[…Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται. Πέφτει και θα πέσει ως το τέλος επί των επάλξεων. Γιατί ήδη παίζουμε την παράταση και το ξέρουμε. Γιατί κάθε τόσο ακούμε για μια νέα απώλεια. Ή κάποιος δεν έρχεται πια την Κυριακή. Λυπάμαι αυτόν που θα μείνει τελευταίος. Να περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα, να ψάχνει μάταια κάποιον άλλο και ξαφνικά η καφετέρια να του φαίνεται τόπος άψυχος και πικρός, ξένος.
Την ευαρέσκειά τους εκφράζουν την άνοιξη στο μεγάλο μπαλκόνι τα σπουργίτια. Που φτερουγίζουν τριγύρω, χοροπηδάνε στα διαζώματα, τσιμπολογάνε τα ψίχουλα στα τραπεζάκια. Την εκφράζουν κουνώντας καταφατικά το κεφαλάκι τους. Ποιο άλλο πλάσμα θα καταλάβαινε καλύτερα το πρόσκαιρο της κάθε ύπαρξης και την αξία της αφοσίωσης;
Αν προσέξει κανείς μάλιστα κάπως καλύτερα, τις μέρες που έχει διαφάνεια και ο Όλυμπος στο βάθος φαίνεται να αγγίζει το νερό, θα δει τους θεούς να χαμογελάνε. Λίγο μελαγχολικά, είναι η αλήθεια, αλλά και σαν αναγνώριση μιας θείας ιδιότητας στους θνητούς. Με όλες τις ελλείψεις και τα ελαττώματά τους, ένα θεϊκό χαμόγελο προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.]
Πηγή: Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, Μανδραγόρας: 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου