Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Δημοσθένης Βουτυράς-Και κανένα καλό!

Οι λίμες δουλεύανε, δούλευαν αφήνοντας στριγγές φωνές, οι ρόδες γυρίζανε, τα λουριά ανεβοκατέβαιναν και ο κρότος της μεγάλης σφύρας βαρύς έπεφτε μέσα στους μικρούς κρότους των σφυριών.

Ο Μαμούλης διόρθωνε σφήνες καλουπιών για κρεβάτια, αλλά και δεν μπορούσε πια να προσέξει σ' αυτές καλά, γιατί τα λόγια του γείτονα του με τα κατσαρά μαλλιά, που του είπε για τον εργοδηγό, γυρίζανε στο νου του και τα ένοιωθε σαν κάτι κακό να του ετοιμάζανε.

- Βλέπεις; άκουσε σαν κάτι να του μίλησε μέσα του ξαφνικά, ανάγκη! Πώς σου φαίνεται αυτό; Η ανάγκη! Αυτή σε κάνει και πατείς όρκους, έχθρας, όλα, και να τρέχεις! Και συ μη δεν είσαι όμοιος μ’ αυτόν εκεί;

Και θυμήθηκε πώς όταν, προ ημερών, είχε περάσει ο Λαούδας απ' το σπίτι του να του πει να πιάσει δουλειά, η γυναίκα του τον είχε περιποιηθεί πολύ, και αυτός, αν και ζηλιάρης, δε θύμωσε που μιλούσαν, γελούσαν. Τώρα τα θυμάται με τρόμο.

- Μ' όλη την έχθρα, που είχες στο Λαούδα, ήρθες στα τέσσερα όταν σε προσκάλεσε και πάει καταδιαβόλου και ο όρκος και τα τόσα, που έλεγες! Εργασία, ησυχία! Όταν σε είχε πετάξει στο δρόμο; Ας αφήσουμε τι είχε κάνει στον φουκαρά τον πατέρα σου! Και συ και συ! Θα πάει και όταν είναι μόνη! Πώς τα δέχτηκε αυτός ο άλλος και τον έκανε εργοδηγό; Μη δεν άκουσες; Μια φορά ήτανε τίμιος άνθρωπος! Ίσως και να του άρεσε και γι αυτό σου έδωσε δουλειά! Τι θα κάνει αυτή, στην ανάγκη, στον αφέντη; του έλεγε η φωνή.

- Όχι! του ήρθε να φωνάξει με δύναμη και να ζητήσει κάτι να συντρίψει, αφού αυτό, που του τα έλεγε, βρισκότανε κρυμμένο μέσα του, αλλ' η παρουσία του κατσαρομάλλη τεχνίτη και των άλλων τον εμπόδισε. Έφερε με το νου του το πρόσωπο της γυναίκας του και το είδε, όπως ήτανε, μαραμένο απ' τη δυστυχία με τα μάτια λυπημένα, αλλά και πάλι δεν επίστεψε.

- Θα την σκοτώσω! σκέφθηκε.

- Και άλλοι πολλοί το είπανε! πάλι η φωνή.

Και οι λίμες ξακολουθούσανε να τρώνε το σίδερο με στριγγές, κάποτε, φωνές, σαν από ευχαρίστηση, μανία, και οι εργάτες να σιγομιλούνε μεταξύ τους. Και μόνος ο Μαμούλας σκυμμένος στη δουλειά του φαινότανε σ’ αυτή προσηλωμένος, χωρίς να βγάζει μιλιά, ενώ μέσα του ομως είχε ανάψει τρομερή, μανιακιά κουβέντα με τον εαυτό του, που του έλεγε, του έλεγε χίλια δυο, όλα κακά και κανένα καλό!

***

Πάνω στην ορμή της δουλειάς ένα σφύριγμα ξεπετάχτηκε. Μεσημέρι. Οι λίμες πάψανε να φωνάζουν, ο κρότος των σφυριών.

Ο Μαμούλας παράτησε τα καλούπια, πήρε και έβγαλε με βία απ' το μαντίλι το ψωμί του, ξετύλιξε και ένα χαρτί, που είχε τυρί, πετώντας το χαρτί μακρυά, έπειτα κάθησε σα θυμωμένος σε μια χελώνα μαντεμιού, που μισοβυθισμένη βρισκότανε στο κατάμαυρο, λασπερό χώμα, και άρχισε να τρώει, μασώντας νευρικά, γρήγορα, μη θέλοντας να ακούσει πια τις σκέψεις του.

Άκουσε τη γκαζομηχανή να δουλεύει μόνη, ελεύθερη και φωνές παιδιών.

Ξαφνικά όμως ταράχτηκε.

Στον αέρα μια εικόνα, μια ζωγραφιά είδε να φανεί..

- Άλλο τούτο! έκανε και σηκώθηκε.

Αλλ' είδε πάλι τη ζωγραφιά, τη γυναίκα του στην αγκαλιά του Λαούδα.

- Άλλο τούτο, άλλο τούτο πάλι!.. έλεγε περπατώντας γρήγορα μέσα στο χώρισμα. Αλλ' η ζωγραφιά ήταν εκεί, εκεί γύριζε, όπου και αν στρεφόταν, όπου και αν έρριχνε το βλέμμα.

- Θεέ μου τι είναι αυτό, τι είναι αυτό; είπε και στάθηκε στη μέση μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του ζαλισμένος.

Και ενώ ένοιωθε, έβλεπε ότι αυτός ο ίδιος την έφκιαχνε, δεν μπορούσε να την πάψει σαν κάτι άλλο επαναστατημένο μέσα του, και που ήθελε κάτι κακό να του κάνει, να την έφκιαχνε...

Και ζητούσε να αποφύγει, να μη δει, να μη δει, αλλά για μια στιγμή πήγε ενάντια και πρόσεξε·

- Να, να!.. έκανε κόκκινος, αγριεμμένος.

Αυτή, η γυναίκα του, λιγωμένη απ' την ηδονή στην αγκαλιά του Λαούδα του έδινε τα χείλια της...

- Να συνηθίσεις!. Άκουσε μέσα του τη φωνή.

Έβγαλε ένα μουγκρητό και αρπάζοντας μια λίμα ώρμησε πάνω τους.

- Θα σας πιω το αίμα! φώναξε χτυπώντας το αέρα μανιακά.

Ο κατσαρομάλλης γείτονας του φάνηκε στην είσοδο.

- Τι τρέχει ; Τι έπαθες ; ρώτησε.

Αυτός είχε συνέρθει και δικαιολογηθήκε. Κάτι θυμήθηκε και τον πήρε ένας θυμός...

Ο μάστορας με τα κατσαρά μαλλιά έφυγε μασώντας και με το ψωμί στο χέρι. Ο Μαμούλης έμεινε τρέμοντας και μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του, ενώ ιδρώτας έσταζε απ' το μέτωπό του.

- Τι είναι αυτό, τι είναι αυτό που έπαθα, θεέ μου, τι είναι αυτό! έλεγε.

***

Ίσαμε το βράδυ, που σχόλασε, η ζωγραφιά τον βασάνισε. Και δούλευε, δούλευε, ενώ η ζωγραφιά ήταν εκεί, όπου έπεφτε η ματιά του, πάνω στον πάγκο, στον τοίχο, στα εργαλεία, στο χώρισμα, παντού. Και με δυσκολία, πολλές φορές, κρατιόνταν από του να φωνάζει, να ορμήσει, ενώ ίδρωνε, έπασχε.

Είχε και μικρές διακοπές, αλλά πολύ μικρές και πάλι νάτην η αέρινη ζωγραφιά, να την! σε πολλές, πολλές στάσεις, όλες ηδονικές, λάγνες.

Και για γιατρικό δεν εύρισκε άλλο παρά να φύγει, άμα ερχόταν η πληρωμή, να φύγει απ' το εργοστάσιο του Λαούδα και ας ψοφούσε και απ' την πείνα.

Είχε και πιστέψει πως αυτό, που πάθαινε, ήτανε τιμωρία για τον όρκο, που πάτησε και δεν εκδικήθηκε τον εχθρό του πατέρα του, τον τύραννό του, αλλ' είχε δουλέψει και δούλευε ακόμα σ' αυτόν.

***

Την άλλη μέρα έφυγε πιο νωρίς, απ' τις άλλες μέρες, απ' το σπίτι του. Και έφυγε ήσυχος. Η ζωγραφιά εκείνη δεν τον είχε, παράδοξα, ενοχλήσει στο σπίτι του.

Και ήταν ένα ωραία πρωί του Απρίλη με τον ουρανό καθαρό, χωρίς ίχνος σύννεφου και με τον ήλιο να βγαίνει λαμπρός πίσω απ' το γαλήνιο βουνό. Χελιδόνια, χελιδόνια πλήθος περνούσανε γρήγορα και σα να βουτούσανε στον αέρα, και μόνο η θάλασσα πέρα κουνιότανε ταραγμένη αφρίζοντας.

Στο εργοστάσιο έφθασε όταν άρχιζε ένα κοντινό μεγάλο υφαντήριο να σφυρίζει βραχνά, βραχνά προσκαλώντας τους εργάτες του.

Τρεις τεχνίτες μέσα βάζανε σε κίνηση την γκαζομηχανή, που, κείνη τη στιγμή, είχε αρχίσει να τρέχει, χωρίς λουριά, με ορμή σα δυνατό πουλάρι ξεκούραστο, που τρέχει και κλωτσά μαζί.

- Θα στρώσει; Έκανε ο ένας, που ήταν ο κατσαρομάλλης, ρίχνοντας μια ματιά στον Μαμούλη.

Αυτός τους καλημέρισε και προχώρησε στο χώρισμα, που βρισκόταν ο πάγκος του.

Άλλοι έμπαιναν. Και σε όχι πολύ φανήκανε να έρχονται, ο ένας πίσω απ' τον άλλον, άντρες, παιδιά, κάμποσοι κίτρινοι και με πρησμένα μάτια.

Απ' το καμίνι, είδε ο Μαμούλης, μια φλόγα να ξεπετιέται, που γρήγορα ένα μακρύ σίδερο, του καμιναδόρου, τη σκέπασε με κάρβουνο. Καπνός σταχτερός βγήκε τότε, έπειτα πάλι μια φλόγα μικρή, λεπτή, γαλάζια, φάνηκε να προβάλλει και να κουνιέται σα να προσπαθούσε να ελευθερωθεί απ' το βάρος του καρβούνου.

Το αμόνι έβγαλε αρμονικές φωνές από τα χτυπήματα των σφυριών, που σε λίγο ακουστήκανε να χτυπούνε το φλογισμένο σίδερο.

Ο Μαμούλης δούλευε χωρίς τίποτα να τον ταράξει ακόμα. Η λίμα του κατσαρομάλλη, που άφηνε στριγγές φωνές, τον έκανε να θυμηθεί μια γειτόνισσά του υστερικιά, που κάτι τέτοιες φωνές έβγαζε ένα βράδυ.

Ξαφνικά άκουσε να τον φωνάζουνε·

- Μαμούλης!

Εκοίταξε.

- Ο κύριος Λαούδας σε θέλει! Άφησε τη δουλειά του και πήγε με σουφρωμένα φρύδια. Του είπανε πώς ήτανε έξω. Στην πόρτα κοντά είδε, καθώς βγήκε, το αμαξάκι του Λαούδα μ' ένα μαύρο άλογο, που κύρτωνε το λαιμό του και χτυπούσε, έσκαβε τη γη με τα μπροστινά του πόδια, και που με δυσκολία το κρατούσε ο Τσούρμπος ο εργοδηγός. Ο Λαούδας στεκότανε πιο πέρα, και είχε το χέρι του δεμένο.

- Έλα, βρε αδελφέ, του είπε αυτός, άμα τον είδε, δε βλέπεις; Το έβγαλα χτες και δεν μπορώ να το οδηγήσω! Και θέλει μπράτσα και μπράτσα και να ξέρει κανείς απ' άλογα! Απ' αυτούς; άσ' τους! δεν αξίζει κανείς! Έλα, ανέβα και τράβα! Εγώ θα μπω μέσα!

Ο Μαμούλης ανέβηκε, χωρίς να πει λέξη, στο αμαξάκι και πήρε τα ηνία. Ο Τσούρμπος άφησε το άλογο κι αυτό ταράχτηκε.

- Ε, ε! του φώναξε ο Λαούδας.

- Κράτα το καλά! είπε έπειτα στον Μαμούλη, και ανοίγοντας την πόρτα, άμα το αμαξάκι στάθηκε μπήκε μέσα.

- Θα τραβήξεις για του Περδόπουλου! Θέλει μια πόρτα μεγάλη. Θα πάρεις και τα μέτρα! Το ξέρεις το σπίτι του; Κείνο το τελευταίο, στο γκρεμνό!

Ο Μαμούλης είχε γυρίσει στον Λαούδα για ν’ ακούσει, και είδε ψηλά, στον κατακάθαρο ουρανό, ένα σύννεφο κρεμασμένο, χαμηλά, χαμηλά, και σα να τους κοίταζε.

Το αμαξάκι άρχισε να τρέχει.

Πάλι κοίταξε με τρόπο πίσω του.

Το σύννεφο ακολουθούσε το αμαξάκι.

Ετρόμαξε και χτύπησε το άλογο και αυτό τινάχτηκε και άρχισε να τρέχει γρήγορα.

- Έτσι ντε! άκουσε τον Λαούδα να λέει.

Σε λίγο που κοίταξε πίσω, είδε το σύννεφο, όχι πια κοντα αλλά σα να είχε σταθεί και τους κοίταζε που φεύγανε.

- Μα τι κοιτάς; τον ρώτησε ο Λαούδας και γύρισε και κοίταξε κι αυτός.

Ο Μαμούλης είχε ησυχάσει και γρήγορα λησμόνησε το σύννεφο. Δεν σκεπτότανε τίποτα. Χτυπούσε κάποτε το άλογο, που τότε έτρεχε ορμητικά αφίνοντας το κουνητό τρέξιμό του.

Ψηλά ο ήλιος έλαμπε και πέρα η θάλασσα φάνηκε να κυλιέται ταραγμένη όλο κύματα. Ένας γλάρος πετούσε πάνω απ' τ' αφρισμένα νερά και ένας άλλος υψώθηκε.

Στο νου του Μαμούλα τίποτα δεν υπήρχε και κοίταζε, έτσι χωρίς να θέλει, σα να βρισκότανε έξω απ' όλα αυτά, να έβλεπε κόσμον άλλον, τους γλάρους, τον ήλιο, το κύμα, που ταραγμένο έτρεχε, κουνιότανε, βούιζε, φώναζε με χίλιες φωνές, και ακουγότανε να χτυπά δυνατά στα βράχια και να πηδά σα θηρίο, που πεινά και μανιασμένο ζητά να βγει, να πεταχτεί έξω απ' το λάκκο, που τόχουνε κλείσει.

Αλλά να, ξαφνικά ο Μαμούλης στράφηκε με φόβο.

Πίσω, μαζί με τον Λαούδα μια γυναίκα καθότανε, ήτανε κοντά του. Η γυναίκα του!!

Αυτός ήτανε άτιμος πια, αυτός του την είχε πάει!

- Α!. έκανε άγρια και χτύπησε το άλογο δυνατά όσο μπορούσε, Αυτό πετάχτηκε με ορμή και άρχισε να τρέχει τρελά...

- Μωρέ τι κάνεις; του φώναξε ο Λαούδας και θέλησε να σηκωθεί, αλλ' έπεσε χάμω μεσ' τ' αμάξι.

Αυτός με μουγκρητό χτυπά, χτυπά το άλογο και αυτό τρέχει, πετά τυφλά στον γκρεμνό, στον γκρεμνό που κάτω πηδούσε, φώναζε, βρυχότανε σαν πεινασμένο θηρίο η θάλασσα!..

Πηγή: http://users.sch.gr/ipap/log-keimena/boutiras_diigimata1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου