θα πω λοιπόν τα δυό φτωχά μου λόγια
κι εγώ πριν φύγω με τη σειρά μου
θα περπατήσω σχεδόν τυφλός στα σκοτεινά
μ’ ένα παράφωνο τραγούδι
μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες
σφίγγοντας το ένα χέρι μου με τ’ άλλο
σα νιώθω μόνος
μες στην ομίχλη θα σηκώνονται
στριγγές και κούφιες
άγνωστες ολότελα κραυγές
φωνές το ίδιο αλλότριες
είτε σημαίνουνε χαρά είτε λύπη
σφυρίχτρες διαπεραστικές και σάλπιγγες
αλαλαγμοί και βογγητά
ο σκουριασμένος στεναγμός
μιας βρύσης δίχως νερό
σημαίες θ’ ανεμίζουνε γιορταστικά
στο περιθώριο της νύχτας
λάβαρα με παράδοξα χρώματα
αλλόκοτους συνδυασμούς
θα ματώσω χέρια και γόνατα
τη γλώσσα μου θα δαγκάσω χτυπώντας σε τοίχους
θα εξουθενωθεί το κορμί μου
τίποτα όμως δε θάχω να φοβηθώ
καθώς ο δρόμος θάναι πια μέσα μου
οι φλέβες και τα νεύρα
αυτή η σπονδυλική μου στήλη
αν μου μείνει μια μόνο κλωστή
απ’ αυτή θα κρατηθώ
μισό δευτερόλεπτο πριν σπάσει
αν μου μείνει μια αχτίδα φως
ας οδηγήσει ένα μονάχα βήμα.
Περιοδικό Το δέντρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου