Μεξικό, 1957
Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα
μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου
βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου
πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας
ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε
στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,
ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle*:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,
τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,
γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,
πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον
δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,
μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός
που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει
μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,
ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;
να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαιριά -
στην Cristopher Street, εδώ και δέκα χρόνια,
με την Phyllis που είχε δυό λακκάκια
όπου τα σπουργίτια έπιναν φως;
στο Paseo de la Reforma, η Κάρμεν μού έλεγε
«ο αέρας δεν έχει βάρος, εδώ είναι πάντα Οκτώβρης»
ή το είπε σ' έναν άλλο που έχασα
ή το εφεύρα και δε μου το 'πε κανείς;
τάχατες βάδιζα τη νύχτα στην Oaxaca,
τεράστιος και βαθυπράσινος σαν ένα δέντρο,
μιλώντας μόνος σαν τον τρελλό άνεμο
και φτάνοντας στο δωμάτιό μου
- πάντοτε ένα δωμάτιο-
οι καθρέφτες δεν με αναγνώρισαν;
από το ξενοδοχείο Vernet είδαμε την αυγή
να χορεύει με τις καστανιές - «είναι αργά»
έλεγες καθώς χτενιζόσουνα κι έβλεπα
κηλίδες στους τοίχους χωρίς να λέω λέξη;
ανεβήκαμε μαζί στην κορυφή τπυ πύργου,
είδαμε το βράδυ να πέφτει από τα βράχια;
φάγαμε σταφύλια στου Bidart;
αγοράσαμε γαρδένιες στου Perote;
ονόματα, χώροι,
δρόμοι και δρόμοι, πρόσωπα, πλατείες, δρόμοι,
σταθμοί, ένα πάρκο, δωμάτια μοναχικά,
κηλίδες στον τοίχο, κάποιος χτενίζεται,
κάποιος τραγουδάει κοντά μου, κάποιος ντύνεται,
δωμάτια, χώροι, δρόμοι, ονόματα, δωμάτια,
Μαδρίτη, 1937,
στην πλατεία του Αγγέλου οι γυναίκες
κεντούσαν και τραγουδούσαν με τα παιδιά τους
μετά χτύπησε συναγερμός κι ακούστηκαν φωνές,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
πύργοι σκισμένοι, μέτωπα λερωμένα με φτυσιές,
κι ο λαίλαπας των κινητήρων συνεχώς:
κι οι δυό τους γδύθηκαν κι αγαπηθήκανε
για να υπερασπίσουν το αιώνιο μερτικό μας,
το μερτικό μας σε καιρό και σε παράδεισο,
ν' αγγίξουμε τη ρίζα μας
και να την ξανακαταχτήσουμε,
να ξαναβρούμε την κληρονομιά μας ξεριζωμένη
από κλέφτες της ζωής εδώ και χίλιους αιώνες,
και οι δύο γδύθηκαν και φιληθήκανε
γιατί οι αγκαλιασμένες γυμνότητες
διασχίζουν τον χρόνο κι είναι άτρωτες,
τίποτα δεν τις αγγίζει, ξαναγυρίζουν στην αρχή,
δεν υπάρχει εσύ ούτε εγώ,
αύριο ούτε χτες ούτε ονόματα,
ούτε διπλή αλήθεια μέσα σ' ένα μόνο σώμα,
μιά μόνη ψυχή,
ακέραιο Είναι...
δωμάτια συμπτωματικά
ανάμεσα σε πόλεις που κυλάνε,
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα σαν πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που δίνουν
σ' άλλα δωμάτια
με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί,
όπου ένας άντρας με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
όπου μιά γυναίκα σιδερώνει: το διαυγές δωμάτιο
που το επισκεπτονται οι κλάδοι της ροδακινιάς·
το άλλο δωμάτιο: απ' έξω πάντα βρέχει
κι υπάρχει μιά αυλή και τρία παιδάκια σκουριασμένα·
δωμάτια που είναι πλοία και ανεμίζουν
σ' έναν κόλπο φωτός: δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
κι ό,τι αγγίζουμε φωσφορίζει·
πολυτελή μαυσωλεία, πορτραίτα
ήδη φθαρμένα, χαλιά μεταχειρισμένα,
παγίδες, κελλιά σπήλαια μαγεμένα,
κουτούκια και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται, όλα πετούν,
κάθε καλούπι είν' ένα σύννεφο, κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, τα χωράφια, ο αέρας,
κάθε τραπέζι είν' ένα συμπόσιο·
κλειστά σαν αχιβάδες,
ο χρόνος τα πολιορκεί ματαίως,
δεν υπάρχει χρόνος ούτε τοίχος: χώρος, χώρος,
άνοιξε το χέρι σου, θέρισε αυτόν τον πλούτο,
πάρε τους καρπούς, φάε τη ζωή,
ξαπλώσου στις ρίζες του δέντρου, πιές νερό!
όλα μεταμορφώνονται, όλα είναι ιερά,
κάθε δωμάτιο είναι το κέντρο του κόσμου,
είναι η πρώτη νύχτα, η πρώτη μέρα,
ο κόσμος γεννιέται όταν αυτή κι αυτός φιλιούνται,
σταγόνα φωτός σε διαφανή εντόσθια
η κάμαρα ωσάν καρπός μισοανοίγει
ή εκρήγνυται σαν ένα άστρο σκοτεινό
κι οι νόμοι φαγωμένοι από τους αρουραίους,
τα κάγκελα των τραπεζών κι οι φυλακές,
οι γρίλλιες από χαρτί και τα συρματοπλέγματα,
τα γραμματόσημα, τ' αγκάθια, τα καρφιά,
ο μονόχορδος όρκος των όπλων,
ο μελίρρυτος σκορπιός με την ταινία,
ο τίγρης με το ψηλό καπέλο προέδρος
τού Club των φυτοφάγων και του Ερυθρού Σταυρού,
ο γάιδαρος παιδαγωγός, ο κροκόδειλος
παίζοντας τον εξαγοραστή, ο πατέρας των λαών,
ο Αρχηγός, ο καρχαρίας, ο αρχιτέκτονας
του μέλλοντος, το εν στολή γουρούνι
ο εκλεκτός υιός της Εκκλησίας
που πλένει τα μαύρα του δόντια σ' αγιασμό
και παίρνει μαθήματα αγγλικων και δημοκρατίας,
τ' αόρατα χωρίσματα, οι σαπισμένες μάσκες
που χωρίζουν τον άνθρωπο απ'τους ανθρώπους,
τον 'ανθρωπο από τον εαυτό του
καταρρέουν
για μιά στιγμή πελώρια και μισοβλέπουμε
τη χαμένη μας ενότητα, τη συμφορά
του Είναι, τη δόξα τού να είμαστε ακόμη,
το μοίρασμα του ψωμιού, ο ήλιος, ο θάνατος,
το σάστισμα-λησμονημένο- τού να ζεις·
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγμαγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν' ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο·
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν' αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ' όνομα σου:
«να μου επιτρέψεις να 'μαι η πουτάνα σου»
είναι τα λόγια της Ελοΐζας,
αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή
ευνουχίστηκε·
πιό πολύ αξίζει το έγκλημα,
οι εραστές που αυτοκτονούν, η επιμειξία
αδελφού κιαι αδελφής, καθρέφτες
ερωτευμένοι με την ομοιότητά τους,
πιο καλά αξίζει να φας ψωμί δηλητηριασμένο,
η μοιχεία σε κρεβάτια στάχτης,
έρωτες σκληροί, παραλήρημα,
ο δηλητηριώδης κισσός, ο σοδομίτης
που, σαν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα
φοράει μιά ροχάλα, καλύτερα να πετροβοληθείς
σε δημόσιες πλατείες
παρά να γυρίζεις το μαγγανοπήγαδο
που εκφράζει την ουσία της ζωης,
μεταφράζει την αιωνιότητα σε άδειες ώρες,
τις στιγμές σε φυλακές, τον χρόνο
σε χρήμα και σε σκατά αφηρημένα·
καλύτερα αξίζει η αγνότητα, άνθος αόρατο
που ζυγιάζεται στους μίσχους της σιωπής,
το δύσκολο διαμάντι των αγίων
που φιλτράρει τους πόθους, χορταίνοντας τον χρόνο,
γάμοι της κίνησης και της γαλήνης,
η μοναξιά τραγουδάει στο κέλυφος της,
κάθε ώρα κρυστάλλινο πέταλο,
ο κόσμος γδύνεται τις μάσκες του,
και στο κέντρο του, διαφάνεια τρέμουσα,
αυτό που λέμε Θεό, το Είναι δίχως όνομα,
κοιτάζεται μες στο κενό, το Είναι δίχως πρόσωπο
προκύπτει από τον εαυτό του, ήλιος των ήλιων,
πληρότητα της παρουσίας και των ονομάτων·
συνεχίζω το παραλήρημα μου, δωμάτια δρόμοι,
στους διαδρόμους του καιρού προχωρώ ψηλαφώντας
κι ανεβοκατεβαίνω τις βαθμίδες του
αγγίζω τα τοιχώματα και μένω ακίνητος,
γυριζω εκεί απ' όπου άρχισα, ψάχνω το πρόσωπό σου,
πορεύομαι από τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία,
και δίπλα μου εσένα
προχωρείς σαν ένα δέντρο, σαν ένας ποταμός,
προχωρείς και μου μιλάς σαν ένας ποταμός,
σαν ένα στάχυ αναπτύσσεσαι στα χέρια μου,
σαν ένας σκίουρος ανατριχιάζεις μες στα χέρια μου,
πετάς σαν χίλια πουλιά, το γέλιο σου
με σκεπάζει με αφρούς, το κεφάλι σου
είν' ένα μικρό άστρο μες στα χέρια μου,
ο κόσμος ξαναπρασινίζει αν χαμογελάσεις
τρώγοντας ένα πορτοκάλι
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ' την ευτυχισμένη του ροή,
δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν
(σιωπή: ένας άγγελος διέσχισε αυτή τη στιγμή
ψηλός σαν τη ζωή χιλίων ήλιων)
δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα παίξιμο βλεφάρων;
- και το συμπόσιο, η εξορία, το πρώτο έγκλημα,
και του γαϊδάρου η σιαγών, ο σκοτωμένος θόρυβος
και το δύσπιστο βλέμμα του νεκρού
πέφτοντας στην σταχτιά πεδιάδα,
ο Αγαμέμνονας και το πελώριο του μουγκρητό
και της Κασσάνδρας η επαναλαμβανόμενη κραυγή
πιό δυνατή απ' τις κραυγές των κυμάτων,
ο δέσμιος Σωκρατης (ο ήλιος προβάλει,
να πεθαίνεις είναι να ξυπνάς: « Κρίτων
έναν κόκορα για τον Ασκληπιό γιατί γιατρεύτηκα από
τη ζωή»),
το τσακάλι που πλανιέται ανάμεσα στα ερείπια
τής Νινευί, η σκιά που είδε ο Βρούτος
πριν από τη μάχη, ο Μοντεζούμα
μέσα στης αϋπνίας του τ' αγκάθινο κρεβάτι,
το ταξίδι προς τον θάνατο μέσα στο κάρο
- το ατέλειωτο ταξίδι του Ροβεσπιέρου
μετρημένο λεφτό με λεφτό
με το σαγόνι του σπασμένο ανάμεσα στα χέρια του -
ο Churruca μες στο βαρέλι του σαν θρόνο
πορφυρό, τα βήματα κιόλας μετρημένα
του Lincoln πηγαίνοντας στο θέατρο,
του Troski ο ρόγχος κι οι οιμωγές του
σαν αγριογούρουνου, στο βλέμμα του Madero
κανένας δεν απάντησε: γιατί με σκοτώνετε;
τα «για τ' όνομα του Θεού», οι οιμωγές, οι σιωπές
του εγκληματία, του αγίου, του φτωχού διαβόλου,
κοιμητήρια φράσεων κι ανεκδότων
που ανασκαλεύουνε οι σκύλοι της ρητορικής,
το παραλήρημα, το χλιμίντρισμα, ο θόρυβος ο σκοτεινός
που κάνουμε πεθαίνοντας και το λαχάνιασμα
της ζωής όταν γεννάει
και των σπασμένων κοκκάλων ο κρότος σε καβγά
και του προφήτη το αφρισμένο στόμα
και η κραυγή του και του δήμιου η κραυγή
και η κραυγή του θύματος...
τα μάτια
είναι φλόγες και φλόγες είναι ό,τι κοιτάζουν,
μιά φλόγα τ' αυτί, μιά φλόγα ο ήχος,
κάρβουνα αναμμένα τα χείλη, εμπρησμός η γλώσσα,
το άγγιγμα κι ό,τι αγγίζει,
η σκέψη κι ό,τι σκέφτεται,
φλόγα είναι όποιος σκέπτεται
όλα καίγονται, ο κόσμος είναι φλόγα,
και καίει το ίδιο το μηδέν που τίποτα δεν είναι
πάρεξ μιά φλογισμένη σκέψη, καπνός τελικά:
ούτε δήμιος υπάρχει ούτε θύμα,...
και η κραυγή,
το βράδυ της Παρασκευής; κι η σιωπή
που σκεπάζεται από νεύματα,
η σιωπή που λέει χώρις να λέει τίποτα, δε λέει τίποτα;
οι ανθρώπινες κραυγές δεν είναι τίποτα;
δεν τρέχει τίποτα όταν περνάει ο χρόνος;
-τίποτα δεν περνάει παρά στα βλέφαρα του ήλιου
ένα παίξιμο, μόλις μιά κίνηση, τίποτα,
δεν υπάρχει εξαγορά, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω,
και οι νεκροί καρφωμένοι στον θάνατό τους
δεν πεθαίνουν άλλο θάνατο
ανέγγιχτοι, καρφωμένοι στην ίδια τους την κίνηση,
από την μοναξιά τους, από τον θάνατο τους,
δίχως γιατρειά, χωρίς να μας κοιτάζουν μας κοιτούν,
ο θάνατος τους είναι κιόλας το άγαλμα της ζωής τους,
μιά αιωνιότητα κιόλας μηδενισμένη,
κάθε στιγμή δεν είναι τίποτα για πάντα,
ένας βασιλιάς φάντασμα κυβερνάει τους παλμούς σου
και πλάθει
την τελική σου κίνηση, το σκληρό προσωπείο
στην όψη σου που αλλάζει:
είμαστε το μνημείο μιάς ζωής
ξένης, άζηστης, μόλις δικής μας
- η ζωή πότε ήτανε αληθινά δική μας,
πότε είμαστε αληθινά αυτό που είμαστε;
αληθινά, μονάχοι μας, δεν είμαστε, δεν είμαστε ποτέ
παρά ίλιγγος και χάος,
γριμάτσες στον καθρέφτη, τρόμος και ναυτία,
ποτέ η ζωή δεν είναι δικήμας, είναι των άλλων,
η ζωή δεν είναι κανενός, η ζωή είμαστε όλοι
ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε-
είμαι άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είναι πιόδικές μου όταν είναι επίσης όλων,
για να μπορέσω να είμαι, πρέπει να είμαι ένας άλλος,
να βγω απ' τοΕγώ, να ψάχνω ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που μου δίνουν ύπαρξη,
δεν υπάρχει Εγώ, πάντα είμαστε άλλοι,
η ζωή είναι άλλη, πάντα εδώ κάτω, πάρα πέρα,
έξω από σένα, από μένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας πλανάει και μας χωρίζει
από έμας τους ίδιους,
που μας επινοεί ένα πρόσωπο και το φθείρει,
πείνα τού Είναι, ω θάνατε, ψωμί των πάντων,
Ελοϊζα, Περσεφόνη, Μαρία,
δείξε επί τέλους το πρόσωπο σου για να δω
το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό του άλλου,
το αλλότριο πρόσωπο μας ολόκληρο δικό μας
πρόσωπο δέντρου και φούρναρη,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού,
πρόσωπο του ήλιου και του χαντακιού,
του Πέτρου και του Παύλου,
πρόσωπο του μοναχικού συλλογικού,
ξύπνα, να που γεννιέμαι:
ζωή και θάνατος
συμφιλιώνονται μέσα σου, κυρία της νύχτας,
πύργε της διαύγειας, βασίλισσα της αυγής,
σεληνιακή παρθένα, μάννα της νερομάννας,
σώμα του κόσμου, σπίτι του θανάτου,
πέφτω χωρίς τέλος από τη γέννησή μου,
πέφτω μέσα μου χωρίς ν'αγγίζω το βυθό μου,
μάζεψε με στα μάτια σου, μάζεψε τη σκόνη
τη διασκορπισμένη και συμφιλίωσε τις στάχτες μου,
δέσε τα χωρισμένα μου κόκκαλα,
φύσα στο Είναι μου,
θάψε με στη γη σου
ώστε η σιωπή σου να δώσει ειρήνη στη σκέψη
που ξεσηκώθηκε εναντίον του εαυτού της·
άνοιξε το χέρι,
κυρία των σπόρων που είναι μέρες,
η μέρα είναι αθάνατη, υψώνεται, αυγατίζει,
γεννάει και δεν τελειώνει ποτέ,
κάθε μέρα είναι γέννηση, και γέννηση
κάθε αυγή, και ξυπνώ
ξυπνάμε όλοι, ο ήλιος
υψώνεται, πρόσωπο του ήλιου, ο Γιάννης σηκώνεται
με το πρόσωπο του Γιάννη πρόσωπο όλων μας
πόρτα τού Είναι, ξύπνα με, γίνε πρωί,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της μέρας,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της νύχτας,
όλα επικοινωνούν και μεταμορφώνονται,
πύλη του αίματος, γέφυρα των παλμών,
οδήγησέ με στην άλλη όχθη αυτής της νύχτας,
όπου είμαι εσύ, όπου είμαστε όλοι άλλοι,
στο βασίλειο των αγκαλιασμένων ονομάτων
πόρτα τού Είναι, άνοιξε το Είναι σου, ξύπνα!
μάθε κι εσύ να είσαι, λάξεψε το πρόσωπο σου
δούλεψε τα χαρακτηριστικά σου, βρές τα μάτια σου
γαι αν κοιτάξεις το πρόσωπο μου που σε αντικρίζει,
για ν'α ατενίσεις τη ζωή ως τον θάνατο
θαλασσινή μορφή, από ψωμί, βράχο, πηγή,
πηγή που διαλύει τις μορφές μας
στο πρόσωπο χωρίς όνομα, το Είναι δίχως πρόσωπο,
ανείπωτη παρουσία των παρουσιών...
θέλω να συνεχίσω να πάω μακρύτερα
μα δεν μπορώ:
η στιγμή βιάστηκε να γίνει άλλη κι άλλη,
κοιμήθηκα τα όνειρα μιάς πέτρας που δεν ονειρεύται
και στο βάθος χρόνων όμοιων με πέτρες
άκουσα να τραγουδάει το αιχμάλωτο αίμα μου,
η αλασσα τραγούδουσε με μιά βουή φωτός,
ένα προς ένα πέφτανε τα τείχη,
όλες οι πόρτες γκρεμιζόντουσαν,
κι ο ήλιος κουρσευτής έτρεχε
κάτω από το μέτωπο μου,
ξεκολλούσε τα κλειστά μου βλέφαρα,
ξεχώριζε το Είναι μου απ' το περίβλημά του,
με τραβούσε από τον εαυτό μου,
με χώριζε από τον βάρβαρο ύπνο μου
των πέτρινων αιώνων
και η μαγεία του καθρεφτίζοντας έκανε να ξαναζεί
μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
το πέρασμα του ποταμού που ελίσσεται,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
*Οκτάβιο Πάζ:
«Όταν έγραφα το ποίημα, διάβαζα αρχαιολογική μελέτη σχετικά με το ημερολόγιο των Αζτέκων. Μου ήρθε, λοιπόν, στο μυαλό να το αποκαλέσω Ηλιόπετρα. Πρόσθεσα ή αφαίρεσα –δεν θυμάμαι- τρείς ή τέσσερις στίχους ώστε το ποίημα να συμπίπτει με τις 584 μέρες της σύζευξης Αφροδίτης-Ηλιου. Ο χρόνος τού ποιήματός μου δεν είναι ο τελετουργικός χρόνος της αζτέκικης κοσμογονίας, αλλά αφορά στον ανθρώπινο, βιογραφικό χρόνο, ο οποίος είναι γραμμικός. »
Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα
μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου
βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου
πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας
ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε
στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,
ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle*:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,
τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,
γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,
πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον
δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,
μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός
που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει
μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,
ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;
να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαιριά -
στην Cristopher Street, εδώ και δέκα χρόνια,
με την Phyllis που είχε δυό λακκάκια
όπου τα σπουργίτια έπιναν φως;
στο Paseo de la Reforma, η Κάρμεν μού έλεγε
«ο αέρας δεν έχει βάρος, εδώ είναι πάντα Οκτώβρης»
ή το είπε σ' έναν άλλο που έχασα
ή το εφεύρα και δε μου το 'πε κανείς;
τάχατες βάδιζα τη νύχτα στην Oaxaca,
τεράστιος και βαθυπράσινος σαν ένα δέντρο,
μιλώντας μόνος σαν τον τρελλό άνεμο
και φτάνοντας στο δωμάτιό μου
- πάντοτε ένα δωμάτιο-
οι καθρέφτες δεν με αναγνώρισαν;
από το ξενοδοχείο Vernet είδαμε την αυγή
να χορεύει με τις καστανιές - «είναι αργά»
έλεγες καθώς χτενιζόσουνα κι έβλεπα
κηλίδες στους τοίχους χωρίς να λέω λέξη;
ανεβήκαμε μαζί στην κορυφή τπυ πύργου,
είδαμε το βράδυ να πέφτει από τα βράχια;
φάγαμε σταφύλια στου Bidart;
αγοράσαμε γαρδένιες στου Perote;
ονόματα, χώροι,
δρόμοι και δρόμοι, πρόσωπα, πλατείες, δρόμοι,
σταθμοί, ένα πάρκο, δωμάτια μοναχικά,
κηλίδες στον τοίχο, κάποιος χτενίζεται,
κάποιος τραγουδάει κοντά μου, κάποιος ντύνεται,
δωμάτια, χώροι, δρόμοι, ονόματα, δωμάτια,
Μαδρίτη, 1937,
στην πλατεία του Αγγέλου οι γυναίκες
κεντούσαν και τραγουδούσαν με τα παιδιά τους
μετά χτύπησε συναγερμός κι ακούστηκαν φωνές,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
πύργοι σκισμένοι, μέτωπα λερωμένα με φτυσιές,
κι ο λαίλαπας των κινητήρων συνεχώς:
κι οι δυό τους γδύθηκαν κι αγαπηθήκανε
για να υπερασπίσουν το αιώνιο μερτικό μας,
το μερτικό μας σε καιρό και σε παράδεισο,
ν' αγγίξουμε τη ρίζα μας
και να την ξανακαταχτήσουμε,
να ξαναβρούμε την κληρονομιά μας ξεριζωμένη
από κλέφτες της ζωής εδώ και χίλιους αιώνες,
και οι δύο γδύθηκαν και φιληθήκανε
γιατί οι αγκαλιασμένες γυμνότητες
διασχίζουν τον χρόνο κι είναι άτρωτες,
τίποτα δεν τις αγγίζει, ξαναγυρίζουν στην αρχή,
δεν υπάρχει εσύ ούτε εγώ,
αύριο ούτε χτες ούτε ονόματα,
ούτε διπλή αλήθεια μέσα σ' ένα μόνο σώμα,
μιά μόνη ψυχή,
ακέραιο Είναι...
δωμάτια συμπτωματικά
ανάμεσα σε πόλεις που κυλάνε,
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα σαν πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που δίνουν
σ' άλλα δωμάτια
με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί,
όπου ένας άντρας με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
όπου μιά γυναίκα σιδερώνει: το διαυγές δωμάτιο
που το επισκεπτονται οι κλάδοι της ροδακινιάς·
το άλλο δωμάτιο: απ' έξω πάντα βρέχει
κι υπάρχει μιά αυλή και τρία παιδάκια σκουριασμένα·
δωμάτια που είναι πλοία και ανεμίζουν
σ' έναν κόλπο φωτός: δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
κι ό,τι αγγίζουμε φωσφορίζει·
πολυτελή μαυσωλεία, πορτραίτα
ήδη φθαρμένα, χαλιά μεταχειρισμένα,
παγίδες, κελλιά σπήλαια μαγεμένα,
κουτούκια και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται, όλα πετούν,
κάθε καλούπι είν' ένα σύννεφο, κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, τα χωράφια, ο αέρας,
κάθε τραπέζι είν' ένα συμπόσιο·
κλειστά σαν αχιβάδες,
ο χρόνος τα πολιορκεί ματαίως,
δεν υπάρχει χρόνος ούτε τοίχος: χώρος, χώρος,
άνοιξε το χέρι σου, θέρισε αυτόν τον πλούτο,
πάρε τους καρπούς, φάε τη ζωή,
ξαπλώσου στις ρίζες του δέντρου, πιές νερό!
όλα μεταμορφώνονται, όλα είναι ιερά,
κάθε δωμάτιο είναι το κέντρο του κόσμου,
είναι η πρώτη νύχτα, η πρώτη μέρα,
ο κόσμος γεννιέται όταν αυτή κι αυτός φιλιούνται,
σταγόνα φωτός σε διαφανή εντόσθια
η κάμαρα ωσάν καρπός μισοανοίγει
ή εκρήγνυται σαν ένα άστρο σκοτεινό
κι οι νόμοι φαγωμένοι από τους αρουραίους,
τα κάγκελα των τραπεζών κι οι φυλακές,
οι γρίλλιες από χαρτί και τα συρματοπλέγματα,
τα γραμματόσημα, τ' αγκάθια, τα καρφιά,
ο μονόχορδος όρκος των όπλων,
ο μελίρρυτος σκορπιός με την ταινία,
ο τίγρης με το ψηλό καπέλο προέδρος
τού Club των φυτοφάγων και του Ερυθρού Σταυρού,
ο γάιδαρος παιδαγωγός, ο κροκόδειλος
παίζοντας τον εξαγοραστή, ο πατέρας των λαών,
ο Αρχηγός, ο καρχαρίας, ο αρχιτέκτονας
του μέλλοντος, το εν στολή γουρούνι
ο εκλεκτός υιός της Εκκλησίας
που πλένει τα μαύρα του δόντια σ' αγιασμό
και παίρνει μαθήματα αγγλικων και δημοκρατίας,
τ' αόρατα χωρίσματα, οι σαπισμένες μάσκες
που χωρίζουν τον άνθρωπο απ'τους ανθρώπους,
τον 'ανθρωπο από τον εαυτό του
καταρρέουν
για μιά στιγμή πελώρια και μισοβλέπουμε
τη χαμένη μας ενότητα, τη συμφορά
του Είναι, τη δόξα τού να είμαστε ακόμη,
το μοίρασμα του ψωμιού, ο ήλιος, ο θάνατος,
το σάστισμα-λησμονημένο- τού να ζεις·
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγμαγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν' ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο·
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν' αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ' όνομα σου:
«να μου επιτρέψεις να 'μαι η πουτάνα σου»
είναι τα λόγια της Ελοΐζας,
αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή
ευνουχίστηκε·
πιό πολύ αξίζει το έγκλημα,
οι εραστές που αυτοκτονούν, η επιμειξία
αδελφού κιαι αδελφής, καθρέφτες
ερωτευμένοι με την ομοιότητά τους,
πιο καλά αξίζει να φας ψωμί δηλητηριασμένο,
η μοιχεία σε κρεβάτια στάχτης,
έρωτες σκληροί, παραλήρημα,
ο δηλητηριώδης κισσός, ο σοδομίτης
που, σαν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα
φοράει μιά ροχάλα, καλύτερα να πετροβοληθείς
σε δημόσιες πλατείες
παρά να γυρίζεις το μαγγανοπήγαδο
που εκφράζει την ουσία της ζωης,
μεταφράζει την αιωνιότητα σε άδειες ώρες,
τις στιγμές σε φυλακές, τον χρόνο
σε χρήμα και σε σκατά αφηρημένα·
καλύτερα αξίζει η αγνότητα, άνθος αόρατο
που ζυγιάζεται στους μίσχους της σιωπής,
το δύσκολο διαμάντι των αγίων
που φιλτράρει τους πόθους, χορταίνοντας τον χρόνο,
γάμοι της κίνησης και της γαλήνης,
η μοναξιά τραγουδάει στο κέλυφος της,
κάθε ώρα κρυστάλλινο πέταλο,
ο κόσμος γδύνεται τις μάσκες του,
και στο κέντρο του, διαφάνεια τρέμουσα,
αυτό που λέμε Θεό, το Είναι δίχως όνομα,
κοιτάζεται μες στο κενό, το Είναι δίχως πρόσωπο
προκύπτει από τον εαυτό του, ήλιος των ήλιων,
πληρότητα της παρουσίας και των ονομάτων·
συνεχίζω το παραλήρημα μου, δωμάτια δρόμοι,
στους διαδρόμους του καιρού προχωρώ ψηλαφώντας
κι ανεβοκατεβαίνω τις βαθμίδες του
αγγίζω τα τοιχώματα και μένω ακίνητος,
γυριζω εκεί απ' όπου άρχισα, ψάχνω το πρόσωπό σου,
πορεύομαι από τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία,
και δίπλα μου εσένα
προχωρείς σαν ένα δέντρο, σαν ένας ποταμός,
προχωρείς και μου μιλάς σαν ένας ποταμός,
σαν ένα στάχυ αναπτύσσεσαι στα χέρια μου,
σαν ένας σκίουρος ανατριχιάζεις μες στα χέρια μου,
πετάς σαν χίλια πουλιά, το γέλιο σου
με σκεπάζει με αφρούς, το κεφάλι σου
είν' ένα μικρό άστρο μες στα χέρια μου,
ο κόσμος ξαναπρασινίζει αν χαμογελάσεις
τρώγοντας ένα πορτοκάλι
ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ' την ευτυχισμένη του ροή,
δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν
(σιωπή: ένας άγγελος διέσχισε αυτή τη στιγμή
ψηλός σαν τη ζωή χιλίων ήλιων)
δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα παίξιμο βλεφάρων;
- και το συμπόσιο, η εξορία, το πρώτο έγκλημα,
και του γαϊδάρου η σιαγών, ο σκοτωμένος θόρυβος
και το δύσπιστο βλέμμα του νεκρού
πέφτοντας στην σταχτιά πεδιάδα,
ο Αγαμέμνονας και το πελώριο του μουγκρητό
και της Κασσάνδρας η επαναλαμβανόμενη κραυγή
πιό δυνατή απ' τις κραυγές των κυμάτων,
ο δέσμιος Σωκρατης (ο ήλιος προβάλει,
να πεθαίνεις είναι να ξυπνάς: « Κρίτων
έναν κόκορα για τον Ασκληπιό γιατί γιατρεύτηκα από
τη ζωή»),
το τσακάλι που πλανιέται ανάμεσα στα ερείπια
τής Νινευί, η σκιά που είδε ο Βρούτος
πριν από τη μάχη, ο Μοντεζούμα
μέσα στης αϋπνίας του τ' αγκάθινο κρεβάτι,
το ταξίδι προς τον θάνατο μέσα στο κάρο
- το ατέλειωτο ταξίδι του Ροβεσπιέρου
μετρημένο λεφτό με λεφτό
με το σαγόνι του σπασμένο ανάμεσα στα χέρια του -
ο Churruca μες στο βαρέλι του σαν θρόνο
πορφυρό, τα βήματα κιόλας μετρημένα
του Lincoln πηγαίνοντας στο θέατρο,
του Troski ο ρόγχος κι οι οιμωγές του
σαν αγριογούρουνου, στο βλέμμα του Madero
κανένας δεν απάντησε: γιατί με σκοτώνετε;
τα «για τ' όνομα του Θεού», οι οιμωγές, οι σιωπές
του εγκληματία, του αγίου, του φτωχού διαβόλου,
κοιμητήρια φράσεων κι ανεκδότων
που ανασκαλεύουνε οι σκύλοι της ρητορικής,
το παραλήρημα, το χλιμίντρισμα, ο θόρυβος ο σκοτεινός
που κάνουμε πεθαίνοντας και το λαχάνιασμα
της ζωής όταν γεννάει
και των σπασμένων κοκκάλων ο κρότος σε καβγά
και του προφήτη το αφρισμένο στόμα
και η κραυγή του και του δήμιου η κραυγή
και η κραυγή του θύματος...
τα μάτια
είναι φλόγες και φλόγες είναι ό,τι κοιτάζουν,
μιά φλόγα τ' αυτί, μιά φλόγα ο ήχος,
κάρβουνα αναμμένα τα χείλη, εμπρησμός η γλώσσα,
το άγγιγμα κι ό,τι αγγίζει,
η σκέψη κι ό,τι σκέφτεται,
φλόγα είναι όποιος σκέπτεται
όλα καίγονται, ο κόσμος είναι φλόγα,
και καίει το ίδιο το μηδέν που τίποτα δεν είναι
πάρεξ μιά φλογισμένη σκέψη, καπνός τελικά:
ούτε δήμιος υπάρχει ούτε θύμα,...
και η κραυγή,
το βράδυ της Παρασκευής; κι η σιωπή
που σκεπάζεται από νεύματα,
η σιωπή που λέει χώρις να λέει τίποτα, δε λέει τίποτα;
οι ανθρώπινες κραυγές δεν είναι τίποτα;
δεν τρέχει τίποτα όταν περνάει ο χρόνος;
-τίποτα δεν περνάει παρά στα βλέφαρα του ήλιου
ένα παίξιμο, μόλις μιά κίνηση, τίποτα,
δεν υπάρχει εξαγορά, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω,
και οι νεκροί καρφωμένοι στον θάνατό τους
δεν πεθαίνουν άλλο θάνατο
ανέγγιχτοι, καρφωμένοι στην ίδια τους την κίνηση,
από την μοναξιά τους, από τον θάνατο τους,
δίχως γιατρειά, χωρίς να μας κοιτάζουν μας κοιτούν,
ο θάνατος τους είναι κιόλας το άγαλμα της ζωής τους,
μιά αιωνιότητα κιόλας μηδενισμένη,
κάθε στιγμή δεν είναι τίποτα για πάντα,
ένας βασιλιάς φάντασμα κυβερνάει τους παλμούς σου
και πλάθει
την τελική σου κίνηση, το σκληρό προσωπείο
στην όψη σου που αλλάζει:
είμαστε το μνημείο μιάς ζωής
ξένης, άζηστης, μόλις δικής μας
- η ζωή πότε ήτανε αληθινά δική μας,
πότε είμαστε αληθινά αυτό που είμαστε;
αληθινά, μονάχοι μας, δεν είμαστε, δεν είμαστε ποτέ
παρά ίλιγγος και χάος,
γριμάτσες στον καθρέφτη, τρόμος και ναυτία,
ποτέ η ζωή δεν είναι δικήμας, είναι των άλλων,
η ζωή δεν είναι κανενός, η ζωή είμαστε όλοι
ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε-
είμαι άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είναι πιόδικές μου όταν είναι επίσης όλων,
για να μπορέσω να είμαι, πρέπει να είμαι ένας άλλος,
να βγω απ' τοΕγώ, να ψάχνω ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που μου δίνουν ύπαρξη,
δεν υπάρχει Εγώ, πάντα είμαστε άλλοι,
η ζωή είναι άλλη, πάντα εδώ κάτω, πάρα πέρα,
έξω από σένα, από μένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας πλανάει και μας χωρίζει
από έμας τους ίδιους,
που μας επινοεί ένα πρόσωπο και το φθείρει,
πείνα τού Είναι, ω θάνατε, ψωμί των πάντων,
Ελοϊζα, Περσεφόνη, Μαρία,
δείξε επί τέλους το πρόσωπο σου για να δω
το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό του άλλου,
το αλλότριο πρόσωπο μας ολόκληρο δικό μας
πρόσωπο δέντρου και φούρναρη,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού,
πρόσωπο του ήλιου και του χαντακιού,
του Πέτρου και του Παύλου,
πρόσωπο του μοναχικού συλλογικού,
ξύπνα, να που γεννιέμαι:
ζωή και θάνατος
συμφιλιώνονται μέσα σου, κυρία της νύχτας,
πύργε της διαύγειας, βασίλισσα της αυγής,
σεληνιακή παρθένα, μάννα της νερομάννας,
σώμα του κόσμου, σπίτι του θανάτου,
πέφτω χωρίς τέλος από τη γέννησή μου,
πέφτω μέσα μου χωρίς ν'αγγίζω το βυθό μου,
μάζεψε με στα μάτια σου, μάζεψε τη σκόνη
τη διασκορπισμένη και συμφιλίωσε τις στάχτες μου,
δέσε τα χωρισμένα μου κόκκαλα,
φύσα στο Είναι μου,
θάψε με στη γη σου
ώστε η σιωπή σου να δώσει ειρήνη στη σκέψη
που ξεσηκώθηκε εναντίον του εαυτού της·
άνοιξε το χέρι,
κυρία των σπόρων που είναι μέρες,
η μέρα είναι αθάνατη, υψώνεται, αυγατίζει,
γεννάει και δεν τελειώνει ποτέ,
κάθε μέρα είναι γέννηση, και γέννηση
κάθε αυγή, και ξυπνώ
ξυπνάμε όλοι, ο ήλιος
υψώνεται, πρόσωπο του ήλιου, ο Γιάννης σηκώνεται
με το πρόσωπο του Γιάννη πρόσωπο όλων μας
πόρτα τού Είναι, ξύπνα με, γίνε πρωί,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της μέρας,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της νύχτας,
όλα επικοινωνούν και μεταμορφώνονται,
πύλη του αίματος, γέφυρα των παλμών,
οδήγησέ με στην άλλη όχθη αυτής της νύχτας,
όπου είμαι εσύ, όπου είμαστε όλοι άλλοι,
στο βασίλειο των αγκαλιασμένων ονομάτων
πόρτα τού Είναι, άνοιξε το Είναι σου, ξύπνα!
μάθε κι εσύ να είσαι, λάξεψε το πρόσωπο σου
δούλεψε τα χαρακτηριστικά σου, βρές τα μάτια σου
γαι αν κοιτάξεις το πρόσωπο μου που σε αντικρίζει,
για ν'α ατενίσεις τη ζωή ως τον θάνατο
θαλασσινή μορφή, από ψωμί, βράχο, πηγή,
πηγή που διαλύει τις μορφές μας
στο πρόσωπο χωρίς όνομα, το Είναι δίχως πρόσωπο,
ανείπωτη παρουσία των παρουσιών...
θέλω να συνεχίσω να πάω μακρύτερα
μα δεν μπορώ:
η στιγμή βιάστηκε να γίνει άλλη κι άλλη,
κοιμήθηκα τα όνειρα μιάς πέτρας που δεν ονειρεύται
και στο βάθος χρόνων όμοιων με πέτρες
άκουσα να τραγουδάει το αιχμάλωτο αίμα μου,
η αλασσα τραγούδουσε με μιά βουή φωτός,
ένα προς ένα πέφτανε τα τείχη,
όλες οι πόρτες γκρεμιζόντουσαν,
κι ο ήλιος κουρσευτής έτρεχε
κάτω από το μέτωπο μου,
ξεκολλούσε τα κλειστά μου βλέφαρα,
ξεχώριζε το Είναι μου απ' το περίβλημά του,
με τραβούσε από τον εαυτό μου,
με χώριζε από τον βάρβαρο ύπνο μου
των πέτρινων αιώνων
και η μαγεία του καθρεφτίζοντας έκανε να ξαναζεί
μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
το πέρασμα του ποταμού που ελίσσεται,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
*Οκτάβιο Πάζ:
«Όταν έγραφα το ποίημα, διάβαζα αρχαιολογική μελέτη σχετικά με το ημερολόγιο των Αζτέκων. Μου ήρθε, λοιπόν, στο μυαλό να το αποκαλέσω Ηλιόπετρα. Πρόσθεσα ή αφαίρεσα –δεν θυμάμαι- τρείς ή τέσσερις στίχους ώστε το ποίημα να συμπίπτει με τις 584 μέρες της σύζευξης Αφροδίτης-Ηλιου. Ο χρόνος τού ποιήματός μου δεν είναι ο τελετουργικός χρόνος της αζτέκικης κοσμογονίας, αλλά αφορά στον ανθρώπινο, βιογραφικό χρόνο, ο οποίος είναι γραμμικός. »
(Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Δεκέμβριος 2002)
Αναδημοσίευση από: https://iliaskourakos.blogspot.com/2014/12/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου