Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Σπύρος Τσακνιάς - Σκέψεις πάνω σε έναν ορισμό

 «Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που κάνει τα βιώματά του και τις εμπειρίες του στοχασμό»
Οστοχασμός του διανοούμενου δεν πρέπει να συγχέεται με την αναλυτική σκέψη του επιστήμονα. Επειδή τρέφεται από προσωπικά βιώματα, από το αίμα της καρδιάς, έχει πάθος. Ή, μάλλον ο στοχασμός του διανοούμενου ε ί ν α ι πάθος. Πάθος για ανακάλυψη. Ή, μήπως, για αποκάλυψη;
*
Ο στοχασμός αυτός, εξάλλου, δεν πρέπει να συγχέεται με τη νηφάλια και συστηματική σκέψη του φιλόσοφου. Βέβαια, ο διανοούμενος, σε τελευταία ανάλυση, δεν ασχολείται παρά με το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της φιλοσοφίας: «Εγώ και ο κόσμος».
*
Ασχολείται! Τι άνοστο και παραπλανητικό ρήμα! Ο διανοούμενος δεν ασχολείται. Πάσχει.
*
Για τον διανοούμενο, το πρόβλημα δεν κρίνεται έξω απ΄αυτόν. Το εγώ του είναι το πειραματόζωο και το πεδίο της μάχης. Οι στοχασμοί του είναι περισσότερο αιμορραγία παρά γέννηση και παραγωγή σκέψεων.
*
Λοιπόν, μέσα από τις εμπειρίες που του παρέχει ο κόσμος, αποκαλύπτει τον εαυτό του. Μέσα από τα βιώματά του, αποκαλύπτει τον κόσμο.
*
Επειδή ο στοχασμός του δεν είναι αφηρημένα λογικός, η πίστη του στις ανθρώπινες αξίες δοκιμάζεται λιγότερο απ’ ό,τι η πίστη του επιστήμονα ή του φιλόσοφου. Από την άποψη αυτή ― και μόνο ― συγγενεύει περισσότερο με τον καλλιτέχνη.
*
Στο μέτρο που το διάβασμα γόνεται βίωμα, για το διανοούμενο είναι τροφή στοχασμού· όχι μάθηση.
*
Πολλοί ποιητές, πολλοί επιστήμονες είναι και διανοούμενοι. Μεγάλοι ποιητές, μεγάλοι επιστήμονες δεν είναι καθόλου διανοούμενοι. Οι φιλόσοφοι είναι συνήθως διανοούμενοι. Πολλοί διανοούμενοι δεν είναι ούτε ποιητές, ούτε επιστήμονες, ούτε φιλόσοφοι.
*
Ο διανοούμενος πάσχει, αλλά δεν σταυρώνεται. Ο εσταυρωμένος δεν είναι διανοούμενος· είναι πιστός.
 
«Α’ δημοσίευση, περιοδικό Λέξη, τ.31 – 1984»

Αναδημοσίευση από: https://staxtes2003.com/2020/11/15/15-11-20b/

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

W.B. Yeats - Οι φιλόλογοι

Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,

γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,

διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους

που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,

ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα

για να χαϊδέψουν το άμαθο αφτί της καλλονής.


Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·

όλοι λειώνουν με τα παπούτσια το χαλί·

όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·

όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός.

Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο Κάτουλλός τους

έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;



Γ.Π. Σαββίδης, Ποιήματα και σπαράγματα σε μετάφραση, Πάτρα, εκδ. Πολύεδρο, 2000, σ. 57.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ο Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια (απόσπασμα)

   Πάνε κι έρχονται τα λύματα τής «πληροφόρησης» κατά τούς ανέμους των προγραμμάτων και κατά τις ανάγκες των προγραμματιστών. Όσο για τις πραγματικές ανάγκες, σκάβουν αλλού τα λαγούμια τους μεταθέτοντας τις εκρήξεις τους στο μέλλον. Άλλοι θα πληρώσουν τις φανφάρες τής εθνικής οπερέτας, άλλες κλάσεις θα κληθούν να αιμοδοτήσουν αυτά τα υπό μεγέθυνση μικρόβια οράματα.

   Πάνε κι έρχονται τα λύματα. Η αμηχανία των πωλητών «ειδήσεων» ανακυκλώνει τα «γεγονότα» και τα «θέματα» στην αγορά, ανακατεύει απ’ την αρχή τα χαρτιά τής τράπουλας σε μια προσπάθεια να ξαναζωντανέψει το παιχνίδι – αλλά τα ψάρια είναι λιγότερα απ’ τα δολώματα στα κανάλια. Ο ανταγωνισμός εξαγριώνει τούς ψαράδες και τούς μετατρέπει σε κυνηγούς κεφαλών. Το παιχνίδι χοντραίνει σε πόλεμο κι ο πόλεμος σε θέαμα. Σκανδαλοτρόφοι και σκανδαλοθρεμμένοι ανατέλλουν κάθε βράδυ στα «παράθυρα» τής ενημέρωσής μας απ’ όπου ωρύεται κερδαλέος και ξετσίπωτος ο λόγος τού Τίποτα. Και μέσ’ απ’ αυτόν τον παρδαλό ορυμαγδό εκτοξεύεται και το εμβριθές ερώτημα : «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;»

   Το ερώτημα, έτσι όπως τίθεται συνήθως, δεν είναι απλώς κούφιο, υποκριτικό, λαϊκιστικό και εισαγγελικό. Είναι προπάντων ψεύτικο, αφού δεν είναι δα και λίγοι οι διανοούμενοι που παίζουν το παιχνίδι τού δημοκρατικού διαλόγου με τους ενημερωτές τού λαού – οπότε θα μπορούσε ίσως κανείς να πει στους ερωτώντες : «Μη φτύνετε κόντρα στον άνεμο! Γιατί εσείς είστε οι διανοούμενοι».

Πηγή Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Κάντιος και τά Βαλκάνια / ασκήσεις λογικής, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 2002.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

Θωμάς Τσαλαπάτης - Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;

Το πνευματικό μαρτυρολόγιο, από τον Μαγιακόφσκι έως τον Έζρα Πάουντ, δεν περιέχει, βλέπετε, μόνο αγγέλους - ωστόσο και οι δαίμονές του είναι ισάξιοι των αγγέλων του, αφού από μόνοι τους θα μπορούσαν να σώσουν την τιμή των λεγόμενων διανοουμένων. Ακόμη και ο «φασισμός» του Έζρα Πάουντ, λ.χ., αναδίδει περισσότερη ανθρωπιά από ολόκληρο το ηθικά και συναισθηματικά αφασικό εκείνο μόρφωμα που αποτελεί σήμερα τον κόσμο των «οργανικών» διανοουμένων.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Τι απέγινε το άλας της γης;»

Από το βιβλίο Μέρες του 2004

Η κρίση, με το ξήλωμα των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των κατακτήσεων προσδιόρισε την κατάσταση του παρόντος ως μια μόνιμη ρευστότητα, ως μια πραγματικότητα υπό συνεχή αίρεση, ορίζοντας την αμφιβολία ως τη μόνη βεβαιότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό τέθηκαν ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν. Τι είναι η κρίση; Είναι κρίση οικονομική; Ηθική; Πολιτιστική; Κρίση ενός συστήματος; Μιας εξουσίας; Ενός λαού; Ποιος τέλος πάντων θα μας δώσει τις έστω ελάχιστα καθησυχαστικές απαντήσεις;

-Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι; Αναρωτήθηκαν οι εφημερίδες, τα κανάλια, ο κύριος Ψυχάρης. Και κυρίως τώρα, την πιο δύσκολη στιγμή μας; Μήπως γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν; Μήπως γιατί ποτέ δεν ήταν διανοούμενοι αλλά παρασιτικοί απατεώνες των λέξεων; Μήπως γιατί τελικά, δεν υπάρχουν πια διανοούμενοι;

Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι; Αυτό το ερώτημα τίθεται και σε μας. Ας το παραδεχτούμε. Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα, αποπροσανατολιστικά και επιθετικά ερωτήματα που έθεσε ο κυρίαρχος λόγος κατά την περίοδο της κρίσης. Ας το εξετάσουμε.

