Το πρωινό ήταν στη μέση του όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τον εκδοτικό οίκο, ήθελαν να μάθουν νεότερα για την πορεία της επιμέλειας, αυτή που μίλησε πρώτη ήταν η Μόνικα από την Παραγωγή, που έχει, όπως όλοι όσοι δουλεύουν σ' αυτό τον τομέα, τη συνήθεια να εκφράζεται με μεγαλοπρέπεια, Κύριε Σίλβα, είπε, η Παραγωγή ρωτάει, και μας φαίνεται σαν να ακούμε Η Αυτής Μεγαλειότης θέλει να ξέρει, και επαναλαμβάνει όπως έκαναν οι κήρυκες, Η Παραγωγή ρωτάει για τα τυπογραφικά, θέλετε πολύ ακόμα για να τα παραδώσετε. [...] Πείτε τους ότι αύριο θα είναι έτοιμα, Θα το πω, κύριες Σίλβα, θα το πω και δεν πρόλαβε να προσθέσει τίποτε άλλο, γιατί το τηλέφωνο καταλήφθηκε απότομα από άλλο πρόσωπο, Εδώ Κόστα, Κι εδώ Ραϊμούντο Σίλβα, μπόρεσε να απαντήσει ο επιμελητής, Το ξέρω, αλλά χρειάζομαι τις διορθώσεις από σήμερα, το πλάνο μου είναι στον αέρα, αν δεν δώσω το βιβλίο για τύπωμα αύριο, θα μπούμε σε μεγάλους μπελάδες, κι όλα αυτά εξαιτίας της επιμέλειας. Γι' αυτό το είδος βιβλίου, για το θέμα και τον αριθμό σελίδων, ο χρόνος της επιμέλειας είναι μέσα στα όρια του μέσου, Μη μου λέτε εμένα για μέσο, εγώ θέλω το βιβλίο έτοιμο, η φωνή του Κόστα έχει ανέβει, σημάδι ότι πρέπει να βρίσκεται εκεί γύρω κάποιος προϊστάμενος, κάποιος διευθυντής, ίσως και το αφεντικό το ίδιο. Ο Ραϊμούντο πήρε βαθιά εισπνοή, επιχειρηματολόγησε. Μια επιμέλεια που γίνεται βιαστικά αφήνει περιθώρια για λάθη, Και βιβλία που αργούν να βγουν σημαίνουν χασούρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, το αφεντικό παρακολουθεί τη συνομιλία, όμως ο Κόστα προσθέτει, Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι, όχι, δεν είναι ούτε το αφεντικό εκεί, ούτε διευθυντής, ούτε προϊστάμενος, ο Κόστα δεν θα παραδεχόταν με τέτοια φυσικότητα λάθη στην επιμέλεια προς όφελος της ταχύτητας. Είναι ζήτημα κριτηρίων, απάντησε ο Ραϊμούντο Σίλβα, και ο Κόστα αδυσώπητος, Μη μου μιλάτε για κριτήρια, γνωρίζω πολύ καλά το δικό σας, το δικό μου όμως είναι πολύ απλό, χρειάζομαι την επιμέλεια για αύριο, οπωσδήποτε, κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, η ευθύνη είναι δική σας, Είπα ήδη στη Μόνικα ότι θα είμαι έτοιμος αύριο, Αύριο πρέπει να φύγει για το τυπογραφείο, Θα φύγει, μπορείτε να στείλετε να το πάρουν στις οχτώ το πρωί, Είναι πολύ νωρίς, αυτή την ώρα είναι όλα κλειστά, Τότε στείλτε κάποιον όποτε θέλετε, δεν μπορώ να χάνω άλλο το χρόνο μου, και έκλεισε. [...]
Προτού επιστρέψει στην εργασία του, πήγε να δει πώς είναι ο καιρός, είχε ανοίξει λίγο, η απέναντι όχθη του ποταμού άρχιζε πια να φαίνεται, σαν μια σκούρα γραμμή, μια μακρόστενη μουτζούρα, το κρύο όμως δεν έδειχνε να έχει πέσει. Πάνω στο γραφείο υπάρχουν τετρακόσιες τριάντα επτά σελίδες για διόρθωση, στις διακόσιες ενενήντα τρεις έχει ήδη γίνει ο έλεγχος των λαθών, αυτό που απομένει δεν είναι τόσο φοβερό, ο επιμελητής έχει ολόκληρο το απόγευμα, και τη νύχτα μάλιστα, και τη νύχτα, γιατί έχει την επαγγελματική σχολαστικότητα να κάνει πάντα μια έσχατη ανάγνωση, που συνοδεύεται, όπως και στον απλό αναγνώστη, επιτέλους από την ευχαρίστηση και τη χαρά της κατανόησης μ' έναν τρόπο ελεύθερο, ανεξάρτητο, χωρίς καχυποψία, είχε απόλυτο δίκιο εκείνος ο συγγραφέας που ρώτησε κάποτε, Στα μάτια του γερακιού πώς να φαίνεται το δέρμα της Ιουλιέτας, ε, λοιπόν, ο επιμελητής, στο λεπτό του καθήκον, είναι ακριβώς αυτό το γεράκι, που ακόμα κι όταν πια έχει κουραστεί η όρασή του, φτάνοντας στην τελική ανάγνωση, είναι ίδιος ο Ρωμαίος όταν κοίταξε για πρώτη φορά την Ιουλιέτα, αθώος, κυριευμένος από έρωτα.
ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ, Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, μετ. Αθηνά Ψυλλιά