Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.Lichtenstein Alfred. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.Lichtenstein Alfred. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Alfred Lichtenstein - Ποιήματα

 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Πριν σκοτωθώ, το ποίημά μ’ εγώ σκαρώνω.
Σιγά, συντρόφοι, μη μ’ ενοχλείτε και τελειώνω.

Φεύγουμε για το μέτωπο. Στο θάνατο όλοι κολλημένοι.
Αχ, ας μην μου ‘κλαιγε τόσο η αγαπημένη.

Εγώ θέλω να πάω. Και τι με νοιάζει.
Η μάνα κλαίει. Να ‘σουνα από πέτρα, να μη σε πειράζει.

Ο ήλιος δύει σιγά στον ουρανό.
Σύντομα θα με ρίξουν σ’ ήσυχο τάφο, ομαδικό.

Η Δύση τον ορίζοντα φλόγα τον έχει κάνει.
Σε δεκατρείς μέρες, ίσως να ‘χω πεθάνει.

*

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Χίλια αναβοσβήνουνε αστέρια στον καθαρό ουρανό.
Λάμπει το τοπίο. Αργά από λιβάδι μακρινό
οι διμοιρίες πλησιάζουνε βουβά.
Στέκεται ξεχασμένος, μόνο μιά φορά
νέος υπολοχαγός, παιδί ερωτευμένο.
Σέρνονται ξοπίσω οι αποσκευές, τρένο φορτωμένο.
Τα κάνει όλα πιο παράξενα το φεγγάρι τότε
κι οι οδηγοί φωνάζουν πότε-πότε:
Αλτ!

Ψηλά στο πιο ταλαντευόμενο καρότσι με φυσίγγια καθισμένος
σαν ένας μικρός φρύνος, ψιλοσκαλισμένος
από μαύρο ξύλο, τα χέρια σφιγμένα απαλά,
πίσω του το τουφέκι καμπουριάζει ελαφρά,
στο στόμα το στραβό ένα πούρο που καπνίζει,
τεμπέλης σαν καλόγηρος, σαν σκύλος που γρυλίζει
-σταγόνες βαλεριάνας έχει πιέσει στην καρδιά-
κάτω απ’ το κίτρινο φεγγάρι, γελοία σοβαρός, κοιτάει τρελά:
Ο Κούνο*.

* Λογοτεχνικό alter ego του ποιητή ο καμπούρης, αρρωστιάρης και δειλός Kuno Kohn εμφανίζεται στον ομώνυμο κύκλο ποιημάτων και κυρίως στα πεζά του ποιητή, όπου σατιρίζεται ο ίδιος αλλά και οι σύγχρονοι του εξπρεσιονιστές.

 

*

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Να ‘μουνα, λέει, στο δικό μου το κρεβάτι
ρούχο καθάριο, όπως παλιά,
να ‘χα ξυρίσει τη γενιάδα τη βαρβάτη,
να ΄χα χτενίσει τα μαλλιά.

Τα δάχτυλά μου καθαρά,
το ίδιο και τα νύχια,
να με φροντίζεις σιωπηρά,
γυναίκα μου εσύ μειλίχια.

*

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ

Ένθερμα ψάλλει η ομάδα, για πάρτη του ο καθένας:
Θέ μου, φύλαγε με απ΄την κακιά στιγμή,
Πάτερ, Υιέ και Άγιο Πνεύμα,
για να μη με πετύχουν οι οβίδες,
ούτε τα κτήνη, οι εχθροί μας
μη με πιάσουν, μ’ εκτελέσουν,
για να μη ψοφήσω σαν σκυλί
για τη γλυκιά πατρίδα.

Βλέπεις, θα ‘θελα να ζήσω λιγ’ ακόμα,
γελάδες ν’ αρμέγω, να καβαλάω κορίτσια
κι αυτον το μπάσταρδο, τον Σεπ, να τονε δέρνω,
να προλάβω να μεθύσω ξανά και ξανά
μέχρι το αίσιό μου τέλος.
Κοίτα, θα προσεύχομαι ευλαβικά και κάθε μέρα
ορεξάτα θ’ αραδιάζω μέχρι εφτά πατερημά,
αν εσύ, στην ευσπλαχνία σου Θεέ,
κάνα φίλο μου σκοτώσεις, τον Χούμπερ
η τον Μάϊερ, κι εμένα με γλιτώσεις.

Αλλά κι αν την πάθω τελικά,
μη μ’ αφήσεις να πληγωθώ στα σοβαρά.
Κάνα μικροτραυματισμό στο πόδι,
για να μπορώ σαν τον ήρωα να επιστρέψω,
που ‘χει κι αυτός κατιτί να διηγηθεί.

*

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ

Ήσυχος ο ουρανός, που πριν αστραποβόλα,
οι πυροβολητές γέρνουν δίπλα στα ολμοβόλα.

Τώρα στήνει τις σκηνές το πεζικό
κι αργά ανατέλλει το φεγγάρι το χλωμό.

Κόκκινα παντελόνια, στα κίτρινα χωράφια, σοδειά μόνη,
οι Φραντσέζοι, στάχτη από θάνατο και σκόνη.

Ανάμεσά τους σκύβουν Γερμανοί γιατροί και νοσοκόμοι.
Η μέρα σκοτεινιάζει, μα ο ήλιος της πιο κόκκινος ακόμη.

Αχνίζουν οι καντίνες. Καίγονται τα χωριά.
Σπασμένα καρότσια στου δρόμου την μεριά.

Λαχανιασμένοι ποδηλάτες ζεστοί και μαυρισμένοι
ξαποσταίνουν σ’εναν καμένο, ξύλινο φράχτη που απομένει.

Κι οι εντολοδόχοι ήδη βγήκαν ιππασία
από το Σύνταγμα ως την μεραρχία.

*

Η ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ

Πρώτα μιά φωτεινή, κοφτή τυμπανοκρουσία ως πέρα,
ένα μπαμ και μιά έκρηξη μεσ’ στη γαλάζια μέρα.

Σα να υψώνονται ρουκέτες, πιο μετά,
σε σιδερένιες ράγες. Φόβος και σιωπή μακριά.

Τότε ξάφνου καπνός και πτώση σε θέση μακρινή,
μια ηχώ παράξενη, σκληρή και σκοτεινή.

*

ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ SAARBURG

Το χώμα μουχλιάζει στην ομίχλη.
Πέφτει το βράδυ, μολύβι βαρύ.
Ξηλώνει ολόγυρα, τα πάντα στα δυό
υπόκωφα, μιά ηλεκτρική τριβή.

Σαν καπνισμένα παλιοκούρελα
τα χωριά, έχουν στον ορίζοντα στηθεί.
Κι εγώ πρηνής μέσ’ στο κροτάλισμα των όπλων
κι απ’ το Θεό έχω εγκαταλειφθεί.

Σμάρι μεταλλικά πουλιά να στροβιλίζουν
απειλώντας μου την καρδιά και το μυαλό.
Βυθίζομαι απότομα στο Γκρίζο
και προχωράω σταθερά στον Σκοτωμό.


Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2022/02/17/alfred-lichtenstein-1889-1914-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%BA%CF%8E/

Εξπρεσιονιστικά ποιήματα

 ΑΛΦΡΕΝΤ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ (1889-1914)

1. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΔΡΟΣΙΑ

Γαλάζια μέδουσα ο ουρανός, κι όπου κι αν είδα
λιβάδια γύρω, λόφοι μεγάλοι στη σειρά.
Ειρήνη επί γης- κι όμως: μια ποντικοπαγίδα,
να ξέφευγα από σένα πιά, να ‘χα φτερά.

Κάποιοι παίζουνε ζάρια. Άλλοι μεθάνε. Καθένας τη μασέλα
ανοιγοκλείνει. Τις νέες εξελίξεις συζητάνε.
Της Κυριακής ψητό ο κόσμος, μεσ’ στην πιατέλα
στη γλυκερή σάλτσα του ήλιου κολυμπάνε.

Να φύσαγε ένας άνεμος……βοριάς,
σαν μ’ άγρια νύχια της Γης την ηρεμία να ξεσκίσει!
Αυτό θα μ’ άρεσε! Μιά καταιγίδα να ‘ρχότανε μεμιάς
απ’ άκρη σ’ άκρη τον καλό, γαλάζιο, αιώνιο θόλο πιά να σβήσει.

2. ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Σε μία στέρνα παίζει ένας μικρός, καλοθρεμμένος.
Στου δέντρου τα κλαδιά έχει πιαστεί το αγέρι.
Ο ουρανός δείχνει χλωμός, ξεθωριασμένος:
Κλόουν, που να βαφτεί δεν ξέρει.

Δύο σακάτηδες σκυφτοί με τις μακριές τους πατερίτσες,
μιλώντας ανεβαίνουν το δρομάκι.
Ίσως ένας ξανθός ποιητής σύντομ’ αρχίσει τις τρελίτσες.
Σκοντάφτει, σε μιά κυρία επάνω, έν’ αλογάκι.

Κολλάει ένας κύριος στρουμπουλός σε μιά βιτρίνα.
Σ’ ένα μπορντέλλο κάτι νεαροί λένε να πάνε.
Φοράει τις μπότες της μια γκρίζα κολομπίνα.
Κραυγάζει ένα καρότσι και κάτι σκυλιά το βλαστημάνε.

3. ΟΜΙΧΛΗ

Αργά μιά ομίχλη έφερε στη Γη καταστροφές.
Άϋλα δέντρα διαλύονται στον καπνό.
Σκιές αιωρούνται, όπου ακούς κραυγές.
Λαμπαδιασμένα κτήνη χάνονται μέσ’ στον αχνό.

Σαν το μυγάκι τρεμοπαίζει το φανάρι,
που ‘ναι πιασμένο και πασχίζει να γλιτώσει
κι από μιά άκρη ελλοχεύει το φεγγάρι,
φαρμακερή αράχνη, στη σκιά που ΄χει ζαρώσει.

Κι εμείς που θάνατο μονάχα καρτεράμε,
το έρημο μεγαλείο αυτό τραγανίζουμε ηχηρά.
Με τ’ άχρωμα μάτια του ελέους βουβά τρυπάμε
-κεντριά θαρρείς – τη μαύρη νύχτα σιωπηρά.

4. Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Άκου, δεν αντέχω άλλο τα στενά δωμάτια
και τους σκονισμένους δρόμους,
τον αρρωστημένο ήλιο των σπιτιών,
τη δυσάρεστη βαρυθυμιά απ’ τα βιβλία
που ‘ναι πιά χιλιοδιαβασμένα.

Έλα, πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω μας για τα καλά την πόλη.
Να ξαπλώσουμε απαλά σ’ένα λιβάδι.
Ενάντια στον παράλογα αδρό, στον θανατηφόρα μπλέ
άδειο ουρανό να σηκώσουμε απειλητικά μα κι αβοήθητα
τ’ άσαρκα, θαμπά μας μάτια
τα απηυδισμένα, θρηνητικά μας χέρια.

5. ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ SAARBURG

Το χώμα μουχλιάζει στην ομίχλη.
Πέφτει το βραδυ, μολύβι βαρύ.
Ξηλώνει ολόγυρα, τα πάντα στα δυό
υπόκωφα, μιά ηλεκτρική τριβή.

Σαν καπνισμένα παλιοκούρελα
τα χωριά, έχουν στον ορίζοντα στηθεί.
Κι εγώ πρηνής μέσ’ στο κροτάλισμα των όπλων
κι απ’ το Θεό έχω εγκαταλειφθεί.

Σμάρι μεταλλικά πουλιά να στροβιλίζουν
απειλώντας μου την καρδιά και το μυαλό.
Βυθίζομαι απότομα στο Γκρίζο
και προχωράω σταθερά στον Σκοτωμό.

6. ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Οι δρόμοι κουράστηκαν. Στενή πριν λίγη ώρα η γη, τώρα πλατειάζει. Το βράδυ
πέφτει με το φως του φεγγαριού και το μετάξινο σκοτάδι.

Ασημένια φτερά, τα μάτια διάπλατα ανοίγω. Άνεμοι οπίου
ταξιδεύουν σε κάθε άκρη του τοπίου.

Το σώμα νιώθω σα να είναι η ίδια η γη μας όλη.
Μύρια φανάρια πεταρίζουν- απόψε λάμπει η πόλη.

Ευλαβικά ανάβει ο ουρανός τα φωτεινά του τα κεριά.
Η ανθρώπινη μου όψη πλανιέται τεράστια, πάνω από κάθε γωνιά.

7. Η ΠΟΛΗ

‘Ασπρο πουλί ο μεγάλος ουρανός. Και κάποια
πόλη βλέπει σκυφτή σκληρά πώς την πατά.
Τα σπίτια μισοπεθαμένες, γέρικες μορφές.

Μιά άμαξα γκρινιάρικα κοιτάει κοκκαλιάρα, σάπια.
Οι άνεμοι, άρρωστα, ανήμπορα σκυλιά
τρέχουν ξεσκίζοντας τις σάρκες στις στροφές.

Ένας τρελός φωνάζει κάπου στα δρομάκια:
πού, επιτέλους, να σε βρω αγαπημένη;
Γελάει γύρω του ειρωνικά ο κάθε διαβατάρης

Τυφλόμυγα παίζουνε τρία μικρά ανθρωπάκια.
Σε όλα επάνω απλώνει γκρίζα τη σκονισμένη
παλάμη του τ’ απόγευμα: ενας θεός αδύναμος, κλαψιάρης.

ΓΙΑΚΟΜΠ ΒΑΝ ΧΟΝΤΙΣ (1887-1942)

1. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Πετάνε τα καπέλα απ’ τα μυτερά κεφάλια των αστών
Παντου οι ανέμοι μια κραυγή, η ίδια.
Πέφτουν, συντρίβονται στα δυό απ’ τις σκεπές τα κεραμίδια
Και η παλίρροια, λένε, σκεπάζει τα μήκη των ακτων.

