Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βουτυράς Δημοσθένης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βουτυράς Δημοσθένης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Δημοσθένης Βουτυράς - Δύο διηγήματα

                   Οι Αποσκευές Των Νεκρών

     Ήτανε γιορτή κι οι καμπάνες της εκκλησιάς που γιόρταζε δεν είχανε πάψει όλη τη νύχτα να χτυπούνε. Βγήκα αργά σχεδόν έξω. Δε θα πήγαινα ούτε στην εκκλησιά, ούτε να χαιρετήσω φίλο. Θα πήγαινα να προσκυνήσω ένα τάφο! Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη, ψυχρή, του Δεκέμβρη μέρα. Φυσούσε άνεμος δυνατός και παγωμένος… Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Σαν σκιές των ήχων ερχόντανε ίσαμε εκεί οι χτύποι της καμπάνας της εκκλησιάς που γιόρταζε.
     Οι σταυροί φυλάγαν τους νεκρούς κι οι κλώνοι των δέντρων έκλιναν από πάνω μόνοι, θλιμμένοι. Τα πουλάκια τους νανουρίζανε τον απέραντον ύπνο τους, τους τραγουδούσαν γλυκά τραγούδια της ζωής. Κι αυτοί ίσως θα πίστευαν ότι βρισκόντανε στο χαμένο για πάντα σπίτι, κοντά στους δικούς τους κι ακούγαν τη φωνή των παιδιών, των αδερφών, συζύγων, γονιών…
     Αλλοίμονο!… Ένας κρότος ερχόταν από κει κοντά, από ένα εργοστάσιο. Προχώρησα να γυρίσω στο νεκροταφείο, αφού είδα τον τάφο, που είχα πάει να προσκυνήσω, τάφο, που δεν τον σκιάζανε θλιμμένα δέντρα, ούτε κλώνοι άλλων δέντρων εγέρνανε θλιμμένοι κοιτάζοντας τη πλάκα. Τάφοι μαρμάρινοι, με προτομές, με γλυφές, με παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ήτανε στο δρομίσκο, που 'χα πάρει. Βρισκόμουν στις πρώτες θέσεις. Άραγε η γη, που της ανοίγουνε τα σωθικά της και ρίχνουν πάλι μέσα τα παιδιά της, έχει κι αυτή θέσεις; Πρώτη, δεύτερη, τρίτη…
     Κάποτε διακόπτανε τους μαρμαρένιους τάφους άλλοι τριγυρισμένοι με κάγκελα σιδερένια. Άλλοι πάλι με ξύλινα κάγκελα και πλήθος γλάστρες. Τα άνθη της χαράς και στη λύπη βρίσκονται, σα να βγάζει η χαρά τα λουλούδια που φορεί και να τα δίνει στη θλίψη. Είχα περάσει τους μαρμάρινους τάφους ή τη πρώτη θέση. Σ' αυτό το μέρος οι τάφοι ήσανε φτωχικοί. Πέρα διέκρινα τα κεραμίδια ενός μικρού σπιτιού. Σ' ένα δέντρο, ένα άσπρο σακκούλι γεμάτο ήτανε κρεμασμένο. Χωρίς να ιδώ, μάντεψα τι είχε μέσα κι ήτανε σα σακκούλι με φαΐ λησμονημένο κάποιου εργάτη.
    Κοντά ένας τάφος είχε ανοιχτεί κι ένα φέρετρο πρόβαλλε σα βάρκα τσακισμένη από κάποιο μακρυνό ταξίδι, απ' το ταξίδι της Αχερουσίας! κι ήτανε πλούσιο φέρετρο από καρυδιά. Ο ταξιδιώτης ήτανε γυναίκα. Τα ρούχα της, που δεν της είχε επιτρέψει ο Χάρος να πάρει μαζί της, ήταν ακέραια, από θαλασσί βαθύ ύφασμα, λεπτοϋφασμένο σαν από αράχνη. Σε μια άκρη του φερέτρου ήτανε κάλτσες καφετιές τρυπητές… Μόλις έστριψα έναν τάφο, που ο σταυρός του είχε ένα γύρο και και κροτούσε απ' τον άνεμο, στάθηκα. Τα δέντρα πριν μου κρύβανε το θέαμα. Είχα φτάσει στο μικρό σπιτάκι κι είδα έξω απ' αυτό, σωρούς, σωρούς μεγάλους και ψηλούς κοκκάλων και χυμένη ζάχαρη, ή κάτι άλλο εμπόρευμα. Και κόκκαλα πλήθος, πλήθος στιβαγμένα το 'να πάνω στ' άλλο!…
 -"Πού είμαι δω;" είπα.
     Το σπιτάκι ήταν σαν τελωνείο έρημο, που απ' έξω αφήσανε τα κιβώτιά τους χαμένοι ταξιδιώτες κι έμποροι. Ένα κιβώτιο ανοιχτό, πάνω απ' τ' άλλα, έδειχνε το περιεχόμενό του. Μια πλάτη, κρανίο, κόκκαλο ποδιού… Άλλο πιο κάτω μισοκλεισμένο. Διάβασα την επιγραφή του -Κωνσταντίνος, Αθανασία, Αδελφοί- ένα κόκκαλο έβγαινε, σα να προσπαθούσε να σηκώσει το σκέπασμα. Άλλο πιο πέρα, με λουκέτο σκουριασμένο: -Χριστόδουλος– η επιγραφή. Έξω απ' το σωρό των κοκκάλων μια μασέλα με λίγα δόντια, παΐδια στραφτερά και σα γλυμμένα…
     Ο κρότος του σταυρού με το γύρο ακούστηκε πιο πολύ να ταράζει τη σιωπή τη πένθιμη, σα να 'θελε κάτι να πει τώρα ή το παραμιλητό του να δυνάμωσε. Καθώς πρόσεξα σ' αυτό τον κρότο, άκουσα κι έναν άλλο να 'ρχεται από κει κάπου. Ήτανε του εργοστασίου ο κρότος. Εργασία!…
Πάλι είδα τους σωρούς των κοκκάλων κι ήταν σα σωρός από πέτρες, που ρίχνουν απ' έξω απ' τις οικοδομές. Κι ανακατωμένα όλα! Κρανία, πόδια, πλάτες, χέρια! Κόκκαλα ευτυχών, που υπήρξανε και δυστυχών! ανθρώπων που γελασανε πολύ κι ήπιανε την ηδονή, με ανθρώπων κόκκαλα, που τους είχε πάντα η θλίψη δικούς της, που δε γνωρίσανε ποτέ το γέλιο!
 -"Γιατί τα ρίχνουν έτσι;" σκέφτηκα.
     Έξαφνα τρόμαξα. Θα γεμίσει το νεκροταφείο, θα ξεχειλίσουν οι τοίχοι από τα κόκκαλα!…
 -"Ε, νεκροί! Ελάτε να τα πάρετε! Είναι οι αποσκευές σας! Να τι σας έμεινε ακόμα από τα τόσα!… Ένας σωρός κόκκαλα!… Ποιος είναι ο δικός σας;… Προσέξετε μη πάρετε ξένα"!...

                                  Η Μάνα Του Γρίζα

     Ήταν ερημιά κείνη τη νύχτα στην παραλία. Είχε βρέξει το πρωί κι είχε γίνει ο καιρός υγρός και ψυχρός. Κάτι σύννεφα μαύρα είχανε σταθεί πέρα στον ορίζοντα και φαινότανε σα να ‘τανε η προφυλακή του χειμώνα. Τα φώτα της πλατείας φωτίζανε μόνο το άσπρο χώμα της. Οι καρέκλες, που άλλοτε σκεπάζανε τη γη σε μεγάλη απόσταση, είχανε σαρωθεί και μόνο σε μια γωνιά, κοντά στους τοίχους του μεγάλου καφενείου, είχανε μαζευτεί λίγοι από τους τόσους περιπατητάς της πλατείας. Πέρα στο μεγάλο δρόμο, που έφερνε στην πόλη, τα περισσότερα καταστήματα ήτανε σκοτεινά, και μόνο σ' ένα υπήρχε φως και από κει ερχόντανε φωνές οργάνου και τραγούδια.
     Καθισμένοι στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου μιλούσαμε. Είχα εγώ μελαγχολήσει με την αλλαγή εκείνη του καιρού, με τα μαύρα σύννεφα που πέρα στεκόντουσαν σαν να μας κοιτάζανε άγρια. Στηριγμένος στο πεζούλι της ταράτσας, δεν άκουγα τι λέγανε. Κοίταζα την έρημη πλατεία κι άκουγα, έτσι χωρίς να θέλω, τον κρότο του οργάνου που έπαιζε στο μεγάλο δρόμο και τη φωνή του μεθυσμένου που τραγουδούσε.
     Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του γερο-Φουλαρά να λέει κάτι, που μου κίνησε την περιέργεια και μ' έκανε να προσέξω.
 -"Αυτή την ιστορία που θα σας πω, όλοι τη γνωρίζουνε, όλοι στον τόπο μας, αλλά πολλοί φοβούνται να την πούνε, γιατί λένε πως η γριά, η μάνα του Γρίζα, βγαίνει και φωνάζει τη νύχτα μεταμορφωμένη σε νυχτοπούλι, πάνω απ' τα σπίτια εκείνων που τη διηγούνται".
     Ήτανε παλιά και δυνατή η οικογένεια του Γρίζα στην επαρχία μας. Είχε, λένε, ίσαμε ογδόντα τουφέκια συγγενικά, αδελφοξάδελφα, γαμπροί, κουνιάδοι. Αλλά τώρα, πάει, πάει. Ξεκληρίστηκε. Κι ούτε ένας πια δε φέρνει αυτό το επώνυμο. Σα να 'χε πέσει κατάρα! Απ' τη μέρα που 'φυγε και χάθηκε ένα παιδί του, ίσαμε δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών, απ' τη μέρα κείνη πια καλά δεν πήγε κείνο το σπίτι!… Το πιστεύετε;… Πώς; Εδώ είναι μυστήριο! Λοιπόν… Ο καπετάν-Γρίζας σκοτώθηκε λίγα χρόνια μετά το χαμό του γιου του, κατά λάθος, λένε, σ' ένα πανηγύρι. Οι δυο του άλλοι γιοι σκοτωθήκανε απ' τους Τούρκους λίγες μέρες πριν αρχίσει το τουφέκι, που γινότανε φόνοι, μα το θεό, περισσότεροι από τον πόλεμο. Μετά το φόνο των παιδιών -κι αυτό ήτανε μια αιτία που ξέσπασε στην επαρχία μας πριν της ώρας της η επανάσταση- τα βουνά γεμίσανε από πολεμιστάς και κάθε τόσο ακουγόταν ο κρότος του τουφεκιού. Κι αρχίσανε πάλι οι νύχτες να φωτίζονται συχνά, μα πολύ συχνά, από πυρκαγιές χωριών, ελαιώνων!… Α!, ο πόλεμος είναι κακός, κακός! Αλλά όταν πρόκειται για ελευθερία, όλα, όλα, στάχτη να γίνουνται, στάχτη!… Και δεν υπήρχε έλεος σε κανέναν αιχμάλωτο! Τον πιάσανε; Θα τον τουφεκίζανε! Άλλο δεν είχε. Καλλίτερα κι αυτό! Γιατί να σταθεί να τον πιάσουν; Ας είναι… Στην ιστορία μας τώρα…
     Ένα πρωί ο καπετάν-Αντώνακας, συγγενής του Γρίζα και ξακουστός πολέμαρχος, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του καπετάν-Γρίζα. Τα ξημερώματα είχε έρθει στο χωριό μ' ένα σωρό αιχμαλώτους, που όλοι λέγανε πως τους είχε φέρει να τους θυσιάσει εκεί στο χωριό, για να ευχαριστηθούνε λίγο οι γυναίκες και τα παιδιά των σκοτωμένων. Ο άνθρωπος γίνεται πολύ πιο αιμοβόρος απ' τ' άγρια θηρία, άμα του καλλιεργήσεις το κακό, που κάθε άνθρωπος έχει, ποιος λίγο, ποιος πολύ! Κι ο πόλεμος τί άλλο είναι;
     Η γριά του Γρίζα καθότανε με τρεις άλλες γυναίκες σκοτωμένων στον πόλεμο κοντά στο παράθυρο που έβλεπε πέρα την αγριεμένη θάλασσα. Μένανε σιωπηλές σχεδόν. Κάτι λόγια φεύγανε κάποτε απ' το στόμα τους και ευθύς τα χείλη των κλεινόντανε πάλι και ο νους των βυθιζότανε στη λύπη. Έτσι έμεναν, όταν φάνηκε ο καπετάν Αντώνακας με βγαλμένο το σκούφο του χωρίς να το θέλει και αυτός. Μιλήσανε το λίγο. Κάτι τους είπε αυτός για την πατρίδα, για την ελευθερία, και οι γυναίκες, αφού στενάξανε, σκύψανε το κεφάλι χωρίς λέξη να πούνε. Ο καπετάν Αντώνακας στεκότανε όρθιος και φαινότανε κάποια στενοχώρια να τον βασάνιζε πολύ. Έβηξε, ξανάβηξε, και το μέτωπό του βράχηκε από ιδρώτα. Επιτέλους όρθωσε το κορμί του κι είπε στη γριά πως κάτι θέλει να της πει.
     Οι τρεις γυναίκες σηκωθήκανε και φύγανε σαν ακούσανε έτσι κι ο καπετάν-Αντώνακας αρχίνησε να της λέει γιατί είχε πάει εκεί. Της είπε ότι μέσα στους αιχμαλώτους που είχανε φέρει ήτανε κάποιος που έμοιαζε πολύ, μα πολύ, απ' το σόι των, από το σόι του Γρίζα, και προπάντων με το παιδί το χαμένο!… Της είπε ότι έκανε αυτός, ο Αντώνακας, να του πάρει λόγια, αλλά ο αιχμάλωτος του μίλησε τούρκικα. Έκανε πως δεν ήξερε τάχα άλλη γλώσσα, αλλά που έμοιαζε έτσι!… Η γριά είχε γίνει κίτρινη κίτρινη, και έτρεμε όλη, αλλά σχίστηκε:
 -"Παιδί δικό μου!… παιδί του Γρίζα Τούρκος!… Τι λες; Μουρλάθηκες, καπετάν Αντώνακα";
     Κάνει ο καπετάν-Αντώνακας να της πει τι άλλο ήθελε, μα που ν' ακούσει αυτή!, Δε δεχότανε, ούτε λόγο. Ο Αντώνακας όμως, αντί να φύγει, επέμενε. Ο πολεμιστης ο άγριος, που δε λυπότανε κανένα, είχε γίνει εκεί καλός και γλυκός σαν άγια γυναίκα. Και της έλεγε με γλυκά λόγια ότι δεν έφταιγε αυτός, αλλά η μεγάλη ομοιότης που είχεν ο αιχμάλωτος με το παιδί που χάθηκε κι ότι κι αυτουνού  ήτανε ανίψι και γι' αυτό έκανε έτσι και φρόντιζε μη πάρει στην ψυχή του αίμα συγγενικό. Και με τα λόγια αυτά και άλλα τη κατάφερε να κατεβεί να τον δει.
 -"Για κοίτα κι εσύ. Μάνα είσαι!… Κι αν είναι, να τον αφήσω να φύγει! Ξέρω 'γώ πώς… Κι ας πάει όπου ο Θεός τονε φωτίσει!… Θέλει Τούρκος να μένει, θέλει Εβραίος να γενεί!… Έτσι της μίλησε.
     Το μέρος που είχανε τους αιχμάλωτους ήτανε δίπλα στο σπίτι της, σ' ένα χαμηλό σπιτάκι έρημο, του Αντώνακα. Κι από μια πορτούλα, που συγκοινωνούσε το σπίτι του Γρίζα με του Αντώνακα, μπήκανε στη μάνδρα του και πλησιάσανε κάτι καμαράκια, που μέσα ήταν οι αιχμάλωτοι. Μόλις όμως πλησιάσανε, η γριά δε θέλησε να πάνε μέσα.
 -"Κάλλιο να κοιτάξω από το παράθυρο".
 -"Όπως θέλεις"! της είπε ο Αντώνακας.
     Ήταν ένα παράθυρο μεγάλο σιδερόφραχτο, με κάγκελα. Η γριά ζύγωσε κίτρινη-κίτρινη και κοίταζε. Οι αιχμάλωτοι ήτανε δεμένοι και καθισμένοι καταγής. Τα μάτια της γριάς στυλωθήκανε σ' έναν αιχμάλωτο με μαύρα γενάκια, μελαχρινό και με σμιχτά φρύδια, που της θύμισε τη μορφή του αντρός της, όταν ήτανε νέος. Αυτός έμενε με τα μάτια καρφωμένα στη γη. Φαινόταν να σκέπτεται. Ξαφνικά όμως σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια του πέσανε στο παράθυρο που στεκότανε η γριά. Την είδε καλά κι έκανε να τιναχτεί σα να ήθελε να φύγει, μα το σκοινί τονε κράτησε και τον έριξε κει κοντά στη γη. Σήκωσε μόνο τα μάτια πάλι στο παράθυρο, όπου αντίκρυσε τα σκοτεινά μάτια της γριάς και τη χλωμιασμένη μορφή της.
 -"Ε;" της έκανε ο καπετάν Αντώνακας.
    Η γριά, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι από κει απ' τη θέση της, του λέει:
 -"Τί λες, καπετάν-Αντώνακα;… Παιδί δικό μου, στο είπα, Τούρκος δε γίνεται!… Παιδί του Γρίζα!… Εκείνο πάει, χάθηκε!…" Κι αφήνοντας το παράθυρο έφυγε γρήγορα για το σπίτι της, ενώ πίσω της ο καπετάν-Αντώνακας έλεγε, επιμένοντας ακόμα με μανία:
 -"Εγώ όμως δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Τί με μέλει όμως εμένα;… Μια κι η μάνα του τονε διώχνει, κι έχει δίκιο, δε λέω όχι, εκατό φορές, χίλιες έχω ‘γώ!…"
     Η γριά κατά τα ξημερώματα ανέβηκε πάνω στο δώμα. Τα άστρα είχανε χαθεί κι ένα μόνο φαινότανε κοντά στη κορφή ενός βουνού να λάμπει.
Άκουσε κάτω, δίπλα, τις πόρτες ν' ανοίγουνε και περπατησιές πολλές στο δρόμο. Πέρασε ακόμα λίγη ώρα. Μια ψυχρή πνοή της έφερε σύγκρυο στο κορμί, έπειτα άκουσε τον πετεινό του σπιτιού να λαλεί, όπως λαλούσε μια φορά κι έναν καιρό, στις ευτυχισμένες μέρες.
     Ένα μοιρολόι θλιβερό θλιβερό ανέβηκε στα χείλια της, κι άρχισε σιγά-σιγά να το τραγουδεί. Δεν έκλαιε τον άντρα της μ' αυτό, ούτε τα δυο της παιδιά που μαζί είχανε βρει το θάνατο. Έκλαιε για μιαν άλλη μεγάλη συμφορά και μοιρολογούσε για κάποιον δικό της, που δεν ήτανε δικός της… που πέθανε!… Τον έβλεπε μικρό μικρό, έπειτα παιδί χαριτωμένο, και ύστερα λεβέντη να στολίζει το σπίτι και πολλά του λόγια, που θυμότανε, περνούσαν απ' το μοιρολόι, για να νιώσει τη φωτιά του πόνου πιο βαθειά!…
     Ένας κρότος πυροβολισμού ακούστηκε πέρα, μακριά λίγο. Και τα βράχια τον ξαναείπαν. Άλλος έπειτα, άλλος!… Όλος ο τόπος γύρω γύρω αντιλάλησε την εκδίκηση που γινότανε!… Όταν όμως ζητήσανε τη γριά του Γρίζα, τη βρήκανε ακίνητη, νεκρή πάνω στο δώμα.
     Και την ιστορία αυτή όλοι την ξέρουνε στον τόπο, όλοι, αλλά φοβούνται να την πούνε, γιατί η γριά του Γρίζα γίνεται νυχτοπούλι και φωνάζει τη νύχτα πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών εκείνων που τη διηγούνται!…

ΠΗΓΗ:https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1141

 

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Δημοσθένης Βουτυράς-Η σιδερένια πόρτα



Χωρίς να μιλούνε, ή να πούνε τίποτα στο δρόμο πατέρας και γιος μπήκανε στην αγορά!Αίμα παντού, παντού εκεί μέσα. Χάμω, στα κάρα, στους τοίχους, στους στύλους, στους ανθρώπους, που φωνάζανε, γδέρνανε, τρέχανε. Και αρνάκια σφαγμένα με τα κεφάλια τους ακουμπισμένα στην άκρη σκάφης μακριάς, γεμάτης αίμα πηχτό! Φαινόνταν σαν παιδάκια να κοιμούνται και η άκρη της σκάφης να τους χρησίμευε για προσκέφαλο.

Άλλα αρνάκια πάλι σπάραζαν πάνω στις πλάκες τις κόκκινες απ’ το αίμα.

— Αγία μέρα! έκανε ο Αριστομένης στον πατέρα του.
— Ναι, ναι, του απάντησε αυτός, έτσι είναι όμως ο κόσμος Αριστομένη.
Και προχωρούσαν με δυσκολία μεσ’ τον κόσμο, στα κάρα, στις χειράμαξες… Φωνές άγριες πουλητών εδώ, εκεί, παντού.
— Του γαλάτου!
Του Αριστομένη το νου ήρθε η σφαγή των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων και ο στίχος:
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά
Ραχήλ τα τέκνα κλαίει…
— Και μεσ’ τα μαντριά, σκέφτηκε, στα λαγκάδια τώρα, πόσες μάνες αυτών εκεί, δε θα ξεφωνίζουν ζητώντας τα μικρά τους!
— Πρόσεχε, Αριστομένη! του είπε ο πατέρας του.

Ένα κοπάδι αρνάκια περνούσε, φερμένο για σφαγή. Το ένα κοντά στ’ άλλο μπαίνανε μεσ’ τα αίματα και περνούσαν πάνω απ’ τ’ άλλα, τα σφαγμένα. Του φάνηκαν σαν παιδάκια αιχμάλωτα πιασμένα από κανίβαλους που τα οδηγούσαν στα σφαγεία. Είδε ένα άσπρο να στέκεται ταραγμένο πολύ, από κάποιο χτύπο, που έγινε ξαφνικά. Και πόσο η καρδιά του θα χτυπούσε, πόσο!...

Δημοσθένης Βουτυράς, Η σιδερένια πόρτα, 1925

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Δημοσθένης Βουτυράς-Και κανένα καλό!

Οι λίμες δουλεύανε, δούλευαν αφήνοντας στριγγές φωνές, οι ρόδες γυρίζανε, τα λουριά ανεβοκατέβαιναν και ο κρότος της μεγάλης σφύρας βαρύς έπεφτε μέσα στους μικρούς κρότους των σφυριών.

Ο Μαμούλης διόρθωνε σφήνες καλουπιών για κρεβάτια, αλλά και δεν μπορούσε πια να προσέξει σ' αυτές καλά, γιατί τα λόγια του γείτονα του με τα κατσαρά μαλλιά, που του είπε για τον εργοδηγό, γυρίζανε στο νου του και τα ένοιωθε σαν κάτι κακό να του ετοιμάζανε.

- Βλέπεις; άκουσε σαν κάτι να του μίλησε μέσα του ξαφνικά, ανάγκη! Πώς σου φαίνεται αυτό; Η ανάγκη! Αυτή σε κάνει και πατείς όρκους, έχθρας, όλα, και να τρέχεις! Και συ μη δεν είσαι όμοιος μ’ αυτόν εκεί;

Και θυμήθηκε πώς όταν, προ ημερών, είχε περάσει ο Λαούδας απ' το σπίτι του να του πει να πιάσει δουλειά, η γυναίκα του τον είχε περιποιηθεί πολύ, και αυτός, αν και ζηλιάρης, δε θύμωσε που μιλούσαν, γελούσαν. Τώρα τα θυμάται με τρόμο.

- Μ' όλη την έχθρα, που είχες στο Λαούδα, ήρθες στα τέσσερα όταν σε προσκάλεσε και πάει καταδιαβόλου και ο όρκος και τα τόσα, που έλεγες! Εργασία, ησυχία! Όταν σε είχε πετάξει στο δρόμο; Ας αφήσουμε τι είχε κάνει στον φουκαρά τον πατέρα σου! Και συ και συ! Θα πάει και όταν είναι μόνη! Πώς τα δέχτηκε αυτός ο άλλος και τον έκανε εργοδηγό; Μη δεν άκουσες; Μια φορά ήτανε τίμιος άνθρωπος! Ίσως και να του άρεσε και γι αυτό σου έδωσε δουλειά! Τι θα κάνει αυτή, στην ανάγκη, στον αφέντη; του έλεγε η φωνή.

- Όχι! του ήρθε να φωνάξει με δύναμη και να ζητήσει κάτι να συντρίψει, αφού αυτό, που του τα έλεγε, βρισκότανε κρυμμένο μέσα του, αλλ' η παρουσία του κατσαρομάλλη τεχνίτη και των άλλων τον εμπόδισε. Έφερε με το νου του το πρόσωπο της γυναίκας του και το είδε, όπως ήτανε, μαραμένο απ' τη δυστυχία με τα μάτια λυπημένα, αλλά και πάλι δεν επίστεψε.

- Θα την σκοτώσω! σκέφθηκε.

- Και άλλοι πολλοί το είπανε! πάλι η φωνή.

Και οι λίμες ξακολουθούσανε να τρώνε το σίδερο με στριγγές, κάποτε, φωνές, σαν από ευχαρίστηση, μανία, και οι εργάτες να σιγομιλούνε μεταξύ τους. Και μόνος ο Μαμούλας σκυμμένος στη δουλειά του φαινότανε σ’ αυτή προσηλωμένος, χωρίς να βγάζει μιλιά, ενώ μέσα του ομως είχε ανάψει τρομερή, μανιακιά κουβέντα με τον εαυτό του, που του έλεγε, του έλεγε χίλια δυο, όλα κακά και κανένα καλό!

***

Πάνω στην ορμή της δουλειάς ένα σφύριγμα ξεπετάχτηκε. Μεσημέρι. Οι λίμες πάψανε να φωνάζουν, ο κρότος των σφυριών.

Ο Μαμούλας παράτησε τα καλούπια, πήρε και έβγαλε με βία απ' το μαντίλι το ψωμί του, ξετύλιξε και ένα χαρτί, που είχε τυρί, πετώντας το χαρτί μακρυά, έπειτα κάθησε σα θυμωμένος σε μια χελώνα μαντεμιού, που μισοβυθισμένη βρισκότανε στο κατάμαυρο, λασπερό χώμα, και άρχισε να τρώει, μασώντας νευρικά, γρήγορα, μη θέλοντας να ακούσει πια τις σκέψεις του.

Άκουσε τη γκαζομηχανή να δουλεύει μόνη, ελεύθερη και φωνές παιδιών.

Ξαφνικά όμως ταράχτηκε.

Στον αέρα μια εικόνα, μια ζωγραφιά είδε να φανεί..

- Άλλο τούτο! έκανε και σηκώθηκε.

Αλλ' είδε πάλι τη ζωγραφιά, τη γυναίκα του στην αγκαλιά του Λαούδα.

- Άλλο τούτο, άλλο τούτο πάλι!.. έλεγε περπατώντας γρήγορα μέσα στο χώρισμα. Αλλ' η ζωγραφιά ήταν εκεί, εκεί γύριζε, όπου και αν στρεφόταν, όπου και αν έρριχνε το βλέμμα.

- Θεέ μου τι είναι αυτό, τι είναι αυτό; είπε και στάθηκε στη μέση μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του ζαλισμένος.

Και ενώ ένοιωθε, έβλεπε ότι αυτός ο ίδιος την έφκιαχνε, δεν μπορούσε να την πάψει σαν κάτι άλλο επαναστατημένο μέσα του, και που ήθελε κάτι κακό να του κάνει, να την έφκιαχνε...

Και ζητούσε να αποφύγει, να μη δει, να μη δει, αλλά για μια στιγμή πήγε ενάντια και πρόσεξε·

- Να, να!.. έκανε κόκκινος, αγριεμμένος.

Αυτή, η γυναίκα του, λιγωμένη απ' την ηδονή στην αγκαλιά του Λαούδα του έδινε τα χείλια της...

- Να συνηθίσεις!. Άκουσε μέσα του τη φωνή.

Έβγαλε ένα μουγκρητό και αρπάζοντας μια λίμα ώρμησε πάνω τους.

- Θα σας πιω το αίμα! φώναξε χτυπώντας το αέρα μανιακά.

Ο κατσαρομάλλης γείτονας του φάνηκε στην είσοδο.

- Τι τρέχει ; Τι έπαθες ; ρώτησε.

Αυτός είχε συνέρθει και δικαιολογηθήκε. Κάτι θυμήθηκε και τον πήρε ένας θυμός...

Ο μάστορας με τα κατσαρά μαλλιά έφυγε μασώντας και με το ψωμί στο χέρι. Ο Μαμούλης έμεινε τρέμοντας και μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του, ενώ ιδρώτας έσταζε απ' το μέτωπό του.

- Τι είναι αυτό, τι είναι αυτό που έπαθα, θεέ μου, τι είναι αυτό! έλεγε.

***

Ίσαμε το βράδυ, που σχόλασε, η ζωγραφιά τον βασάνισε. Και δούλευε, δούλευε, ενώ η ζωγραφιά ήταν εκεί, όπου έπεφτε η ματιά του, πάνω στον πάγκο, στον τοίχο, στα εργαλεία, στο χώρισμα, παντού. Και με δυσκολία, πολλές φορές, κρατιόνταν από του να φωνάζει, να ορμήσει, ενώ ίδρωνε, έπασχε.

Είχε και μικρές διακοπές, αλλά πολύ μικρές και πάλι νάτην η αέρινη ζωγραφιά, να την! σε πολλές, πολλές στάσεις, όλες ηδονικές, λάγνες.

Και για γιατρικό δεν εύρισκε άλλο παρά να φύγει, άμα ερχόταν η πληρωμή, να φύγει απ' το εργοστάσιο του Λαούδα και ας ψοφούσε και απ' την πείνα.

Είχε και πιστέψει πως αυτό, που πάθαινε, ήτανε τιμωρία για τον όρκο, που πάτησε και δεν εκδικήθηκε τον εχθρό του πατέρα του, τον τύραννό του, αλλ' είχε δουλέψει και δούλευε ακόμα σ' αυτόν.

***

Την άλλη μέρα έφυγε πιο νωρίς, απ' τις άλλες μέρες, απ' το σπίτι του. Και έφυγε ήσυχος. Η ζωγραφιά εκείνη δεν τον είχε, παράδοξα, ενοχλήσει στο σπίτι του.

Και ήταν ένα ωραία πρωί του Απρίλη με τον ουρανό καθαρό, χωρίς ίχνος σύννεφου και με τον ήλιο να βγαίνει λαμπρός πίσω απ' το γαλήνιο βουνό. Χελιδόνια, χελιδόνια πλήθος περνούσανε γρήγορα και σα να βουτούσανε στον αέρα, και μόνο η θάλασσα πέρα κουνιότανε ταραγμένη αφρίζοντας.

Στο εργοστάσιο έφθασε όταν άρχιζε ένα κοντινό μεγάλο υφαντήριο να σφυρίζει βραχνά, βραχνά προσκαλώντας τους εργάτες του.

Τρεις τεχνίτες μέσα βάζανε σε κίνηση την γκαζομηχανή, που, κείνη τη στιγμή, είχε αρχίσει να τρέχει, χωρίς λουριά, με ορμή σα δυνατό πουλάρι ξεκούραστο, που τρέχει και κλωτσά μαζί.

- Θα στρώσει; Έκανε ο ένας, που ήταν ο κατσαρομάλλης, ρίχνοντας μια ματιά στον Μαμούλη.

Αυτός τους καλημέρισε και προχώρησε στο χώρισμα, που βρισκόταν ο πάγκος του.

Άλλοι έμπαιναν. Και σε όχι πολύ φανήκανε να έρχονται, ο ένας πίσω απ' τον άλλον, άντρες, παιδιά, κάμποσοι κίτρινοι και με πρησμένα μάτια.

Απ' το καμίνι, είδε ο Μαμούλης, μια φλόγα να ξεπετιέται, που γρήγορα ένα μακρύ σίδερο, του καμιναδόρου, τη σκέπασε με κάρβουνο. Καπνός σταχτερός βγήκε τότε, έπειτα πάλι μια φλόγα μικρή, λεπτή, γαλάζια, φάνηκε να προβάλλει και να κουνιέται σα να προσπαθούσε να ελευθερωθεί απ' το βάρος του καρβούνου.

Το αμόνι έβγαλε αρμονικές φωνές από τα χτυπήματα των σφυριών, που σε λίγο ακουστήκανε να χτυπούνε το φλογισμένο σίδερο.

Ο Μαμούλης δούλευε χωρίς τίποτα να τον ταράξει ακόμα. Η λίμα του κατσαρομάλλη, που άφηνε στριγγές φωνές, τον έκανε να θυμηθεί μια γειτόνισσά του υστερικιά, που κάτι τέτοιες φωνές έβγαζε ένα βράδυ.

Ξαφνικά άκουσε να τον φωνάζουνε·

- Μαμούλης!

Εκοίταξε.

- Ο κύριος Λαούδας σε θέλει! Άφησε τη δουλειά του και πήγε με σουφρωμένα φρύδια. Του είπανε πώς ήτανε έξω. Στην πόρτα κοντά είδε, καθώς βγήκε, το αμαξάκι του Λαούδα μ' ένα μαύρο άλογο, που κύρτωνε το λαιμό του και χτυπούσε, έσκαβε τη γη με τα μπροστινά του πόδια, και που με δυσκολία το κρατούσε ο Τσούρμπος ο εργοδηγός. Ο Λαούδας στεκότανε πιο πέρα, και είχε το χέρι του δεμένο.

- Έλα, βρε αδελφέ, του είπε αυτός, άμα τον είδε, δε βλέπεις; Το έβγαλα χτες και δεν μπορώ να το οδηγήσω! Και θέλει μπράτσα και μπράτσα και να ξέρει κανείς απ' άλογα! Απ' αυτούς; άσ' τους! δεν αξίζει κανείς! Έλα, ανέβα και τράβα! Εγώ θα μπω μέσα!

Ο Μαμούλης ανέβηκε, χωρίς να πει λέξη, στο αμαξάκι και πήρε τα ηνία. Ο Τσούρμπος άφησε το άλογο κι αυτό ταράχτηκε.

- Ε, ε! του φώναξε ο Λαούδας.

- Κράτα το καλά! είπε έπειτα στον Μαμούλη, και ανοίγοντας την πόρτα, άμα το αμαξάκι στάθηκε μπήκε μέσα.

- Θα τραβήξεις για του Περδόπουλου! Θέλει μια πόρτα μεγάλη. Θα πάρεις και τα μέτρα! Το ξέρεις το σπίτι του; Κείνο το τελευταίο, στο γκρεμνό!

Ο Μαμούλης είχε γυρίσει στον Λαούδα για ν’ ακούσει, και είδε ψηλά, στον κατακάθαρο ουρανό, ένα σύννεφο κρεμασμένο, χαμηλά, χαμηλά, και σα να τους κοίταζε.

Το αμαξάκι άρχισε να τρέχει.

Πάλι κοίταξε με τρόπο πίσω του.

Το σύννεφο ακολουθούσε το αμαξάκι.

Ετρόμαξε και χτύπησε το άλογο και αυτό τινάχτηκε και άρχισε να τρέχει γρήγορα.

- Έτσι ντε! άκουσε τον Λαούδα να λέει.

Σε λίγο που κοίταξε πίσω, είδε το σύννεφο, όχι πια κοντα αλλά σα να είχε σταθεί και τους κοίταζε που φεύγανε.

- Μα τι κοιτάς; τον ρώτησε ο Λαούδας και γύρισε και κοίταξε κι αυτός.

Ο Μαμούλης είχε ησυχάσει και γρήγορα λησμόνησε το σύννεφο. Δεν σκεπτότανε τίποτα. Χτυπούσε κάποτε το άλογο, που τότε έτρεχε ορμητικά αφίνοντας το κουνητό τρέξιμό του.

Ψηλά ο ήλιος έλαμπε και πέρα η θάλασσα φάνηκε να κυλιέται ταραγμένη όλο κύματα. Ένας γλάρος πετούσε πάνω απ' τ' αφρισμένα νερά και ένας άλλος υψώθηκε.

Στο νου του Μαμούλα τίποτα δεν υπήρχε και κοίταζε, έτσι χωρίς να θέλει, σα να βρισκότανε έξω απ' όλα αυτά, να έβλεπε κόσμον άλλον, τους γλάρους, τον ήλιο, το κύμα, που ταραγμένο έτρεχε, κουνιότανε, βούιζε, φώναζε με χίλιες φωνές, και ακουγότανε να χτυπά δυνατά στα βράχια και να πηδά σα θηρίο, που πεινά και μανιασμένο ζητά να βγει, να πεταχτεί έξω απ' το λάκκο, που τόχουνε κλείσει.

Αλλά να, ξαφνικά ο Μαμούλης στράφηκε με φόβο.

Πίσω, μαζί με τον Λαούδα μια γυναίκα καθότανε, ήτανε κοντά του. Η γυναίκα του!!

Αυτός ήτανε άτιμος πια, αυτός του την είχε πάει!

- Α!. έκανε άγρια και χτύπησε το άλογο δυνατά όσο μπορούσε, Αυτό πετάχτηκε με ορμή και άρχισε να τρέχει τρελά...

- Μωρέ τι κάνεις; του φώναξε ο Λαούδας και θέλησε να σηκωθεί, αλλ' έπεσε χάμω μεσ' τ' αμάξι.

Αυτός με μουγκρητό χτυπά, χτυπά το άλογο και αυτό τρέχει, πετά τυφλά στον γκρεμνό, στον γκρεμνό που κάτω πηδούσε, φώναζε, βρυχότανε σαν πεινασμένο θηρίο η θάλασσα!..

Πηγή: http://users.sch.gr/ipap/log-keimena/boutiras_diigimata1.htm

Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Δημοσθένης Βουτυράς-Ο Μπαλάφας στον Παράδεισο

Ο ΜΠΑΛΑΦΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ



Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό.

Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.

Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.

Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.

Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.

Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:

- Και πάλι καλά…

Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.

Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.

Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.

Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.

- Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.

- Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!

- Μα συ είσαι για αλλού.

- Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!... αλλού

να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…

- Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!

Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.

- Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…

- Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.

- Τι θα κάνω… Να!

Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.

Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.

Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.

Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.

Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.

Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.

- Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.

- Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…

- Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!

- Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;

- Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!

- Ε, και πως είμαι κλέφτης;

- Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;

- Όχι!

- Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;

- Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.

- Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!

- Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…

- Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην

εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…

- Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…

Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:

- Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!

Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:

- Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες,

δικάζεις;…

- Τι λες;

- Τι λέω, τι λέω!... Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…



Από τη συλλογή Μέσα στους ανθρωποφάγους, 1927

Πηγή:https://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Bouturas-diigimata.htm#%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%94%CE%95%CE%99%CE%A3%CE%9F

Δημοσθένης Βουτυράς-Παραρλάμα


Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τι ήθελε να θυμάται;

Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει*. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το έβλεπε.

Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.

Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.

Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.

Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ* τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν*. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.

Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.

Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε.

Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.

Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.

Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.

Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα.

Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:

— Παραρλάμα.

Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.

Έφυγε όπως είχε πάει.

Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:

— Τι είναι αυτό εκεί! Ποιος το 'γραψε αυτό;

Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.

Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.

— Παραρλάμα!

Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε στα χείλη όλων.

Μα ποιος την έγραψε;

Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε.

Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.

Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.

Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο.

— Παραρλάμα.

Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:

— Πρέπει να βρεθεί!

Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.

Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!

Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.

Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.

Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.

— Παραρλάμα!

Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...

Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...

Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει, έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...
...................................................................................................................................................................

Παραρλάμα: λέξη που πλάθει ο συγγραφέας και δε σημαίνει τίποτε, όπως φαίνεται στο κείμενο.
πειράζω: βάζω σε πειρασμό.
Βαλτάσαρ: βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος του Ναβουχοδονόσορα. Εκθρονίστηκε από τον Κύρο. Η Βίβλος (Δανιήλ Ε') διηγείται ότι ένα βράδυ ο Βαλτάσαρ είχε πλούσιο συμπόσιο και διέταξε να φέρουν τα ιερά σκεύη που ο Ναβουχοδονόσορας είχε αρπάξει από την Ιερουσαλήμ. Ο ιερόσυλος είδε τότε να παρουσιάζεται ένα χέρι που χάραζε στον τοίχο μυστηριώδεις χαρακτήρες. Κάλεσαν τον προφήτη Δανιήλ που διάβασε τις λέξεις μανή, θεκέλ, φάρες και τις ερμήνευσε ως εξής: «εμέτρησε ο θεός τη βασιλεία σου και όρισε το τέλος της· την έβαλε στο ζυγό και βρέθηκε ότι υστερεί· διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες». Την ίδια νύχτα ο Κύρος έμπαινε στη Βαβυλώνα.
φαρσίν: πρόκειται για άλλη εκδοχή των μυστηριώδων λέξεων που αναφέραμε πιο πάνω.

ΠΗΓΗ: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14842/

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Δημοσθένης Βουτυράς-Λησμονιά


Ο Καπάρης έπαψε περιμένοντας να σταματήσει το χτύπημα της καμπάνας. Και όταν ο τελευταίος ήχος της έτρεξε στον αέρα τρεμουλιαστός ξακολούθησε την ομιλίαν του, αφού τύλιξε πρώτα γύρω στο λαιμό του το σάλι του, που του είχε ξεφύγει.
— Πόσους και πόσους δεν έχουμε λησμονήσει! είπε. Πόσοι, που γνωρίσαμε μια φορά κι έναν καιρό είχαμε κάποια φιλία, αρχίζαμε να τους αγαπάμε και που μια μέρα χωριστήκαμε χωρίς να σκεφτούμε πως δε θα δει πια ο ένας τον άλλο. Άλλοι πάλι, που μαζί πηγαίναμε σκολειό, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, που μια μέρα κι αυτούς τους χάσαμε χωριστήκαμε και δεν τους ξαναείδαμε πια!… και σιγά, σιγά σβήσανε απ΄ τη μνήμη μας και μας είναι αδύνατο να τους θυμηθούμε! Ίσως μένει, βαθιά όμως, στην ψυχή μας η μορφή τους κρυμμένη, που μόνο ο ύπνος μπορεί να τη φέρει απάνω στην ενθύμησή μας, αλλ΄ όταν ξυπνήσουμε θα σβήσει πάλι, θα πάει στη θέση της χωρίς να δεις, να συλλάβεις τίποτα!… Πόσοι λοιπόν, απ΄ αυτούς δεν έχουνε χαθεί, δεν έχουνε πεθάνει… Προχτές το βράδυ ένα τέτοιο έβλεπα στον ύπνο μου, ένα τέτοιο! Είμαστε δυο παρέες, λέει, και καθόμαστε σ΄ ένα δωμάτιο ψηλό ενός σπιτιού, που μια φορά μικρός είχα κατοικήσει. Από μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή φαινόντουσαν δέντρα ενός κήπου μεγάλου και μια λάμψη δυνατή, πέρα στον ορίζοντα.

Κάτι λέγαμε, νομίζω, για πεθαμένους, για ψυχές.
— Γιά, μου λέει ξαφνικά κάποιος απ΄ την παρέα μας, δείχνοντας έναν, που καθότανε μαζί μας σιωπηλός, έναν, που τον είδα να ‘ναι σκοτεινός και σαν αέρινος, αυτός είναι πεθαμένος, πέθανε στην Πάτρα!
Εγώ το ήξερα και λυπόμουνα πολύ γι΄ αυτό, γιατί ήτανε φίλος μου, γνωστός μου παλιός, και ήθελα να μάθω, για να παρηγορήσω τη λύπη μου, αν αισθάνεται κι έτσι που ήταν, ό,τι πριν…
Για πες μου, του λέω, και του είπα και τ΄ όνομά του, πώς σου συνέβηκε, τι αισθάνθηκες;
Ο πεθαμένος άνοιξε τα χέρια του.
— Ούτε θυμούμαι που πέθανα, ούτε τι τράβηξα!… Έφυγα απ΄ εκεί μόνο αφήνοντας το σώμα μου σα να πέρασα για μια στιγμή ένα σκοτεινό μέρος!,,,
Στράφηκα στους φίλους μου.
— Βλέπετε; τους είπα.
Ένας απ΄ τους κυρίους, που ήτανε στην άλλη παρέα, πήρε το κάθισμά του και πλησίασε κοντά στον πεθαμένο.
— Για πες μας πώς…
Ήθελε να ρωτήσει να μάθει εκείνο το άλυτο, το παράξενο, το μεγάλο μυστήριο, αλλά το πρόσωπο του πεθαμένου πήρε μια έκφραση στενόχωρη κι είπε τραυλίζοντας :
— Αφήστε με!… Πρέπει να πηγαίνω! βραδυάζει, δε μπορώ, πνίγουμαι!…
Και αλήθεια βράδυαζε. Έξω η λάμψη κείνη, που ήτανε πριν, είχε χαθεί και το σκοτάδι ερχότανε.
Ξύπνησα λυπημένος πολύ πολύ και με δάκρυα στα μάτια. ΄Εκλαιγα. Ποιος να ‘ταν, λοιπόν, κείνος ο φίλος μου, που τόσο, τόσο μ΄ έκανε να λυπηθώ, και που ακόμα που τον σκέπτουμαι δακρύζω;…


Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958)
Περιοδικό «Ο Νουμάς», Τόμος 17, τεύχος 676, σελίδες 180-181 (1920)
«Τώρα θα παρακαλέσουν το Θεό, θα τον ευχαριστήσουν για τη νίκη και θα τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει να σκοτώσουν πολλούς εχθρούς! Απ’ την άλλη μεριά οι ιμάμηδες και οι λοιποί χοτζάδες θα παρακαλέσουν και αυτοί το Θεό για να τους βοηθήσει και έτσι ο Θεός θα βρεθεί σε δύσκολη θέση σε ποιον από τους δυο να δώσει βοήθεια…»

Δημοσθένης Βουτυράς, πεζογράφος (1872-27 Μαρτίου 1958)
(«Ο Λαγκάς»).