ΑΡΝΗΣΗ
Προτιμώ
να κοιτάζω τ’ άστρα
παρά να υπογράφω διαταγές εκτελέσεως.
Προτιμώ
ν’ ακούω την ψιθυριστή
φωνή των λουλουδιών
να μου λέει
«νά τος νά τονε»
όποτε περνάω έξω από κηπάρια
παρά να βλέπω όπλα να σκοτώνουν
όσους επιθυμούν τον θάνατό μου.
Να γιατί εγώ ποτέ
ποτέ ποτέ
δεν πρόκειται να κυβερνήσω κανέναν.
ΞΟΡΚΙ ΜΕ ΧΑΧΑΝΑ
Χαχανίστε, ω χαχανιστές!
Ξαναχαχανίστε, ω χαχανιστάδες!
Οι χαχάνοι χαχανάνε,
χαχανοζούν, χαζοχαχανοπερνάνε.
Ω, χαχανάτε χαχανούδικα!
Χαχάσματα χαχασμάτων
χαίνουν, χάνουν, χάσκουν,
χασχίζουν, χαχαίνουν, χαχάζουν.
Χάσκαε, χάσκαε χαχαστί, ω χαχανιστή,
Χάσκαε, χάσκαε χαχανιστί, ω χαχαστίσκε!
Χαγούργειε χαχανούργικα στο χάος
χαχανούργειε αναχαχανωτά,
παραχαχανωτά και ξεχαχάνωτα!
Χαχανίστε, χαχανίστε, ω χαχανιστές!
Και ξαναχαχανίστε, ναι, ω χαχανιστάδες!
Από το βιβλίο: Γιώργος Kεντρωτής, «Εκατόν δύο ματς», Τυπωθήτω, Αθήνα 2008, σελ. 112.
ΕΚΚΕΙ ΠΟΥ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΦΩΛΙΕΣ...
Εκεί που οι μελισσουργοί έκαναν κάποτε φωλιές
και λύγιζαν στον άνεμο των πεύκων οι κορφές,
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
πέταγαν κι έκαναν χαρές.
Εκεί που πέρναγαν βολίδες λυγερές των πεύκων οι κορφές
και τραγουδούσαν, κελαηδούσαν οι καλοί αηδονιστές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
πέταγαν κι έκαναν χαρές.
Μες στ’ άγρια, τα σκοτεινά
των πανικών,
μες στα στοιχειά
των περασμένων ημερών,
πέταγαν κι έκαναν χαρές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές!
Είστε αηδονόλαλες και γοητευτικές,
τον νου μού παίρνετε, εισβάλετε εντός μου σαν πενιές!
Άντε, γλυκείς μου αηδονιστές,
αιώνιες αποφάσεις βιαστικές.
1908
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
ΑΣΙΑ
Πάντα της σκλάβα,
μα το μαύρο βυζί της πατρίδα των τσάρων,
κι η σφραγίδα του κράτους στ’ αφτί της χαλκάς.
Κόρη τη μια με ρομφαίες
που από γκάστρι δεν ξέρει,
κι απ’ την άλλη μαμή και γριά – της εξέγερσης.
Γυρνώντας στις σελίδες του βιβλίου αυτού,
που τό ’γραψε η γροθιά της θάλασσας,
οι άνθρωποι: μελάνη που αστράφτει τη νύχτα εκεί μέσα,
του Τσάρου το ντουφέκισμα θαυμαστικό οργής,
η νίκη της στρατιάς το κόμμα.
Και το πεδίο –τόσες τελείες- της σφαγής – ξερνάνε
την οργή τους.
Οργή του λαού που σ’ είδα με τα μάτια μου
και στολή (παρενθέσεις) αιώνων.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Πηγή: Αλωνάκι της Ποίησης