Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν τα σπίτια μας,
οι όλμοι γκρεμίζανε τις πόρτες,
το σκοτάδι έμπαινε στις κάμαρες
απ’ τα σπασμένα τζάμια των παραθυριών…
Στο μπαλκόνι είχαμε κρεμάσει ένα σεντόνι
και ζητούσαμε βοήθεια·
σ’ ένα ματωμένο μαξιλάρι πέθαινε
ένας άγνωστος άνθρωπος.
Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Ανάμεσα στις πιπεριές και τους ευκάλυπτους,
εκεί στο γύρισμα του έρημου δρόμου
στυλώναμε τα μάτια της ελπίδας
και περιμέναμε να φανής
σα σημαία, σαν αγέρας –
έστω σα θάνατος.
Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Η ώρα δύο του μεσημεριού
και σε σκεφτόμουν…
Η τελευταία θάλασσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου