Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Eduardo Galeano-Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως



Το ποδόσφαιρο

Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο. Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία, εξορίστηκε σιγά σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση να παίζεις και μόνο. Στον κόσμο μας σήμερα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος. Κανείς δεν κερδίζει από αυτή την τρέλα που κάνει τον άντρα να γίνεται για λίγο παιδί, να παίζει δηλαδή όπως παίζει ένα πιτσιρίκι με το τόπι του ή μια γάτα με ένα κουβάρι μαλλί· μπαλαρίνα που χορεύει πετώντας στον αέρα ένα ελαφρύ μπαλόνι, μάλλινο κουβάρι που κυλά αβίαστα: να παίζει χωρίς να ξέρει καν ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο και χωρίς διαιτητή. Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα, σε ποδόσφαιρο προς θέαση, με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές, και αυτό το θέαμα έχει γίνει μια από τις πλέον κερδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως. Οργανώνεται όχι για να γίνει παιχνίδι αλλά για να εμποδιστεί να είναι παιχνίδι. Η τεχνοκρατία του επαγγελματικού αθλητισμού έχει επιβάλει ένα ποδόσφαιρο ταχύτητας και δύναμης, που απαρνείται τη χαρά, σκοτώνει τη φαντασία και απαγορεύει την τόλμη. Ευτυχώς, εμφανίζεται ακόμα στα γήπεδα, αν και περιστασιακά, κάποιο τολμηρό αγρίμι που ξεφεύγει από το πλάνο, και διαπράττει το σφάλμα να τα βάλει με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα, τον διαιτητή και το κοινό στις κερκίδες, για την απόλαυση και μόνο του κορμιού, που ορμά στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας.

Ο παίκτης

Τρέχει λαχανιασμένος πάνω κάτω. Από τη μια μεριά, τον περιμένει η ουράνια δόξα, από την άλλη, η άβυσσος της καταστροφής. Στη γειτονιά του τον ζηλεύουν. Ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής γλίτωσε το εργοστάσιο ή το γραφείο, και τον πληρώνουν για να κάνει το κέφι του· κοντολογίς, κέρδισε τον πρώτο λαχνό. Και παρότι πρέπει να χύνει ποτάμια τον ιδρώτα, χωρίς να έχει δικαίωμα ούτε να κουραστεί ούτε να λαθέψει, φιγουράρει στις εφημερίδες και στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο επαναλαμβάνει το όνομά του, οι γυναίκες αναστενάζουν για χάρη του, και τα παιδιά θέλουν να του μοιάσουν. Εκείνος όμως, που ξεκίνησε να παίζει μπάλα για τη χαρά του παιχνιδιού, στους χωματόδρομους κάποιας φτωχογειτονιάς, τώρα δουλεύει ως παίκτης στα στάδια, με την υποχρέωση είτε να κερδίζει είτε να κερδίζει. Οι επιχειρηματίες τον αγοράζουν, τον πουλάνε, τον δανείζουν, κι εκείνος αφήνεται με αντάλλαγμα την υπόσχεση για περισσότερη φήμη και χρήματα. Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχει, και όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, τόσο περισσότερο δέσμιος του συστήματος γίνεται. Υποδουλωμένος, σε στρατιωτική πειθαρχία, υποφέρει καθημερινά το μαρτύριο των εξαντλητικών προπονήσεων, και βομβαρδίζεται από παυσίπονα και κορτιζόνες, που ξεγελούν το κορμί, και κάνουν τον πόνο να ξεχαστεί. Και την παραμονή των σημαντικών αγώνων τον κλείνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για καταναγκαστικά έργα: άνοστα φαγητά, μεθύσι με νερό, και μοναχικός ύπνος. Στα άλλα ανθρώπινα επαγγέλματα, η δύση έρχεται με τα γηρατειά, όμως ο ποδοσφαιριστής μπορεί να γεράσει και στα τριάντα του. Οι μύες κουράζονται νωρίς: — Αυτός δεν βάζει γκολ ούτε με αίτηση. — Αυτός; Ούτε άμα δέσεις τα χέρια του τερματοφύλακα. Μπορεί και πριν απ’ τα τριάντα, όταν ένα σουτ τον ξαπλώσει άσχημα κάτω, ή του τύχει να υποστεί κάποια σοβαρή θλάση, ή μια κλοτσιά τού τσακίσει ένα κόκαλο ανεπανόρθωτα. Και μια ωραία ημέρα, ο ποδοσφαιριστής διαπιστώνει πως έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα, και ότι το χρήμα και η δόξα έχουν κάνει φτερά. Η δόξα, αυτό το πεφταστέρι, δεν του άφησε ούτε ένα γράμμα παρηγοριάς.

Ο τερματοφύλακας

Ονομάζεται επίσης γκολκίπερ, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και οσιομάρτυρας, κλοτσοσκούφι, αποδιοπομπαίος, κι εκείνος που πληρώνει τις αμαρτίες των άλλων. Λένε πως όπου πατάει δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι. Είναι ολομόναχος, καταδικασμένος να παρακολουθεί τον αγώνα από μακριά. Μένει καθηλωμένος στη θέση του, στην ερημιά του, ανάμεσα στα τρία δοκάρια, περιμένοντας τον τουφεκισμό του. Παλιά φορούσε μαύρα, όπως ο διαιτητής. Τώρα που ο διαιτητής δεν μεταμφιέζεται πια σε κοράκι, ο τερματοφύλακας παρηγορεί τη μοναξιά του με διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων. Δεν βάζει γκολ. Στέκεται εκεί για να μην του βάλουν. Το γκολ είναι η γιορτή του ποδοσφαίρου: ο σκόρερ φέρνει χαρά, ο τερματοφύλακας κάνει χαλάστρα. Φοράει το νούμερο ένα στην πλάτη του. Ο πρώτος που θα πληρωθεί; Όχι, ο πρώτος που θα πληρώσει τα σπασμένα. Το φταίξιμο είναι πάντοτε δικό του, ακόμα κι όταν δεν φταίει. Όποιος παίκτης κι αν κάνει πέναλτι, θα την πληρώσει ο τερματοφύλακας: τον αφήνουν εκεί, κατάμονο απέναντι στον δήμιό του, στην απεραντοσύνη του κενού τέρματος. Κι όταν η ομάδα του είναι σε άσχημη μέρα, πάλι αυτός την πληρώνει, τον βομβαρδίζουν με απανωτά σουτ, για άλλων αμαρτίες. Οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να τα θαλασσώσουν μια ή και πολλές φορές, αλλά εξιλεώνονται με κάποια θεαματική προσποίηση, μια εξαιρετική πάσα, ένα εύστοχο σουτ: εκείνος ποτέ. Το πλήθος δεν συγχωρεί τον τερματοφύλακα. Άφησε τη θέση του σε λάθος στιγμή; Έκανε κακή εκτίμηση; Γλίστρησε η μπάλα μέσα από τα χέρια του; Τα ατσαλένια του δάχτυλα έγιναν πούπουλα; Με ένα και μόνο λάθος του ο τερματοφύλακας καταστρέφει το παιχνίδι, χάνει το πρωτάθλημα, και τότε το κοινό ξεχνά μονομιάς όλα του τα κατορθώματα, και τον καταδικάζει σε αιώνια δυσμένεια. Η κατάρα θα τον κυνηγάει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το είδωλο

Μια ωραία ημέρα, η θεά του ανέμου φιλά το πόδι του άνδρα, ένα πόδι κακοπαθημένο και περιφρονημένο, και από εκείνο το φιλί γεννιέται το ποδοσφαιρικό είδωλο. Γεννιέται σε αχυρένια κούνια, σε τενεκεδόσπιτο, κι έρχεται στον κόσμο αγκαλιά με μια μπάλα. Μόλις μάθει να περπατά, ξέρει και να παίζει μπάλα. Τα πρώτα του χρόνια δίνει ζωή και χαρά στις αλάνες, παίζει ξέφρενα στις φτωχογειτονιές μέχρι να σκοτεινιάσει και να μη βλέπει πια την μπάλα, και στα νεανικά του χρόνια ανοίγει τα φτερά του, και τα γήπεδα πετούν μαζί του. Τα ακροβατικά του φέρνουν κοσμοσυρροή από Κυριακή σε Κυριακή, από νίκη σε νίκη, από αποθέωση σε αποθέωση. Η μπάλα τον αποζητά, τον αναγνωρίζει, τον χρειάζεται. Πάνω στο πόδι του αναπαύεται, νιώθει άνετα. Εκείνος της δίνει λάμψη, της μιλάει, και μέσα από τη συνομιλία τους επικοινωνούν εκατομμύρια χωρίς φωνή. Οι ασήμαντοι άνθρωποι, οι καταδικασμένοι να είναι πάντα ασήμαντοι, μπορούν να νιώσουν για λίγο ότι είναι κάποιοι, χάρη στις πάσες που αλλάζουν με τη μία, στις τρίπλες που ζωγραφίζουν στο γρασίδι, στα απίθανα γκολ με το τακουνάκι ή στο ανάποδο ψαλίδι: όταν παίζει αυτός, η ομάδα έχει δώδεκα παίκτες.
— Δώδεκα; Δεκαπέντε έχει! Είκοσι! Η μπάλα γελάει, ακτινοβολεί στον αέρα. Εκείνος την κατεβάζει, τη νανουρίζει, της κάνει κομπλιμέντα, τη χορεύει, και οι θαυμαστές του, βλέποντας όλα αυτά τα πρωτοφανή, νιώθουν οίκτο για τα εγγόνια τους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, και δεν θα έχουν την ευκαιρία να τα δουν. Όμως το είδωλο είναι είδωλο για μια στιγμή μονάχα, ανθρώπινη αιωνιότητα, ένα τίποτα. Έρχεται η ώρα που αχρηστεύεται το χρυσό πόδι, το αστέρι έχει διανύσει την τροχιά του από τη λάμψη μέχρι το σβήσιμό του. Το κορμί του έχει περισσότερα μπαλώματα και από το κουστούμι του παλιάτσου, και ο ακροβάτης είναι τώρα παράλυτος, ο καλλιτέχνης είναι ένα άχρηστο πλάσμα: — Με τα δεκανίκια! Η πηγή της συλλογικής ευτυχίας γίνεται τώρα αλεξικέραυνο της γενικής κατακραυγής: — Ψοφίμι! Μερικές φορές το είδωλο δεν καταρρέει ολοσχερώς. Σπάει, και το πλήθος τρέχει να τον κατασπαράξει κομμάτι κομμάτι.

Ο φανατικός

O φανατικός είναι ένας οπαδός σε τρελοκομείο. Η εμμονή του να αρνείται το προφανές τον οδηγεί τελικά στο να απαρνείται τη λογική και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με αυτήν, και τα λείψανα του ναυαγίου αρμενίζουν ακυβέρνητα σε ταραγμένα νερά, που τροφοδοτούνται διαρκώς από μια οργή που δεν καταλαγιάζει. Ο φανατικός μπαίνει στο γήπεδο με τη σημαία της ομάδας του, το πρόσωπο βαμμένο με τα χρώματα της λατρεμένης φανέλας, και βαρυφορτωμένος με σαματατζίδικα κι επιθετικά μαραφέτια. Είναι ήδη φτιαγμένος από τον δρόμο, και κάνει πολύ φασαρία για το τίποτα. Δεν πάει ποτέ μόνος. Ανακατεμένος μέσα στο εξαγριωμένο πλήθος, αυτή την επικίνδυνη σαρανταποδαρούσα, ο ταπεινωμένος κάνει τα πάντα για να ταπεινώσει τους άλλους, ο φοβισμένος γίνεται η φοβέρα. Η παντοδυναμία της Κυριακής ξορκίζει την υποταγμένη ζωή της υπόλοιπης εβδομάδας, το κρεβάτι δίχως πόθο, τη δουλειά χωρίς ενδιαφέρον, ή την απραγία: απελευθερωμένος για μια μέρα, ο φανατικός εκδικείται τους πάντες και τα πάντα. Παρακολουθεί τον αγώνα σε κατάσταση επιληψίας, χωρίς να τον βλέπει. Το πεδίο της μάχης του είναι οι κερκίδες. Εκεί δίνει τον δικό του αγώνα. Και μόνο η παρουσία ενός οπαδού της αντίπαλης ομάδας αποτελεί απαράδεκτη πρόκληση. Το Καλό δεν είναι βίαιο, όμως υποχρεώνεται αναγκαστικά να γίνει από το Κακό. Ο εχθρός, αιώνιος φταίχτης, αξίζει να στραγγαλιστεί. Ο φανατικός δεν μπορεί να αφαιρεθεί ούτε στιγμή, γιατί ο εχθρός παραμονεύει παντού. Ίσως να κρύβεται και σ’ εκείνον τον σιωπηλό θεατή, που σε κάποια στιγμή μπορεί να εκφράσει τη γνώμη ότι ο αντίπαλος δεν παίζει άσχημα, και τότε θα πάρει αυτό που του αξίζει.

Το γκολ

Το γκολ είναι ο οργασμός του ποδοσφαίρου. Και όπως ακριβώς ο οργασμός, έτσι και το γκολ, όλο και περισσότερο σπανίζει στη σύγχρονη ζωή. Πριν από μισό αιώνα, σπανίως ένας αγώνας τελείωνε δίχως γκολ: 0-0, δυο στόματα που χάσκουν, δυο χασμουρητά. Τώρα οι έντεκα παίκτες περνάνε όλο τον αγώνα κολλημένοι στη μικρή περιοχή, προσπαθώντας να αποτρέψουν τα γκολ, και δεν έχουν καιρό για να βάλουν. Ο ενθουσιασμός που προκαλείται κάθε φορά που η άσπρη μπάλα τραντάζει τα δίχτυα μοιάζει με μυστήριο ή τρέλα, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι το θαύμα δεν συμβαίνει συχνά. Το γκολ, ακόμα κι αν πρόκειται για γκολάκι, μετατρέπεται σε γκοοοοοοοοοοολ στο στόμα των εκφωνητών του ραδιοφώνου, ένα ντο βαρύτονο, που θα έκανε τον Καρούζο να σιωπήσει για πάντα, και το πλήθος παραληρεί, ενώ το γήπεδο ξεχνά πως είναι από τσιμέντο, ξεκολλάει από τη γη, και πετά στον αέρα.

Ο διαιτητής

Ο διαιτητής είναι εξ ορισμού αυθαίρετος. Είναι ο επαχθής τύραννος που ασκεί τη δικτατορία του χωρίς καμιά πιθανότητα για αντιπολίτευση, και ο πομπώδης δήμιος που ασκεί την απόλυτη εξουσία του με χειρονομίες όπερας. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα, ο διαιτητής φυσάει τους ανέμους τού πεπρωμένου, κι επικυρώνει ή ακυρώνει γκολ. Με την κάρτα στο χέρι, υψώνει τα χρώματα της καταδίκης: το κίτρι

νο, η τιμωρία του αμαρτωλού που οφείλει να μετανοήσει, και το κόκκινο, που τον στέλνει στην εξορία. Οι επόπτες τον βοηθούν, αλλά δεν αποφασίζουν· παρακολουθούν απέξω. Μόνο ο διαιτητής μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο, και με το δίκιο του σταυροκοπιέται αμέσως μόλις βρεθεί μπροστά στο πλήθος που βρυχάται. Η δουλειά του είναι να γίνεται μισητός. Μοναδική ομοφωνία στο ποδόσφαιρο: τον μισούν οι πάντες. Πάντα τον γιουχάρουν, ποτέ δεν τον χειροκροτούν. Στην τρεχάλα δεν έχει το ταίρι του. Είναι ο μόνος που πρέπει να τρέχει διαρκώς. Είναι ένας παρείσακτος που καλπάζει και κοψομεσιάζεται αγκομαχώντας ασταμάτητα ανάμεσα στους είκοσι δύο παίκτες. Και σε αντάλλαγμα για τις τόσες θυσίες του, το πλήθος ουρλιάζει, ζητώντας το κεφάλι του. Από την αρχή του παιχνιδιού μέχρι το τέλος, ο διαιτητής, καταϊδρωμένος, είναι υποχρεωμένος να κυνηγά την άσπρη μπάλα που πηγαινοέρχεται σε ξένα πόδια. Θα ήθελε πολύ να παίξει μαζί της, όμως αυτή η χάρη δεν του δόθηκε ποτέ. Όταν η μπάλα ακουμπά, κατά λάθος, το κορμί του, σύσσωμοι οι θεατές μνημονεύουν τη μάνα του. Και μολαταύτα, προκειμένου να βρίσκεται εκεί, στον ιερό πράσινο χώρο όπου η μπάλα κυλά και πετά, υπομένει βρισιές, γιουχαΐσματα, πέτρες και κατάρες. Πού και πού, σπάνια, κάποια απόφαση του διαιτητή συμβαδίζει με την επιθυμία του οπαδού, όμως ούτε τότε καταφέρνει να αποδείξει την αθωότητά του. Οι ηττημένοι χάνουν εξαιτίας του, και οι νικητές κερδίζουν ξέχωρα απ’ αυτόν. Άλλοθι για όλα τα σφάλματα, δικαιολογία για όλες τις δυστυχίες, οι οπαδοί θα έπρεπε να τον εφεύρουν εάν δεν υπήρχε. Όσο περισσότερο τον μισούν τόσο περισσότερο τον έχουν ανάγκη. Για πάνω από έναν αιώνα, ο διαιτητής ντυνόταν στα μαύρα. Ποιον πενθούσε; Τον εαυτό του. Τώρα προσποιείται με χρώματα.

Οι ειδήμονες

Πριν από τον αγώνα, οι δημοσιογράφοι υποβάλλουν ερωτήσεις που προκαλούν αμηχανία: — Είστε έτοιμοι για τη νίκη; Και παίρνουν κάτι φοβερές απαντήσεις: — Θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσουμε. Στη συνέχεια τον λόγο έχουν οι σπορτκάστερ. Εκείνοι της τηλεόρασης δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις εικόνες, γι’ αυτό απλά τις συνοδεύουν. Του ραδιοφώνου πάλι, δεν ενδείκνυνται για καρδιοπαθείς: αυτοί οι αριστοτέχνες του σασπένς τρέχουν περισσότερο από τους παίκτες και την ίδια την μπάλα, και αναμεταδίδουν έναν αγώνα που συνήθως δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνον που παρακολουθεί κανείς. Σ’ εκείνο τον καταρράκτη λέξεων, περνά ξυστά την άσπρη γραμμή η βολίδα που πετά πάνω από τα κεφάλια, και κινδυνεύει άμεσα να δεχτεί γκολ το τέρμα όπου μια μικρή αράχνη υφαίνει τον ιστό της από το ένα δοκάρι στο άλλο, ενώ ο τερματοφύλακας χασμουριέται. Όταν η συγκλονιστική μέρα φτάνει στο τέλος της μέσα στον τσιμεντένιο κολοσσό, έρχεται η ώρα των σχολιαστών. Οι σχολιαστές είχαν ήδη διακόψει την αναμετάδοση του αγώνα αρκετές φορές για να υποδείξουν στους παίκτες τι έπρεπε να κάνουν, όμως αυτοί δεν μπορούσαν να τους ακούσουν γιατί ήταν απασχολημένοι κάνοντας λάθη. Τούτοι οι ιδεολόγοι του WM εναντίον του MW, που είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά από την ανάποδη, χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο όπου η επιστημονική πολυμάθεια κυμαίνεται ανάμεσα στην πολεμική προπαγάνδα και τη λυρική έκσταση. Και πάντα μιλούν σε πληθυντικό αριθμό, γιατί είναι πολλοί.

Η γλώσσα των επιστημόνων του ποδοσφαίρου

Ας συνοψίσουμε την άποψή μας, διατυπώνοντας μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων τακτικής, τεχνικής και έμψυχου δυναμικού στην αναμέτρηση που διεξήχθη σήμερα στο γήπεδο του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Ουνίδος Βενσερέμος, χωρίς να περιπέσουμε σε απλουστεύσεις ασυμβίβαστες με ένα θέμα που αναμφίβολα μας επιβάλλει βαθύτερες και εκτενέστερες αναλύσεις, και χωρίς να περιπέσουμε σε αμφισημίες που ήταν, είναι και θα είναι ξένες στη δία βίου αφοσίωσή μας στην υπηρεσία του αθλητισμού. Θα ήταν εύκολο να αποφύγουμε την ευθύνη μας και να επιρρίψουμε την αποτυχία της γηπεδούχου ομάδας στην κακή απόδοση των παικτών της, όμως το υπερβολικά αργό παιχνίδι που έκαναν σήμερα όποτε είχαν την μπάλα στα πόδια δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί, και αυτό το τονίζω, κυρίες και κύριοι, επ’ ουδενί, παρόμοια γενικευμένη απαξίωση, και κατά τα άλλα άδικη. Όχι, και πάλι όχι. Ο κομφορμισμός δεν είναι το δικό μας ύφος, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι παρακολουθούν την πορεία μας όλα αυτά τα χρόνια, εδώ, στην αγαπημένη μας πατρίδα, καθώς και στα δρώμενα του διεθνούς αθλητισμού, και του παγκόσμιου, όπου μας ζητήθηκε να εκπληρώσουμε το ταπεινό μας καθήκον. Γι’ αυτό και θα το πούμε ξεκάθαρα, όπως το συνηθίζουμε: η οργανική δυναμική του παιχνιδιού της ρωμαλέας αυτής ομάδας δεν στέφθηκε με επιτυχία, διότι απλά και μόνο εξακολουθεί να αδυνατεί να διοχετεύσει αποτελεσματικά τις προσδοκίες της για άσκηση μεγαλύτερης επιθετικής πίεσης προς τη μεγάλη περιοχή του αντιπάλου. Το είχαμε ήδη επισημάνει την περασμένη Κυριακή, όπως ακριβώς το επισημαίνουμε και σήμερα, με το κεφάλι ψηλά, και χωρίς να μασάμε τα λόγια μας, γιατί πάντα λέγαμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, και θα συνεχίσουμε να λέμε την αλήθεια, όσο κι αν πολλούς τούς πονάει, όποιοι κι αν είναι αυτοί, κι όποιο κι αν είναι το κόστος.

Το γήπεδο

Έχετε μπει ποτέ σε άδειο γήπεδο; Κάντε μια δοκιμή. Σταθείτε στη μέση του σταδίου κι αφουγκραστείτε. Το γήπεδο κάθε άλλο παρά άδειο είναι. Και οι κερκίδες δεν είναι καθόλου βουβές. Στο Ουέμπλεϊ ακούγονται ακόμα οι φωνές από το Μουντιάλ του ’66, όταν κέρδισε η Αγγλία, όμως αν αφουγκραστείτε καλύτερα, θα μπορέσετε να ακούσετε το απαρηγόρητο κλάμα του ’53, όταν οι Ούγγροι νίκησαν την αγγλική ομάδα. Το Στάδιο Σεντενάριο του Μοντεβιδέο αναστενάζει νοσταλγικά για τις ένδοξες μέρες του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Το Μαρακανά εξακολουθεί να θρηνεί τη βραζιλιάνικη ήττα στο Μουντιάλ του ’50. Στo Μπομπονέρα του Μπουένος Άιρες ηχούν τα τύμπανα που χτυπούσαν μισό αιώνα νωρίτερα. Από τα βάθη του Σταδίου Αζτέκα ακούς την ηχώ των τελετουργικών ύμνων του αρχαίου μεξικανικού παιχνιδιού με την μπάλα. Το τσιμέντο του Καμπ Νου της Βαρκελώνης μιλά καταλανικά, και οι κερκίδες του Σαν Μαμές στο Μπιλμπάο μιλούν βασκικά. Στο Μιλάνο, το φάντασμα του Τζουζέπε Μεάτσα βάζει γκολ, και το στάδιο που φέρει το όνομά του δονείται. Ο τελικός του Μουντιάλ του ’74, όπου κέρδισε η Γερμανία, επαναλαμβάνεται νύχτα μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου. Το στάδιο του βασιλιά Φαχντ στη Σαουδική Αραβία έχει θεωρείο από μάρμαρο και χρυσάφι, και οι κερκίδες είναι στρωμένες με μοκέτα, αλλά δεν έχει μνήμη, ούτε τίποτα ιδιαίτερο να πει.

Η μπάλα

Η μπάλα των Κινέζων ήταν δερμάτινη, παραγεμισμένη με κάνναβη. Οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ την έφτιαχναν από άχυρο ή πίτυρα, και την τύλιγαν με χρωματιστά πανιά. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την κύστη του βοδιού, την οποία γέμιζαν και έραβαν. Οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης έπαιζαν με μια μπάλα σχήματος οβάλ, παραγεμισμένη με αλογότριχες. Στην Αμερική, την έφτιαχναν από καουτσούκ, και χοροπηδούσε όσο σε κανένα άλλο μέρος. Οι χρονικογράφοι της ισπανικής αυλής αναφέρουν με τι τρόπο ο Ερνάν Κορτές έκανε μια μεξικανική μπάλα να πετάξει ψηλά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτοκράτορα Καρόλου. Η μπάλα από λάστιχο, που τη φούσκωναν και την κάλυπταν με δέρμα, γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στην ευρηματικότητα του Τσαρλς Γκούντγιαρ, ενός Αμερικανού από το Κονέκτικατ. Και χάρη στην ευρηματικότητα τριών Αργεντινών από την Κόρδοβα, του Τοσολίνι, του Βαλμπονέζι και του Πόλο, γεννήθηκε, πολύ αργότερα, η μπάλα χωρίς ραφές. Οι ίδιοι επινόησαν τον αεροθάλαμο (σαμπρέλα) με βαλβίδα ασφαλείας, τον οποίο γέμιζαν αέρα με αντλία, κι έτσι από το Μουντιάλ του ’38 οι παίκτες δεν έγδερναν πια το κεφάλι τους. Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η μπάλα ήταν καφέ. Στη συνέχεια άσπρη. Σήμερα τα μοντέλα είναι μαύρα σε άσπρο φόντο, με διάφορες παραλλαγές. Τώρα έχει περίμετρο εβδομήντα εκατοστά και είναι καλυμμένη με πολυουρεθάνη πάνω σε αφρό πολυαιθυλενίου. Είναι αδιάβροχη, ζυγίζει λιγότερο από μισό κιλό, και κινείται γρηγορότερα από την παλιά δερμάτινη μπάλα, που γινόταν ασήκωτη τις βροχερές μέρες. Την αποκαλούν με διάφορα ονόματα: σφαίρα, τόπι, στρογγυλή θεά. Στη Βραζιλία δεν αμφιβάλλει κανείς ότι είναι γυναίκα. Οι Βραζιλιάνοι τη λένε χοντρούλα, γκορντουτσίνια, ή κοριτσάκι, μενίνα, και της δίνουν διάφορα ονόματα, Μαρικότα, Λεονόρ ή Μαργαρίτα. Ο Πελέ τη φίλησε στο Μαρακανά, όταν έβαλε το χιλιοστό του γκολ, και ο Ντι Στέφανο της έστησε μνημείο στην είσοδο του σπιτιού του, μια μπρούντζινη μπάλα με την επιγραφή Σ’ ευχαριστώ, παλιοκόριτσο. Η μπάλα είναι πιστή. Στον τελικό του Μουντιάλ του ’30 οι δυο ομάδες επέμεναν να παίξουν με τη δική τους μπάλα. Ο κριτής, σαν τον σοφό Σολομώντα, αποφάσισε ότι στο πρώτο ημίχρονο θα έπαιζαν με την μπάλα της Αργεντινής και στο δεύτερο με την μπάλα της Ουρουγουάης. Η Αργεντινή κέρδισε στο πρώτο ημίχρονο, και η Ουρουγουάη στο δεύτερο. Όμως η μπάλα έχει και τις ιδιοτροπίες της, και καμιά φορά δεν θέλει να μπει στο τέρμα, γιατί αλλάζει γνώμη στον αέρα, και λοξοδρομεί. Είναι, βλέπετε, πολύ μυγιάγγιχτη. Δεν ανέχεται να την κλοτσάνε εκδικητικά, ή να την κακομεταχειρίζονται. Απαιτεί να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάνε, να τη νανουρίζουν στο στήθος, ή στο πόδι τους. Είναι πολύ περήφανη, και ίσως λιγάκι αλαζονική, αλλά δεν έχει άδικο: ξέρει καλά πως δίνει χαρά σε πολλές ψυχές, και πως πολύς κόσμος κοψοχολιάζεται όταν πέφτει άγαρμπα.

Το όπιο των λαών

Tι κοινό έχουν το ποδόσφαιρο και ο Θεός; Οι πιστοί τούς είναι απόλυτα αφοσιωμένοι, και οι διανοούμενοι τα αμφισβητούν. Το 1902 στο Λονδίνο ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ειρωνεύτηκε το ποδόσφαιρο και «τους μικρόψυχους που ξεδιψάνε με κάτι λασπωμένους ηλίθιους». Έναν αιώνα αργότερα, στο Μπουένος Άιρες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν πιο διακριτικός: έδωσε μια διάλεξη με θέμα την αθανασία την ίδια μέρα και ώρα που η Αργεντινή έδινε τον πρώτο της αγώνα στο Μουντιάλ του ’78. Η περιφρόνηση που πολλοί συντηρητικοί διανοούμενοι δείχνουν για το ποδόσφαιρο βασίζεται στη βεβαιότητα ότι η ειδωλολατρία της μπάλας είναι μια δεισιδαιμονία αντάξια του λαού. Η πλέμπα που παθιάζεται με το ποδόσφαιρο σκέφτεται με τα πόδια, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, και ικανοποιείται με αυτή την ποταπή απόλαυση. Το ζωώδες ένστικτο επιβάλλεται στην ανθρώπινη λογική, η άγνοια συνθλίβει τον Πολιτισμό, κι έτσι ο όχλος έχει αυτό που θέλει. Από την άλλη, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι απορρίπτουν το ποδόσφαιρο γιατί ευνουχίζει τις μάζες και αποπροσανατολίζει τις επαναστατικές τους δυνάμεις. Άρτος και θεάματα, θεάματα χωρίς άρτο: υπνωτισμένοι από την μπάλα, που ασκεί μια νοσηρή γοητεία, οι εργάτες αφήνουν την ταξική τους συνείδηση να ατροφήσει και γίνονται έρμαια των ταξικών τους εχθρών. Όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι προνόμιο των Άγγλων και των πλουσίων, οργανώθηκαν στο Ρίο ντε λα Πλάτα οι πρώτες λαϊκές ομάδες στα μηχανουργεία των σιδηροδρόμων και στα ναυπηγεία των λιμανιών. Τότε, ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν εκείνη τη ραδιουργία της αστικής τάξης, που αποσκοπούσε στο να αποφεύγονται οι απεργίες και να αποσιωπούνται οι κοινωνικές αντιφάσεις. Η διάδοση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια κλίμακα ήταν αποτέλεσμα ενός ιμπεριαλιστικού τεχνάσματος, ώστε να καθηλώνονται οι καταπιεσμένοι λαοί στην παιδική τους ηλικία. Όμως η ομάδα Αρχεντίνος Τζούνιορς πήρε το όνομα Μάρτυρες του Σικάγου, προς τιμήν των αναρχικών εργατών που απαγχονίστηκαν την Πρωτομαγιά, και ήταν Πρωτομαγιά όταν ιδρύθηκε η ομάδα Τσακαρίτα, η οποία βαφτίστηκε μέσα σε μια αναρχική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Εκείνα τα πρώτα χρόνια του αιώνα δεν έλειψαν και οι αριστεροί διανοούμενοι που υποστήριξαν το ποδόσφαιρο, αντί να το απορρίψουν ως αναισθητικό της συνείδησης. Ανάμεσά τους, ο , που εγκωμίασε εκείνο «το βασίλειο της ανθρώπινης συντροφικότητας που ασκείται σε ελεύθερο χώρο».

Eduardo Galeano, Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή. Πάπυρος.

Αναδημοσίευση από:https://www.catisart.gr/edouardo-gkaleano-podosfairo-strongyli-thea/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου