Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025
Anne Sexton - Οι βομβιστές
Άλμπερτ Αϊνστάιν - Επιστολἠ στον Φρόιντ
Πότσδαμ, 30 Ιουλίου 1932,
Αγαπητέ, κύριε Φρόιντ, η πρόταση που μου έγινε από την Κοινωνία των Εθνών και από το Διεθνές Ινστιτούτο πνευματικής συνεργασίας, του Παρισιού, να καλέσω δηλαδή ένα πρόσωπο της αρεσκείας μου σε μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, με θέμα ένα οποιοδήποτε πρόβλημα από μένα διαλεγμένο, μου προσφέρει την καλοδεχούμενη ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας, αντιμετωπίζοντας μια ερώτηση, η οποία φαίνεται στην σημερινή κατάσταση του κόσμου, η πιο επείγουσα απ’ όλες όσες αντιμετωπίζει ο πολιτισμός:
Η ερώτηση είναι: Υπάρχει ένας τρόπος για να ελευθερωθούν οι άνθρωποι από το κακό πεπρωμένο του πολέμου;
Τώρα πια είναι γνωστό, ότι με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον πολιτισμό, που ξέρουμε, και όμως, παρ’ όλη την καλή θέληση που υπάρχει, καμιά προσπάθεια λύσης δεν έχει οδηγήσει σε κάτι το συγκεκριμένο. Μια και δεν έχω εθνικιστικές προκαταλήψεις, βλέπω προσωπικά ένα απλό τρόπο να αντιμετωπισθεί η εξωτερική δηλαδή ή οργανωτική άποψη του προβλήματος: τα κράτη θα δημιουργήσουν μια νομοθετική και δικαστική εξουσία, αρμοδιότητα της οποίας θα είναι να αντιμετωπίζει όλες τις συγκρούσεις που θα δημιουργούνται μεταξύ τους. Σήμερα όμως απέχουμε πάρα πολύ από να διαθέτουμε μια υπερκρατική οργάνωση, μια οργάνωση υπερεθνική που θα μπορεί να εκδίδει αποφάσεις και να επιβάλει με την βία την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.
Έτσι λοιπόν φτάνω στο πρώτο μου αξίωμα:
η επιδίωξη της διεθνούς ασφαλείας συνεπάγεται το ότι κάθε κράτος θα πρεπει να απαρνηθεί μέσα σε ορισμένα όρια, την ελευθερία των ενεργειών του, δηλαδή την κυριαρχία του, είναι φανερό πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος να πετύχουμε μια μέτρια ασφάλεια.
Η αποτυχία των προσπαθειών που έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια προς την κατεύθυνση αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, χωρίς ούτε σκιά αμφιβολίας, ότι εδώ ενεργούν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι παραλύουν τις προσπάθειες. Μερικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι οφθαλμοφανείς. Η δίψα της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης βρίσκεται σε κάθε κράτος σε αντίθεση με τον οποιοδήποτε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η μεγάλη αυτή επιθυμία για πολιτική εξουσία, συμφωνεί με τις φιλοδοξίες εκείνων, που αναζητούν μόνον χρηματικά και οικονομικά οφέλη. Σκέφτομαι κυρίως την μικρή αλλά και αποφασιστική εκείνη ομάδα, που με δραστηριότητα σε κάθε κράτος και αδιαφορώντας για οτιδήποτε βλέπει στον πόλεμο, δηλαδή στην κατασκευή και στην πώληση των όπλων, μόνο μία ευκαιρία εξυπηρετήσεως των προσωπικών συμφερόντων και της προσωπικής δύναμης.
Είναι δυνατόν η μειοψηφία αυτή να υποτάσσει στις επιθυμίες της την λαϊκή μάζα, η οποία από τον πόλεμο θα έχει μόνο βάσανα και ζημίες; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν, ότι η μειοψηφία εκείνων που κάθε φορά βρίσκονται στην εξουσία, έχει στα χέρια της τα σχολεία και τον τύπο και επί πλέον τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να οργανώνει και να κατευθύνει τα αισθήματα των μαζών μετατρέποντάς τα σε όργανα της πολιτικής της.
Ούτε όμως η απάντηση αυτή δίνει μια ολοκληρωτική λύση και ταυτόχρονα προκαλεί την επόμενη ερώτηση: Πώς είναι δυνατόν η μάζα να εγκαταλείπει τον εαυτό της στα μέσα που αναφέραμε πιο πάνω, να γίνεται έξαλλη και να οδηγείται στο ολοκαύτωμα; Είναι δυνατόν να δώσουμε μια απάντηση:
Επειδή ο άνθρωπος έχει μέσα του την τάση για μίσος και για καταστροφή. Σε ομαλούς καιρούς το πάθος του αυτό μένει κρυμμένο και ξεπροβάλλει μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Είναι όμως αρκετά εύκολο να το ερεθίσουμε και να το ανεβάσουμε στο ύψος μια συλλογικής ψύχωσης;
Φτάνουμε έτσι στην τελευταία ερώτηση: Είναι δυνατόν να κατευθύνουμε την ψυχολογική ανάπτυξη των ανθρώπων έτσι που να γίνουν ικανοί για αντίσταση στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής; Στο σημείο αυτό δεν σκέφτομαι μόνο ας ακαλλιέργητες μάζες. Η πείρα μας διδάσκει άτι ευκολότερα η λεγάμενη «διανόηση» υποχωρεί στις καταστρεπτικές αυτές προτροπές, επειδή ο διανοούμενος δεν έχει άμεση επαφή με την χοντροφτιαγμένη πραγματικότητα, αλλά την ζωή στην ευκολότερη και συνοπτική μορφή της, στη μορφή της τυπωμένης σελίδας.
Καταλήγοντας: Μίλησα μέχρι τώρα μόνο για πολέμους ανάμεσα σε κράτη, δηλαδή για διεθνείς συγκρούσεις. Έχω, όμως, απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος, ότι το επιθετικό ένστικτο ενεργεί και με άλλες μορφές και σε άλλες περιπτώσεις. Σκέφτομαι τους εμφυλίους πολέμους, που κάποτε οφείλονταν στον θρησκευτικό φανατισμό και σήμερα σε κοινωνικούς παράγοντες ή ακόμη στην καταπίεση των φυλετικών μειονοτήτων.
Ξέρω ότι στα γραπτά σας μπορούμε να βρούμε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτηματικά που μας δημιουργεί αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα επείγον και αναπόφευκτο. Θα ήταν, λοιπόν, πάρα πολύ χρήσιμο για όλους εμάς, αν εσείς ασχολούσασταν με το πρόβλημα της παγκόσμιας ειρήνης, σύμφωνα με το πνεύμα των πρόσφατων ανακαλύψεων σας, επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας δείξει το δρόμο για καινούργιους και αξιόλογους τρόπους ενεργειών.
Με πολλή εγκαρδιότητα, δικός σας, Αλμπερτ Αϊνστάιν
Τρίτη 17 Ιουνίου 2025
Θανάσης Χατζόπουλος - Μίσος αδιάβατο
Μίσος αδιάβατο όπως περόνη
Ξίφος αγχέμαχο ή ακόντιο το σώμα διαπερνά
Και έρχεται κρουνός το αίμα
Σαν αρτεσιανό που άρδευε αλλού και βλάσταινε
Περνά από μέλη σκοτεινά
Τα νύχια του ακονίζει και τα δόντια
Χύνεται ανήμερο, λάμποντας χλωμά
Σ' όποιον περαστικό καλησπερίζει
Και με χαμόγελα ζητά χολή και ξίδι
Γιατί όπως κάπρου που γρυλίζει την οχιά
Και να ελιχθεί δεν δύναται την προσοχή της
Θα λείψει η κίνηση
Και μάταια θα σφυρίζει η πείρα
Από τη σκοτεινή των ρουθουνιών του μοίρα
Θα καεί
Σε δρόμο αδιάλλακτο θα πιεί φαρμάκι λησμονιάς
Και θα μεταμορφώνεται αργά, ψωμί κι αλάτι
Μίσος αδιάβατο που θα γεννάει την αγάπη
Κι εκείνη άποψη επί ποινή θανάτου θα διαβαίνει
Στον ήλιο μοίρα
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025
Ηλέκτρα Στρατωνίου – Δύο ποιήματα αφιερωμένα στα παιδιά της Παλαιστίνης και όλης της γης
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!
«Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά των παιδιών
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.»
G. Lorca
Σκοτάδι πυκνό και πολέμου τρέλα την σκιάζει. Σε συναγερμό ολόκληρη η οικουμένη…
Υπό διωγμό βρίσκονται οι άνθρωποι. «Κινούμενο στόχο» αποτελούν τα αθώα μάτια των
παιδιών του κόσμου, τα φοβισμένα τους χαμόγελα, τα πληγωμένα τους κορμάκια.
Στην παγκόσμια ζούγκλα τούτα τα μικρά ελάφια, είναι πρόκληση στα άγρια ένστικτα των
κυνηγών που απολαμβάνουν το εγκληματικό τους χόμπι σκοτώνοντας, αφανίζοντας και
συλλέγοντας τρόπαια θανάτου, για να γράψουν τα βιογραφικά τους σημειώματα.
Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!
Δίχως πατρίδα, σαν αγριοπερίστερα που ψάχνουν σπηλιές να φωλιάσουν, σαν αγριάδες
στον κήπο του κόσμου, σαν τσουκνίδες ανεπιθύμητες, μ΄ εκατομμύρια χέρια γύρω τους
που πασχίζουν να τα ξεριζώσουν, να τα ραντίζουν με δηλητήρια, να καούνε, να μαραθούν.
Που δεν έχουμε πια αγκαλιές να τα κρύψουμε, ρογοβύζια να τα θηλάσουμε,
χείλη να τα φιλήσουμε, φωνή να τους μάθουμε τραγούδια,
στρώμα να τα κοιμίσουμε, σχολειά να τα προικίσουμε γνώση και ελπίδα!
Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!
ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;
-Αυτή είναι κόρη της Ειρήνης! Και τούτο τον καιρό, η ομορφιά είναι μια «πικρή μνήμη»!
Έγιναν «στέρφα» τα χρόνια μας, στις μέρες μας δεν γεννιούνται ποιήματα και παιδιά!
– Για να αξιωθούμε Πάλι τον τίτλο του Ανθρώπου, τον τίτλο του γονιού, του δάσκαλου,
του ποιητή, ΠΡΕΠΕΙ ο καθένας μας – η κάθε μία – σαν ατσάλινη ασπίδα να μπει μπρος σ΄ ένα
παιδί, να το σκεπάσει με τον ίσκιο του, να μην το βρει ο «μακελάρης» του πολέμου,
ο διακινητής του σαπιοκάραβου, ο δουλέμπορας, ο μισθοφόρος φαντάρος
και ο αστυνόμος, που φυλάει και ορίζει τα σύνορα της ζωής του προς το Αύριο!
– Ασπίδα να γίνουμε μπρος στα παιδιά να τα κρύψουμε, να τρανέψουν, να μοσχοβολήσουν,
ρίζες να απλώσουν της προκοπής και της Ειρήνης, σ όλες τις πατρίδες της γης!
[-Ναι!!! Μπορεί ο καθένας μας, ασπίδα αγάπης και Ανθρωπιάς να γίνει, σ΄ ένα παιδί!]
-Εμείς γνωρίζουμε τον πόλεμο, την φτώχεια, τον ξεριζωμό, την ορφάνια. Τα σημάδια
από τις πληγές είναι ακόμη νωπά και πονάνε το σώμα και την ψυχή μας, μας θυμίζουν
πως όλα κερδίζονται με Αγώνες και αίματα! -Πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα τους
να γελάνε, να τραγουδάνε! Να είναι της Ειρήνης παιδιά, της αγάπης, της ευτυχίας!
-Και όταν ο κόσμος αλλάξει, οι ποιητές θα πάρουν ήχους από τα γέλια τους, φλόγες
από τα μάτια τους και θα γράψουν τα πιο όμορφα ποιήματα!!!
— Η.Σ. 21/3/2022—
Πηγή: https://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/ilektra-stratoniou-dyo-poiimata-afieromena-sta-paidia-tis-palaistinis-kai-olis-tis-gis/?fbclid=IwY2xjawK5FrVleHRuA2FlbQIxMABicmlkETFWTnNtTklDdlpmQ1F6MGF0AR6i7q91TrVfiCI3hbupoVg5INosAX0tXMhMHaBvwe8cAdz1snXwsgaD9YsITA_aem_tyZFR8vlQIvBa2n_4GvD-g
Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025
Στέφανος Τηλικίδης - Τρία ποιήματα
Στοχάσου
Παρασκευή 16 Μαΐου 2025
Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Γενιές Σημαδεμένες
Καιρό πολύ προτού τα βομβαρδιστικά
φανούνε πάνωθέ μας
ήτανε κιόλας οι πολιτείες μας
ακατοίκητες. Απ' τη βρωμιά
δε μπορούσε
κανένας οχετός να μας ξεπλύνει
Καιρό πολύ πριν σκοτωθούμε σε μάχες άσκοπες
όταν βαδίζαμε σε πολιτείες όρθιες ακόμα
οι γυναίκες μας ήτανε κιόλας
χήρες και τα παιδιά μας ορφανά.
Καιρό πολύ πριν μας πετάξουν στο λάκκο
άλλοι σημαδεμένοι
ήμαστε δίχως φίλους.Αυτά που ο ασβέστης
μας αφάνισε, δεν ήτανε πιά πρόσωπα.
(1943)
Πέμπτη 15 Μαΐου 2025
Mosab Abu Toha - Το φεγγάρι
Η μικρή της κοιλιά, το στήθος της,
το κούτελό της, τα χέρια της,
τα κρύα της πόδια γυμνά μέσα στη νύχτα.
Μια πεινασμένη γάτα κόβει βόλτες.
Θραύσματα έκρηξης χτυπάνε
γειτονικά σπίτια ήδη βομβαρδισμένα.
Η γάτα πεινάει όλο και πιο πολύ.
Η γάτα βλέπει το κορίτσι,
οι πληγές της ακόμα ζεστές.
Πιο πεινασμένες.
δίπλα της. Το σακίδιό του έχει ακόμα την αγαπημένη καραμέλα του κοριτσιού
κι ένα μικρό παιχνίδι.
Τετάρτη 14 Μαΐου 2025
Γιώργος Ταρασλιάς - Ξένη υπόθεση
Βομβαρδίζουν σπίτια.
Βομβαρδίζουν σχολεία.
Βομβαρδίζουν νοσοκομεία.
Βομβαρδίζουν σκηνές.
Βομβαρδίζουν δρόμους.
Βομβαρδίζουν χωράφια.
Βομβαρδίζουν τα συντρίμμια
μέχρι να γίνουν όλα σκόνη.
Βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν.
Ένας ερειπιώνας ολόκληρη η Γάζα.
Αλλά ποιος νοιάζεται.
Είναι μια ξένη υπόθεση.
Σκοτώνουν μωρά.
Σκοτώνουν παιδιά.
Σκοτώνουν μάνες.
Σκοτώνουν γέροντες.
Σκοτώνουν σώματα.
Σκοτώνουν ψυχές.
Σκοτώνουν Ζωές.
Σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.
Ένα σφαγείο ολόκληρη η Γάζα.
Αλλά ποιος νοιάζεται
Είναι μια ξένη υπόθεση.
«Πολεμάμε τους τρομοκράτες» λένε οι φονιάδες
και σκοτώνουν μάνες και μωρά.
Ξεκληρίζουν οικογένειες.
Και να σκεφτείς ότι
κάποτε βίωσαν οι ίδιοι
τον τρόμο και τον όλεθρο.
Τώρα τα προκαλούν.
Ασυγχώρητοι.
Κι εμείς;
Θεατές μια γενοκτονίας – κάποιων άλλων.
Ούτε καν θεατές.
Ούτε καν ψάχνοντας
κάποιο άλλοθι.
Ποιος νοιάζεται.
Η σφαγή των άλλων
είναι πάντα μια ξένη υπόθεση.
(Ποιος ξέρει.
Ίσως αύριο
ο δικός μας πόνος
να είναι για άλλους
μια ξένη υπόθεση.)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2025/05/14/xene-hypothese/?fbclid=IwY2xjawKR2-xleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFVVkp5R3FFeU5mMnZHQWlSAR6nINSNK4Bcox3OOQ2ETs-VelAaohxlCrWIZqFI68RqrsX8l67CQ8ZomuLONw_aem_yh-lLe08PAE42rLSgK54fg
Σάββατο 29 Μαρτίου 2025
Bertolt Brecht - Ο αδελφός μου ο αεροπόρος
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025
Ελένη Λιντζαροπούλου - Λωρίδα Γης
Δύσκολη η νύχτα απόψε
Οι νεκροί αυξάνουν στην Γάζα
Δύσκολη η νύχτα
Πως να πας στο κρεβάτι με τέτοια νέα;
Το χώμα γεμάτο φωτιές
Πέτρες χαράζουν τροχιές στο στερέωμα
Πως να χαράξεις στο μαξιλάρι έπειτα
Τις ιδέες σου για τον ουρανό;
Ξαγρύπνησε
Με βουερές σταλαγματιές
Φτάνει η καρδιά σου
Ως τον λαιμό
Και οι νεκροί σου δαγκώνουν την γλώσσα
Ξαγρύπνησε
Μην κοιμηθείς απόψε
Μην κοιμηθείς
Από την συλλογή Άδηλον τραύμα, εκδόσεις Αρμός.
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025
Ευάγγελος Αυδίκος - Στον πόλεμο υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι
Εφημερίδα των Συντακτών, 21.01.25 16:00
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025
Αχιλλέας Κυριακίδης - Στρατιώτης
Στον Δημοσθένη Παπαμάρκο
480 π.Χ. Μαραθώνας. Από χτύπημα οπλιτικής ασπίδας Αθηναίου.
331 π.Χ. Γαυγάμηλα. Από σάγαρι Πέρση.
216 π.Χ. Κάννες. Από δόρυ Ρωμαίου.
1187. Χατίν. Από γιαταγάνι μουσουλμάνου του Σαλαντίν.
1415. Αζενκούρ. Από αλαβάρδα Γάλλου.
1453. Κωνσταντινούπολη. Από καυτό λάδι που χύθηκε απ’ τα τείχη.
1746. Καλόντεν. Από μουσκέτο Άγγλου.
1815. Βατερλό. Από βλήμα πρωσικού κανονιού.
1916. Βερντέν. Από ξιφολόγχη Γάλλου.
1921. Σαγγάριος. Από βλήμα τουρκικού μυδραλιοβόλου.
1942. Στάλινγκραντ. Από ρωσική νάρκη.
1967. Βιετνάμ. Από χειροβομβίδα των Βιετκόνγκ.
Δεν είμαι άγνωστος.
Από τη συλλογή μικροδιηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη Το Κερί του Καρτέσιου και άλλα διηγήματα (εκδ. Πατάκη, Οκτώβριος 2024)
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Μανώλη Γιούργου
Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025
Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Δ΄ (αποσπάσματα)
Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου [1941]. Απόγεμα [Αθήνα]
Στο τραπέζι το μεσημέρι η Σοφία Μαυρογορδάτου και η Μαρώ. Μιλούμε για τον πόλεμο. Και οι δυο τους βλέπουν από κοντά τον πόνο του πολέμου. Ο πόνος, η φρίκη και το μεγαλείο έχουνε τώρα βολευτεί κοντά μας, στα σπίτια μας, στην καθημερινή ζωή, σαν κατοικίδια. Τα συνηθίζουμε ανεπαίσθητα. Κάποτε έρχουνται και τρίβουν τα ρουθούνια τους στα γόνατά μας, στα χέρια μας. Και τότε καταλαβαίνουμε.
Η Μαρώ έβαλε την άσπρη της μπλούζα κι έφυγε για το νοσοκομείο. Μιλά για τους λαβωμένους της σα να ήταν τα άρρωστα παιδιά της. Προχτές: «Μου πέθαναν δυο.» Σήμερα: «Πρέπει να φύγω νωρίς· ο γιατρός είπε πως ο Μιχάλης θα πεθάνει. Του έκαναν μετάγγιση, αλλά δεν αντέχει πια. Όλοι τον συμπαθούν στο θάλαμο. Έχει κάτι μεγάλα ματοτσίνορα και ο πυρετός δε σταματά: 39-40. Όλο ψιθυρίζει: "Για την πατρίδα!... για την πατρίδα!..."».
Με τρελαίνει η απόγνωση όταν στοχάζομαι κι αναρωτιέμαι τι αισθάνεται ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια τούτο το παιδί μέσα στο παραμιλητό της θέρμης· ποιες εικόνες αυλακώνουν το μυαλό του. Πεθαίνει για μιαν ιδέα, όπως θα πέθαινα λ.χ. εγώ για μιαν ιδέα; Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ που δεν καταλαβαίνω· όπως η φωνή της μοίρας μέσα σε μια τραγωδία.
Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος —πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.
Αηδία ολοένα που δυναμώνει για τα «μετόπισθεν».
σ. 22-23
* * *
Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου [1941, Αθήνα]
[...]
Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγείται πως συνόδεψε έναν τραυματία, που αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει για να μην πέσει, κι αυτός μονολογούσε:
— Ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει;... η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι...
σ. 30
* * *
Πέμπτη, 16 Ιουλίου [1942, Ιερουσαλήμ]
Υπάρχουν εδώ διάφορες παρέες Ρωμιών που αλληλομισούνται θανάσιμα· όλοι δουλεύουν σε αγγλικές υπηρεσίες που ανακατεύουν την Ελλάδα, ή χρησιμοποιούνται με κάποιον τρόπο από δαύτες.
Χτες βράδυ καλεσμένος στου Δογάνη. Ένα σωρό άνθρωποι και ο γέροντας αρχιδραγουμάνος του Πατριαρχείου, ιερατικός, αμίλητος. Ο Σωτήρης Ζάννας, μόλις έφτασε από την Πόλη, βρίζει τους πάντες και τα πάντα καθάρματα. Ο καθένας έχει εξαπολύσει το πάθος του, ίσως γιατί νομίζει, υποσυνείδητα τουλάχιστο, πως έτσι εξαγνίζεται μπροστά στον τόπο που υποφέρει — ένας τρόπος να νίψει τα χέρια του. Αλλά ο τόπος υποφέρει πραγματικά και τούτοι εδώ δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να κουβεντιάζουν στο κενό, χωρίς αποτέλεσμα, ή με μοναδικό αποτέλεσμα να θολώνουν τη σκέψη τους.
Κάποτε έχω την εντύπωση, την τρομαχτική εντύπωση, πως όλοι εμείς, που είμαστε έξω από την Ελλάδα, είμαστε ένας θίασος από τρελούς ανυπόστατους ανθρώπους. Και το δράμα, το μεγάλο δράμα, είναι ότι οι άνθρωποι που τρελαίνουνται και χάνουν ολοένα περισσότερο την υπόστασή τους είναι οι καλύτεροι. Γιατί οι άλλοι είναι εκ προμελέτης κακοποιοί.
Η μανία τους να μη χωριστούν, να μη μείνουν πίσω από τον τόπο, γίνεται ένα πολιτικό παραμιλητό που εκμεταλλεύουνται οι ψυχροί και οι έξυπνοι. Και κανείς δε βλέπει, μέσα σ' αυτό το αποτρόπαιο καζάνι όπου βράζουμε, τη διαφορά, την αγεφύρωτη διαφορά: ότι εκείνοι εκεί στην Ελλάδα υποφέρουν με τα κορμιά τους κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ενώ τούτοι εδώ μιλούν ή φωνάζουν.
Αυτό το άρρωστο μπουλούκι των Ελλήνων που μαζεύτηκαν έξω από τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Όχι μόνο εκείνων που έφυγαν από την αρχή αλλά και εκείνων που δεν παύουν να έρχουνται. Ήταν άραγε διαφορετικοί εκεί πέρα; Θαρρείς πως τους βλέπεις: Ξεκινούν με τις βαρκούλες τους από την Αττική, από τα νησιά, φτάνουν στην Τουρκία, προχωρούν κατά την Αίγυπτο, και το χρώμα τους αλλάζει, γίνεται σαν το δικό μας· το βλέπεις ν' αλλάζει. Τι συμβαίνει; Ποιο πράγμα τους έκανε διαφορετικούς εκεί-πέρα; Τι τους αλλάζει εδώ; Μήπως είναι η νοσταλγία μας — η αρρώστια μας;
[...]
σ. 225-226
* * *
Δευτέρα, 11 Οκτώβρη [1943, Αλεξάνδρεια]
[...]
Δέκα μέρες χωρίς να κάνω τίποτε, και μου χρειαζότανε. Κάποτε λυπούμαι που δεν έτυχε να μείνω εδώ στην Αλεξάνδρεια όλον αυτό τον καιρό της προσφυγιάς που μ' έκαναν να σκορπιστώ στους πέντε αγέρηδες. Κάτι θα είχα κάνει· έστω και με τούτη τη θάλασσα, έστω και με τούτο το λιμάνι. Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά· το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ' αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ' αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.
Αδύνατο να βολευτώ με καμιάν άλλη μυθολογία (πλησίασα τόσες από τότε που έφυγα από την Ελλάδα) εκτός από εκείνη που ήξερα. Το είχα ολοένα στο νου μου, καθώς έγραφα για τη θάλασσα ό,τι μου περνούσε από το κεφάλι. Πάνε κι αυτές οι μέρες. Τόσο περίεργο αυτή η Μέση Ανατολή· πώς αλέθει τους ανθρώπους· τους καταπίνει, τους χωνεύει: παρατηρώ αυτούς που έρχονται από την Ελλάδα· είναι ό,τι είναι, άνθρωποι· έπειτα από δυο εβδομάδες, βάλε τρεις, αρχίζουν κιόλας να γίνουνται σαν εμάς.
σ. 308-309
* * *
Σάββατο, 16 Σεπτέμβρη [1944]. Cava dei Tirreni «Albergo Impero»
Φτάσαμε σήμερα το πρωί σε τούτη την τελευταία έδρα, υποθέτω, της ελληνικής προσφυγικής Κυβέρνησης. Η συνοδεία ολάκερη εξουθενωμένη. Ξεμπαρκάραμε στον Τάραντα κατά τις 14.00´, φορτωμένοι με τα πράγματα που μπορούσαμε να σηκώσουμε. Αυτοκίνητα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Κέντρο αξιωματικών, όπου πήραμε καφέ και φάγαμε φρούτα. Έπειτα στο σταθμό. Τρομερή σκόνη. Πολλοί φωνάζουν για τις αποσκευές τους που έμειναν στο καράβι· καβγάδες· βραδιάζει, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Κατά τις 18.30´, τρένο: ξύλινα καθίσματα, χωρίς φως, χωρίς νερό στους αποπάτους· βρωμισιά. Το πρωί περνάμε τόπους με τα σημάδια του πολέμου. Στον προτελευταίο σταθμό ο Ryder· καφές σε μια καντίνα και τέλος ο Νικολά. Καμιόνια κι έπειτα εδώ.
Η Cava είναι ένα χωριουδάκι πάνω από το Salerno, τριγυρισμένο από λόφους, μισή ώρα μακριά από την Πομπηΐα και μια ώρα από τη Νάπολη. Χαρά να βλέπεις λίγα λοφάκια, την πρασινάδα, και ν' ανασαίνεις τον καθαρό αέρα ύστερ' από το τέλμα της Αίγυπτος. Σωματική χαρά. Εκτός από αυτό, διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κομπάρσους.
Κατέβηκα με τον Γιώργο στη θάλασσα και δεν μπόρεσα να μη δανειστώ το μπανιερό του για λίγα λεπτά κολύμπι. Η διεύθυνσή μας για τα επίσημα τηλεγραφήματα είναι: HELLAS FREEDOM CASERTA.
σ. 356-357
* * *
Σάββατο, 7 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]
Ραδιόφωνο, ένας ανταποκριτής από την Ελλάδα: Οι Έλληνες αντί να μας δεχτούν γυρεύοντας, όπως στην Ιταλία, ήρθαν να μας προϋπαντήσουν με προσφορές.
σ. 364
* * *
Παρασκευή, 13 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]
Τ' απόγεμα, καθώς γυρίζαμε από τη Νάπολη, ακούω, από αμερικάνικη πηγή, ότι λευτερώθηκε η Αθήνα από τους αντάρτες. Το βράδυ τα μαντάτα έρχουνται κι από το ραδιόφωνο. Συζήτηση κάτω στο γραφείο αν είπε το ράδιο αντάρτες ή πατριώτες, και αν η λέξη πατριώτες σημαίνει όλους τους αντάρτες. Παράξενο, στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης δεν ξεσπάς, δεν ξαλαφρώνεις, δε σε τινάζει η χαρά. Αισθάνεσαι πως σε φόρτωσαν ακόμη περισσότερο ίσως. Παράξενος που είναι ο πόλεμός μας — «drôle de guerre»: μήπως ήρθε η σειρά μας να το πούμε;
σ. 365
* * *
Δευτέρα, 16 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]
Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ. Σκέπτομαι με φρίκη πως δεν έχω πια την ευκινησία να μπαινοβγαίνω στην ποιητική ατμόσφαιρα, που ίσως να είχα άλλοτε. Τώρα πρέπει να σύρω τον εαυτό μου από το σβέρκο, κι όταν μπω και πρόκειται να ξαναγυρίσω στην καθημερινή ζωή μου, μου φαίνεται πρόκειται να πέσω σ' ένα βάραθρο.
Φεύγουμε την Τετάρτη. Η Κυβέρνηση πρέπει να έφτασε στην Αθήνα. Νέα δεν υπάρχουν· μας έχουν πάρει και το ράδιο.
σ. 366
* * *
Κυριακή, 22 Οκτώβρη [1944]
Όταν μπαίνει κανείς στην Ελλάδα, το αίσθημα όχι πως προχωρείς, αλλά πως ανεβαίνεις σκαλοπάτια, πως περνάς ένα κατώφλι. Άλλος κόσμος, σε άλλο επίπεδο. Σήμερα πρωί η ανατολική ουρά της Ύδρας, ο Πόρος, έπειτα το Όρος της Αίγινας ένα αγκάθι πίσω απ' τον κάβο, κι έπειτα, με τα γυαλιά, η Ακρόπολη. Ήμουν, νομίζω, ο πρώτος που την ξεχώρισα. Όλοι, ξένοι και δικοί μας, στρατιώτες και βαθμοφόροι, όλο το πλήρωμα, απ' τη μιαν άκρη του καραβιού ως την άλλη, είχανε σταματήσει σε μιαν απόλυτη σιγή, όπως όταν ο αρχιμουσικός χτυπήσει το ραβδί του στο αναλόγιο, σε μιαν αίθουσα συναυλίας.
Σήμερα κλείνω ακριβώς τριάμισι χρόνια από τότε που έφυγα από τον Πειραιά στις 22 τ' Απρίλη 1941.
Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου.
σ. 370
* * *
Δευτέρα, 23 Οκτώβρη [1944]
Σπίτι.
σ. 370
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 31993]
Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024
Κ. Καρθαίος - Για την πατρίδα
Στον κάμπο όπου βροντούσε το κανόνι
μια πράσινη γαλήνη τώρα απλώνει
Με μύρια ολόχαρα άνθια κεντημένη·
εκεί που πολεμούσαν σα λιοντάρια
του οχτρού και τα δικά μας παλικάρια
τίποτα πια από την έχθρητα δε μένει:
Αδερφωμένοι
κοιμούνται οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για μια πατρίδα!
Για μια πατρίδα! Νιώθω να πλακώνει
το στήθος μου μια μπόρα που ζυγώνει
που θάρθει κι ό,τι βρει θα το σαρώσει.
Γιά άκου μακριά! κάπου βροντολογάει,
μια φωνή στον αέρα τριγυρνάει,
τους λαούς στο ποδάρι να σηκώσει:
Αδερφωμένοι
Στ’ άρματα οι μαχητές οι τιμημένοι,
για την Πατρίδα!
Για την Πατρίδα, κι αχ! για μια Πατρίδα
τσακίστε τη χρυσή την αλυσίδα!
Σαν ένας σηκωθείτε, σκλαβωμένοι!
Τ’ άρματα ακόμα μια φορά ας ζωστούμε,
και πάλι, αδέρφια, στη φωτιά ας λουστούμε!
Σαλπίστε, να τραντάξει η οικουμένη:
Αδερφωμένοι
Κινούν οι μαχητές οι τιμημένοι
Για ΜΙΑ Πατρίδα!
Νουμάς, 16/01/1921
Αναδημοσίευση από: https://sarantakos.wordpress.com/2012/12/16/kkarthaios/
Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024
Kevin Powers - Κιτρινη Κορδέλα (απόσπασμα)
Ο πόλεμος προσπάθησε να μας σκοτώσει την άνοιξη.Καθώς το χορτάρι πρασίνιζε τις πεδιάδες της Νινευής και οκαιρός άρχιζε να ζεσταίνει, περιπολούσαμε τους χαμηλούςλόφους πέρα από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις. Τους διασχίζαμε μέσα από το ψηλό χορτάρι στηριζόμενοι μόνο σε μιαπίστη, ανοίγοντας μονοπάτια στην ανεμοδαρμένη βλάστησησαν τους πιονιέρους. Όσο κοιμόμασταν, ο πόλεμος έσερνετα χιλιάδες πλευρά του στο έδαφος και προσευχόταν γονατιστός. Όταν ανοίγαμε δρόμο μέσα από την εξάντληση, τα μάτια του ήταν λευκά και ανοιχτά μες στο σκοτάδι. Όσο τρώγαμε, ο πόλεμος νήστευε, τρεφόμενος από την ίδια του τη στέρηση. Έκανε έρωτα και γεννούσε και εξαπλωνόταν μέσω τηςφωτιάς.
Και μετά, το καλοκαίρι, ο πόλεμος προσπάθησε να μαςσκοτώσει καθώς η ζέστη ξεθώριαζε όλα τα χρώματα από τιςπεδιάδες. Ενώ ο ήλιος τσίτωνε το δέρμα μας, ο πόλεμοςέστειλε τους πολίτες του θροΐζοντας στη σκιά λευκών κτιρίων. Έριχνε μια λευκή σκιά στα πάντα, σαν ένα βέλο μπροστά στα μάτια μας. Προσπαθούσε να μας σκοτώσει κάθε μέρα, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Όχι πως η ασφάλειά μαςήταν εγγυημένη. Δεν προοριζόμασταν να επιζήσουμε. Η αλήθεια είναι πως δεν προοριζόμασταν για τίποτα. Ο πόλεμος θα έπαιρνε ό,τι μπορούσε. Ήταν υπομονετικός. Δεν ενδιαφερόταν για στόχους ή όρια, για το αν σε αγαπούσαν πολλοί ή κανένας. Όσο κοιμόμουν εκείνο το καλοκαίρι, ο πόλεμος ερχόταν στα όνειρά μου και μου έδειχνε τον μοναδικόσκοπό του: να συνεχίσει, μόνο να συνεχίσει. Και ήξερα πωςθα έπαιρνε αυτό που ήθελε.
Ο πόλεμος είχε σκοτώσει χιλιάδες μέχρι τον Σεπτέμβριο.Τα άψυχα σώματά τους κείτονταν άτακτα στις σημαδεμένεςλεωφόρους. Κρύβονταν σε δρομάκια ή βρίσκονταν αραδιασμένα σε τεράστιους σωρούς στα χαντάκια των λόφων έξωαπό τις πόλεις, με τα πρόσωπα πρησμένα και πράσινα, αλλεργικά πλέον στη ζωή. Ο πόλεμος είχε προσπαθήσει με όλεςτου τις δυνάμεις να μας σκοτώσει όλους: άντρες, γυναίκες,παιδιά. Αλλά είχε σκοτώσει λιγότερους από χίλιους στρατιώτες σαν εμένα και τον Μερφ. Αυτά τα νούμερα εξακολουθούσαν να σημαίνουν κάτι για εμάς καθώς ξεκινούσε αυτό πουαποκαλούσαν φθινόπωρο. Ο Μερφ κι εγώ είχαμε συμφωνήσει · δεν θέλαμε να είμαστε οι χιλιοστοί στη λίστα των νεκρών. Αν πεθαίναμε αργότερα, θα το δεχόμασταν. Αλλά ας ήταν αυτός ο αριθμός κάποιου άλλου το ορόσημο.
Δεν νιώσαμε καμία ιδιαίτερη αλλαγή όταν έφτασε ο Σεπτέμβρης. Τώρα όμως ξέρω ότι όλα όσα θα έχουν ποτέ σημασία για τη ζωή μου ξεκίνησαν τότε. Ίσως το φως άρχισε ναφτάνει με λίγο πιο αργούς ρυθμούς στην πόλη του Αλ Ταφάρ,πέφτοντας μ’ εκείνο τον τρόπο πέρα από τα θολά σχήματατων σκεπών και τους λοξούς πεζόδρομους στο σκοτάδι. Διαχεόταν στην πόλη πάνω από τα κτίρια, που ήταν λευκά καιστο χρώμα της ώχρας, φτιαγμένα με πήλινα τούβλα και μεστέγες από αυλακωτό τσίγκο ή τσιμέντο. Τα σύννεφα σχημάτιζαν κατακόμβες στον απέραντο ουρανό. Ένας δροσερόςάνεμος έπνεε από τους μακρινούς λόφους που περιπολούσαμε όλη τη χρονιά. Πέρασε πάνω από τους μιναρέδες πουυψώνονταν πάνω από την κωμόπολη, κύλησε μέσα από δρομάκια με τις πράσινες τέντες τους να ανεμίζουν, βγήκε σταγυμνά χωράφια που κύκλωναν την πόλη, και τελικά έσκασεστις σκόρπιες κατοικίες απ’ όπου ξεσπούσαν θυμωμένα ταόπλα μας. Η διμοιρία μας έκοβε κύκλους στη θέση μας σε μιαταράτσα, σχηματίζοντας γκρίζες γραμμές στο χάραμα. Ήταν ακόμη τέλη καλοκαιριού, μια Κυριακή, νομίζω. Περιμέναμε.Επί τέσσερις μέρες σερνόμασταν στη σκόνη της ταράτσας. Παραπατούσαμε και γλιστρούσαμε πάνω σε ένα χαλίαπό άδεια φυσίγγια, απομεινάρια της μάχης της προηγούμενης ημέρας. Κουλουριαζόμασταν σε παράλογα σχήματα προσπαθώντας να στριμωχτούμε κάτω από τους ασβεστωμένουςτοίχους της θέσης μας. Μέναμε ξύπνιοι με αμφεταμίνες και φόβο.
Κέβιν Πάουέρς, Κίτρινη Κορδέλα, μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024
Νίκος Καρύδης - Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν…
Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν τα σπίτια μας,
οι όλμοι γκρεμίζανε τις πόρτες,
το σκοτάδι έμπαινε στις κάμαρες
απ’ τα σπασμένα τζάμια των παραθυριών…
Στο μπαλκόνι είχαμε κρεμάσει ένα σεντόνι
και ζητούσαμε βοήθεια·
σ’ ένα ματωμένο μαξιλάρι πέθαινε
ένας άγνωστος άνθρωπος.
Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Ανάμεσα στις πιπεριές και τους ευκάλυπτους,
εκεί στο γύρισμα του έρημου δρόμου
στυλώναμε τα μάτια της ελπίδας
και περιμέναμε να φανής
σα σημαία, σαν αγέρας –
έστω σα θάνατος.
Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Η ώρα δύο του μεσημεριού
και σε σκεφτόμουν…
Η τελευταία θάλασσα