθάνει για να προστατέψει τη ζωή του. Αν δεχτείς να πολεμήσεις, δέχεσαι και να πεθάνεις. Τώρα αν πεθάνεις για να υπερασπιστείς τη ζωή σου δεν είσαι πια ζωντανός, οπότε πώς μπορεί να έχει νόημα κάτι τέτοιο; Δε θα πει κάποιος, ας πεθάνω απ’ την πείνα ώστε να μην πεινάω. Δε θα πει ας ξοδέψω όλη μου την περιουσία ώστε να μην τη χάσω. Ούτε θα πει ας κάψω το σπίτι μου για να μην υπάρχει κίνδυνος να καεί. Γιατί λοιπόν να θέλει να πεθάνει προκειμένου να διατηρήσει το προνόμιο να ζει; Θα έπρεπε να έχουμε τουλάχιστον τόση κοινή λογική γύρω απ’ τη ζωή και το θάνατο, όση και για τα ψώνια που κάνουμε στον μπακάλη ή το φούρναρη.
Κι όλα τα παιδιά που πέθαναν, τα πέντε ή επτά ή δέκα εκατομμύρια που πήγαν και σκοτώθηκαν για να εξασφαλίσουν στον κόσμο τη δημοκρατία, που σκοτώθηκαν για λέξεις χωρίς νόημα, πώς ένιωσαν λίγο προτού πεθάνουν; Πώς ένιωσαν καθώς έβλεπαν το αίμα τους να ραντίζει τη λάσπη; Όταν τα αέρια γέμισαν τα πνευμόνια τους και άρχισαν να τους καίνε ζωντανούς; Πώς ένιωσαν όταν σφάδαζαν σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου, κοιτώντας κατάφατσα το θάνατο, κι όταν τον είδαν τελικά να έρχεται να τους πάρει; Αν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν ήταν τόσο σημαντικό ώστε ν’ αξίζει να πεθάνουν, τότε θα πρέπει να το σκέφτονταν τα τελευταία λεπτά της ζωής τους. Φαίνεται λογικό. Η ζωή είναι εξαιρετικά σημαντική, οπότε αν τη θυσιάσεις, σε τούτες τις τελευταίες στιγμές σου θά ’πρεπε να συγκεντρωθείς μόνο σ’ αυτό που πήρες για αντάλλαγμα. Άρα όλ’ αυτά τα παιδιά ενώ πέθαιναν σκέφτονταν τη δημοκρατία και την ελευθερία και την αυτονομία και την τιμή και την παντοτινή ασφάλεια της πατρίδας και της αστερόεσσας;
Όχι που να πάρει, όχι, δεν κάναν κάτι τέτοιο.
Πέθαναν κλαίγοντας από μέσα τους, σαν μωρά παιδιά. Είχαν ξεχάσει το πράγμα για το οποίο αγωνίστηκαν, τα πράγματα για τα οποία πεθαίναν. Σκέφτονταν πράγματα που ένας άνθρωπος μπορεί να καταλάβει. Πέθαναν λαχταρώντας το πρόσωπο ενός φίλου. Πέθαναν κλαψουρίζοντας για τη φωνή μιας μάνας, ενός πατέρα, μιας γυναίκας, ενός παιδιού. Πέθαναν ενώ οι καρδιές τους σπάραζαν για μια ματιά ακόμα στο μέρος που γεννήθηκαν, θεέ μου βόηθα, μια ματιά μονάχα. Πέθαναν βογκώντας και στενάζοντας, ποθώντας τη ζωή. Ήξεραν τι ήταν σημαντικό. Ήξεραν πως η ζωή είναι το παν και πέθαναν με θρήνους κι οδυρμούς. Πέθαναν με μία μονάχα σκέψη στο μυαλό τους, και τούτη ήταν θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω.
Αυτός κι αν ήξερε.
Ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρχε στους νεκρούς, σε τούτο τον πλανήτη.
Ένας νεκρός με μυαλό, που μπορούσε ακόμη να σκέφτεται. Είχε όλες τις απαντήσεις που γνωρίζουν οι νεκροί, και δεν μπορούν να τις σκεφτούν. Μπορούσε να μιλήσει εκ μέρους τους, γιατί ήταν δικός τους. Ήταν ο πρώτος στρατιώτης από καταβολής κόσμου που είχε πεθάνει και το μυαλό του λειτουργούσε ακόμα. Κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό. Κανείς δεν μπορούσε να τον βγάλει ψεύτη. Γιατί κανείς δεν ήξερε, πέρα απ’ τον ίδιο.
Μπορούσε να πει σ’ όλα αυτά τα ξιπασμένα καθίκια, σ’ αυτούς τους φονιάδες που ουρλιάζαν για αίμα, πόσο λάθος είχαν. Μπορούσε να τους πει κύριος, δεν αξίζει να πεθάνεις για τίποτα, το ξέρω γιατί είμαι νεκρός. Δεν υπάρχει λέξη που ν’ αξίζει τη ζωή σου. Θα προτιμούσα να δουλεύω σ’ ένα μεταλλείο βαθιά μέσα στη γη, να μην ξαναδώ τον ήλιο, να τη βγάζω με παξιμάδια και νερό και να δουλεύω είκοσι ώρες τη μέρα. Θα προτιμούσα να κάνω αυτό παρά να πεθάνω. Θα αντάλλαζα τη δημοκρατία με τη ζωή. Θα αντάλλαζα την ανεξαρτησία και την τιμή και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια με τη ζωή. Θα σας τα δώσω όλ’ αυτά, κι εσείς δώστε μου τη δύναμη να περπατώ, τη δύναμη να βλέπω και ν’ ακούω, τη δύναμη ν’ αναπνέω τον αέρα και να γεύομαι το φαγητό μου. Κρατήστε εσείς τις λέξεις. Δώστε μου πίσω τη ζωή μου. Και δε ζητάω καμιά χαρούμενη ζωή. Δε ζητάω μια αξιοπρεπή ζωή, μια ζωή τιμημένη ή μια ζωή ελεύθερη. Είμαι υπεράνω όλων αυτών. Είμαι νεκρός, οπότε ζητάω ζωή. Να ζήσω. Να νιώσω. Να είμαι κάτι που κινείται πάνω στη γη και δεν έχει πεθάνει. Ξέρω τι σημαίνει θάνατος κι όλοι εσείς που λέτε πως αξίζει να πεθάνεις για λέξεις, δεν ξέρετε καν τι σημαίνει ζωή.
Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Ακόμη κι αν πεθάνεις για την τιμή. Ακόμη κι αν πεθάνεις με τον ηρωικότερο τρόπο που γνώρισε ο κόσμος. Ακόμη κι αν είσαι τόσο σπουδαίος που τ’ όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ, και ποιος γνωρίζει τέτοια δόξα; Το σημαντικότερο πράγμα είναι η ζωή σας, φιλαράκια. Νεκροί δεν ωφελείτε κανέναν, πέρα από κείνους που βγάζουν λόγους. Μην τους αφήνετε να σας κοροϊδεύουν άλλο. Μη δίνετε σημασία όταν σας χτυπούν φιλικά στον ώμο και σας λένε έλα, πρέπει να πολεμήσουμε για την ελευθερία ή για όποια άλλη λέξη, πάντα κάποια θα βρεθεί.
Απλώς πείτε τους συγγνώμη κύριε, δεν έχω χρόνο να πεθάνω, είμαι πολύ απασχολημένος, κι ύστερα κάντε μεταβολή και τρέξτε σαν τρελοί. Αν σας πουν δειλούς μη δώστε σημασία, γιατί δουλειά σας είναι να ζήσετε, κι όχι να πεθάνετε. Αν σας πουν να πεθάνετε για αξίες που υπερβαίνουν τη ζωή, πείτε τους φίλε μου είσαι ψεύτης. Τίποτα δεν είναι πάνω απ’ τη ζωή. Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Πού είναι το μεγαλείο όταν βρίσκεσαι στο χώμα και σαπίζεις; Πού είναι το μεγαλείο όταν δεν πρόκειται να ξαναδείς τον ήλιο; Πού είναι το μεγαλείο όταν τα πόδια και τα χέρια σου έχουν τιναχτεί στον αέρα; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι ηλίθιος; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι τυφλός και κουφός και βουβός; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι νεκρός; Γιατί όταν είσαι νεκρός φίλε, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Είναι το τέρμα. Είσαι πιο ασήμαντος κι από ένα σκύλο, πιο ασήμαντος κι από ένα ποντίκι, πιο ασήμαντος κι από μια μύγα ή ένα μυρμήγκι, πιο ασήμαντος κι από ένα λευκό σκουλήκι που σέρνεται στην κοπριά. Είσαι νεκρός φίλε, και πέθανες για το τίποτα.
Είσαι νεκρός φίλε.
Νεκρός.

Mετάφραση: Γιάννης Πολύζος

Αναδημοσίευση από:https://sarantakos.wordpress.com/2022/03/07/daltontrumbo/