Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3.ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3.ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Henry David Thoreau - Walden ή Η Ζωή Στο Δάσος (απόσπασμα)

 Η απλότητα και η γύμνια της ζωής του πρωτόγονου ανθρώπου μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ένα τουλάχιστον πλεονέκτημα που του χάρισαν ήταν να τον κάνουν ταξιδιώτη από τη φύση του. Μόλις αναζωογονούνταν από το φαγητό και τον ύπνο ξανάπιανε να σκέφτεται το ταξίδι του. Ζούσε, σαν να λέμε, μόνιμα σ'ένα αντίσκηνο κάπου στη γη, είτε κατέβαινε στις κοιλάδες είτε διέσχιζε τις πεδιάδες είτε σκαρφάλωνε στις βουνοκορφές. Αλίμονο όμως! Οι άνθρωποι έγιναν εργαλεία των εργαλείων τους. Ο άνθρωπος που μάζευε μόνος του τα φρούτα όποτε πεινούσε, έγινε γεωργός˙κι εκείνος που στεκόταν κάτω από ένα δέντρο για να προφυλαχτεί από τον καιρό, έγινε νοικοκύρης. Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια. Υιοθετήσαμε το χριστιανισμό απλά και μόνο ως μια βελτιωμένη μέθοδο αγρο-καλλιέργειας. Χτίσαμε για αυτό τον κόσμο ένα οικογενειακό αρχοντικό και για τον άλλο κόσμο έναν οικογενειακό τάφο. Τα σπουδαιότερα έργα τέχνης αποτελούν έκφραση της προσπάθειας του ανθρώπου να ελευθερωθεί από την κατάσταση αυτή, όμως ο στόχος τους περιορίζεται στο να μας κάνουν να νιώσουμε πιο άνετα στη χαμηλή αυτή θέση μας και να ξεχάσουμε τα υψηλά ιδανικά. Αν υποθέσουμε πως είχαμε κληρονομήσει κάποιο έργο τέχνης στο χωριό αυτό, δε θα είχαμε πού να το βάλουμε, αφού οι ζωές μας, τα σπίτια και οι δρόμοι μας δεν προσφέρουν κανένα κατάλληλο βάθρο για να το δεχτούν. Δεν έχουμε ούτε ένα καρφί για να κρεμάσουμε έναν πίνακα ζωγραφικής, ούτε ένα ράφι για να τοποθετήσουμε την προτομή ενός ήρωα ή ενός αγίου. Όταν σκέφτομαι πως χτίζονται τα σπίτια μας και πως πληρώνονται, ή πως δεν πληρώνονται, όταν συλλογίζομαι πως διευθύνονται και συντηρούνται τα νοικοκυριά, απορώ πως δεν υποχωρεί το πάτωμα κάτω από τα πόδια του επισκέπτη την ώρα που θαυμάζει τα μπιχλιμπίδια πάνω από το τζάκι, πως δεν ανοίγει διάπλατα, για να τον ρίξει στο κελάρι, πάνω σε γερά και τίμια, αν και χωμάτινα, θεμέλια. Δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι αυτός ο λεγόμενος πολυτελής και άνετος βίος είναι κάτι που χρειάζεται άλμα για να τον φτάσεις και συνεπώς μου είναι αδύνατο να απολαύσω τις τέχνες που τον στολίζουν, αφού όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη στο άλμα˙διότι γνωρίζω ότι το μεγαλύτερο άλμα που έχει γίνει ποτέ αποκλειστικά με την ώθηση των ανθρώπινων μυών και έχει καταγραφεί το κατάφεραν κάποιοι νομάδες Άραβες, οι οποίοι, απ' ό,τι λένε, πήδηξαν οκτώ μέτρα σε μήκος σε επίπεδο έδαφος. Χωρίς κάποιο είδος μηχανικής υποστήριξης, είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος θα επιστρέψει στο έδαφος πριν ξεπεράσει την απόσταση αυτή. Η πρώτη ερώτηση που μπαίνω στον πειρασμό να κάνω στον κάτοχο τέτοιων θησαυρών είναι η εξής: ποιος σου δίνει ώθηση; Είσαι ένας από τους ενενήντα επτά που αποτυγχάνουν ή ένας από τους τρεις που πετυχαίνουν; Απάντησε στα ερωτήματά μου αυτά κι έπειτα ίσως κοιτάξω τα στολίδια σου και τα βρω κι εγώ αξιόλογα. Το να έχει κάποιος την άμαξα δεμένη μπροστά από το άλογο είναι μια πράξη που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε χρήσιμη ούτε καλαίσθητη. Προτού στολίσουμε τα σπίτια μας με όμορφα αντικείμενα πρέπει πρώτα να γυμνώσουμε τους τοίχους και τις ζωές μας. Πρέπει να βάλουμε νέα θεμέλια: νοικοκυροσύνη και ωραία ζωή. Προς το παρόν, το γούστο για το ωραίο καλλιεργείται πιο καλά στην ύπαιθρό, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε σπίτι ούτε νοικοκύρης.

Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, Walden ή Η ζωή στο δάσος

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Νικηφόρος Βρεττάκος -Μισοτελειωμένο γράμμα



Κάθομαι πλάϊ στην πηγή του Κηφισού, προσπαθώ
να σου γράψω ένα επίγραμμα στην αχτίνα που πέφτει
στο νερό και σκορπίζεται σε ρουμπίνια: Χορός
από φώτα. Και μες στου φωτός τα μόρια χορός
από κύκνους.
                    Δεν γίνεται.
Το θαύμα του κόσμου είναι μια πυρκαγιά
που πηγαίνει σε βάθος. Προσπαθώ να σ’ το ειπώ
αλλά οι λέξεις μου καίγονται όπως το χόρτο.
Ό,τι μπορώ να σου γράψω είναι ελάχιστο.
Είναι άπειρο, αγάπη μου, το άγραφο κείμενο.
Ως ένα μικρό σημείο μπορείς μοναχά. Για το άλλο
γραφή δεν υπάρχει.
                               Προσπαθώ να σου το
μεταδώσω στις φλέβες σαν έννοια, σαν αίσθηση,
σαν δέος, σαν βοή, σαν αόριστη λάμψη…
Το φως δεν προφέρεται. Το βάθος του κόσμου, αυτό
το άνθος των ήχων…
                                Δε συλλαβαίνεται…
Το γράμμα μου τούτο, θα μείνει ατέλειωτο.
Δέκα στίχοι μονάχα, ένα πελώριο
κενό, κι από κάτω, μια μικρή υπογραφή
από νερό —
Νικηφόρος

Το βάθος του κόσμου

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Χάρης Μελιτάς - Ομοιοπαθητική


Οραματίζομαι ένα καμένο δάσος.
Χωρίς διόδια στο διάβα των πουλιών.
Χωρίς πουλιά.
Χωρίς ζωύφια στις χούφτες των παιδιών.
Χωρίς παιδιά.
Χωρίς σκιρτήματα στο χάδι του αέρα.
Χωρίς αέρα.
Οραματίζομαι έναν καμένο δρόμο.
Χωρίς τις εμμονές των συνθημάτων.
Χωρίς συνθήματα.
Χωρίς τις αποχρώσεις των χρωμάτων.
Χωρίς χρώματα.
Χωρίς τις συγχορδίες των σωμάτων.
Χωρίς σώματα.
Οραματίζομαι ένα καμένο σπίτι.
Χωρίς ανοίγματα να με τυφλώνει ο ήλιος.
Χωρίς ήλιο.
Χωρίς καθρέφτες να με πίνουν το πρωί.
Χωρίς πρωί.
Χωρίς της απουσίας σου τα μάτια.
Χωρίς μάτια.
Οραματίζομαι ένα καμένο αύριο.
Χωρίς αύριο.
από τις Εξαιρέσεις, Μανδραγόρας 2018

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Η κατάρα του πεύκου


1

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;

γιατί; γιατί;»

— Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης

και περπατεί.


Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι

βγάνει φωτιά·

νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,

μια ρεματιά!


Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο

νά ένα δεντρί…

Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,

δροσιά να βρη.


Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του

και περπατεί!

«Δεν θ’ ανασάνω» λέει ο Γιάννης

«γιατί, γιατί;»


2

— «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσης;»

— «Στα Δυο χωριά».

— «Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;

Πολύ μακριά!»


— «Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.

τί έφταιξα γω;

Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,

γι’ αυτό είμαι δω.


»Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…

για δυο, για τρεις…

Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω,

τ’ είναι βαρύς».


— «Νά μια βρυσούλα, πιε νεράκι

να δροσιστής».

Σκύβει να πιη νερό στη βρύση,

στερεύει ευθύς.


3

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,

φεύγει ο καιρός·

στον ίδιο τόπο είν’ ο Γιάννης,

κι ας τρέχει εμπρός…


Νά το χινόπωρο, νά οι μπόρες!

μα πού κλαρί;

Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,

με τη βροχή.


«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,

το σπλαχνικό,

πούρριχνεν ίσκιο στο κοπάδι

και στο βοσκό;»


4

»Ο πεύκος μίλαε στον αέρα

—τ’ ακούς, τ’ ακούς;—

και τραγουδούσε σα φλογέρα

στους μπιστικούς.


«Φρύγανο και κλαρί που πήρες

και τις δροσιές

και το ρετσίνι του ποτάμι

απ’ τις πληγές.


»Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,

ώς τη χρονιά,

που τον εγκρέμισες για ξύλα,

Γιάννη φονιά!»


5

— «Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι,

την προσκυνώ,

Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα

και να σταθώ…


Η μάνα μου θα περιμένει

κι έχω βοσκή…

κι είχα και τρύγο… Τί ώρα νάναι

και τί εποχή;


»Ξεκίνησα το καλοκαίρι

—να στοχαστής—

κι ήρθε και μ’ ήβρεν ο χειμώνας

μεσοστρατίς.


»Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!

πότε ήρθε; πώς;

Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,

που τρέχει εμπρός.


»Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω

—με τί καρδιά;—

Θέλω να πέσω να πεθάνω,

εδώ κοντά.»


6

Πέφτει σα δέντρο απ’ το πελέκι…

Βογκάει βαριά.

Μακριά του στάθηκε το δάσος,

πολύ μακριά.


Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,

φωνή καμιά.

Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,

στην ερημιά.


Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Τα Ψηλά Βουνά. Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, Εκδοστικός οίκος Δημητράκου, Αθήνα 1929 (α΄ έκδοση: 1918). Φωτογραφική ανατύπωση για την εφημερίδα Το Βήμα (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. 2013).

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Θανάσης Χατζόπουλος - Προγονή


Η απειλή της παρουσίας της έκανε τα δέντρα να ριγούν. Συλλάβιζε το νερό με λάμψεις

Στον ύπνο της μια αλεπού έτρεχε θολωμένη από τη λύσσα του καπνού κι από τον τρόμο της. Έπεφταν πυροβολισμοί και δακρυγόνοι άνεμοι φυσούσαν

Μια νύχτα που καιγόταν ο 'Ωρωπός κάρπιζε ο ουρανός.  ̓Ανταύγειες άγριων καρπών και θρήνων

Τι είναι η αμοιβή της φλόγας οι άνθρωποι να θυμηθούνε πάλι. Τι είναι η σκαπάνη της φωτιάς. Πως κυνηγάει με κύκλους το γεράκι

Από καταβολής δρόσου

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μιχάλης Μακρόπουλος - Μαύρο νερό


Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από τη νουβέλα του συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαύρο Νερό», η οποία κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις «Κίχλη». Η ιστορία εκτυλίσσεται στα βουνά της Ηπείρου, σε ένα χωριό που ερημώνει. Εκεί ένας πατέρας και ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν.

Το λεωφορείο ήρθε, έχοντας περάσει απ’ όλα τα άλλα χωριά –το δικό τους ήταν το τελευταίο. Μέσα ήταν άλλοι έντεκα επιβάτες. [...] Κάθονταν χώρια όλοι, ο καθένας στο δικό του βρόμικο τζάμι.

Παρακάτω υπήρχε παλιά ένα πρατήριο καυσίμων, καφενείο κατόπιν και τώρα νεκροταφείο παλιών φορτηγών, αραδιασμένων σε σειρές στο ραγισμένο τσιμέντο –με σπασμένα τζάμια και χωρίς κινητήρα και λάστιχα.

Σαν μάτι στον δασωμένο τόπο πρόβαλλε πιο κάτω η λίμνη Ζαραβίνα. Παλιά είχε την καθαρότητα και τη στιλπνάδα γυαλιού, όμως τώρα κοιτούσε θολή, τυφλά, τον χαμηλό ουρανό. Θυμόταν που πήγαινε μικρός για κολύμπι [...] –τα μεγάλα ψάρια γλιστρούσαν σαν σκιές από κάτω του και τά ’βλεπε με δέος, δίνοντάς τους διαστάσεις τεράτων του νερού. Τώρα η λίμνη ήταν νεκρή. [...]

Παλιά θα υπήρχαν ψαράδες, μα τώρα δεν είχαν τι να ψαρέψουν, και στο σημείο που είχε σταθεί ήταν μόνος. Η πλατιά επιφάνεια του νεκρού νερού τον γαλήνευε, καθώς άφηνε το βλέμμα του να γλιστράει πάνω, και πάντα ξαφνιαζόταν λιγάκι με το που αντίκριζε το βουνό, λες και περίμενε να συνεχιζόταν το νερό ως τον ορίζοντα, σαν να μην ήταν λίμνη αλλά θάλασσα δίχως αλάτι.

Αργότερα μια μητέρα με τη μικρή της κόρη ήρθαν και στάθηκαν λίγο παρακεί. Του φάνηκαν τόσο υγιείς στην όψη, που σκέφτηκε πως το νερό, αν έριχνε μέσα μια πετονιά με αγκίστρι, θα ήταν ξανά γεμάτο ζωή. [...]

Περίμενε υπομονετικά· ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος  μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν. [...]

Τα ζώα –ζαρκάδια, λαγοί, αγριογούρουνα, πουλιά– είχαν πληθύνει στην περιοχή. Ό,τι τα σκότωνε ήταν συνάμα αυτό που τα είχε σώσει. Η περιοχή είχε ερημώσει και δεν υπήρχε κανείς να κυνηγήσει, αλλά ούτε ερχόταν κανένας απ’ έξω να χτυπήσει θηράματα που το κρέας τους θα ’ταν σχεδόν σίγουρα μολυσμένο. [...]

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Υπό ξένην σημαίαν [III]

 Coatzacoalcos, 1966


Έπρεπε να κάνω αυτόν το δρόμο για να σε ξαναβρώ;

καίγοντας τόσους νεκρούς σαν να μην ήτανε δικοί μου

αφήνοντας το κορμί κατά που θέλει ο άνεμος την ψυχή κατά πού

πάει το κύμα

έπρεπε λοιπόν να κάνω αυτόν το δρόμο;


Ποιος θ’ αναθρέψει τώρα απ’ την αρχή τα τρυφερά φυλλώματα

ξεσέρνοντας από τις στάχτες τα καμένα δάση

τσακίζοντας ξανά και του βοριά τα κρύσταλλα και του νοτιά

τ’ αγκάθια;


«λάμπουν ακόμα τα λόγια σου

κάθε μέρα πιο καινούργια και πιο μακρινά»

—Έπρεπε να κάνω αυτόν το δρόμο για να σε ξαναβρώ

μ’ άλλους ήλιους στα μάτια μ’ άγνωστες νύχτες στη φωνή

καίγοντας τόσους νεκρούς σαν να μην ήτανε δικοί μου

τινάζοντας από τους ώμους μου τις ήττες σαν αλαφρό

υστερόγραφο χιόνι του Μαρτίου

τινάζοντας κάθε πληγή απ’ το βλέμμα μου κάθε σκοτάδι από

το δέρμα

έπρεπε λοιπόν να κάνω αυτόν το δρόμο;


Κράτησε αγέρα την ανάσα σου ακόμα

λίγο αν φυσήξεις σβήσαν όλα

τ’ αγαπημένα γόνατα η άμμος και το φεγγάρι

λίγο αν φυσήξεις κόβεται ξανά στη μέση η ζωή μου

μισή αληθινή μέσα σ’ αυτά τα δάχτυλα

κι άλλη μισή από μελάνι και χαρτί


κράτησε αγέρα αν μπορείς

κράτησε την ανάσα σου για πάντα.


*Από τη συλλογή Υπό ξένην σημαίαν (1967) που περιλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό Ποιήματα (1962-2018), Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, Ιανουάριος 2020.


Πηγή: https://tokoskino.me/2025/05/05/%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CF%85%CF%80%CF%8C-2/?fbclid=IwY2xjawKFknpleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETE2dkRZSTdZV3JOUFFNSmhJAR5R4ddBCt28owF0fIf4eSxesOowzlzo-jbR6J6xonIPTNFhNYQO5YXT2ERVjQ_aem_-y7WNR_Pkkwbp_YtoW5WKQ




Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Federico Garcia Lorca - Ερωτήσεις


Τα τζιτζίκια συνεδριάζουν στα χωράφια
Τι λες, Μάρκε Αυρήλιε,
γι’ αυτούς τους γέρους φιλοσόφους των κάμπων;
Φτωχές που είναι οι σκέψεις σου!

Το νερό του ποταμού αργοκυλάει.
Τι βλέπεις, ω Σωκράτη,
σε τούτο το νερό που πάει στον πικρό θάνατο;
Φτώχια και θλιβερή είναι η πίστη σου!

Πάνω στη λασπουριά φυλλορροούν τα ρόδα.
Ω! τρυφερέ Ιωάννη του Θεού.
Τι βλέπεις σ’ αυτά τα εξαίσια ροδοπέταλα;
Πολύ στενή είναι η καρδιά σου!

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 )
Πηγή: «FEDERICO GARCIA LORCA
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ- ΤΟΜΟΣ Α΄
Μετάφραση : Κοσμά Πολίτη- ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΚΑΤΗ-1997

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

José Emilio Pacheco - Πόλη των Μάγια που την κατάπιε το δάσος

Από τη μεγάλη πόλη των Μάγια επιζούν
καμάρες
γκρεμισμένα κτίσματα νικημένα
από την αγριότητα της τσουκνίδας.
Ψηλά ο ουρανός που μέσα του πνίγηκαν οι θεοί της.
Τα ερείπια έχουν το χρώμα της γης
που πια δεν υπάρχουν.
Από τόση ζωή που ήταν εδώ
από τόσο γκρεμισμένο μεγαλείο
σώζονται μόνο
τα εφήμερα λουλούδια που δεν αλλάζουν.

Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο ( 1939 -2014)
Πηγή: ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΑΤΙΝΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ- 1892-1975
Εκλογή-Πρόλογος-Σημειώσεις- Μετάφραση από τα Ισπανικά
Ρήγας Καππάτος- Εκδόσεις: ΕΚΑΤΗ- ΑΘΗΝΑ – ΜΑΙΟΣ 2011

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Δύο ποιήματα

 ΑΝΑΦΟΡΑ

                                                                              του Μάριου
 
Προκαταβάλλοντας τα χρέη της γενιάς σου
μας απαγόρευσες διαπαντός τα δάκρυα.
 
Εγώ όμως πρέπει εξάπαντος να σου γράψω
διότι δεν έχω άλλο χρόνο
διότι δεν μου απέμεινε δεκάρα τσακιστή
από τα χρυσά φεγγάρια της νιότης μας
 
διότι κουράστηκα να βλέπω τους πάντες να σε προσπερνούν
ακροποδητί
χλευάζοντας την προσήλωσή σου στην αισθητική της βρα-
δύτητας.
 
Φεύγοντας πήρες το βλέμμα σου από πάνω μου
όμως αυτοί που σε διαδέχτηκαν στην ψυχή μου
δεν κληρονόμησαν και την εξουσία σου πάνω της.
 
Και πρέπει τώρα να τα βγάλω πέρα με τους ανέμους αλλά όχι
παλεύοντας στα μαρμαρένια αλώνια
μα μπεκρουλιάζοντας στα σκαλοπάτια της Κίρκης.
 
Έτσι αφήνω το δεντράκι σου απότιστο στη βούληση
αδιάφορων κηπουρών
στο τίποτα του λιβανιού στο πουθενά της δόξας
 
διότι γέρασα και δεν αντέχω πια να διώχνω τα σκυλιά
που με κυκλώνουνε σαν έγνοιες νύχτα-μέρα.
 
Ήρθανε χρόνια δίσεχτα, πρίγκηπα
ραγίσανε τα κάστρα μας
ήρθε το μέλλον μαύρο
 
μα εσύ μας απαγόρευσες διαπαντός τα δάκρυα.

*
 
ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ ‘89
 
Οικολογική αποτέφρωση
                         φρονημάτων
-έστω λοιπόν
ας ολοκληρωθεί το μάταιο
 
να επιστρέψει το λευκό στο χαρτί
να επιστρέψει το χαρτί στο δέντρο
να ανέβει ψηλά
                  Καπνός
                                η ψυχή.

*Από το συγκεντρωτικό: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος Ποιήματα (1962-2018), Εκδόσεις Πανιοπτικόν.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ναζίμ Χικμέτ -Το τελευταίο μου ίσως γράμμα στον Μεχμέτ

 Μη ζεις σ’ αυτήν εδώ τη γη
σαν ένοικος
ή στη φύση
σαν παραθεριστής
ζήσε σ’ αυτόν τον κόσμο
σαν να ήταν το σπίτι του πατέρα σου
πίστεψε στο στάρι, στη θάλασσα, στη γη
αλλά κυρίως στον άνθρωπο. 


Ποίημα του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Παρατίθεται στο βιβλίο του Nuccio Ordine «Οι κλασικοί

στη ζωή μας», σε μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου, από τις εκδόσεις Άγρα, 2016, σ. 111

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Αριστέα Παπαλεξάνδρου - Εξομολόγηση ενός νεκρού ψαριού



Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.

Κατά Ματθαίον, ΙΔ΄, 20-21.

Αν πίστευε στην μετενσάρκωση
θα καταγόταν από άνθρωπο
γένους εκ των προτέρων θηλυκού
με τρεις χιλιάδες εναλλακτικές
ν’ αντέχει να πεθαίνει συνεχώς
τον θάνατό του επιτυχώς ν’ αναπαράγει
με άπειρα πτώματα μωρά θάλασσες ν’ ασημώνει.
Είπε το ψάρι, ελάλησε
προτού αυγατίσει τα μικρά του:
«Κατάγομαι από ξηρά, λίμνη ποτέ δεν είχαν δει οι πρόγονοί μου
ούτε βεβαίως θάλασσα· αυτά είναι πολύ πρόσφατα δεινά.
Δεν έχω παρελθόν ψαριού ούτε γλυκού
ούτε αλμυρού νερού.
Απλώς, οι κυβερνήτες τους
έπεισαν τον πατέρα μου να μετεγκαταστεί
στην λίμνη, λέει, του κάμπου.
Δυο-τρεις πιστώσεις Market-pass
προκάτ εργατικές εστίες
σ’ έναν βυθό που, λέει, θα μοιραζόμασταν
αρμονικά με τα άλλα ζώα της ξηράς.
Αυτά, και υποσχέσεις άφθονες
πως σύντομα θα πάρουμε τα πάνω μας
και θ’ ανανήψουμε ως ψάρια του παλιού νερού
και θα ρεφάρουμε μια μέρα
και πες πες το πιστέψαμε πως είμαστε παντός καιρού
κι όλα τα καταπίνουμε
μαύρο νερό και λάσπη
και τόνους δηλητήρια νέας τεχνολογίας.
Κι από τα τόσα ψέματα
στο τέλος την συνήθισε και το στομάχι μας την λάσπη.
Πλέον δεν άντεχε το όποιο καθαρό νερό μάς είχε μείνει.
Πίναμε μόνο απ’ το άλλο το καλό
του πολλαπλού θανάτου μας
ώσπου κι αυτό μάς στέρεψε.
Μας εκτοπίσαν, με μια λέξη, δηλαδή
και συνοψίζονται άνυδρα τα εκατομμύρια
νεκρά παιδιά μας».
 
Είπε το ψάρι, ελάλησε κι έγραψε απ’ την ανάποδη
το θαύμα ως αντιθαύμα.
Και ναι, κύριοι, σας έδωσε.
Εσάς ξεκάθαρα έδειξε.
Εσείς είστε που θρέψατε
τόση αρχαία θάλασσα
με πεθαμένα ψάρια.
 
Αριστέα Παπαλεξάνδρου
(με καταγωγή από τον Βόλο)

Δημοσιέυτηκε στην Εφημερίδα Η Αυγή στις 15/09/2024
Πηγή: https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2024/09/blog-post_930.html

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Νικηφόρος Βρεττάκος - Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος

Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανός,
ψηλότερη ως το φεγγάρι.
Δίψα που να τη λυπηθεί ο Θεός.

Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του,
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κι ένας αϊτός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κι ένας αϊτός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
ζητώντας να ’βρει μέσα τους ένα σπινθήρα! Έτσι
μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η ποίηση και η αγάπη!

(Ο Ταΰγετος και η σιωπή, 1949), Η εκλογή μου, Ποιήματα 1933-1991. εκδόσεις Ποταμός, 2008, https://thepoetsiloved.wordpress.com

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Αργύρης Χιόνης - Προφητεία


Θα 'ρθεί καιρός
που θα στερέψει η θάλασσα
και θα γενούν τα πλοία
καραβάνια
και θα γενεί η ψυχή μας
έρημος
κι οι γλάροι
κατοικίδια όνειρα.
Θα 'ρθεί καιρός
που θάνατος
δεν θά' ναι πια ο βυθός
αλλά ο ήλιος
και νοσταλγία
όχι η στεριά
μα το νερό.
Τότε
και τ' όνειρο
θ' αλλάξει χρώμα
δεν θά 'ναι πια γαλάζιο
αλλά κίτρινο.

Απόπειρες φωτός, 1966

Η Φωνή της σιωπής
, ποιήματα 1966-2000.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος- Ο οβολός

Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

— Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

— Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

— Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.

— Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

— Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή — και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δυο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στην τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

— Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

— Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

[1999]

[πηγή: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004, σ. 115-120]

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Τάσος Δενέγρης-Αντίστροφη μέτρηση



Όμως το χόρτο
Θα τιμωρήσει εκείνον που το διάστρεψε,
Το ζώο με τις τοξίνες του θα πλήξει
Τον καταναλωτή
Και τα καμένα δάση
Θα ’ρθουν και θα σας κόψουν
Την αναπνοή.

Κι εσείς ανύποπτοι
Στα κινητά σιδερικά σας.

26 Αυγούστου 1979

Πηγή: Τάσος Δενέγρης, Ακαριαία, Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία 1985.

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Νικηφόρος Βρεττάκος-Διαμαρτυρία-Λόγος σε συνέδριο για τη μόλυνση του περιβάλλοντος


Πριν μολυνθεί η ατμόσφαιρα, κύριοι, θα πρέπει να είχε
κάτι άλλο μολυνθεί. Πως και από ποια σαπρόφυτα
ή μικρόζωα να ξεκίνησε η σήψη της γης, κανείς
δεν μπορεί ίσως να το ειπεί με ακρίβεια. Είναι πολύ
δύσκολο πράγμα η ιστορία. Να άρχισε τον καιρό
που πολεμούσαν οι Ευρωπαίοι στην Κίνα υπέρ του οπίου
και του Χριστού; Ή τον καιρό που αμπάριαζαν τους Μαύρους
σαν τα ξερά δαμάσκηνα, τους ξεμπαρκάραν
στις παραλίες σωρούς και τους πουλούσαν
προς δέκα σέντζια τον καθένα; Πριν; Έπειτα; Χθες,
όταν εκείνος ο φριχτός επιχειρηματίας
του Άδη, με τα υψικάμινα κρεματόρια, ισχυρίζοταν
ότι τον έπλασε ο Θεός κι ότι αυτός προγραμμάτισε
το πεπρωμένο του στη γη, ενώ είναι αναμφισβήτητο
πως ο Θεός δεν έπιασε ποτέ σκατά στα χέρια του;

Τι υπόσχεση να δώσουμε τώρα, κύριοι, στα ψάρια;
Θα το μπορούσαμε ασφαλώς σήμερα, αν εγκαίρως
απομονώνονταν οι μολυσμένοι οργανισμοί,
αν κόβονταν τ' ακάθαρτα χέρια, αν αδειαζόταν
το Άγαλμα της Ελευθερίας εγκαίρως απ' τα σάπια
αίματα που έχει μέσα του. Πάντως κ' επειδή
δεν πρέπει να μην έχουμε ελπίδες, κάτι πρέπει
να κάνουμε. Κάπου να καταφύγουμε.
Να ενεργούμε πάντως. Πάμε στους Δελφούς!

Διαμαρτυρία, 1991