Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ
Τι θέλουμε κι ενοχλούμε τους ένοικους
τούτη την ώρα με την παλιά μουσική;
Μπορεί να κοιμούνται ή ν' απολαμβάνουν τη λίγη δροσιά
πίνοντας τον απογευματινό τους καφέ.
Άνθρωποι καλοί, πρακτικοί λατρεύουνε τις κερδισμένες
συνήθειες
τα καλά φαγητά, τις γυναίκες.
Ωστόσο δεν το καταλαβαίνουμε,
ψάχνουμε σε υπόγεια, φροντίζουμε την παλιά μας ντουλάπα
ξεσηκώνουμε τους νεκρούς.
Είναι καιρός που η Βερενίκη έκοψε τα μαλλιά της
άλλαξε όνομα, χορεύει σ' ένα κέντρο νυχτερινό.
Μετά το νούμερό της επισκέπτεται τους πελάτες
πίνει ουίσκι ή βερμούτ χαμογελά ψεύτικα.
Η παλιά μουσική δε χρειάζεται πια...
*
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΟΥΛΙ
Δεν μπορεί να θυμηθεί τη μουσική της τελευταίας βροχής.
Οι υπηρέτες σβήσαν τις λάμπες στον πύργο
και πήγαν να κοιμηθούν στους κοιτώνες.
Μην κλαις.
Οι φθινοπωρινοί καρποί στα ράφια κουράστηκαν.
Όλη τη νύχτα μιλούσαν για σένα.
Είχαν ένα χρώμα ζεστό
σαν την πρώτη μέρα της συναντήσεώς μας.
Γελούσαν οι χυμοί μέσα στα μάτια,
το στόμα σαν από ζάχαρη γλυκό.
Ξύπνα, ξύπνα,
θα 'θελα να σου μιλήσω για το ξύλινο πουλί
που ονειρεύτηκε να πετάξει στο δάσος,
για τη μοναξιά τ' ουρανού
που 'ναι η ίδια παντού.
Άκου
στην ξεχασμένη καρδιά μου χιονίζει.
*
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Όπως στον έρωτα
Απλά και με ένταση
τα άλλα για τους δυστυχισμένους
Γ. ΓΕΡΑΛΗΣ
Το βρήκα ανάμεσα σ' άλλα λησμονημένα χαρτιά.
Ένα ποίημα, στίχοι μισοί, εγκαταλειμμένοι
γραμμένοι πριν είκοσι χρόνια ακριβώς
( μπορείς να μοιράζεις συνεχώς την ψυχή σου; )
Όμως δεν είναι το ποίημα που με απασχολεί
τα είκοσι χρόνια που χάθηκαν σκέπτομαι
τούτο το βάραθρο με τρομάζει.
Δεν ήξερα τότε τι έχανα, όταν
με φαντασίες και λέξεις βασανιζόμουν.
Θα 'θελα να φωνάξω εκείνο το απελπισμένο:
" Στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών "
αυτό είναι νίκη
" τα άλλα " όπως λέει κι ο Ποιητής " για τους δυστυχισμένους ".
*
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ
ΙΙ
Ήταν ένα μικρό ξεχασμένο ρολόι
- πώς βρέθηκε;
κάτι σαν την αγάπη να πούμε
σαν τον καθρέφτη που φανερώνει το άλλο σου πρόσωπο,
κι εσύ το σκαλίζεις το βάζεις στο αυτί σου
" χτυπά; " λες, δεν το πιστεύεις
" εύρηκα " πας να φωνάξεις
κι αναστατώνεις τους διαδρόμους της φυλακής σου.
*
ΧΙΧ
( κούραση )
Τόσο πολύ σε σκέπτομαι
που θα 'χεις κουραστεί.
*
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
" Θα πρέπει να χτύπησε εδώ " είπε
κι έδειξε εκεί όπου άλλοτε ήταν το εκκρεμές
χωρίς να υπάρχει τίποτε το συγκεκριμένο στον τοίχο.
Άλλωστε ο ζωγράφος είχε πεθάνει
και τα χρώματά του
δεν άντεξαν μέσα σε τόση σιωπή.
Τρύπωσαν ανάμεσα στα δέντρα
κι απολαμβάνουν τώρα τον ανοιξιάτικο ουρανό.
Ποιος να χτύπησε άραγε;
*
ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Από μέσα είναι το ποίημα.
Ακούγεται όπως το τρίξιμο της σκάλας
του ξύλου που καίγεται
συγγενεύει με το ξεχασμένο ψωμί στο ντουλάπι
ή μ' αυτόν που λείπει και μας κλέβει τον ύπνο.
Φύλαξα το απόκομμα του εισιτηρίου
εκείνο του κινηματογράφου
ή του λεωφορείου
κράτησα όλη τη λιακάδα του περιπάτου που δεν έκανα
μοσχοβολά το άδειο που με κατακλύζει.
Γ. Ξ. Στογιαννίδης
Επί συνόλου
( 1949 - 1981 )
Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις
Απρίλιος 1986
Αντλήθηκαν απ' το πρωί του Γιώργου Αλπογιάννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου