Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024
Octavio Paz - Hλιακή πέτρα (απόσπασμα)
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024
Octavio Paz - Tέσσερα ερωτικά ποιήματα
1.
ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ
Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο
είναι μερικές φορές δύο κύματα
και η νύχτα ένας ωκεανός.
Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο
είναι μερικές φορές δύο πέτρες
και η νύχτα μία έρημος.
Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο
είναι μερικές φορές δύο μαχαίρια
και η νύχτα σβήνει σπίθες.
Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο
είναι δύο αστέρια που πέφτουν
σ’ έναν άδειο ουρανό.
2.
CODA
Ίσως το ν’ αγαπάς σημαίνει να μαθαίνεις
να περπατάς μέσα στον κόσμο.
Σημαίνει να μαθαίνεις να είσαι σιωπηλός
όπως η βελανιδιά και η φλαμουριά τού μύθου.
Να μαθαίνεις να βλέπεις.
Το βλέμμα σου έσπειρε σπόρους.
Φύτεψε ένα δέντρο.
Μιλώ
γιατί κουνάς τα φύλλα του.
3.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΥΓΗ
Τα μαλλιά σου χάνονται στο δάσος,
τα πόδια σου αγγίζουν τα δικά μου.
Στον ύπνο σου είσαι μεγαλύτερη από τη νύχτα,
αλλά το όνειρό σου χωράει σε αυτό το δωμάτιο.
Πόσο πολλοί είμαστε, εμείς που είμαστε τόσο λίγοι!
Έξω από το δωμάτιο περνάει ένα ταξί γεμάτο φαντάσματα.
Τα νερά τού ποταμού που τρέχουν πλάι σου
κυλούν πάντα προς τα πίσω.
Άραγε, αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα;
4.
ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
Στο σώμα μου ψάχνεις το βουνό
για να βρεις τον ήλιο που είναι θαμμένος στο δάσος του.
Στο σώμα σου ψάχνω τη βάρκα
που παρασύρεται στη μέση τής νύχτας.
(Μεταφραστική δοκιμή: Νίκος Λάζαρης)
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024
Octavio Paz - Δύο κορμιά
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024
Octavio Paz - Δυο κορμιά
είναι κάποτε δυο κύματα
κι είναι η νύχτα ωκεανός.
Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι κάποτε δυο πέτρες
κι είναι η νύχτα έρημος.
Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι ρίζες κάποτε
μες στη νύχτα βυθισμένες.
είναι κάποτε μαχαίρια
κι είναι η νύχτα αστραπή.
Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι δυο πεφταστέρια
σ' έναν άδειο ουρανό.
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
Octavio Paz - H πέτρα του ήλιου (αποσπάσματα)
Βλέμματα θαμμένα σ’ ένα πηγάδι,
βλέμματα που μας βλέπουν απ’ την αρχή,
βλέμμα μωρό γριάς μάνας
που βλέπει στο μεγάλο γιο έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρας της μοναχοκόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα μικρό παιδί,
βλέμματα που μας κοιτάζουν απ’ το βάθος
της ζωής κι είναι παγίδες θανάτου
– ή μήπως είναι ανάποδα: σ’ αυτά τα μάτια πέφτοντας
είναι σαν να γυρίζεις στην πραγματική ζωή;
ανάμεσα σε πόλεις που ναυάγησαν
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που βλέπει
σ' άλλα δωμάτια με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί
όπου κάποιος με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
ή μια γυναίκα σιδερώνει. Το φωτεινό δωμάτιο
που τα κλαδιά επισκέπτονται της ροδακινιάς,
το άλλο δωμάτιο: έξω πάντοτε βρέχει
κι υπάρχει αυλή με τρία παιδιά που σκούριασαν,
δωμάτια που είναι πλοία κι αιωρούνται
σ' έναν κόλπο φωτός, δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
φωσφορίζει ό,τι αγγίζουμε,
μαυσωλεία του λούσου, ήδη φθαρμένα
τα πορτρέτα, τριμμένα τα χαλιά,
παγίδες, κελιά, μαγεμένες σπηλιές,
κλούβες και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται όλα πετούν,
κάθε καλούπι σύννεφο και κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, στο χωράφι, στον αέρα,
κάθε τραπέζι και κάθε πανηγύρι· κλειστά σαν αχιβάδες
ο χρόνος ματαίως τα πολιορκεί,
δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε τοίχος: χώρα χώρο,
άνοιξε το χέρι, μάζεψε αυτόν τον πλούτο,
κόψε τα φρούτα, φάε τη ζωή
κρατήσου στη ρίζα των δέντρων, πιες νερό!
Όλα μεταμορφώνονται κι είν' όλα ιερό
κάθε δωμάτιο το κέντρο του κόσμου
Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Μτφρ: Τάσος Δενέγρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1993
Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024
Octavio Paz - Χωριό
Οι πέτρες είναι χρόνος
ο άνεμος
Αιώνες ανέμου
Τα δέντρα είναι χρόνος
Οι άνθρωποι είναι πέτρες
Ο άνεμος
Γυρίζει στον εαυτό του και θάβεται
Στην πέτρινη μέρα
Δεν υπάρχει νερό όμως λάμπουν τα μάτια.
Οκτάβιο Πας, Ποιήματα, Αθήνα: Ηριδανός, 1986.
Μετάφραση: Μάγια Μαρία Ρούσσου
Πηγή: https://www.facebook.com/caterina.mar/posts/pfbid037DhPyLvCTY9LbtQD5MGx1aiSx7fKwRjxsmgdTmi3Y4Nr8hxkCpk32wsJUfJhjm1Cl
Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024
Οκτάβιο Πάζ, Η Πέτρα του Ήλιου (Ηλιόπετρα)
Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα
μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου
βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου
πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας
ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε
στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,
ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle*:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,
τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,
γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,
πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον
δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,
μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός
που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει
μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,
ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;
να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαιριά -
στην Cristopher Street, εδώ και δέκα χρόνια,
με την Phyllis που είχε δυό λακκάκια
όπου τα σπουργίτια έπιναν φως;
στο Paseo de la Reforma, η Κάρμεν μού έλεγε
«ο αέρας δεν έχει βάρος, εδώ είναι πάντα Οκτώβρης»
ή το είπε σ' έναν άλλο που έχασα
ή το εφεύρα και δε μου το 'πε κανείς;
τάχατες βάδιζα τη νύχτα στην Oaxaca,
τεράστιος και βαθυπράσινος σαν ένα δέντρο,
μιλώντας μόνος σαν τον τρελλό άνεμο
και φτάνοντας στο δωμάτιό μου
- πάντοτε ένα δωμάτιο-
οι καθρέφτες δεν με αναγνώρισαν;
από το ξενοδοχείο Vernet είδαμε την αυγή
να χορεύει με τις καστανιές - «είναι αργά»
έλεγες καθώς χτενιζόσουνα κι έβλεπα
κηλίδες στους τοίχους χωρίς να λέω λέξη;
ανεβήκαμε μαζί στην κορυφή τπυ πύργου,
είδαμε το βράδυ να πέφτει από τα βράχια;
φάγαμε σταφύλια στου Bidart;
αγοράσαμε γαρδένιες στου Perote;
ονόματα, χώροι,
δρόμοι και δρόμοι, πρόσωπα, πλατείες, δρόμοι,
σταθμοί, ένα πάρκο, δωμάτια μοναχικά,
κηλίδες στον τοίχο, κάποιος χτενίζεται,
κάποιος τραγουδάει κοντά μου, κάποιος ντύνεται,
δωμάτια, χώροι, δρόμοι, ονόματα, δωμάτια,
Μαδρίτη, 1937,
στην πλατεία του Αγγέλου οι γυναίκες
κεντούσαν και τραγουδούσαν με τα παιδιά τους
μετά χτύπησε συναγερμός κι ακούστηκαν φωνές,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
πύργοι σκισμένοι, μέτωπα λερωμένα με φτυσιές,
κι ο λαίλαπας των κινητήρων συνεχώς:
κι οι δυό τους γδύθηκαν κι αγαπηθήκανε
για να υπερασπίσουν το αιώνιο μερτικό μας,
το μερτικό μας σε καιρό και σε παράδεισο,
ν' αγγίξουμε τη ρίζα μας
και να την ξανακαταχτήσουμε,
να ξαναβρούμε την κληρονομιά μας ξεριζωμένη
από κλέφτες της ζωής εδώ και χίλιους αιώνες,
και οι δύο γδύθηκαν και φιληθήκανε
γιατί οι αγκαλιασμένες γυμνότητες
διασχίζουν τον χρόνο κι είναι άτρωτες,
τίποτα δεν τις αγγίζει, ξαναγυρίζουν στην αρχή,
δεν υπάρχει εσύ ούτε εγώ,
αύριο ούτε χτες ούτε ονόματα,
ούτε διπλή αλήθεια μέσα σ' ένα μόνο σώμα,
μιά μόνη ψυχή,
ακέραιο Είναι...
δωμάτια συμπτωματικά
ανάμεσα σε πόλεις που κυλάνε,
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα σαν πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που δίνουν
σ' άλλα δωμάτια
με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί,
όπου ένας άντρας με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
όπου μιά γυναίκα σιδερώνει: το διαυγές δωμάτιο
που το επισκεπτονται οι κλάδοι της ροδακινιάς·
το άλλο δωμάτιο: απ' έξω πάντα βρέχει
κι υπάρχει μιά αυλή και τρία παιδάκια σκουριασμένα·
δωμάτια που είναι πλοία και ανεμίζουν
σ' έναν κόλπο φωτός: δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
κι ό,τι αγγίζουμε φωσφορίζει·
πολυτελή μαυσωλεία, πορτραίτα
ήδη φθαρμένα, χαλιά μεταχειρισμένα,
παγίδες, κελλιά σπήλαια μαγεμένα,
κουτούκια και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται, όλα πετούν,
κάθε καλούπι είν' ένα σύννεφο, κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, τα χωράφια, ο αέρας,
κάθε τραπέζι είν' ένα συμπόσιο·
κλειστά σαν αχιβάδες,
ο χρόνος τα πολιορκεί ματαίως,
δεν υπάρχει χρόνος ούτε τοίχος: χώρος, χώρος,
άνοιξε το χέρι σου, θέρισε αυτόν τον πλούτο,
πάρε τους καρπούς, φάε τη ζωή,
ξαπλώσου στις ρίζες του δέντρου, πιές νερό!
όλα μεταμορφώνονται, όλα είναι ιερά,
κάθε δωμάτιο είναι το κέντρο του κόσμου,
είναι η πρώτη νύχτα, η πρώτη μέρα,
ο κόσμος γεννιέται όταν αυτή κι αυτός φιλιούνται,
σταγόνα φωτός σε διαφανή εντόσθια
η κάμαρα ωσάν καρπός μισοανοίγει
ή εκρήγνυται σαν ένα άστρο σκοτεινό
κι οι νόμοι φαγωμένοι από τους αρουραίους,
τα κάγκελα των τραπεζών κι οι φυλακές,
οι γρίλλιες από χαρτί και τα συρματοπλέγματα,
τα γραμματόσημα, τ' αγκάθια, τα καρφιά,
ο μονόχορδος όρκος των όπλων,
ο μελίρρυτος σκορπιός με την ταινία,
ο τίγρης με το ψηλό καπέλο προέδρος
τού Club των φυτοφάγων και του Ερυθρού Σταυρού,
ο γάιδαρος παιδαγωγός, ο κροκόδειλος
παίζοντας τον εξαγοραστή, ο πατέρας των λαών,
ο Αρχηγός, ο καρχαρίας, ο αρχιτέκτονας
του μέλλοντος, το εν στολή γουρούνι
ο εκλεκτός υιός της Εκκλησίας
που πλένει τα μαύρα του δόντια σ' αγιασμό
και παίρνει μαθήματα αγγλικων και δημοκρατίας,
τ' αόρατα χωρίσματα, οι σαπισμένες μάσκες
που χωρίζουν τον άνθρωπο απ'τους ανθρώπους,
τον 'ανθρωπο από τον εαυτό του
καταρρέουν
για μιά στιγμή πελώρια και μισοβλέπουμε
τη χαμένη μας ενότητα, τη συμφορά
του Είναι, τη δόξα τού να είμαστε ακόμη,
το μοίρασμα του ψωμιού, ο ήλιος, ο θάνατος,
το σάστισμα-λησμονημένο- τού να ζεις·
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγμαγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν' ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο·
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν' αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ' όνομα σου:
«να μου επιτρέψεις να 'μαι η πουτάνα σου»
είναι τα λόγια της Ελοΐζας,
αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή
ευνουχίστηκε·
πιό πολύ αξίζει το έγκλημα,
οι εραστές που αυτοκτονούν, η επιμειξία
αδελφού κιαι αδελφής, καθρέφτες
ερωτευμένοι με την ομοιότητά τους,
πιο καλά αξίζει να φας ψωμί δηλητηριασμένο,
η μοιχεία σε κρεβάτια στάχτης,
έρωτες σκληροί, παραλήρημα,
ο δηλητηριώδης κισσός, ο σοδομίτης
που, σαν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα
φοράει μιά ροχάλα, καλύτερα να πετροβοληθείς
σε δημόσιες πλατείες
παρά να γυρίζεις το μαγγανοπήγαδο
που εκφράζει την ουσία της ζωης,
μεταφράζει την αιωνιότητα σε άδειες ώρες,
τις στιγμές σε φυλακές, τον χρόνο
σε χρήμα και σε σκατά αφηρημένα·
καλύτερα αξίζει η αγνότητα, άνθος αόρατο
που ζυγιάζεται στους μίσχους της σιωπής,
το δύσκολο διαμάντι των αγίων
που φιλτράρει τους πόθους, χορταίνοντας τον χρόνο,
γάμοι της κίνησης και της γαλήνης,
η μοναξιά τραγουδάει στο κέλυφος της,
κάθε ώρα κρυστάλλινο πέταλο,
ο κόσμος γδύνεται τις μάσκες του,
και στο κέντρο του, διαφάνεια τρέμουσα,
αυτό που λέμε Θεό, το Είναι δίχως όνομα,
κοιτάζεται μες στο κενό, το Είναι δίχως πρόσωπο
προκύπτει από τον εαυτό του, ήλιος των ήλιων,
πληρότητα της παρουσίας και των ονομάτων·
συνεχίζω το παραλήρημα μου, δωμάτια δρόμοι,
στους διαδρόμους του καιρού προχωρώ ψηλαφώντας
κι ανεβοκατεβαίνω τις βαθμίδες του
αγγίζω τα τοιχώματα και μένω ακίνητος,
γυριζω εκεί απ' όπου άρχισα, ψάχνω το πρόσωπό σου,
πορεύομαι από τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία,
και δίπλα μου εσένα
προχωρείς σαν ένα δέντρο, σαν ένας ποταμός,
προχωρείς και μου μιλάς σαν ένας ποταμός,
σαν ένα στάχυ αναπτύσσεσαι στα χέρια μου,
σαν ένας σκίουρος ανατριχιάζεις μες στα χέρια μου,
πετάς σαν χίλια πουλιά, το γέλιο σου
με σκεπάζει με αφρούς, το κεφάλι σου
είν' ένα μικρό άστρο μες στα χέρια μου,
ο κόσμος ξαναπρασινίζει αν χαμογελάσεις
τρώγοντας ένα πορτοκάλι
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ' την ευτυχισμένη του ροή,
δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν
(σιωπή: ένας άγγελος διέσχισε αυτή τη στιγμή
ψηλός σαν τη ζωή χιλίων ήλιων)
δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα παίξιμο βλεφάρων;
- και το συμπόσιο, η εξορία, το πρώτο έγκλημα,
και του γαϊδάρου η σιαγών, ο σκοτωμένος θόρυβος
και το δύσπιστο βλέμμα του νεκρού
πέφτοντας στην σταχτιά πεδιάδα,
ο Αγαμέμνονας και το πελώριο του μουγκρητό
και της Κασσάνδρας η επαναλαμβανόμενη κραυγή
πιό δυνατή απ' τις κραυγές των κυμάτων,
ο δέσμιος Σωκρατης (ο ήλιος προβάλει,
να πεθαίνεις είναι να ξυπνάς: « Κρίτων
έναν κόκορα για τον Ασκληπιό γιατί γιατρεύτηκα από
τη ζωή»),
το τσακάλι που πλανιέται ανάμεσα στα ερείπια
τής Νινευί, η σκιά που είδε ο Βρούτος
πριν από τη μάχη, ο Μοντεζούμα
μέσα στης αϋπνίας του τ' αγκάθινο κρεβάτι,
το ταξίδι προς τον θάνατο μέσα στο κάρο
- το ατέλειωτο ταξίδι του Ροβεσπιέρου
μετρημένο λεφτό με λεφτό
με το σαγόνι του σπασμένο ανάμεσα στα χέρια του -
ο Churruca μες στο βαρέλι του σαν θρόνο
πορφυρό, τα βήματα κιόλας μετρημένα
του Lincoln πηγαίνοντας στο θέατρο,
του Troski ο ρόγχος κι οι οιμωγές του
σαν αγριογούρουνου, στο βλέμμα του Madero
κανένας δεν απάντησε: γιατί με σκοτώνετε;
τα «για τ' όνομα του Θεού», οι οιμωγές, οι σιωπές
του εγκληματία, του αγίου, του φτωχού διαβόλου,
κοιμητήρια φράσεων κι ανεκδότων
που ανασκαλεύουνε οι σκύλοι της ρητορικής,
το παραλήρημα, το χλιμίντρισμα, ο θόρυβος ο σκοτεινός
που κάνουμε πεθαίνοντας και το λαχάνιασμα
της ζωής όταν γεννάει
και των σπασμένων κοκκάλων ο κρότος σε καβγά
και του προφήτη το αφρισμένο στόμα
και η κραυγή του και του δήμιου η κραυγή
και η κραυγή του θύματος...
τα μάτια
είναι φλόγες και φλόγες είναι ό,τι κοιτάζουν,
μιά φλόγα τ' αυτί, μιά φλόγα ο ήχος,
κάρβουνα αναμμένα τα χείλη, εμπρησμός η γλώσσα,
το άγγιγμα κι ό,τι αγγίζει,
η σκέψη κι ό,τι σκέφτεται,
φλόγα είναι όποιος σκέπτεται
όλα καίγονται, ο κόσμος είναι φλόγα,
και καίει το ίδιο το μηδέν που τίποτα δεν είναι
πάρεξ μιά φλογισμένη σκέψη, καπνός τελικά:
ούτε δήμιος υπάρχει ούτε θύμα,...
και η κραυγή,
το βράδυ της Παρασκευής; κι η σιωπή
που σκεπάζεται από νεύματα,
η σιωπή που λέει χώρις να λέει τίποτα, δε λέει τίποτα;
οι ανθρώπινες κραυγές δεν είναι τίποτα;
δεν τρέχει τίποτα όταν περνάει ο χρόνος;
-τίποτα δεν περνάει παρά στα βλέφαρα του ήλιου
ένα παίξιμο, μόλις μιά κίνηση, τίποτα,
δεν υπάρχει εξαγορά, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω,
και οι νεκροί καρφωμένοι στον θάνατό τους
δεν πεθαίνουν άλλο θάνατο
ανέγγιχτοι, καρφωμένοι στην ίδια τους την κίνηση,
από την μοναξιά τους, από τον θάνατο τους,
δίχως γιατρειά, χωρίς να μας κοιτάζουν μας κοιτούν,
ο θάνατος τους είναι κιόλας το άγαλμα της ζωής τους,
μιά αιωνιότητα κιόλας μηδενισμένη,
κάθε στιγμή δεν είναι τίποτα για πάντα,
ένας βασιλιάς φάντασμα κυβερνάει τους παλμούς σου
και πλάθει
την τελική σου κίνηση, το σκληρό προσωπείο
στην όψη σου που αλλάζει:
είμαστε το μνημείο μιάς ζωής
ξένης, άζηστης, μόλις δικής μας
- η ζωή πότε ήτανε αληθινά δική μας,
πότε είμαστε αληθινά αυτό που είμαστε;
αληθινά, μονάχοι μας, δεν είμαστε, δεν είμαστε ποτέ
παρά ίλιγγος και χάος,
γριμάτσες στον καθρέφτη, τρόμος και ναυτία,
ποτέ η ζωή δεν είναι δικήμας, είναι των άλλων,
η ζωή δεν είναι κανενός, η ζωή είμαστε όλοι
ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε-
είμαι άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είναι πιόδικές μου όταν είναι επίσης όλων,
για να μπορέσω να είμαι, πρέπει να είμαι ένας άλλος,
να βγω απ' τοΕγώ, να ψάχνω ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που μου δίνουν ύπαρξη,
δεν υπάρχει Εγώ, πάντα είμαστε άλλοι,
η ζωή είναι άλλη, πάντα εδώ κάτω, πάρα πέρα,
έξω από σένα, από μένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας πλανάει και μας χωρίζει
από έμας τους ίδιους,
που μας επινοεί ένα πρόσωπο και το φθείρει,
πείνα τού Είναι, ω θάνατε, ψωμί των πάντων,
Ελοϊζα, Περσεφόνη, Μαρία,
δείξε επί τέλους το πρόσωπο σου για να δω
το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό του άλλου,
το αλλότριο πρόσωπο μας ολόκληρο δικό μας
πρόσωπο δέντρου και φούρναρη,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού,
πρόσωπο του ήλιου και του χαντακιού,
του Πέτρου και του Παύλου,
πρόσωπο του μοναχικού συλλογικού,
ξύπνα, να που γεννιέμαι:
ζωή και θάνατος
συμφιλιώνονται μέσα σου, κυρία της νύχτας,
πύργε της διαύγειας, βασίλισσα της αυγής,
σεληνιακή παρθένα, μάννα της νερομάννας,
σώμα του κόσμου, σπίτι του θανάτου,
πέφτω χωρίς τέλος από τη γέννησή μου,
πέφτω μέσα μου χωρίς ν'αγγίζω το βυθό μου,
μάζεψε με στα μάτια σου, μάζεψε τη σκόνη
τη διασκορπισμένη και συμφιλίωσε τις στάχτες μου,
δέσε τα χωρισμένα μου κόκκαλα,
φύσα στο Είναι μου,
θάψε με στη γη σου
ώστε η σιωπή σου να δώσει ειρήνη στη σκέψη
που ξεσηκώθηκε εναντίον του εαυτού της·
άνοιξε το χέρι,
κυρία των σπόρων που είναι μέρες,
η μέρα είναι αθάνατη, υψώνεται, αυγατίζει,
γεννάει και δεν τελειώνει ποτέ,
κάθε μέρα είναι γέννηση, και γέννηση
κάθε αυγή, και ξυπνώ
ξυπνάμε όλοι, ο ήλιος
υψώνεται, πρόσωπο του ήλιου, ο Γιάννης σηκώνεται
με το πρόσωπο του Γιάννη πρόσωπο όλων μας
πόρτα τού Είναι, ξύπνα με, γίνε πρωί,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της μέρας,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της νύχτας,
όλα επικοινωνούν και μεταμορφώνονται,
πύλη του αίματος, γέφυρα των παλμών,
οδήγησέ με στην άλλη όχθη αυτής της νύχτας,
όπου είμαι εσύ, όπου είμαστε όλοι άλλοι,
στο βασίλειο των αγκαλιασμένων ονομάτων
πόρτα τού Είναι, άνοιξε το Είναι σου, ξύπνα!
μάθε κι εσύ να είσαι, λάξεψε το πρόσωπο σου
δούλεψε τα χαρακτηριστικά σου, βρές τα μάτια σου
γαι αν κοιτάξεις το πρόσωπο μου που σε αντικρίζει,
για ν'α ατενίσεις τη ζωή ως τον θάνατο
θαλασσινή μορφή, από ψωμί, βράχο, πηγή,
πηγή που διαλύει τις μορφές μας
στο πρόσωπο χωρίς όνομα, το Είναι δίχως πρόσωπο,
ανείπωτη παρουσία των παρουσιών...
θέλω να συνεχίσω να πάω μακρύτερα
μα δεν μπορώ:
η στιγμή βιάστηκε να γίνει άλλη κι άλλη,
κοιμήθηκα τα όνειρα μιάς πέτρας που δεν ονειρεύται
και στο βάθος χρόνων όμοιων με πέτρες
άκουσα να τραγουδάει το αιχμάλωτο αίμα μου,
η αλασσα τραγούδουσε με μιά βουή φωτός,
ένα προς ένα πέφτανε τα τείχη,
όλες οι πόρτες γκρεμιζόντουσαν,
κι ο ήλιος κουρσευτής έτρεχε
κάτω από το μέτωπο μου,
ξεκολλούσε τα κλειστά μου βλέφαρα,
ξεχώριζε το Είναι μου απ' το περίβλημά του,
με τραβούσε από τον εαυτό μου,
με χώριζε από τον βάρβαρο ύπνο μου
των πέτρινων αιώνων
και η μαγεία του καθρεφτίζοντας έκανε να ξαναζεί
μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
το πέρασμα του ποταμού που ελίσσεται,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
*Οκτάβιο Πάζ:
«Όταν έγραφα το ποίημα, διάβαζα αρχαιολογική μελέτη σχετικά με το ημερολόγιο των Αζτέκων. Μου ήρθε, λοιπόν, στο μυαλό να το αποκαλέσω Ηλιόπετρα. Πρόσθεσα ή αφαίρεσα –δεν θυμάμαι- τρείς ή τέσσερις στίχους ώστε το ποίημα να συμπίπτει με τις 584 μέρες της σύζευξης Αφροδίτης-Ηλιου. Ο χρόνος τού ποιήματός μου δεν είναι ο τελετουργικός χρόνος της αζτέκικης κοσμογονίας, αλλά αφορά στον ανθρώπινο, βιογραφικό χρόνο, ο οποίος είναι γραμμικός. »
Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023
Octavio Paz - Ήσυχο δέντρο μες στα σύννεφα
Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
Έμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.
Έπαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
Ένας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
Ήσυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;
Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
Berkeley, 18 de abril de 1944.
Octavio Paz, μτφρ: Νεοκλής Κυριάκου
Τρίτη 30 Μαΐου 2023
Octavio Paz - Κακογραφία
Πέμπτη 11 Μαΐου 2023
Octavio Paz - O άλλος
Πέμπτη 20 Απριλίου 2023
Octavio Paz - Μοίρα του ποιητή
Λόγια; Ναι, του αέρα,
και χαμένα στον αέρα.
Άσε με να χαθώ μέσα σε λόγια,
άσε με να ‘μαι ο αέρας σε δυο χείλη,
μια περιπλανώμενη ελάχιστη πνοή
που ο αέρας θα σκορπίσει.
Ακόμη και το φως στον εαυτό του μέσα χάνεται.
Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης
Octavio Paz -- Δύο ποιήματα
ΠΕΤΡΑ ΑΣΠΡΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΗ
Ο Σίμα
σπέρνει μια πέτρα
στον αέρα
Η πέτρα ανεβαίνει
Μέσα
υπάρχει ένας γέροντας που κοιμάται
Αν ανοίξει τα μάτια
η πέτρα σκάει
μύλος από φτερά και ράμφη
πάνω σε μια γυναίκα
που κυλάει
ανάμεσα στις γενιάδες του φθινόπωρου
Η πέτρα κατεβαίνει
φλέγεται
στην πλατεία του ματιού
ανθίζει
στην παλάμη του χεριού
μιλάει
μετέωρη
aνάμεσα στα στήθη σου
διάλεκτοι του νερού
Η πέτρα ωριμάζει
Από μέσα
τραγουδούν σπόροι
Είναι εφτά
Εφτά αδελφές
Εφτά οχιές
Εφτά στάλες νεφρίτη
Εφτά λόγοι
αποκοιμισμένοι
σέ γυάλινο κλινάρι
Εφτά φλέβες νερού
στο κέντρο
της πέτρας
που ανοίχτηκε απ’ το βλέμμα
Σίμα: Ζωγράφος τσέχικης καταγωγής.
***
Η ΕΠΙΟΥΣΙΑ ΦΩΤΙΑ
Στον Juan Garcia Ponce
Σαν τον αέρα
κάνει και ξεκάνει
πάνω στις σελίδες της γεωλογίας,
πάνω στις γήινες τράπεζες
τα αθέατα χτίσματά του:
ο άνθρωπος.
Η διαλεκτός του μόλις κι είναι ένας σπόρος,
μα κοφτερός,
στην παλάμη του διαστήματος
Συλλαβές είναι πυρακτώσεις
Είναι και φυτά:
οι ρίζες τους
συντρίβουν τη σιωπή,
τa κλαδιά τους
κατασκευάζουν τα σπίτια των ήχων.
Συλλαβές:
δένονται και λύνονται,
παίζουν
με τις ομοιότητες και τις ανομοιότητες.
Συλλαβές:
ωριμάζουν στα μέτωπα
ανθίζουν στα στόματα.
Οι ρίζες τους
πίνουν νύχτα τρώνε φως.
Διάλεκτοι:
δέντρα πυρακτωμένα
με βροχής φυλλώματα.
Βλάστηση κεραυνών
γεωμετρίες της ηχού:
πάνω στο φύλλο του χαρτιού
το ποίημα γίνεται
καθώς η μέρα
πάνω στην παλάμη του διαστήματος.
*Από το βιβλίο “Οκτάβιο Πας – Ποιήματα”, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 1986, σε μετάφραση Μάγιας Μαρίας Ρούσσου.
Octavio Paz - Ποιήματα
1. Εδώ
Τα βήματά μου στο δρόμο αυτό
Αντηχούνε
Σε άλλο δρόμο
Εκεί
Ακούω τα βήματά μου
να περνάνε σ΄αυτό το δρόμο
΄Οπου
Το μόνο που υπάρχει
Είναι η ομίχλη
*
Aquí
Mis pasos en esta calle
Resuenan
En otra calle
Donde
Oigo mis pasos
Pasar en esta calle
Donde
Sólo es real la niebla.
`
*************
2. Ήσυχο δέντρο μες τα σύννεφα
Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.
΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;
Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
Berkeley, 18 de abril de 1944.
*
Árbol quieto entre nubes
Aquel joven soldado
era sonriente y tímido y erguido
como un joven durazno.
El vello de su rostro se doraba
con el rubor de los duraznos
al amarillo sol de mediodía.
Sus ademanes eran
como los ademanes del durazno
cuando el viento lo mueve, en la colina.
Si sonreía era su sonrisa
un imprevisto florecer durazno.
Una ráfaga a veces lo nublaba
y entonces, serio, ensimismado,
era un durazno al aire, deshojado.
Jugaba con los niños, en la tarde,
con un fervor nostálgico, lejano,
con la misma ternura de la ola
que se aleja volviendo la cabeza.
Un viento melancólico barría
nubes en flor, apenas nubes,
y en el jardín volaban hojas
¡oh despeinada primavera!
Árbol quieto entre nubes, hojas, niños,
se preguntaba aquel soldado:
¿Es nube todo, todo es hoja, viento?
¿Los familiares árboles son nubes?
¿Esta rama que toco, esta corteza,
estos niños, son nubes? ¿Nube el sueño
y la muchacha aquella y su perfume,
fantasma de la carne, nube, espuma
apenas sostenida por el viento?
Y se alejó, callada nube negra.
Berkeley, 18 de abril de 1944.
`
***************
3. Αψίδες
«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;
Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι
Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος,
τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,
Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα
Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,
γραμμή επάνω στο νερό!
Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες
αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,
Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο
φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ
Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι
ακολουθώ, το χαμηλό
ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από
Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.
Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,
Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει
Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,
Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,
Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.
*
Arcos
¿Quién canta en las orillas del papel?
Inclinado, de pechos sobre el río
De imágenes, me veo, lento y solo,
De mí mismo alejarme: letras puras,
Constelación de signos, incisiones
En la carne del tiempo, ¡oh escritura,
Raya en el agua!
Voy entre verdores
Enlazados, voy entre transparencias,
Río que se desliza y no transcurre;
Me alejo de mí mismo, me detengo
Sin detenerme en una orilla y sigo,
Río abajo, entre arcos de enlazadas
Imágenes, el río pensativo.
Sigo, me espero allá, voy a mi encuentro,
Río feliz que enlaza y desenlaza
Un momento de sol entre dos álamos,
En la pulida piedra se demora,
Y se desprende de sí mismo y sigue,
Río abajo, al encuentro de sí mismo.
`
***************
4. Εισπνοή
1
Σκιές της λευκής ημέρας
κόντρα στα μάτια μου. Δεν βλέπω
Τίποτα εκτός απ ΄ το λευκό:
Ο χρόνος λευκός, η ψυχή
ελεύθερη απ ΄ την ταραχή και το χρόνο.
Λευκότητα των νεκρών νερών,
΄Ωρα λευκή, τυφλότητα των ανοικτών ματιών.
Μνήμη, τρίψε τον πυρόλιθό σου, άναψε,
ενάντια στον χρόνο και την αμνησία του
Μνήμη, φλόγα κολυμβήτρια.
2
Λεύτερος απ ΄ το σώμα, λεύτερος απ ΄ την ταραχή , επιστρέφω στην ταραχή, επιστρέφω στην μνήμη του σώματός σου. Επιστρέφω.
Και μες τη μνήμη μου καίει το σώμα σου ,
Μέσα στο σώμα σου καίει η μνήμη μου.
Σώμα ενός Θεού που ήταν σώμα κεκαυμένο
Θεός που ήταν σώμα και ήταν σώμα θεωμένο
που σήμερα μένει μονάχα η μνήμη
Ενός σώματος λευτερωμένου από άλλο σώμα:
Το σώμα σου είναι η μνήμη των κοκκάλων μου.
3
Σκια του ήλιου σκοτείνιασμα που θερίζεις
τύφλωσε τις πηγές μου τις εξαντλημένες
Λύσε τον κόμπο δρέψε την ταραχή
Σβήσε την αποθαρρυμένη ψυχή
Αλλά η μνήμη ακρωτηριασμένη κολυμπά
Από τις μήτρες του δικού της τίποτα
Ως τις πηγές της γέννησής της
Κολυμπά ενάντια στο ρεύμα και την εντολή
Κολυμπά ενάντια στο τίποτα
Πάθος του νερού
Γλώσσα της φωτιάς φωσφορίζουσα στο νερό
Λόγος της πεντηκοστής δίχως λόγο
Αίσθηση δίχως αίσθηση ούτε σκέψη
Νομίζοντας πως η μνήμη μεταμορφώνεται
Αυτό που μένει είναι μια δέσμη σπινθήρες.
*
Aspiración
1
Sombras del día blanco
Contra mis ojos. Yo no veo
Nada sino lo blanco:
La hora en blanco, el alma
Desatada del ansia y de la hora.
Blancura de aguas muertas,
Hora blanca, ceguera de los ojos abiertos.
Frota tu pedernal, arde, memoria,
Contra la hora y su resaca.
Memoria, llama nadadora.
2
Desatado del cuerpo, desatado
Del ansia, vuelvo al ansia, vuelvo
A la memoria de tu cuerpo. Vuelvo.
Y arde tu cuerpo en mi memoria,
Arde en tu cuerpo mi memoria.
Cuerpo de un Dios que fue cuerpo abrasado,
Dios que fue cuerpo y fue cuerpo endiosado
Y es hoy tan sólo la memoria
De un cuerpo desatado de otro cuerpo:
Tu cuerpo es la memoria de mis huesos.
3
Sombra del sol Solombra segadora
Ciega mis manantiales trasojados
El nudo desanuda siega el ansia
Apaga el ánima desanimada.
Mas la memoria desmembrada nada
Desde los nacederos de su nada
Los manantiales de su nacimiento
Nada contra corriente y mandamiento
Nada contra la nada
Ardor del agua
Lengua de fuego fosforece el agua
Pentecostés palabra sin palabras
Sentido sin sentido no pensado
Pensar que transfigura la memoria
El resto es un manojo de centellas.
`
`
*******************
5. Πριν απ ΄ την αρχή
Ακατάληπτοι ήχοι, διαύγεια αβέβαιη
Άλλη μια μέρα αρχίζει.
Σκοτεινό δωμάτιο
Δυο σώματα πλαγιασμένα
Εγώ χάνομαι σε μια
΄Αγονη πεδιάδα
Κι οι ώρες ακονίζουν τους σουγιάδες τους.
Εσύ όμως αναπνέεις δίπλα μου∙
Αγαπημένη και απόμακρη
Ρέεις αλλά δεν κινείσαι.
Απρόσιτη όταν σε σκέφτομαι,
Με τα μάτια σε ψαύω,
Σε κοιτάζω με τα χέρια.
Μας χωρίζουν τα όνειρα
Μας ενώνει το αίμα:
΄Ενα ποτάμι από κτύπους της καρδιάς.
Κάτω από τα βλέφαρά σου ωριμάζει
Ο σπόρος του ήλιου.
Ο κόσμος
Δεν είναι ατόφιος όμως,
Ο χρόνος αμφιβάλλει:
Το μόνο σίγουρο
Η θαλπωρή απ΄ το δέρμα σου.
Στην ανάσα σου αφουγκράζομαι
Την παλίρροια της ύπαρξης,
Την ξεχασμένη συλλαβή της Αρχής.
*
Antes del comienzo
Ruidos confusos, claridad incierta
Otro día comienza.
Es un cuarto en penumbra
Y dos cuerpos tendidos.
En mi frente me pierdo
Por un llano sin nadie.
Ya las horas afilan sus navajas.
Pero a mi lado tú respiras;
Entrañable y remota
Fluyes y no te mueves.
Inaccesible si te pienso,
Con los ojos te palpo,
Te miro con las manos.
Los sueños nos separan
Y la sangre nos junta:
Somos un río de latidos.
Bajo tus párpados madura
La semilla del sol.
El mundo
No es real todavía,
El tiempo duda:
Sólo es cierto
El calor de tu piel.
En tu respiración escucho
La marea del ser,
La sílaba olvidada del Comienzo.
`
***************
6. Mall
Ο ήλιος ανάμεσα στις φυλλωσιές
Και ο άνεμος απ ΄ όλες τις μεριές
Φλόγα φυτική σε σκαλίζει,
Τόσο πράσινη κάτω απ ΄ το χρυσάφι
Ανάμεσα σε πρασινάδες χρυσωμένη
Καμωμένη από αντανακλάσεις:
Φως δουλεμένο απ ΄ τις σκιές,
Σκιά διαλυμένη στο φως.
Alameda
El sol entre los follajes
Y el viento por todas partes
Llama vegetal te esculpen,
Si verde bajo los oros
Entre verdores dorada.
Construida de reflejos:
Luz labrada por las sombras,
Sombra deshecha en la luz.
*****************
7. Στον ζωγράφο Swaminathan
Μ ΄ ένα πανί και ένα μαχαίρι
Κόντρα στην έμμονη ιδέα
Κόντρα στον ταύρο του φόβου
Κόντρα στο τελάρο στο κενό
Ο πίδακας
Η γαλάζια φλόγα του κοβαλτίου
Η ψημένη όμπρα
Πράσινα μόλις βγαλμένα απ ΄ τη θάλασσα
Ινδικά μπλε της περισυλλογής
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Χωρίς πινέλα
Με τις αγρύπνιες με την οργή με τον ήλιο
Κόντρα στο κενό πρόσωπο του κόσμου
Ο πίδακας
Ο φιδίσιος κυματισμός
Ο υδάτινος κραδασμός του χώρου
Το τρίγωνο το μυστήριο
Το βέλος καρφωμένο στο μαύρο τέμπλο
Τα αλφάβητα του θυμού
Η σταγόνα μελανιού του αίματος σαν μέλι
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Ο πίδακας
Τινάζεται το μεξικάνικο κόκκινο
που γίνεται μαύρο
Πηδά το κόκκινο της Ινδίας
Που γίνεται μαύρο
Τα χείλη μαυρίζουν
Μαύρο του Καλί
Κάρβουνο για τα φρύδια σου και τις βλεφαρίδες σου
Γυναίκα ποθητή κάθε νύκτα
Μαύρο του Καλί
Το κίτρινο και τα καμένο αγρίμι του
Η ώχρα και τα υπόγεια ταμπούρλα της
Το πράσινο σώμα του μαύρου δάσους
Το γαλάζιο σώμα του Καλί
Το φύλο του Γκουανταλούπε
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Κόντρα στο τρίγωνο
Το μάτι εκρήγνυται
Πίδακας σημείων
Ο κυματισμός φιδίσιος προχωρά
Παλίρροια επικείμενων εμφανίσεων
Ο πίνακας είναι ένα σώμα
Ντυμένο μόνο με το γυμνό του αίνιγμα.
`
*πίνακας του Jagdish Swaminathan
Το 1966, στην Ινδία, ο ζωγράφος Jagdish Swaminathan ( 1929 – 1994 ), σε συνεργασία με τον Octavio Paz που τελούσε χρέη πρέσβυ του Μεξικού στη χώρα, εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό Contra όπου με άρθρα και μελέτες αντιμαχόταν τις διαδεδομένες ιδέες του μοντερνισμού, τον « βάναυσο νατουραλισμό». τον βουκολικό ιδεαλισμό της σχολής της Βεγγάλης, τον «υβριδικό μανιερισμό» εξ ευρώπης….
*
Al pintor Swaminathan
Con un trapo y un cuchillo
Contra la idea fija
Contra el toro del miedo
Contra la tela contra el vacío
El surtidor
La llama azul del cobalto
El ámbar quemado
Verdes recién salidos del mar
Añiles reflexivos
Con un trapo y un cuchillo
Sin pinceles
Con los insomnios con la rabia con el sol
Contra el rostro en blanco del mundo
El surtidor
La ondulación serpentina
La vibración acuática del espacio
El triángulo el arcano
La flecha clavada en el altar nego
Los alfabetos coléricos
La gota de tinta de sangre de miel
Con un trapo y un cuchillo
El surtidor
Salta el rojo mexicano
Y se vuelve negro
Salta el rojo de la India
Y se vuelve negro
Los labios ennegrecen
Negro de Kali
Carbón para tus cejas y tus párpados
Mujer deseada cada noche
Negro de Kali
El amarillo y sus fieras abrasadas
El ocre y sus tambores subterráneos
El cuerpo verde de la selva negra
El cuerpo azul de Kali
El sexo de la Guadalupe
Con un trapo y un cuchillo
Contra el triángulo
El ojo revienta
Surtidor de signos
La ondulación serpentina avanza
Marea de apariciones inminentes.
El cuadro es un cuerpo
Vestido sólo por su enigma desnudo.
`
********************
8. Δίνοντας ένα τέλος σε όλα
Αφέντρα, φλόγα αθέατη κρύο σπαθί,
Εσύ, οργή σταθερή,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
Ω, κόσμε στεγνωμένε,
Ω κόσμε αφαιματωμένε,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
Καίει, ήσυχα, καίει δίχως φλόγες,
σιωπηλά κι ορμητικά,
Στάχτη και πέτρα ζωντανή,
΄Ερημος δίχως αύρα.
Καίει μέσα στον απέραντο ουρανό, πέτρες και σύννεφα,
Χαμηλά το φως τυφλά πέφτει
Πάνω στους άγονους λόφους.
Καίει στη μοναξιά που μας διαλύει,
Γη της φλεγόμενης πέτρας,
Των παγωμένων ριζών που διψάνε.
Καίει, κρυμμένο πάθος,
Στάχτη που τρελαίνει,
Καίει αόρατα, καίει
Όπως η θάλασσα αδύναμη γεννά τα σύννεφα,
Κύματα οργισμένα σε αφρισμένες πέτρες.
Ανάμεσα στα κόκκαλά μου που παραληρούν, καίει∙
Καίει μέσα στον άδειο αέρα,
Καμίνι αόρατο και άσπιλο∙
Καίει όπως καίει ο χρόνος,
΄Οπως βαδίζει ο χρόνος μέσα στον θάνατο,
Με τα ίδια βήματά του την αναπνοή του∙
Καίει όπως η μοναξιά που σε καταβροχθίζει,
Καίει μέσα σε σένα τον ίδιο, θέρμη χωρίς φλόγα,
Μοναξιά χωρίς μετείκασμα, δίψα χωρίς χείλη.
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
΄Ω κόσμε στεγνωμένε,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα.
*
Acabar con todo
Dame, llama invisible, espada fría,
Tu persistente cólera,
Para acabar con todo,
Oh mundo seco,
Oh mundo desangrado,
Para acabar con todo.
Arde, sombrío, arde sin llamas,
Apagado y ardiente,
Ceniza y piedra viva,
Desierto sin orillas.
Arde en el vasto cielo, laja y nube,
Bajo la ciega luz que se desploma
Entre estériles peñas.
Arde en la soledad que nos deshace,
Tierra de piedra ardiente,
De raíces heladas y sedientas.
Arde, furor oculto,
Ceniza que enloquece,
Arde invisible, arde
Como el mar impotente engendra nubes,
Olas como el rencor y espumas pétreas.
Entre mis huesos delirantes, arde;
Arde dentro del aire hueco,
Horno invisible y puro;
Arde como arde el tiempo,
Como camina el tiempo entre la muerte,
Con sus mismas pisadas y su aliento;
Arde como la soledad que te devora,
Arde en ti mismo, ardor sin llama,
Soledad sin imagen, sed sin labios.
Para acabar con todo,
Oh mundo seco,
Para acabar con todo.
`
*****************
9. Νυκτερινό νερό
Η θλίψη των ματιών του αλόγου που τρέμουνε μέσα στη νύκτα,
Η θλίψη των ματιών του νερού στον κάμπο που κοιμάται,
Είναι μέσα στα μάτια σου του αλόγου που τρέμει,
Είναι μέσα στα μάτια σου του μυστικού νερού.
Μάτια του σκοτεινού νερού,
Μάτια νερού του πηγαδιού,
Μάτια νερού του ονείρου.
Η σιωπή και η μοναξιά,
μικρά ζωντανά που τα φεγγάρι οδηγεί,
Τρέμουνε σ ΄ αυτά τα μάτια,
τρέμουνε σ ΄ αυτά τα νερά.
Αν ανοίξεις τα μάτια,
Ανοίγει η νύκτα τις πόρτες των βρύων,
Ανοίγει το μυστικό βασίλειο του νερού
Που αναβλύζει απ ΄ το κέντρο της νύκτας.
Αν εσύ τα κλείσεις,
΄Ενας ποταμός, ένας χείμαρρος γλυκός και σιωπηλός,
Σε πλημμυρίζει εντός σου, προχωρεί, και σε νυκτώνει:
Η νύκτα υγραίνει τις αμμουδιές της ψυχής σου.
*
Agua nocturna
La noche de ojos de caballo que tiemblan en la noche,
La noche de ojos de agua en el campo dormido,
Está en tus ojos de caballo que tiembla,
Está en tus ojos de agua secreta.
Ojos de agua de sombra,
Ojos de agua de pozo,
Ojos de agua de sueño.
El silencio y la soledad,
Como dos pequeños animales a quienes guía la luna,
Beben en esos ojos,
Beben en esas aguas.
Si abres los ojos,
Se abre la noche de puertas de musgo,
Se abre el reino secreto del agua
Que mana del centro de la noche.
Y si los cierras,
Un río, una corriente dulce y silenciosa,
Te inunda por dentro, avanza, te hace oscura:
La noche moja riberas en tu alma.
Μετάφραση: Νεοκλής Κυριακού
Πηγή: http://www.poiein.gr/2014/01/17/octavio-paz-eiiya-dhiethiaoa-iaoon-iaieetho-eoneueio-adheiyeaea-aethnaio-e-iyanco/