Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Γλώσσα--Αθλητισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Γλώσσα--Αθλητισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Αριστοτέλης Μπενόγλου-[Δημήτρης Σαραβάκος]

 Σουηδία, Επαρχία Βεστεργκέτλαντ, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα του Βορείου Πόλου...

Χειμώνας, βράδυ, γύρω στις 22.30. Το θερμόμετρο έξω δείχνει δώδεκα βαθμούς υπό το μηδέν. Έχει νυχτώσει από το μεσημέρι. Το κρύο είναι τσουχτερό και η χιονόπτωση συνεχής και έντονη. Σχεδόν κανένας δεν κυκλοφορεί έξω. Ένας παγωμένος αέρας σφυρίζει με μανία και είναι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται στους δρόμους, ενώ αρκετές χιονοθύελλες κάνουν την εμφάνισή τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Όλα τα αυτοκίνητα, στην πλειονότητά τους Volvo, είναι πλέον ολόλευκα, καθώς τα έχει σκεπάσει και αυτά το χιόνι, το οποίο έχει καλύψει σχεδόν τα πάντα.
Γκέτεμποργκ. Σε πιστή μετάφραση, «Γοτθικό Κάστρο». Η πρωτεύουσα της επαρχίας. Στη μητροπολιτική περιοχή του Γκέτεμποργκ βρίσκεται ο δήμος Στένουγκσουντ. Στο κέντρο του δήμου υπάρχει μια παραδοσιακή παμπ-μπιραρία, στέκι πολλών οπαδών των «Μπλάβιτ» (μπλε). Πρόκειται για το παρατσούκλι της τοπικής ομάδας, της ΙΦΚ Γκέτεμποργκ, του πιο σημαντικού εκπροσώπου του σουηδικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, κατόχου δύο Κυπέλλων UEFA, το 1982 και το 1987, και ημιφιναλίστ των Κυπέλλων Πρωταθλητριών του 1984 και του 1993.
Τρώγοντας παραδοσιακά Köttbullar και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους με Brännvin, οι ντόπιοι θαμώνες της παμπ τραγουδούν παλιά κομμάτια των ABBA, διηγούνται με νοσταλγία ιστορίες για τον Ούλοφ Πάλμε και καυχώνται για τον θρύλο των κορτ, Μπγιορν Μποργκ. Γέλια, φωνές, γλέντι, αλκοόλ… Όλα όμως παγώνουν μονομιάς… Ήταν σαν να άνοιξε κάποιος την πόρτα και να μπήκε μέσα όλο το ξεροβόρι, όταν, εντελώς απροειδοποίητα, ένας μεθυσμένος κατάξανθος τριανταπεντάρης με πυκνή γενειάδα, ονόματι Nils, χτυπάει με μίσος το γυάλινο ποτήρι του στην μπάρα, φωνάζοντας γεμάτος οργή και απόγνωση:
- Saravakos!
Η μουσική χαμηλώνει και τα γέλια πνίγονται, δίνοντας τη θέση τους στην απόλυτη σιωπή. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Nils. Και εκείνος, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το ποτό του, κάθεται ξανά στη θέση του και ολοκληρώνει το ξαφνικό ξέσπασμά του:
- Du kommer aldrig att glomma! (Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ)
Λίγο παραπέρα, μια παρέα από πέντε Σουηδούς, φανατικούς οπαδούς της Γκέτεμποργκ, προσκαλεί τον Nils στο τραπέζι της. Εκείνος αποδέχεται την πρόσκληση και κάθεται μαζί τους.
«Τον θυμάσαι και εσύ, ε;», τον ρωτάει ο πενηνταπεντάρης σήμερα Henrik, παρών στα δύο ιστορικά παιχνίδια της Γκέτεμποργκ με τον Παναθηναϊκό στο «Ούλεβι», τον Μάρτιο του 1985 και τον Νοέμβριο του 1991.
- Εγώ τον θυμάμαι κάθε μέρα, ανταπαντά ο Mikael, αρχηγός των οργανωμένων οπαδών της Γκέτεμποργκ τα τελευταία χρόνια. Δίπλα του, η σύζυγός του Klara ρωτάει τον Arne, κολλητό του φίλο και συνοπαδό, αν ο Saravakos «ήταν αυτός ο νόστιμος μελαχροινός με τα πυκνά μαλλιά, που μας απέκλεισε δύο φορές από το Κύπελλο Πρωταθλητριών».
Ο Gotthard είχε παρακολουθήσει τη ρεβάνς του 1991 στο σπίτι του. Μετά από το περίφημο γκολ του Σαραβάκου έσπασε από τα νεύρα του την ολοκαίνουργια έγχρωμη τηλεόραση και από τότε μισεί τον Παναθηναϊκό όσο μισεί και την ΑΙΚ Στοκχόλμης. Ο Harald, ιδιοκτήτης της παμπ, έβαλε τα κλάματα όταν ο «μικρός» κάρφωσε την μπάλα στο σίδερο του τερματοφύλακα της Γκέτεμποργκ, Τόμας Ραβέλι, χαρίζοντας ουσιαστικά την πρόκριση στους «πράσινους». Ο Holmfrid, o Kjell, o Lars, o Martin, o Olle… Όσοι βρίσκονται αυτό το βράδυ στην παμπ γνωρίζουν πολύ καλά το όνομα ''Dimitrios Saravakos''. Είναι αλήθεια τελικά πως εκεί, στον μακρινό Βορρά, τον θυμούνται ακόμα. Σε όλους έχει εντυπωθεί στο μυαλό ένα λευκό «7» σε μια πράσινη φανέλα, που μια παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη του 1991 ντρίμπλαρε τρεις Σουηδούς αμυντικούς σε 3-4 τετραγωνικά μέτρα και με φαλτσαριστό σουτ-ξυράφι εν στάσει σφήνωσε την μπάλα στο πίσω σίδερο της εστίας, γεγονός που προσέδωσε ακόμα πιο θρυλική υπόσταση σε ένα από τα ομορφότερα γκολ που έχουμε δει ποτέ…
Κατηφορίζοντας αρκετά νοτιότερα, περνάμε τα νότια σύνορα της Ελβετίας και φτάνουμε στην πρωτεύουσα του Πιεμόντε, στην Ιταλία, εκεί όπου ο ποταμός Πάδος συναντά τις Άλπεις. Είναι ο βιομηχανικός βορράς, η πόλη της Fiat. Το ομιχλώδες Τορίνο…
Βγαίνοντας από τη ''Mole Antonelliana'', το σημερινό Μουσείο Κινηματογράφου, μια παρέα από τέσσερις καλοντυμένους Τορινέζους θυμούνται το όνομα ''Dimitris Saravakos'' και τα κινηματογραφικά του γκολ απέναντι στον Σιλβάνο Μαρτίνα της Τορίνο το 1985 και τον Στέφανο Τακόνι της Γιουβέντους το 1987, μέσα στο «Κομουνάλε», αποκαλώντας τον, σχεδόν ταυτόχρονα, ''grandissimo giuocatore''. Όπως δηλαδή τον αποκάλεσε, περιμένοντάς τον στη φισούνα του γηπέδου των «μπιανκονέρι» και ο ''Bell’ Antonio'' Αντόνιο Καμπρίνι, αρχηγός της Γιουβέντους, με τον οποίον αντάλλαξε φανέλες ο Δημήτρης.
Το δεξί κάτω άκρο του Δημήτρη είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιταλία. Τόσο πολύ, που λέγεται ότι το ερωτεύτηκε κάποτε και η οικογένεια Ανιέλι. Ευτυχώς για εμάς, τα θαυματουργά πόδια του Μητσάρα δεν πάτησαν ποτέ τα πεντάλ μιας κατακόκκινης Ferrari Testarossa, σαν αυτές που είχαν τα αφεντικά της «γηραιάς κυρίας» στον τεράστιο στόλο τους. Αρκέστηκε στη λευκή Toyota Celica που κέρδισε ως δώρο για τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος της περιόδου 1990-91…
Πάμε όμως ακόμα νοτιότερα, στα δικά μας μέρη...
Ελλάδα, νοτιοδυτική Αττική. Εκεί όπου εκβάλλει ο Κηφισός, στις παρυφές του Νέου Φαλήρου, βρίσκονται τα όρια του Πειραιά. Στην ευρύτερη περιοχή του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, το όνομα του Δημήτρη Σαραβάκου ανέκαθεν προκαλούσε περισσότερο τρόμο παρά θαυμασμό. Στατιστικές έχουν δείξει πως πριν και έπειτα από κάθε παιχνίδι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού οι πωλήσεις ηρεμιστικών χαπιών στα φαρμακεία του δήμου αυξάνονταν κατακόρυφα. «Χρυσές» δουλειές για τους φαρμακοποιούς, αλλά και για τους ζαχαροπλάστες, καθώς οι κορνέδες έκαναν θραύση εκείνην την περίοδο στην πλειονότητα των «ερυθρόλευκων» πελατών. Οι επιστήμονες, που την εποχή εκείνη ήταν σε αφθονία στον επίνειο, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο…
Και μιας και μιλήσαμε για πελάτες… Αλήθεια, υπήρχε καλύτερος «πελάτης» από τον Ολυμπιακό για τον Δημήτρη Σαραβάκο; Δεκαέξι φορές «κάρφωσε» την μπάλα στα δίχτυα των Πειραιωτών ο «Μητσάρας», σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Λιγκ Καπ. Και άλλη μία, που δεν την κάρφωσε στα δίχτυα ακριβώς. Αλήθεια, πώς γίνεται να πετυχαίνεις γκολ χωρίς να αγγίξει η μπάλα δίχτυα, χωρίς να χτυπήσει στο δοκάρι ή έστω δίχως να σκάσει εντός της γραμμής; Δείτε το πέναλτι-γκολ του Σαραβάκου στον τελικό κυπέλλου του 1988 και θα λύσετε τον γρίφο!
Σύνολον τεμαχίων: 17 (ολογράφως δεκαεπτά). Με απόδειξη ή τιμολόγιο. Με πράσινο ή λευκό σορτσάκι. Με μακρυμάνικη ή κοντομάνικη φανέλα. Με ''Asics Tiger'' ή ''Kappa''. Με χορηγό στη φανέλα αυτοκίνητα ("Citroen'') ή -κυρίως- ασφάλειες (''Interamerican'') ένα είναι σίγουρο. Πως και γρήγορος ήταν και μια… ασφάλεια μας την παρείχε στα δύσκολα ο, γεννημένος σαν σήμερα (26 Ιουλίου 1961), «μικρός»…
Ρότερνταμ, γήπεδο «Ντε Κάιπ», 25 Μαρτίου 1987. Ολλανδία - Ελλάδα, προκριματικά Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ο Σαραβάκος «κρεμάει» τον Φαν Μπρόικελεν στο έκτο λεπτό. Στα παιδικά μάτια αμέτρητων πιτσιρικάδων, το γκολ επιτεύχθηκε πίσω από τη σέντρα και η μπάλα καρφώθηκε στο «Γ» της εστίας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να φωνάζει «γκολ για Όσκαρ!». Όταν το είδα πριν από λίγα χρόνια στο διαδίκτυο, αντιμετώπισα τη φριχτή αλήθεια: το σουτ ήταν περίπου 7-8 μέτρα έξω από τη μεγάλη περιοχή και η μπάλα έσκασε στο χορτάρι προτού περάσει τη γραμμή. Είναι η τάση να μεγαλοποιούμε τα παλιά; Ποιος ξέρει… Ο Μητσάρας εκτός από «πράσινος» ήταν και «μπλε» ήρωας. Και δεν υπήρχε ούτε ένας φίλαθλος, ανεξαρτήτως συλλογικής προτίμησης, που δεν παραδεχόταν την αξία αλλά και το σπάνιο ήθος του.
Αθήνα, Ολυμπιακό Στάδιο, 10 Οκτωβρίου 1990. Πέντε γκολ με τη «γαλανόλευκη» (όλα στο β΄ ημίχρονο) στο 6-1 εναντίον της Εθνικής Αιγύπτου σε φιλικό παιχνίδι. Και ας ήταν τα τρία με πέναλτι. Δεν μιλιόμουν όταν, λίγες ημέρες αργότερα, διάβασα πως και ο μεγάλος Μάρκο Φαν Μπάστεν κατάφερε να πετύχει ισάριθμα γκολ με την Εθνική Ολλανδίας. Μπορεί να έκλαψα κιόλας, δεν θυμάμαι ακριβώς. Στο παιδικό μου μυαλό ήθελα ο Δημήτρης να είναι όχι μόνο πρώτος, αλλά και μοναδικός. Όπως δεν μιλιόμουν και όταν συνειδητοποίησα ότι τα 22 γκολ του Σαραβάκου με τα χρώματα της Εθνικής Ελλάδας δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουν τα αντίστοιχα 29 του Νίκου Αναστόπουλου. Αργότερα, βέβαια, σκέφτηκα πως ο Μητσάρας έχει ένα σοβαρό ελαφρυντικό έναντι του «μουστάκια»: δεν είναι σέντερ φορ! Ο Δημήτρης Σαραβάκος δεν πρόκειται ποτέ να βγει από την καρδιά όλων των Παναθηναϊκών, ιδίως εκείνων που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Εκείνων, δηλαδή, που μεγάλωσαν με τα φαλτσαριστά ή ευθύβολα σουτ, τις σέντρες ακριβείας, τα αέρινα σπριντ, τις ντρίμπλες του.
Πολλές οι όμορφες μνήμες από την παρουσία του Σαραβάκου στο φτωχό ελληνικό ποδόσφαιρο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα πάμπολλα ''one man shows'' του απέναντι σε ντόπιους και Ευρωπαίους. Οι ξένοι, όταν ταξίδευε ο Παναθηναϊκός στη χώρα του, έλεγαν «ήρθε ο Σαραβάκος». Ήταν πασίγνωστος σε εποχές που δεν υπήρχε καν το Ιnternet. Αξίζει να σημειωθεί το εξής: ο πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο UEFA της περιόδου 1987-88, Δημήτρης Σαραβάκος, είναι ο μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει τέρμα με όλους τους τρόπους: με δεξί σουτ, με αριστερό σουτ, με κεφαλιά, με κεφαλιά-ψαράκι, με τακουνάκι, με πέναλτι, με απευθείας φάουλ, με απευθείας κόρνερ, ακόμα και με έμμεσο φάουλ (στις 29 Σεπτεμβρίου 1993, στο Δουβλίνο, στο 55ο λεπτό του αγώνα Σέλμπουρν - Παναθηναϊκός).
Ποιος να ξεχάσει τη χειραψία του με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, ως αρχηγός της εθνικής ομάδας, στο πρώτο παιχνίδι που έδωσε ποτέ η Ελλάδα σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Η εν λόγω φωτογραφία είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Δύο «ιερά τέρατα» μαζί. Ο Δημήτρης Σαραβάκος και o αριστεροπόδαρος… Σαραβάκος της Αργεντινής!
Ή τη συμμετοχή του στη Μικτή Κόσμου, τον Δεκέμβριο του 1991, όταν έγινε ο μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που σκόραρε σε παρόμοιο ματς.
Ή ακόμα και το χαμένο πέναλτι, στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας μεταξύ Παναθηναϊκού - ΑΕΚ, στις 19 Απριλίου 1995. Η μοίρα ήθελε να στείλει ψηλά την μπάλα, κάπου στις εξέδρες, ίσως και στα μαρμαράδικα που βρίσκονταν απέναντι από το Στάδιο. Δεν το έκανε επίτηδες, είναι βέβαιο. Το παραδέχτηκε άλλωστε αργότερα. Απλώς λύγισε ακούγοντας το γνωστό σύνθημα. Το αίμα νερό δεν γίνεται, άλλωστε...
Το έχει η μοίρα μας τελικά... Κάθε φορά που πιστεύαμε πως τα πάντα έχουν κριθεί, όταν όλες μας οι ελπίδες είχαν πλέον χαθεί και η ήττα έμοιαζε να είναι πιο κοντά από ποτέ, πάντοτε υπήρχε ένας Δημήτρης για να μας ξελασπώνει, σε χορτάρι και παρκέ. Άλλοτε με τη μορφή «μικρού», φορώντας τον αριθμό 7, άλλοτε με τη μορφή «Στρατηγού», φορώντας τον αριθμό 10 και άλλοτε με... τρισδιάστατη μορφή, με τον αριθμό 13 στην πλάτη.
Και τώρα κλείνω τα μάτια και στο μυαλό μου έρχεται η εξής εικόνα: παλιό Ολυμπιακό Στάδιο, χωρίς τη στέγη Καλατράβα, αλλά με την περίφημη Φλόγα να δεσπόζει στα πέριξ, χορτάρι κιτρινίζον πράσινο, μαύρα μάτριξ με λευκό ρολόι ''Seiko'', πράσινη φανέλα ''Asics Tiger'' με πολύ λεπτές κάθετες λευκές ρίγες, λευκό σορτσάκι και λευκές κάλτσες, μαύρα εξάταπα παπούτσια ''Adidas'' ή ''Diadora''. 75.000 θεατές, κάποιοι εξ αυτών με κασκόλ «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ-ΕΥΡΩΠΗ», δίχρωμα πανό, καρέκλες αντί πάγκων. Εφόρμηση Ζάετς (ή Ζάγετς, όπως τον έλεγε ο Γιάννης Διακογιάννης), μπαλιά στην πλάτη της άμυνας στον Σαραβάκο, σουτ-βολέ, ένα «γκντουπ»... Η μπάλα οδηγείται με μεγάλη ταχύτητα στα τετράγωνα τέρματα με τα παχιά λευκά δίχτυα. Ο «μικρός» έχει ήδη φύγει προς τον στίβο πανηγυρίζοντας, ενώ ο τερματοφύλακας μαζεύει την μπάλα για να γίνει η σέντρα. Άλμα, σφίξιμο γροθιάς και μπουνιά στον αέρα, τρέξιμο προς την κερκίδα και τον κόσμο που ουρλιάζει «γκοοοοολ», αλλά υπάρχει αυτή η άτιμη η τάφρος και δεν πάει πιο πέρα.
Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το τώρα. Όλα διαφορετικά, όλα τόσο σημερινά. Οι αναμνήσεις είναι κάτι που δεν θα μπορέσουν ποτέ να κλέψουν από τους Παναθηναϊκούς. Είναι δικές τους, ολόδικές τους. Ευτυχώς για εμάς, υπάρχει κάτι εντός συλλόγου που ενώνει τις θύμησες από το παρελθόν με το κυνικό παρόν και μας δίνει ελπίδα: o Δημήτρης Σαραβάκος.
Μπορεί να μην έχει πια μαύρα πυκνά μαλλιά όπως στο σκίτσο. Ε, και; Για εκείνους που τον λάτρεψαν και τον λατρεύουν σαν ημίθεο θα έχει πάντοτε το χαρακτηριστικό περιβραχιόνιο με το ''C'' στο αριστερό του μπράτσο. Και θα το φοράει αιώνια...

Πηγή:
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid033KXmS7Sa9aWmKotDNzWUXLz32YfjouCfLYbAfvcVxhqL1kWULswybEj1ZyiKkfxJl&id=100008111087198

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Γιάννης Κοντός-Ο αθλητής του τίποτα


Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.

Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις.

Δυσκολίες και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους,

γκρίνιες, οικογένειες.

Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.

Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.

Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,

οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνούν

με χαρούμενους ανθρώπους.

 

Και αυτός

σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα

και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος

με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει

κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.

Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα

αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει

- άλλοτε θυμάται.

 

Σε μια στάση για να δει

το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ

απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.

Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του

έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία

και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο

του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία

ή τεθλασμένη ή σπείρα.

Δεν κοιτάζει πίσω το ποίημα,

γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες

και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.

 

Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,

βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει

να δραπετεύσει, να πετάξει.

Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος

γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα

με το άγνωστο τέρμα.

Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.

Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό

το λυκόφως.

 

Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ

δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.

Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι

που αυτός το βλέπει άπλετο φως.

Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,

είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της

Αργοναυτικής Εκστρατείας.

 

Πάει και πάει.

Το πέλμα θυμάται το πριν και το

μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,

βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.

 

Το τέρμα σφίγγεται βίδα

στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.

Ένας διασκελισμός και χάνεται

στην αβεβαιότητα του τέλους



[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού Ο ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ –κρατικό βραβρείο ποίησης 1998 από την ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Αργυρώ Γιαννουδάκη-Το χρονικό ενός ακόμη προαναγγελθέντος θανάτου..

01-02-2022 11:21

Ένας παιδί τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, παρακαλούσε για τη ζωή του, αλλά δεν του δόθηκε χάρη κι έτσι η μάνα του, που για 18 χρόνια το μεγάλωσε με όλη της την αγάπη και με θυσίες, το βρήκε παγωμένο να κείτεται σε κάποιο φορείο στην αίθουσα του νεκροτομείου. 

Ξεψύχησε προτού φτάσει το ασθενοφόρο από ακατάσχετη αιμορραγία, δεχόμενο χτυπήματα με δρεπάνι.

Το θανάσιμο αμάρτημα του θύματος όπως όλα δείχνουν είναι ότι ήταν οπαδός του Άρη και κάποιοι  δεν μπόρεσαν να του το συγχωρήσουν. Αλήθεια εκεί φτάσαμε; Να αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα τι ομάδα υποστηρίζει κάποιος;

Ο δράστης βγήκε παγανιά χθες για να αφαιρέσει μία ζωή. Είναι απολύτως σαφές από τη σημειολογία και την επιλογή του όπλου που χρησιμοποίησε ότι ενσάρκωνε το Χάρο. Δεν βγήκε  ούτε για να εκφοβίσει, ούτε για να προκαλέσει επιπόλαια τραύματα, βγήκε για να σκορπίσει θάνατο. Πρόκειται για έναν από τους εκατοντάδες κοινωνιοπαθείς που κυκλοφορούν ανάμεσα μας και που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου στις ζωές μας και τις ζωές των παιδιών μας.

Είναι τρομακτικό το πόσο έχει ευτελιστεί η αξία της ανθρώπινης ζωής. Είναι σοκαριστικό να σκέφτεσαι ότι ένας άνθρωπος έχασε το ζωή του, εξαιτίας του μίσους που είχαν ποτιστεί κάποιοι, απλώς επειδή είχε διαφορετική προτίμηση ομάδας.

Η κοινωνία εκφασίζεται και η βία κλιμακώνεται και όλοι σφυρίζουν αδιάφορα. Επί μήνες τώρα ακούμε και διαβάζουμε για γυναικοκτονίες, για τα όσα συμβαίνουν στα σχολεία του Ευόσμου, όπου ακροδεξιά στοιχεία, τα οποία φήμες τα θέλουν να έχουν παρεισφρήσει σε ομάδες οργανωμένων οπαδών τραμπουκίζουν και χτυπούν μαθητές και κάνεις δεν ασχολείται. Κάτι καταδίκες αραιά και που και όλα καλά.

Σε κάποιες περιπτώσεις δεν είδαμε βέβαια ούτε καν καταδίκες...

Μόλις χθες έγινε γνωστή η είδηση ότι οπαδοί της ΑΕΚ εισέβαλαν σε σύνδεσμο οπαδών του Ολυμπιακού στο Πέραμα, την ώρα που οι τελευταίοι έκοβαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους και η διοίκηση της αγαπημένης μου ομάδας, δεν μπήκε καν στον κόπο να καταδικάσει έστω και τυπικά το συμβάν. Γιατί; Επικροτούμε τέτοια περιστατικά; Δεν μας αγγίζουν; Τί θέλουμε κι άλλες χαμένες ζωές; Δεν έχουν παιδιά οι πρόεδροι των ομάδων; Οι ζωές των δικών τους αγοριών έχουν μόνο αξία και των ξένων παιδιών όχι;

Από τα πρώτα ακόμα καταγεγραμμένα περιστατικά αφαίρεσης ζωής οπαδού στη χώρα μας ήταν του Μιχάλη Φιλόπουλου, συμπληρώνονται στις 29 Μαρτίου φέτος, 15 ολόκληρα χρόνια και το μόνο μέτρο που έλαβε έκτοτε η συντεταγμένη Πολιτεία είναι η παύση μετακίνησης οπαδών. Οι κάμερες δεν λειτουργούν σε όλα τα γήπεδα, ο τρόπος διάθεσης των εισιτηρίων και διασταύρωσης στοιχείων πριν από την είσοδο στα γήπεδα είναι διάτρητος...

Με το μέτρο αυτό να έχει αποτύχει παταγωδώς, αφού έκτοτε έχουμε γίνει μάρτυρες εκατοντάδων περιστατικών απίστευτης αγριότητας εντός και εκτός γηπέδων, κανείς δεν θεωρεί σκόπιμο να κάνει κάτι πιο δραστικό, κάτι πιο ουσιαστικό. Οι εκάστοτε Υφυπουργοί Αθλητισμού έχουν νήψει τας χείρας τους, αρνούμενοι να τα βάλουν με τους ισχυρούς άνδρες που διοικούν τις μεγάλες ομάδες.

Είναι καταγεγραμμένα τα μέλη των συνδέσμων από τις ΠΑΕ; Είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση της αστυνομίας; Ποιος και γιατί συγκαλύπτει δολοφόνους;

Ο μόνος πρόεδρος που τόλμησε να τα βάλει με τους οργανωμένους οπαδούς ήταν ο Ντέμης Νικολαΐδης και την πορεία του ως διοικητικού παράγοντα στο ποδόσφαιρο την γνωρίζουμε όλοι... Εδώ δεν δικαιούται να λέει αυτά που βλέπει ως σχολιαστής σε τηλεοπτική εκπομπή!

Η Κεραμέως προ ημερών ήθελε να διδάξει στα σχολεία προγεννητική αγωγή, από το 2007 που δολοφονήθηκε ο Φιλόπουλος, σκέφτηκε κανείς να μιλήσει στα παιδιά για την αξία της ανθρώπινης ζωής και τα όσα πρεσβεύει ο αθλητισμός ή δεν έτυχε καμία ΜΚΟ που έχει κολλητιλίκια με το Υπουργείο Παιδείας να προωθήσει το θέμα...

Διδάσκουμε στα παιδιά μας ένα κάρο άχρηστες γνώσεις και δεν τους διδάσκουμε για τα αυτονόητα, τη δημοκρατία, την ελευθερία... 

Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης για το σημερινό συμβάν, άλλοι με τη σιωπή μας, άλλοι με την ανοχή μας, άλλοι με την αδιαφορία μας. Κάπου όμως πρέπει να μπει ένα τέλος. Γιατί σήμερα ήταν ένα παιδί που δεν γνωρίζεις, όμως αύριο μπορεί να είναι το δικό σου παιδί. Όχι επειδή ήταν Άρης, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ ή Ολυμπιακός, αλλά επειδή δεν είχε το σωστό χρώμα το δέρμα του, επειδή δεν άρεσαν σε κάποιους οι ιδέες του ή επειδή βρισκόταν στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή.

Θα κλείσω με τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του δολοφονημένου και ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Σχήμα απουσίας» ως αποχαιρετισμό...

«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,

τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους

την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει

σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –


Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι

κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο

και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο

που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση

μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,

είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Πηγή: https://www.sdna.gr/genikes-eidiseis/928613_hroniko-enos-akomi-proanaggelthentos-thanatoy?fbclid=IwAR0YSs_-G7RJXg7K6iSd0a7WTaDXtjIV_yhJFeAoMAwLIxgHXG7QwUEIxDs

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Eduardo Galeano-Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως



Το ποδόσφαιρο

Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο. Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία, εξορίστηκε σιγά σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση να παίζεις και μόνο. Στον κόσμο μας σήμερα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος. Κανείς δεν κερδίζει από αυτή την τρέλα που κάνει τον άντρα να γίνεται για λίγο παιδί, να παίζει δηλαδή όπως παίζει ένα πιτσιρίκι με το τόπι του ή μια γάτα με ένα κουβάρι μαλλί· μπαλαρίνα που χορεύει πετώντας στον αέρα ένα ελαφρύ μπαλόνι, μάλλινο κουβάρι που κυλά αβίαστα: να παίζει χωρίς να ξέρει καν ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο και χωρίς διαιτητή. Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα, σε ποδόσφαιρο προς θέαση, με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές, και αυτό το θέαμα έχει γίνει μια από τις πλέον κερδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως. Οργανώνεται όχι για να γίνει παιχνίδι αλλά για να εμποδιστεί να είναι παιχνίδι. Η τεχνοκρατία του επαγγελματικού αθλητισμού έχει επιβάλει ένα ποδόσφαιρο ταχύτητας και δύναμης, που απαρνείται τη χαρά, σκοτώνει τη φαντασία και απαγορεύει την τόλμη. Ευτυχώς, εμφανίζεται ακόμα στα γήπεδα, αν και περιστασιακά, κάποιο τολμηρό αγρίμι που ξεφεύγει από το πλάνο, και διαπράττει το σφάλμα να τα βάλει με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα, τον διαιτητή και το κοινό στις κερκίδες, για την απόλαυση και μόνο του κορμιού, που ορμά στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας.

Ο παίκτης

Τρέχει λαχανιασμένος πάνω κάτω. Από τη μια μεριά, τον περιμένει η ουράνια δόξα, από την άλλη, η άβυσσος της καταστροφής. Στη γειτονιά του τον ζηλεύουν. Ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής γλίτωσε το εργοστάσιο ή το γραφείο, και τον πληρώνουν για να κάνει το κέφι του· κοντολογίς, κέρδισε τον πρώτο λαχνό. Και παρότι πρέπει να χύνει ποτάμια τον ιδρώτα, χωρίς να έχει δικαίωμα ούτε να κουραστεί ούτε να λαθέψει, φιγουράρει στις εφημερίδες και στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο επαναλαμβάνει το όνομά του, οι γυναίκες αναστενάζουν για χάρη του, και τα παιδιά θέλουν να του μοιάσουν. Εκείνος όμως, που ξεκίνησε να παίζει μπάλα για τη χαρά του παιχνιδιού, στους χωματόδρομους κάποιας φτωχογειτονιάς, τώρα δουλεύει ως παίκτης στα στάδια, με την υποχρέωση είτε να κερδίζει είτε να κερδίζει. Οι επιχειρηματίες τον αγοράζουν, τον πουλάνε, τον δανείζουν, κι εκείνος αφήνεται με αντάλλαγμα την υπόσχεση για περισσότερη φήμη και χρήματα. Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχει, και όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, τόσο περισσότερο δέσμιος του συστήματος γίνεται. Υποδουλωμένος, σε στρατιωτική πειθαρχία, υποφέρει καθημερινά το μαρτύριο των εξαντλητικών προπονήσεων, και βομβαρδίζεται από παυσίπονα και κορτιζόνες, που ξεγελούν το κορμί, και κάνουν τον πόνο να ξεχαστεί. Και την παραμονή των σημαντικών αγώνων τον κλείνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για καταναγκαστικά έργα: άνοστα φαγητά, μεθύσι με νερό, και μοναχικός ύπνος. Στα άλλα ανθρώπινα επαγγέλματα, η δύση έρχεται με τα γηρατειά, όμως ο ποδοσφαιριστής μπορεί να γεράσει και στα τριάντα του. Οι μύες κουράζονται νωρίς: — Αυτός δεν βάζει γκολ ούτε με αίτηση. — Αυτός; Ούτε άμα δέσεις τα χέρια του τερματοφύλακα. Μπορεί και πριν απ’ τα τριάντα, όταν ένα σουτ τον ξαπλώσει άσχημα κάτω, ή του τύχει να υποστεί κάποια σοβαρή θλάση, ή μια κλοτσιά τού τσακίσει ένα κόκαλο ανεπανόρθωτα. Και μια ωραία ημέρα, ο ποδοσφαιριστής διαπιστώνει πως έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα, και ότι το χρήμα και η δόξα έχουν κάνει φτερά. Η δόξα, αυτό το πεφταστέρι, δεν του άφησε ούτε ένα γράμμα παρηγοριάς.

Ο τερματοφύλακας

Ονομάζεται επίσης γκολκίπερ, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και οσιομάρτυρας, κλοτσοσκούφι, αποδιοπομπαίος, κι εκείνος που πληρώνει τις αμαρτίες των άλλων. Λένε πως όπου πατάει δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι. Είναι ολομόναχος, καταδικασμένος να παρακολουθεί τον αγώνα από μακριά. Μένει καθηλωμένος στη θέση του, στην ερημιά του, ανάμεσα στα τρία δοκάρια, περιμένοντας τον τουφεκισμό του. Παλιά φορούσε μαύρα, όπως ο διαιτητής. Τώρα που ο διαιτητής δεν μεταμφιέζεται πια σε κοράκι, ο τερματοφύλακας παρηγορεί τη μοναξιά του με διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων. Δεν βάζει γκολ. Στέκεται εκεί για να μην του βάλουν. Το γκολ είναι η γιορτή του ποδοσφαίρου: ο σκόρερ φέρνει χαρά, ο τερματοφύλακας κάνει χαλάστρα. Φοράει το νούμερο ένα στην πλάτη του. Ο πρώτος που θα πληρωθεί; Όχι, ο πρώτος που θα πληρώσει τα σπασμένα. Το φταίξιμο είναι πάντοτε δικό του, ακόμα κι όταν δεν φταίει. Όποιος παίκτης κι αν κάνει πέναλτι, θα την πληρώσει ο τερματοφύλακας: τον αφήνουν εκεί, κατάμονο απέναντι στον δήμιό του, στην απεραντοσύνη του κενού τέρματος. Κι όταν η ομάδα του είναι σε άσχημη μέρα, πάλι αυτός την πληρώνει, τον βομβαρδίζουν με απανωτά σουτ, για άλλων αμαρτίες. Οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να τα θαλασσώσουν μια ή και πολλές φορές, αλλά εξιλεώνονται με κάποια θεαματική προσποίηση, μια εξαιρετική πάσα, ένα εύστοχο σουτ: εκείνος ποτέ. Το πλήθος δεν συγχωρεί τον τερματοφύλακα. Άφησε τη θέση του σε λάθος στιγμή; Έκανε κακή εκτίμηση; Γλίστρησε η μπάλα μέσα από τα χέρια του; Τα ατσαλένια του δάχτυλα έγιναν πούπουλα; Με ένα και μόνο λάθος του ο τερματοφύλακας καταστρέφει το παιχνίδι, χάνει το πρωτάθλημα, και τότε το κοινό ξεχνά μονομιάς όλα του τα κατορθώματα, και τον καταδικάζει σε αιώνια δυσμένεια. Η κατάρα θα τον κυνηγάει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το είδωλο

Μια ωραία ημέρα, η θεά του ανέμου φιλά το πόδι του άνδρα, ένα πόδι κακοπαθημένο και περιφρονημένο, και από εκείνο το φιλί γεννιέται το ποδοσφαιρικό είδωλο. Γεννιέται σε αχυρένια κούνια, σε τενεκεδόσπιτο, κι έρχεται στον κόσμο αγκαλιά με μια μπάλα. Μόλις μάθει να περπατά, ξέρει και να παίζει μπάλα. Τα πρώτα του χρόνια δίνει ζωή και χαρά στις αλάνες, παίζει ξέφρενα στις φτωχογειτονιές μέχρι να σκοτεινιάσει και να μη βλέπει πια την μπάλα, και στα νεανικά του χρόνια ανοίγει τα φτερά του, και τα γήπεδα πετούν μαζί του. Τα ακροβατικά του φέρνουν κοσμοσυρροή από Κυριακή σε Κυριακή, από νίκη σε νίκη, από αποθέωση σε αποθέωση. Η μπάλα τον αποζητά, τον αναγνωρίζει, τον χρειάζεται. Πάνω στο πόδι του αναπαύεται, νιώθει άνετα. Εκείνος της δίνει λάμψη, της μιλάει, και μέσα από τη συνομιλία τους επικοινωνούν εκατομμύρια χωρίς φωνή. Οι ασήμαντοι άνθρωποι, οι καταδικασμένοι να είναι πάντα ασήμαντοι, μπορούν να νιώσουν για λίγο ότι είναι κάποιοι, χάρη στις πάσες που αλλάζουν με τη μία, στις τρίπλες που ζωγραφίζουν στο γρασίδι, στα απίθανα γκολ με το τακουνάκι ή στο ανάποδο ψαλίδι: όταν παίζει αυτός, η ομάδα έχει δώδεκα παίκτες.
— Δώδεκα; Δεκαπέντε έχει! Είκοσι! Η μπάλα γελάει, ακτινοβολεί στον αέρα. Εκείνος την κατεβάζει, τη νανουρίζει, της κάνει κομπλιμέντα, τη χορεύει, και οι θαυμαστές του, βλέποντας όλα αυτά τα πρωτοφανή, νιώθουν οίκτο για τα εγγόνια τους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, και δεν θα έχουν την ευκαιρία να τα δουν. Όμως το είδωλο είναι είδωλο για μια στιγμή μονάχα, ανθρώπινη αιωνιότητα, ένα τίποτα. Έρχεται η ώρα που αχρηστεύεται το χρυσό πόδι, το αστέρι έχει διανύσει την τροχιά του από τη λάμψη μέχρι το σβήσιμό του. Το κορμί του έχει περισσότερα μπαλώματα και από το κουστούμι του παλιάτσου, και ο ακροβάτης είναι τώρα παράλυτος, ο καλλιτέχνης είναι ένα άχρηστο πλάσμα: — Με τα δεκανίκια! Η πηγή της συλλογικής ευτυχίας γίνεται τώρα αλεξικέραυνο της γενικής κατακραυγής: — Ψοφίμι! Μερικές φορές το είδωλο δεν καταρρέει ολοσχερώς. Σπάει, και το πλήθος τρέχει να τον κατασπαράξει κομμάτι κομμάτι.

Ο φανατικός

O φανατικός είναι ένας οπαδός σε τρελοκομείο. Η εμμονή του να αρνείται το προφανές τον οδηγεί τελικά στο να απαρνείται τη λογική και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με αυτήν, και τα λείψανα του ναυαγίου αρμενίζουν ακυβέρνητα σε ταραγμένα νερά, που τροφοδοτούνται διαρκώς από μια οργή που δεν καταλαγιάζει. Ο φανατικός μπαίνει στο γήπεδο με τη σημαία της ομάδας του, το πρόσωπο βαμμένο με τα χρώματα της λατρεμένης φανέλας, και βαρυφορτωμένος με σαματατζίδικα κι επιθετικά μαραφέτια. Είναι ήδη φτιαγμένος από τον δρόμο, και κάνει πολύ φασαρία για το τίποτα. Δεν πάει ποτέ μόνος. Ανακατεμένος μέσα στο εξαγριωμένο πλήθος, αυτή την επικίνδυνη σαρανταποδαρούσα, ο ταπεινωμένος κάνει τα πάντα για να ταπεινώσει τους άλλους, ο φοβισμένος γίνεται η φοβέρα. Η παντοδυναμία της Κυριακής ξορκίζει την υποταγμένη ζωή της υπόλοιπης εβδομάδας, το κρεβάτι δίχως πόθο, τη δουλειά χωρίς ενδιαφέρον, ή την απραγία: απελευθερωμένος για μια μέρα, ο φανατικός εκδικείται τους πάντες και τα πάντα. Παρακολουθεί τον αγώνα σε κατάσταση επιληψίας, χωρίς να τον βλέπει. Το πεδίο της μάχης του είναι οι κερκίδες. Εκεί δίνει τον δικό του αγώνα. Και μόνο η παρουσία ενός οπαδού της αντίπαλης ομάδας αποτελεί απαράδεκτη πρόκληση. Το Καλό δεν είναι βίαιο, όμως υποχρεώνεται αναγκαστικά να γίνει από το Κακό. Ο εχθρός, αιώνιος φταίχτης, αξίζει να στραγγαλιστεί. Ο φανατικός δεν μπορεί να αφαιρεθεί ούτε στιγμή, γιατί ο εχθρός παραμονεύει παντού. Ίσως να κρύβεται και σ’ εκείνον τον σιωπηλό θεατή, που σε κάποια στιγμή μπορεί να εκφράσει τη γνώμη ότι ο αντίπαλος δεν παίζει άσχημα, και τότε θα πάρει αυτό που του αξίζει.

Το γκολ

Το γκολ είναι ο οργασμός του ποδοσφαίρου. Και όπως ακριβώς ο οργασμός, έτσι και το γκολ, όλο και περισσότερο σπανίζει στη σύγχρονη ζωή. Πριν από μισό αιώνα, σπανίως ένας αγώνας τελείωνε δίχως γκολ: 0-0, δυο στόματα που χάσκουν, δυο χασμουρητά. Τώρα οι έντεκα παίκτες περνάνε όλο τον αγώνα κολλημένοι στη μικρή περιοχή, προσπαθώντας να αποτρέψουν τα γκολ, και δεν έχουν καιρό για να βάλουν. Ο ενθουσιασμός που προκαλείται κάθε φορά που η άσπρη μπάλα τραντάζει τα δίχτυα μοιάζει με μυστήριο ή τρέλα, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι το θαύμα δεν συμβαίνει συχνά. Το γκολ, ακόμα κι αν πρόκειται για γκολάκι, μετατρέπεται σε γκοοοοοοοοοοολ στο στόμα των εκφωνητών του ραδιοφώνου, ένα ντο βαρύτονο, που θα έκανε τον Καρούζο να σιωπήσει για πάντα, και το πλήθος παραληρεί, ενώ το γήπεδο ξεχνά πως είναι από τσιμέντο, ξεκολλάει από τη γη, και πετά στον αέρα.

Ο διαιτητής

Ο διαιτητής είναι εξ ορισμού αυθαίρετος. Είναι ο επαχθής τύραννος που ασκεί τη δικτατορία του χωρίς καμιά πιθανότητα για αντιπολίτευση, και ο πομπώδης δήμιος που ασκεί την απόλυτη εξουσία του με χειρονομίες όπερας. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα, ο διαιτητής φυσάει τους ανέμους τού πεπρωμένου, κι επικυρώνει ή ακυρώνει γκολ. Με την κάρτα στο χέρι, υψώνει τα χρώματα της καταδίκης: το κίτρι

νο, η τιμωρία του αμαρτωλού που οφείλει να μετανοήσει, και το κόκκινο, που τον στέλνει στην εξορία. Οι επόπτες τον βοηθούν, αλλά δεν αποφασίζουν· παρακολουθούν απέξω. Μόνο ο διαιτητής μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο, και με το δίκιο του σταυροκοπιέται αμέσως μόλις βρεθεί μπροστά στο πλήθος που βρυχάται. Η δουλειά του είναι να γίνεται μισητός. Μοναδική ομοφωνία στο ποδόσφαιρο: τον μισούν οι πάντες. Πάντα τον γιουχάρουν, ποτέ δεν τον χειροκροτούν. Στην τρεχάλα δεν έχει το ταίρι του. Είναι ο μόνος που πρέπει να τρέχει διαρκώς. Είναι ένας παρείσακτος που καλπάζει και κοψομεσιάζεται αγκομαχώντας ασταμάτητα ανάμεσα στους είκοσι δύο παίκτες. Και σε αντάλλαγμα για τις τόσες θυσίες του, το πλήθος ουρλιάζει, ζητώντας το κεφάλι του. Από την αρχή του παιχνιδιού μέχρι το τέλος, ο διαιτητής, καταϊδρωμένος, είναι υποχρεωμένος να κυνηγά την άσπρη μπάλα που πηγαινοέρχεται σε ξένα πόδια. Θα ήθελε πολύ να παίξει μαζί της, όμως αυτή η χάρη δεν του δόθηκε ποτέ. Όταν η μπάλα ακουμπά, κατά λάθος, το κορμί του, σύσσωμοι οι θεατές μνημονεύουν τη μάνα του. Και μολαταύτα, προκειμένου να βρίσκεται εκεί, στον ιερό πράσινο χώρο όπου η μπάλα κυλά και πετά, υπομένει βρισιές, γιουχαΐσματα, πέτρες και κατάρες. Πού και πού, σπάνια, κάποια απόφαση του διαιτητή συμβαδίζει με την επιθυμία του οπαδού, όμως ούτε τότε καταφέρνει να αποδείξει την αθωότητά του. Οι ηττημένοι χάνουν εξαιτίας του, και οι νικητές κερδίζουν ξέχωρα απ’ αυτόν. Άλλοθι για όλα τα σφάλματα, δικαιολογία για όλες τις δυστυχίες, οι οπαδοί θα έπρεπε να τον εφεύρουν εάν δεν υπήρχε. Όσο περισσότερο τον μισούν τόσο περισσότερο τον έχουν ανάγκη. Για πάνω από έναν αιώνα, ο διαιτητής ντυνόταν στα μαύρα. Ποιον πενθούσε; Τον εαυτό του. Τώρα προσποιείται με χρώματα.

Οι ειδήμονες

Πριν από τον αγώνα, οι δημοσιογράφοι υποβάλλουν ερωτήσεις που προκαλούν αμηχανία: — Είστε έτοιμοι για τη νίκη; Και παίρνουν κάτι φοβερές απαντήσεις: — Θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσουμε. Στη συνέχεια τον λόγο έχουν οι σπορτκάστερ. Εκείνοι της τηλεόρασης δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις εικόνες, γι’ αυτό απλά τις συνοδεύουν. Του ραδιοφώνου πάλι, δεν ενδείκνυνται για καρδιοπαθείς: αυτοί οι αριστοτέχνες του σασπένς τρέχουν περισσότερο από τους παίκτες και την ίδια την μπάλα, και αναμεταδίδουν έναν αγώνα που συνήθως δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνον που παρακολουθεί κανείς. Σ’ εκείνο τον καταρράκτη λέξεων, περνά ξυστά την άσπρη γραμμή η βολίδα που πετά πάνω από τα κεφάλια, και κινδυνεύει άμεσα να δεχτεί γκολ το τέρμα όπου μια μικρή αράχνη υφαίνει τον ιστό της από το ένα δοκάρι στο άλλο, ενώ ο τερματοφύλακας χασμουριέται. Όταν η συγκλονιστική μέρα φτάνει στο τέλος της μέσα στον τσιμεντένιο κολοσσό, έρχεται η ώρα των σχολιαστών. Οι σχολιαστές είχαν ήδη διακόψει την αναμετάδοση του αγώνα αρκετές φορές για να υποδείξουν στους παίκτες τι έπρεπε να κάνουν, όμως αυτοί δεν μπορούσαν να τους ακούσουν γιατί ήταν απασχολημένοι κάνοντας λάθη. Τούτοι οι ιδεολόγοι του WM εναντίον του MW, που είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά από την ανάποδη, χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο όπου η επιστημονική πολυμάθεια κυμαίνεται ανάμεσα στην πολεμική προπαγάνδα και τη λυρική έκσταση. Και πάντα μιλούν σε πληθυντικό αριθμό, γιατί είναι πολλοί.

Η γλώσσα των επιστημόνων του ποδοσφαίρου

Ας συνοψίσουμε την άποψή μας, διατυπώνοντας μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων τακτικής, τεχνικής και έμψυχου δυναμικού στην αναμέτρηση που διεξήχθη σήμερα στο γήπεδο του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Ουνίδος Βενσερέμος, χωρίς να περιπέσουμε σε απλουστεύσεις ασυμβίβαστες με ένα θέμα που αναμφίβολα μας επιβάλλει βαθύτερες και εκτενέστερες αναλύσεις, και χωρίς να περιπέσουμε σε αμφισημίες που ήταν, είναι και θα είναι ξένες στη δία βίου αφοσίωσή μας στην υπηρεσία του αθλητισμού. Θα ήταν εύκολο να αποφύγουμε την ευθύνη μας και να επιρρίψουμε την αποτυχία της γηπεδούχου ομάδας στην κακή απόδοση των παικτών της, όμως το υπερβολικά αργό παιχνίδι που έκαναν σήμερα όποτε είχαν την μπάλα στα πόδια δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί, και αυτό το τονίζω, κυρίες και κύριοι, επ’ ουδενί, παρόμοια γενικευμένη απαξίωση, και κατά τα άλλα άδικη. Όχι, και πάλι όχι. Ο κομφορμισμός δεν είναι το δικό μας ύφος, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι παρακολουθούν την πορεία μας όλα αυτά τα χρόνια, εδώ, στην αγαπημένη μας πατρίδα, καθώς και στα δρώμενα του διεθνούς αθλητισμού, και του παγκόσμιου, όπου μας ζητήθηκε να εκπληρώσουμε το ταπεινό μας καθήκον. Γι’ αυτό και θα το πούμε ξεκάθαρα, όπως το συνηθίζουμε: η οργανική δυναμική του παιχνιδιού της ρωμαλέας αυτής ομάδας δεν στέφθηκε με επιτυχία, διότι απλά και μόνο εξακολουθεί να αδυνατεί να διοχετεύσει αποτελεσματικά τις προσδοκίες της για άσκηση μεγαλύτερης επιθετικής πίεσης προς τη μεγάλη περιοχή του αντιπάλου. Το είχαμε ήδη επισημάνει την περασμένη Κυριακή, όπως ακριβώς το επισημαίνουμε και σήμερα, με το κεφάλι ψηλά, και χωρίς να μασάμε τα λόγια μας, γιατί πάντα λέγαμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, και θα συνεχίσουμε να λέμε την αλήθεια, όσο κι αν πολλούς τούς πονάει, όποιοι κι αν είναι αυτοί, κι όποιο κι αν είναι το κόστος.

Το γήπεδο

Έχετε μπει ποτέ σε άδειο γήπεδο; Κάντε μια δοκιμή. Σταθείτε στη μέση του σταδίου κι αφουγκραστείτε. Το γήπεδο κάθε άλλο παρά άδειο είναι. Και οι κερκίδες δεν είναι καθόλου βουβές. Στο Ουέμπλεϊ ακούγονται ακόμα οι φωνές από το Μουντιάλ του ’66, όταν κέρδισε η Αγγλία, όμως αν αφουγκραστείτε καλύτερα, θα μπορέσετε να ακούσετε το απαρηγόρητο κλάμα του ’53, όταν οι Ούγγροι νίκησαν την αγγλική ομάδα. Το Στάδιο Σεντενάριο του Μοντεβιδέο αναστενάζει νοσταλγικά για τις ένδοξες μέρες του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Το Μαρακανά εξακολουθεί να θρηνεί τη βραζιλιάνικη ήττα στο Μουντιάλ του ’50. Στo Μπομπονέρα του Μπουένος Άιρες ηχούν τα τύμπανα που χτυπούσαν μισό αιώνα νωρίτερα. Από τα βάθη του Σταδίου Αζτέκα ακούς την ηχώ των τελετουργικών ύμνων του αρχαίου μεξικανικού παιχνιδιού με την μπάλα. Το τσιμέντο του Καμπ Νου της Βαρκελώνης μιλά καταλανικά, και οι κερκίδες του Σαν Μαμές στο Μπιλμπάο μιλούν βασκικά. Στο Μιλάνο, το φάντασμα του Τζουζέπε Μεάτσα βάζει γκολ, και το στάδιο που φέρει το όνομά του δονείται. Ο τελικός του Μουντιάλ του ’74, όπου κέρδισε η Γερμανία, επαναλαμβάνεται νύχτα μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου. Το στάδιο του βασιλιά Φαχντ στη Σαουδική Αραβία έχει θεωρείο από μάρμαρο και χρυσάφι, και οι κερκίδες είναι στρωμένες με μοκέτα, αλλά δεν έχει μνήμη, ούτε τίποτα ιδιαίτερο να πει.

Η μπάλα

Η μπάλα των Κινέζων ήταν δερμάτινη, παραγεμισμένη με κάνναβη. Οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ την έφτιαχναν από άχυρο ή πίτυρα, και την τύλιγαν με χρωματιστά πανιά. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την κύστη του βοδιού, την οποία γέμιζαν και έραβαν. Οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης έπαιζαν με μια μπάλα σχήματος οβάλ, παραγεμισμένη με αλογότριχες. Στην Αμερική, την έφτιαχναν από καουτσούκ, και χοροπηδούσε όσο σε κανένα άλλο μέρος. Οι χρονικογράφοι της ισπανικής αυλής αναφέρουν με τι τρόπο ο Ερνάν Κορτές έκανε μια μεξικανική μπάλα να πετάξει ψηλά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτοκράτορα Καρόλου. Η μπάλα από λάστιχο, που τη φούσκωναν και την κάλυπταν με δέρμα, γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στην ευρηματικότητα του Τσαρλς Γκούντγιαρ, ενός Αμερικανού από το Κονέκτικατ. Και χάρη στην ευρηματικότητα τριών Αργεντινών από την Κόρδοβα, του Τοσολίνι, του Βαλμπονέζι και του Πόλο, γεννήθηκε, πολύ αργότερα, η μπάλα χωρίς ραφές. Οι ίδιοι επινόησαν τον αεροθάλαμο (σαμπρέλα) με βαλβίδα ασφαλείας, τον οποίο γέμιζαν αέρα με αντλία, κι έτσι από το Μουντιάλ του ’38 οι παίκτες δεν έγδερναν πια το κεφάλι τους. Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η μπάλα ήταν καφέ. Στη συνέχεια άσπρη. Σήμερα τα μοντέλα είναι μαύρα σε άσπρο φόντο, με διάφορες παραλλαγές. Τώρα έχει περίμετρο εβδομήντα εκατοστά και είναι καλυμμένη με πολυουρεθάνη πάνω σε αφρό πολυαιθυλενίου. Είναι αδιάβροχη, ζυγίζει λιγότερο από μισό κιλό, και κινείται γρηγορότερα από την παλιά δερμάτινη μπάλα, που γινόταν ασήκωτη τις βροχερές μέρες. Την αποκαλούν με διάφορα ονόματα: σφαίρα, τόπι, στρογγυλή θεά. Στη Βραζιλία δεν αμφιβάλλει κανείς ότι είναι γυναίκα. Οι Βραζιλιάνοι τη λένε χοντρούλα, γκορντουτσίνια, ή κοριτσάκι, μενίνα, και της δίνουν διάφορα ονόματα, Μαρικότα, Λεονόρ ή Μαργαρίτα. Ο Πελέ τη φίλησε στο Μαρακανά, όταν έβαλε το χιλιοστό του γκολ, και ο Ντι Στέφανο της έστησε μνημείο στην είσοδο του σπιτιού του, μια μπρούντζινη μπάλα με την επιγραφή Σ’ ευχαριστώ, παλιοκόριτσο. Η μπάλα είναι πιστή. Στον τελικό του Μουντιάλ του ’30 οι δυο ομάδες επέμεναν να παίξουν με τη δική τους μπάλα. Ο κριτής, σαν τον σοφό Σολομώντα, αποφάσισε ότι στο πρώτο ημίχρονο θα έπαιζαν με την μπάλα της Αργεντινής και στο δεύτερο με την μπάλα της Ουρουγουάης. Η Αργεντινή κέρδισε στο πρώτο ημίχρονο, και η Ουρουγουάη στο δεύτερο. Όμως η μπάλα έχει και τις ιδιοτροπίες της, και καμιά φορά δεν θέλει να μπει στο τέρμα, γιατί αλλάζει γνώμη στον αέρα, και λοξοδρομεί. Είναι, βλέπετε, πολύ μυγιάγγιχτη. Δεν ανέχεται να την κλοτσάνε εκδικητικά, ή να την κακομεταχειρίζονται. Απαιτεί να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάνε, να τη νανουρίζουν στο στήθος, ή στο πόδι τους. Είναι πολύ περήφανη, και ίσως λιγάκι αλαζονική, αλλά δεν έχει άδικο: ξέρει καλά πως δίνει χαρά σε πολλές ψυχές, και πως πολύς κόσμος κοψοχολιάζεται όταν πέφτει άγαρμπα.

Το όπιο των λαών

Tι κοινό έχουν το ποδόσφαιρο και ο Θεός; Οι πιστοί τούς είναι απόλυτα αφοσιωμένοι, και οι διανοούμενοι τα αμφισβητούν. Το 1902 στο Λονδίνο ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ειρωνεύτηκε το ποδόσφαιρο και «τους μικρόψυχους που ξεδιψάνε με κάτι λασπωμένους ηλίθιους». Έναν αιώνα αργότερα, στο Μπουένος Άιρες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν πιο διακριτικός: έδωσε μια διάλεξη με θέμα την αθανασία την ίδια μέρα και ώρα που η Αργεντινή έδινε τον πρώτο της αγώνα στο Μουντιάλ του ’78. Η περιφρόνηση που πολλοί συντηρητικοί διανοούμενοι δείχνουν για το ποδόσφαιρο βασίζεται στη βεβαιότητα ότι η ειδωλολατρία της μπάλας είναι μια δεισιδαιμονία αντάξια του λαού. Η πλέμπα που παθιάζεται με το ποδόσφαιρο σκέφτεται με τα πόδια, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, και ικανοποιείται με αυτή την ποταπή απόλαυση. Το ζωώδες ένστικτο επιβάλλεται στην ανθρώπινη λογική, η άγνοια συνθλίβει τον Πολιτισμό, κι έτσι ο όχλος έχει αυτό που θέλει. Από την άλλη, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι απορρίπτουν το ποδόσφαιρο γιατί ευνουχίζει τις μάζες και αποπροσανατολίζει τις επαναστατικές τους δυνάμεις. Άρτος και θεάματα, θεάματα χωρίς άρτο: υπνωτισμένοι από την μπάλα, που ασκεί μια νοσηρή γοητεία, οι εργάτες αφήνουν την ταξική τους συνείδηση να ατροφήσει και γίνονται έρμαια των ταξικών τους εχθρών. Όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι προνόμιο των Άγγλων και των πλουσίων, οργανώθηκαν στο Ρίο ντε λα Πλάτα οι πρώτες λαϊκές ομάδες στα μηχανουργεία των σιδηροδρόμων και στα ναυπηγεία των λιμανιών. Τότε, ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν εκείνη τη ραδιουργία της αστικής τάξης, που αποσκοπούσε στο να αποφεύγονται οι απεργίες και να αποσιωπούνται οι κοινωνικές αντιφάσεις. Η διάδοση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια κλίμακα ήταν αποτέλεσμα ενός ιμπεριαλιστικού τεχνάσματος, ώστε να καθηλώνονται οι καταπιεσμένοι λαοί στην παιδική τους ηλικία. Όμως η ομάδα Αρχεντίνος Τζούνιορς πήρε το όνομα Μάρτυρες του Σικάγου, προς τιμήν των αναρχικών εργατών που απαγχονίστηκαν την Πρωτομαγιά, και ήταν Πρωτομαγιά όταν ιδρύθηκε η ομάδα Τσακαρίτα, η οποία βαφτίστηκε μέσα σε μια αναρχική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Εκείνα τα πρώτα χρόνια του αιώνα δεν έλειψαν και οι αριστεροί διανοούμενοι που υποστήριξαν το ποδόσφαιρο, αντί να το απορρίψουν ως αναισθητικό της συνείδησης. Ανάμεσά τους, ο , που εγκωμίασε εκείνο «το βασίλειο της ανθρώπινης συντροφικότητας που ασκείται σε ελεύθερο χώρο».

Eduardo Galeano, Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή. Πάπυρος.

Αναδημοσίευση από:https://www.catisart.gr/edouardo-gkaleano-podosfairo-strongyli-thea/

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Θοδωρής Μπελίτσος-"Μαραντώνες" της δεκάρας


En memoria de Diego Armando. 


Ξαφνικά άρχισε να βρέχει, χωρίς κανείς να το περιμένει. Ο ήλιος που φώτιζε ακόμα τα σπίτια, άξαφνα χλώμιασε και ξεκίνησε ένα ψιλόβροχο, εκνευριστικό, που πασπάλιζε τις στέγες, τις αυλές, τα χωράφια και το γήπεδό μας.


Ο Μαραντόνα δεν έδωσε σημασία, δεν χαμπάριαζε ούτε από βροχή ούτε από κρύο. Κουβαλούσε ατάραχος την μπάλα στη λάσπη, όπως και πριν. Συνέχισε να τριπλάρει όποιον εύρισκε στο διάβα του και να σκοράρει. Όταν η βροχή σταμάτησε το σκορ ήταν ήδη 5-0.


Μούσκεμα πήγαμε προς την αποθήκη που έγραφε "Αποδητύρεια", ανορθόγραφα, όπως ανορθόγραφη ήταν και η ονομασία της ομάδας στην είσοδο του γηπέδου: "Πορφιρώς Αστίρ Κάτω Παιδινού". Ο Θανάσης, ο γραμματέας της ομάδας, δεν τόχε με την ορθογραφία από τότε που ήμασταν στο δημοτικό, αλλά ήταν εγωιστής, δεν ρωτούσε κι όλας. Τέλος  πάντων, ανορθόγραφη ομάδα ήμασταν, και στην επιγραφή και μέσα στο γήπεδο.


Ο Τάκης ο Δεκάρας, που είχε δικιά του επιχείρηση στη Νάπολη, μας παραχώρησε δέκα στρέμματα τόπο για γήπεδο και μίλησε στον Μαραντόνα. Εκείνος μας λυπήθηκε κι έστειλε φανέλες της Νάπολι, με τα ονόματα στην πλάτη. Τι τό 'θελε το ψυχικό κι αυτός; Καυγάς άγριος ξέσπασε στ' αποδυτήρια ποιός θα φορέσει τη φανέλα με το νούμερο 10 που έγραφε Μαραντόνα. Με τα πολλά βρέθηκε η άκρη κι αποφασίσαμε να τη φοράμε εναλλάξ. 


Από τότε, σαν από θαύμα, η ομάδα διορθώθηκε. Έγινε πραγματικός "Πορφυρός Αστήρ", όχι μόνο στον τίτλο αλλά και στο παιχνίδι. Λες κι ο Μαραντόνα μας καθοδηγούσε, πετυχαίναμε τη μια νίκη μετά την άλλη. Το έμαθε ο Δεκάρας κι όλος χαρά έστειλε συνεργείο από τη Νάπολη να τραβήξει στιγμιότυπα. Αυτό ήταν! Την είδαμε όλοι μπαλαδόροι. Αρχίσαμε να ονειρευόμαστε μεταγραφές και μεγαλεία, στάδια γεμάτα κόσμο, σπόνσορες να μας τάζουν άπειρα φράγκα, λιμουζίνες με γκόμενες να μας περιμένουν μετά το ματς και τον Μαραντόνα να μας χειροκροτεί. 


Όταν ήρθε το συνεργείο, παίζαμε με την Αστραπή της Κορακόπετρας. Αρχαίο ντέρμπι, από τότε που δεν υπήρχε ούτε η μπάλα ούτε το ποδόσφαιρο, από τότε που οι παππούδες μας με τους γκράδες μάλωναν για τα σύνορα των λιβαδιών και το δικαίωμα στα νερά του ποταμού. Η Κορακόπετρα μας την είχε φυλαγμένη. Εμείς παίζαμε στο... Ολύμπικο και το Σαν Σίρο, ενώ εκείνοι έπαιζαν στο ξεροχώραφο του Δεκάρα. Δεν προλαβαίναμε να μετράμε τα γκολ.


Το συνεργείο έφυγε απογοητευμένο. Πώς να δείξει στον Δεκάρα και τον Μαραντόνα την ξεφτίλα μας; Καθώς βγαίναμε σκοτεινιασμένοι από τα αποδυτήρια, ο Θανάσης ο γραμματέας μας την είπε ανορθόγραφα:


"Τι περιμένατε; Μαραντώνες του Δεκάρα είσαστε!"


Θ. Μπελίτσος, 30/11/2020.


Πηγή:http://belitsosquarks.blogspot.com/2020/11/blog-post_30.html

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Μανόλης Αναγνωστάκης - Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ

Άρθρο του Αλ. Καμή που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1984 στην εφημερίδα Αυγή. Πίσω από το ψευδώνυμο «Αλ. Καμής» κρύβεται ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης...
Το άρθρο του Αλ. Καμή «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ», πρωτοδημοσιεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1984 στην εφημερίδα Αυγή. Πίσω από το ψευδώνυμο «Αλ. Καμής» κρύβεται ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.

Υπάρχουν άνθρωποι μ’ έναν και μοναδικά έρωτα στη ζωή τους. Έχουν γνωρίσει πολλές γυναίκες, τις αγάπησαν, η γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να τους συγκινεί, αλλά κάποτε γνώρισαν το μεγάλο, το μοναδικό έρωτα - ύστερα, όλες οι άλλες τους φαίνονται... απλές οδοντόκρεμες.
            «Όμορφη ’σαι και καλή ’σαι μα Πεντάμορφη δεν είσαι...»
            Γιατί η σύγκριση γίνεται με την Πεντάμορφη, τη Μοναδική!
      Φίλοι του ποδοσφαίρου, όσοι τρέχετε ακόμα κάθε Κυριακή στα γήπεδα, ή καθισμένοι στην αναπαυτική σας πολυθρόνα μπουχτίσατε να βλέπετε στη μικρή οθόνη τα διεθνή «μεγαθήρια» που πληθωρικά γνωρίσαμε τον τελευταίο καιρό, βάλτε μια στιγμή το χέρι στην καρδιά, όσοι έχετε ξεπεράσει το φράγμα του φανατισμένου και τυφλού οπαδού ή του άκριτου φιλοθεάμονα και αναρωτηθείτε: Μα είναι ποδόσφαιρο αυτό που βλέπω; Καλές ομάδες, δε λέω, μαχητικοί οι Βέλγοι, σταθερή η Λίβερπουλ, τεχνίτρα η Γιουβέντους, σκληροτράχηλη η Μπάγερν – αλλά, αλλά, αλλά, ποίο το διαφορετικό; (Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: «Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω»).
      Γιατί αυτές οι αναπόφευκτες συγκρίσεις; Γιατί αυτή η αίσθηση μιας μονοτονίας, μιας επανάληψης, κάθε φορά που βλέπουμε έναν πολυδιαφημισμένο αγώνα με τις επίχρυσες βεντέτες; Γιατί αυτή η πικρή γεύση της στασιμότητας, της έλλειψης του πρωτόγνωρου, η αυθόρμητη αντίδραση: «Πάμε να φύγουμε, σ‘ αυτό το σημείο είχαμε έρθει και στο προηγούμενο έργο»;
      Γιατί, φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα, ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τη δύναμη, την τεχνική ή τον εντυπωσιασμό, αλλά πάντα το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης - γιατί, φίλοι, το βρήκαμε κάποτε αυτό το όνειρο και τώρα μας καταδιώκει και θέλουμε να το ξαναζήσουμε και δε βολεί να το ξαναζήσουμε.
      Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε! Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά, ο μεγάλος ΑΓΙΑΞ!
      Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε.
      Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μια επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα αντάξιους επιγόνους.
      Δεν απέκτησε -λένε- «τίτλους» και διεθνείς διακρίσεις, όσοι μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε -λένε- συνεχιστές. Μα, μήπως κληρονομιέται η ιδιοφυΐα;
      Ο,τι υπήρξε πριν από τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία.
      Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωνάριων. Το θέαμα συνεχίζεται, συναρπαστικό -πάντα η πάλη για τη νίκη είναι συναρπαστική-, εντυπωσιακό, αλλά χωρίς το νακ. Αυτό το νακ που άστραψε πριν δέκα χρόνια σαν μετέωρο κι έσβησε πρόωρα, αφού διέγραψε την εκτυφλωτική τροχιά του. Έσβησε. Γιατί τα παιδιά του έκαναν φύλλα φτερά. Το διεθνές ποδοσφαιρικό δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια. Ένα εδώ, ένα εκεί. Και τα καλάμια, μόνα τους στους αφιλόξενους κάμπους, λύγισαν κι έσπασαν. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα.
      «Χορταίνουμε» μπάλα τώρα κάθε Κυριακή και Τετάρτες. Συγκινούμαστε, ενθουσιαζόμαστε πάλι, παρασυρόμαστε πού και πού, θαυμάζουμε τους καινούριους γκολτζήδες. Αλλά η υπέροχη γοητεία πια δεν υπάρχει. Την πήραν μαζί τους κι έφυγε, όπως φεύγουν όλα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, οι εκθαμβωτικοί Ολλανδοί.
      Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια.
      Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες;
      Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;
      Βίβα για πάντα, ΑΓΙΑΞ.