Η καταιγίδα έφτασε, τα φράγματα χτυπούν
Οι άγριες θάλασσες, μαστίζουν τη γη μας ολοένα.
Από συνάχι οι πιο πολλοί νοσούν.
Από τις γέφυρες πέφτουνε πιά τα τρένα.

2. Η ΠΟΛΗ

Είδα το φεγγάρι και του αγριωπού
Αιγαίου πελάγους τ’ ολόλαμπρο θάμβος.
Τα μονοπάτια μου παλεύουν με τη Νύχτα.

Τη συννεφιά φωτίζουν όμως εφτά πυρσοί,
για κάθε νίκη έτοιμοι, που μου ‘ναι συνοδοί.

“Στο τίποτα να υπέκυπτα, των πόλεων να με βασανίσει,
των απέραντων, ο άνεμος ο κακός;
Στη ζήση αφού πιά τσάκισα την έρημη την μέρα!”

Χαμένες διαδρομές! Έχει περάσει πιά ο καιρός
που οι νίκες σας έχουν κιόλας τρεμοσβήσει.
Βιολιά ηχούν μάταια τη θλίψη μου και η στριγγή φλογέρα.

ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΑΪΜ (1887-1912)

1. UMBRA VITAE

Στους δρόμους γέρνουν οι άνθρωποι μπροστά
τα τρομερά σημάδια τ’ ουρανού ακολουθάνε,
εκεί που οι κομήτες πάνω απ’ τα οδοντωτά
κάστρα, με τα πύρινα ράμφη τους γλυστράνε.

Πληθαίνουν στις σκεπές παντού οι οιωνοσκόποι,
που περισκόπια μακριά στον ουρανό καρφώνουν
και μάγοι που τ’αστέρι επικαλούνται,
από το χώμα σκοτεινά, παράξενα φυτρώνουν.

Ψάχνοντας τη χαμένη τους, μάταια, να βρούνε ζήση,
σ’ ορδές οι αυτόχειρες τραβούν σ΄ατέλειωτα νυχτέρια,
σκυφτοί απ’ το Νότο ως το Βορρά, σ’ Ανατολή και Δύση
τον κουρνιαχτό σαρώνοντας μ’ αυτές τις σκούπες-χέρια.

Κι όπως η σκόνη και αυτοί, λίγο κρατάνε ακόμα.
Αφήνουν πίσω, όπως παν’, στο δρόμο τα μαλλιά τους.
Πηδούν στο θάνατο με βιά, κι εκεί στο χώμα
κείτονται μαζί μ’ άλλους μελλοθανάτους,

Μ’ αργοσαλεύουν που και που. Γύρω μι’ αγέλη,
ζώα του αγρού στέκουν μ’ απάθεια
καθώς τα σπλάχνα τους με κέρατα τρυπούν. Κι είναι τα μέλη
τους διάσπαρτα στα βάτια και στ’ αγκάθια.

Λιμνάζουνε οι θάλασσες. Γατζώνονται
απ’ τα κύματα τα πλοία σαπισμένα,
σκόρπια, χωρίς ρεύμα αγκιστρώνονται.
Του ουρανού τα δώματα κλεισμένα.

Τα δέντρα πάψαν ν’ ακολουθούν τις εποχές,
μένουν νεκρά, αιώνια στα στερνά τους,
στις μαραμένες πάνω απλώνοντας βραγιές
ξύλινα, μακριά τα δάχτυλα-κλαριά τους.

Κάποιος πεθαίνει, σηκώνεται, πάει να στηριχτεί
πριν λίγο μόλις τα λόγια του σιγήσαν.
Πού είναι η ζωή του; Πάει, σε μιά στιγμή.
Σαν το γυαλί τα μάτια του ραγήσαν.

Οι σκιές πολλές. Κρυφτές στην καταχνιά.
Κι όνειρα, βουβά τις πόρτες που ταράζουν..
Κι όποιοι ξυπνούν, παλεύουν του πρωινού την αντηλιά,
τον ύπνο το βαρύ απ’τα γκρίζα βλέφαρα τινάζουν.

(μετάφραση Κώστας Μαντζάκος)

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2020/04/26/%ce%b5%ce%be%cf%80%cf%81%ce%b5%cf%83%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7/?fbclid=IwY2xjawLZIP9leHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFkMmVNYVFjbGFZNGRTT2t1AR78ZIf8_Q9yUWc83qLgEhZAXZMAnK0BMOWN8947MCUuwmX2inOaWoYAeCAGzA_aem_3CcDZbYpAhVfs325rI_ynQ