Το πρώτο που συναντά κανείς είναι μια συντριπτική αντίφαση. Το ερώτημα «γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι» έχει το ίδιο φτιαχτεί από διανοουμένους (δημοσιογράφους, συγγραφείς, οργανικούς διανοουμένους, διευθυντές και οργανωτές σκέψεων). Αρκεί λοιπόν η διατύπωσή του ώστε να αυτοαναιρεθεί. Αφού η σιωπή σπάει ήδη από την πρώτη λέξη.

Ρωτώντας για τη σιωπή, στην πραγματικότητα τη θέτει ως υπαρκτή κατάσταση, την περιγράφει, την ορίζει ως κάτι μόνιμο και τελικά την επιβάλει. Ας υποθέσουμε έναν συγκεκριμένο διανοούμενο καλεσμένο σε μια οποιαδήποτε διαδικασία ερωταποκρίσεων. Έστω ότι ο άνθρωπος αυτός καταφέρνει να απαντήσει με ακρίβεια και σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα. Για την οικονομία, την ηθική, την αισθητική κ'λπ. Έστω ότι καταφέρνει να απαντήσει σε ολόκληρο το ερώτημα της Κρίσης. Κάθε φορά, σε κάθε τέλος, όταν η συζήτηση κλείνει θα τον περιμένει άλλη μία τελευταία ερώτηση:

-Kαλά όλα αυτά, αλλά αφού είναι έτσι, τότε, γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι; Άσχετα με την απάντηση του φίλου μας, το ερώτημα θα τίθεται ξανά και ξανά, γιατί θα είναι πάντα το τελευταίο ερώτημα, θα περιγράφει όλες τις προηγούμενες απαντήσεις ως σιωπή, άσχετα με την έκταση, την ακρίβεια ή την ποιότητα των επιχειρημάτων. Γιατί πρέπει να το καταλάβουμε καλά, πως το ερώτημα δεν είναι ερώτημα, είναι επιταγή. Να λοιπόν μια ερώτηση που δεν τελειώνει με ερωτηματικό, αλλά με θαυμαστικό. Το θαυμαστικό της προστακτικής. Αν λοιπόν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η πραγματική διατύπωση της φράσης (ειπωμένη πάντα από την εκάστοτε εξουσία) δεν είναι: γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι; Αλλά: Οι διανοούμενοι πρέπει να σιωπούν!

Δεν θα θελα να προχωρήσω σε έναν ορισμό του διανοουμένου, κάτι τέτοιο έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή και βρισκόμαστε ήδη αρκετές παραγράφους μετά. Ας προβούμε όμως σε μια αναγκαία διευκρίνιση: Η λέξη διανοούμενος δεν περιγράφει μια αξία, αλλά μια κατάσταση. Αν μιλάμε λοιπόν για διανοουμένους μιλάμε όχι για το μέγεθός τους αλλά πρωτίστως για τη λειτουργικότητά τους, για τη θέση τους μέσα στην κοινωνία των ιδεών και των επιχειρημάτων. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για ποιητές, πεζογράφους ή μουσικούς. Αλλά ταυτόχρονα μιλάμε για δημοσιογράφους, διαφημιστές, συμβούλους κτλ. Και εδώ ερχόμαστε στους οργανικούς διανοουμένους, τους ανθρώπους δηλαδή που διατύπωσαν το αρχικό μας ερώτημα.

Ας επικεντρώσουμε στον καθεστωτικό διανοούμενο. Είναι λοιπόν αυτός που πράττει πάντοτε υπέρ μιας εξουσίας με στόχο το προσωπικό του όφελος. Είναι ο οργανικός διανοούμενος, που όμως θα αρνηθεί τον προσδιορισμό «οργανικός» με βδελυγμία. Ταυτόχρονα, είναι ο πρώτος που θα τρέξει να αυτοπροσδιοριστεί ως διανοούμενος. Ορίζοντας τον εαυτό του ως διανοούμενο πάντοτε στο πεδίο του κυρίαρχου, έτσι ακριβώς αποκτά (στην πραγματικότητα ζητά να αποκτήσει) οργανικότητα.

Ο διανοούμενος αυτός δεν σιωπά, για να γυρίσουμε στο αρχικό ερώτημα. Ή μάλλον σιωπά με έναν πολύ πιο εκκωφαντικό τρόπο. Σιωπά με το να μιλά όλο και περισσότερο. Από επιχείρημα σε επιχείρημα, από διατύπωση σε διατύπωση είναι η ιδιότητα του διανοουμένου με την πρωταρχική της έννοια, αυτή που σιωπά στην κάθε του φράση.

Γιατί όλο και πιο συχνά ο οργανικός διανοούμενος θα σου πει: μπορεί να μην έχω τίποτα απολύτως να πω, αλλά θα το πω όσο πιο δυνατά γίνεται! Μέσα στη θορυβώδη του εξωστρέφεια ξεχνά πως η πραγματική γλώσσα έχει τις ρίζες της στη σιωπή. Όχι στο λευκό χρώμα του κενού, αλλά στο μαύρο της συμπύκνωσης.

Ο οργανικός διανοούμενος είναι κατά βάση βολτερικός. Θα σου πει: Διαφωνώ με όλα όσα λες αλλά θα δώσω και την ζωή μου ακόμα, για να συνεχίσω να διαφωνώ με όλα όσα λες. Ο λόγος του έχει μητέρα τη στάχτη και πατέρα του τον τσιγαρόβηχα. Ο οργανικός διανοούμενος θα σου πει: Μαρφίν, εγκλήματα στις σκουριές, καταδικάζετε τη βία απ όπου και αν προέρχεται; Μια σοβαρή Χρυσή Αυγή ίσως; Μαύρος και κόκκινος φασισμός. Το να πετάς σκουπίδια είναι ο χειρότερος φασισμός, το να κορνάρεις είναι ο χειρότερος φασισμός, το να κλείνεις το κέντρο της πόλης για να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου αυτό και αν είναι ο χειρότερος φασισμός. Κάθε φορά θα μιλά για τον χειρότερο φασισμό ξεχνώντας βέβαια μόνο μία περίπτωση: το φασισμό των Ναζί, του μαχαιρώματος και του ρατσιστικού μίσους. Στην ειλικρίνειά της η φράση διατυπώνεται ως εξής: -Το να διαφωνείς μαζί μου είναι ο χειρότερος φασισμός.

=Ο ο.δ. όταν κοιμάται δεν βλέπει όνειρα, βλέπει διαφημίσεις. Άλλωστε οι άνθρωποι αυτοί πάντοτε είχαν χαμηλό ονειροκρίτη.

Οι οργανικοί διανοούμενοι θα σε λογοκρίνουν κατηγορώντας σε για λογοκρισία. Ο ο.δ. διακατέχεται από το μόνιμο άγχος της πρωτοτυπίας. Εθισμένος στην επιφάνεια πρωτοτυπεί μονίμως κοινότοπα, αναμασώντας το παλιό σαν αποκάλυψη (τι άλλο είναι η θεωρία των δύο άκρων αν όχι ένα αναμάσημα του «διμέτωπου αγώνα» και λοιπών παλαιών ιδεολογημάτων;). Η τακτική αυτή μπορεί να τον βγάλει οπουδήποτε ακόμα και στην άκρα δεξιά:

Αν η ποίηση σταματά στην περίφημη φράση του Αντόρνο: «πώς να γράψουμε ποίηση μετά το Άουσβιτς;» τότε στις μέρες μας ξαναγυρνά στην παιδική της ηλικία μετά την διατύπωση της Σώτης Τριανταφύλλου: «είμαστε στην πολύ δυσάρεστη θέση να χτίζουμε στρατόπεδα συγκέντρωσης». (Μια και μιλήσαμε για ποίηση... Κάθε φορά που ο Αντώνης Σαμαράς διαβάζει δημόσια ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, πεθαίνει ένας ναύτης.)

Μια παράφραση διαφωτισμού, ένας αρχοντοχωριατισμός ως προς τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις και ένας καιροσκοπισμός ως προς τις προθέσεις. Μια προσωπική λογική που επιθυμεί να περιγράψει τον εαυτό της ως κοινή λογική (ακόμα και όταν δεν κουβαλά τίποτα το λογικό).

Δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερους ή καλύτερους διανοούμενους, αλλά από μοιρασμένη γνώση. Δεν έχει σημασία να φτιαχτούν διανοούμενοι, αλλά πολίτες. Πολίτες που θα κρίνουν, θα διαλέγονται και θα πράττουν επεξεργασμένα. Αν έχει έναν στόχο ο διανοούμενος τού σήμερα, αυτός είναι η αυτοκατάργησή του, το άνοιγμα των πεδίων εκείνων που θα μοιράσουν τη γνώση φυτεύοντας ερωτηματικά εκεί που χθες καλλιεργούσαμε κατοικίδια θαυμαστικά.

Μέχρι τέλους, ας μην προσδιορίσουμε τη λέξη διανοούμενος. Ας την αφήσουμε να έχει τόσους ορισμούς όσους και εχθρούς. Δηλαδή άπειρους. Ας αφήσουμε τη λέξη να διαλυθεί στην ασάφεια της και στη φθορά της χρήσης. Μέχρι τη στιγμή που θα διασπαστεί και θα μοιραστεί εξίσου σε έναν κόσμο άξιο να φιλοξενήσει τους πολίτες που τον συγκροτούν.

[το κείμενο διαβάστηκε στο Γκρι Καφέ, στο Τριήμερο Φεστιβάλ ανοιχτής συζήτησης και ζωντανής μουσικής. Στην πλήρη του μορφή, δημοσιεύεται ταυτόχρονα στην ιστοσελίδα bibliotheque.gr]


*Ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι ποιητής

http://tsalapatis.blogspot.gr/

Πηγή: https://www.avgi.gr/tehnes/74814_giati-siopoyn-oi-dianooymenoi?fbclid=IwAR0dC3uLIxs4fdeDqaGIOSDB018_VLY4Q0vnhsQvwy75JbqLRi-a4UJuj-8


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Κατέ Καζάντη - Μα πού είναι, επιτέλους, οι διανοούμενοι;



Εάν καμιά/νείς, σε μια ακόμα εποχή κρίσης του συστήματος, με τόσους πολέμους, τόσες καταστροφές, τόση πείνα, τόσο θάνατο, αναζητεί τον αρχετυπικό διανοούμενο, ο οποίος, με τον ανθρωπισμό του, θα βοηθούσε στη σωτηρία του κοσμάκη, ας μην πολυσκοτίζεται κι ας μην το πολυψάχνει: ο σύγχρονος διανοούμενος είναι εδώ, μπροστά στα μάτια του. Και κάνει μια χαρά τη δουλίτσα του.

Διότι διανοούμενος/η δεν είναι μοναχά όποι@ ακολουθεί το πρότυπο του Σαρτρ, του Μαρκούζε ή της Μποβουάρ, δεν είναι εκείνη/ος που στοχάζεται επί της «θλιμμένης επιστήμης» του Αντόρνο μόνο. Είναι και οι επίγονοι του Σπένγκλερ, του Ερνστ Γιούνγκερ και του Χάιντεγκερ, είναι κι εκείνη/ος που θέλγεται και ακολουθεί την «κοινοτοπία»-συγχωροχάρτι της Χάνα Άρεντ.

Είναι και όλ@ οι άλλοι, οι φτιαχτοί: οι εκείνοι που το σύστημα ορίζει ως τέτοιους, ένα σμάρι ακαδημαϊκών, συγγραφέων, καλλιτεχνών ή και επιστημόνων, οργανικοί διανοούμενοι της κυρίαρχης αστικής τάξης, οι οποί@ και αναπαράγουν διαρκώς το ίδιο αφήγημα: ενός απολίτικου «ανθρωπισμού» από τη μια και μιας αναλυτικής ουδετερότητας από την άλλη, που καταλήγει να υπερασπίζεται ευτελή και ιδιωτικά συμφέροντα, ενδεδυμένα με δήθεν κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Το υπόδειγμα του αστού Μπέρτραν Ράσελ, που φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στο αντιπολεμικό κίνημα –στο σύνδεσμο Μπέρτραντ Ράσελ, μιλούσε ο Λαμπράκης τη μέρα που τον δολοφόνησαν οι παρακρατικοί- εξαφανίστηκε: εκτοπίστηκε από τους δημοσιολογούντες εμπειρογνώμονες, τύπου Συνολάκη, Τσιόδρα, Μαγιορκίνη κ.λπ., τους καλλιτέχνες που συνωστίζονται στα Ιδρύματα των βαθύπλουτων ή τους «χαρούμενους» της μεταϊδεολογίας και της κατάργησης των «διαχωριστικών γραμμών».

Και οι αριστεροί/ες; Οι κριτικά σκέπτόμενοι/νες; Οι αντιφρονούντες; Εκείν@ που νοούν τον ανθρωπισμό όχι ως αστικό δικαιωματισμό της λευκής φυλής αλλά ως επαναστατική διαδικασία εξύψωσης του ανθρώπου;

Όσ@ υπάρχουν ακόμη και ζουν ανάμεσα στους άλλ@, δεν θα αποκτήσουν δημοσιότητα ποτέ. Δεν τους βγάλει ποτέ η τηλεόραση, κι αν το πράξει, ως άλλοθι, δεν θα τους αφήσει να μιλήσουν. Εγκλωβισμέν@ σε προκάτ εκπομπές, ολωσδιόλου συστημικές, οι αντισυστιμικά διανοούμενοι/νες δεν ακούγονται. Διότι ο ταξικός λόγος, αυτός που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των από κάτω και κατακεραυνώνει την εξουσία, φιμώνεται.

Όποι@ παρακολουθεί το λαϊκότερο των ΜΜΕ, θα έχει σαφώς διαπιστώσει πως η τηλοψία έχει από καιρό εξοβελίσει και την παραμικρή κουβέντα που παραπέμπει στην αριστερά. Αριστεροί/ές άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ακόμα κι όταν προσκαλούνται, μοιάζουν να προσέχουν διαρκώς: δεν είναι μοναχά που ουδέποτε μιλούν ανοιχτά για την ιδεολογία τους, είναι που όποια αναφορά θα μπορούσε, δυνάμει, να ενοχλήσει το σύστημα, εκλείπει.

Η πρώτη αιτία είναι πως σε ένα βιομηχανοποιημένο, ιδιοκτησία του κεφαλαίου, περιβάλλον, τα περιθώρια είναι ήδη πολύ στενά. Οι πολιτικές υποταγής ή εξολόθρευσης της άλλης άποψης αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχείς και οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ηγεμονικές.

Αλλά η δεύτερη αιτία είναι η μελαγχολία: αυτό που ο Τραβέρσο αποκαλεί εσωτερίκευση της ήττας των επαναστάσεων του παρελθόντος, η οποία, ενίοτε οδηγεί στην υποταγή της τάξης πραγμάτων του παρόντος.

Επειδή όμως, όπως συνεχίζει ο διανοητής, έτσι κι αλλιώς «οι επαναστάσεις δεν είναι όλες τους χαρούμενες», σήμερα, αυτό που λείπει, αυτό που πρέπει εκ νέου να τεθεί, δεν είναι παρά εκείνο που ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ αποκαλεί «μελαγχολικό στοίχημα».

«Το μελαγχολικό ιστορικό στοίχημα της αποκατάστασης της έννοιας του κομμουνισμού» και του ανθρωπότυπου εκείνου που βγαίνει στο δρόμο δίχως φόβο μην και τον εκβράσει το σύστημα, δίχως φόβο μην καταστραφεί.

Το παράδειγμα της βραβευμένης από τη σουηδική Ακαδημία, νομπελίστριας Ανί Ερνό, που, αυτές τις μέρες, πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις εναντίον της ακρίβειας, είναι ενδεικτικό. Όπως και του ποιητή της ήττας, Τίτου Πατρίκιου. Του οποίου η απόρριψη από την Ακαδημία Αθηνών παρέδωσε στη χλεύη, για μία ακόμη φορά, την ίδια την Ακαδημία.

http://artinews.gr/%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%8D-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9.html?fbclid=IwAR105qo9sJaCwH5f850c-f66Yzp81jMBpZ2DHkhbSrtLWjJM-IFgLkxokHo

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Περί Διανοουμένων



Μερικές ιδέες είναι τόσο ανόητες, που μόνο διανοούμενοι τις πιστεύουν.
ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
Δεν έχουμε ανάγκη από διανοούμενους τέτοιας λογής. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι χιμπατζήδες.
ΛΟΥΙ-ΦΕΡΝΤΙΝΑΝΤ ΣΕΛΙΝ
Ήταν τόσο διανοούμενος που ήταν σχεδόν άχρηστος.
ΓΚΕΟΡΓΚ ΚΡΙΣΤΟΦ ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ
Ο αποπροσανατολισμός των διανοουμένων είναι σύμπτωμα της ίδιας νόσου όπως η διαφθορά της ιθύνουσας τάξης ή η υπνηλία του προλεταριάτου. Είναι όλα τους συμπτώματα μιας προϊούσας εκθεμελίωσης.
ARTHUR KOESTLER
Όταν ακούω τη λέξη κουλτούρα, απασφαλίζω το Μπράουνιγκ.
ΓΙΟΖΕΦ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ

Αντλήθηκαν από το προφίλ του ποιητή, μεταφραστή και δοκιμιογράφου Κώστα Κουτσουρέλη.

Του διανοουμένου η θέσις δεν είναι να εισέλθη και ν'αφήση να τον παρασύρη το ρεύμα, όπως το κοπάδι, αλλά να το επισκοπή, να το μετρά εις μεγάλην, κατά το δυνατόν, έκτασιν του ρου του. Τοιαύτη, όμως, επισκόπησις, όπως κάθε πνευματική εργασία, απομονώνει… Πρέπει να έχει την υπερηφάνειαν της θέσεώς του ως ηγέτου, ακόμη και την επίγνωσιν ότι το προνόμιόν του είναι όχι να δρα εις τον σάλαγον της καθημερινότητος, αλλά να βλέπει πέραν απ' αυτήν και να εξαγγέλλη ό,τι βλέπει -έστω και με τον κίνδυνον να μην ακουσθή ποτέ 

Ιωάννης Συκουτρής (1935)
Πηγή: Διώνη Δημητριάδου - Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης – ο ρόλος του ποιητή 
Από τη διεύθυνση: https://www.culturebook.gr/afieromata/afieromata-2022-menu-separator/logotexnia-kai-koinoniki-pragmatikotita/dioni-dimitriadou-o-koinonikos-charaktiras-tis-poihsis-o-rolos-tou-poihti.html?fbclid=IwAR15T25u5oxHRYc-FWQ_1sgX3gyfvdfxN_EXyH9bWU3d1HDU5hAY5bKfZWM

Αυθεντικοί πνευματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που μεταφέρουν όλο το υπερβατικό ρίγος της παιδικής εμβιώσεως στο έργο της ενηλικιώσεώς τους. Σ' αυτούς ενηλικίωση δε σημαίνει απόρριψη της παιδικότητας, αλλά απλώς απόκτηση της ικανότητας να εκφραστεί με το λόγο, την τέχνη, τούτος ο ατίμητος θησαυρός της παιδικότητας.
Χρήστος Μαλεβίτσης
Περιοδικό "Ευθύνη", τεύχος 180, Δεκ. 1986, σελ. 620

 Ποιος από τους παρόντες διανοουμένους μας μοιάζει να έχει πάθει τίποτε από τη σκέψη του, αρρωστήσει απ’ αυτή, απελπιστεί, σιχαθεί τον εαυτό του: να την έχει ζήσει κατάσαρκα;

  Γιώργος Σεφέρης, 24 Ιουλίου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος


 [...]  

Ενόψει αυτού, βασανίζομαι ακόμα να καταλάβω τί είναι εκείνο πού κάνει τόσο συχνά τις μικρές ψυχές των διανοουμένων να έλκονται όπως ή πεταλούδα στο φώς από εκείνα τα πλέγματα ισχύος πού δεν τούς έχουν καμία ανάγκη στο κάτω-κάτω, ποιά αβυθομέτρητη συμπλεγματικότητα τις ωθεί να αναρριχώνται σαν κισσός γύρω από μικρές και μεγάλες εξουσίες, ποιά τυφλή μαζοχιστική παρόρμηση τις αναγκάζει, πριν καν τούς ζητηθεί, να δανείζουν τη φωνή τους σε όποιον τυχαίνει κάθε φορά να επικρατεί, ό όποιος -φαντάζομαι- τόσο περισσότερο τις περιφρονεί όσο πιο αφειδώς τις ανταμείβει.

του Φώτη Τερζάκη στο περιοδικό "Σημειώσεις", τεύχος 76, Δεκέμβριος 2012

Στην πραγματικότητα, ο ρόλος των διανοουμένων -κι αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια- συνίσταται στο να κάνουν ό,τι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι.
Νόαμ Τσόμσκι

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Τσόμσκι – Ποιος είναι ο “ύποπτος” ρόλος των διανοούμενων στην κοινωνία;

 

Noam-Chomsky


Είστε ένας σημαντικός διανοητής της εποχής μας, ένα είδος αιώνιου αντιρρησία. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι προσφέρετε «μαθήματα διανοητικής αυτοπροστασίας», ότι δίνετε τα κλειδιά που μας επιτρέπουν να προφυλαχθούμε από κάθε χειραγώγηση…

 

Νόαμ Τσόμσκι: Είναι ένα καθήκον που εναπόκειται στον καθένα.

Στην πραγματικότητα, ο ρόλος των διανοουμένων -κι αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια- συνίσταται στο να κάνουν ό,τι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι. Ο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον, ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας και φιλόσοφος του δεκάτου ενάτου αιώνα, όταν σχολίαζε τα εκπαιδευτικά προγράμματα είχε πει: «Πρέπει να εκπαιδεύσουμε το λαό έτσι ώστε να μη μας αρπάξει απ’ το λαιμό». Με άλλα λόγια πρέπει να τον καταστήσουμε τόσο παθητικό που δεν θα στραφεί εναντίον μας. Κι αυτός βασικά είναι ο ρόλος των διανοουμένων σε πολλούς τομείς. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά, γενικά, η παρατήρηση παραμένει έγκυρη.

Διαβάζοντάς σας, ανακαλύπτουμε ότι αγωνίζεστε εναντίον αυτού που ονομάζετε «κατασκευή συναίνεσης». Οι διανοούμενοι χρησιμεύουν και σ’αυτό;

Η έκφραση «κατασκευάζω συναίνεση» δεν είναι δική μου. Τη δανείστηκα από τον Ουόλτερ Λίπμαν, την πιο διακεκριμένη προσωπικότητα της αμερικανικής δημοσιογραφίας του εικοστού αιώνα, που ήταν κι αυτός ένα προοδευτικό πνεύμα. Από τη δεκαετία του 1920, επέστησε την προσοχή στη σημασία των τεχνικών που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για τον έλεγχο των μαζών και την κατασκευή συναίνεσης. Οι μηχανισμοί της δημοκρατίας που εφαρμόζουμε είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να κυβερνάται από «υπεύθυνους» πολίτες, μια πρωτοπορία —κάτι που μας θυμίζει το λενινισμό- κι οι υπόλοιποι πρέπει απλώς να κάθονται φρόνιμα. Γι’ αυτό, πρέπει να ελέγχονται οι σκέψεις τους και να τους ομαδοποιούμε σαν στρατιώτες. Παρεμπιπτόντως, αυτοί ακριβώς είναι οι όροι που χρησιμοποίησε ένας άλλος σημαντικός προοδευτικός διανοητής, ο Έντουαρντ Μπερνέις, ένας από τους ιδρυτές της τεράστιας βιομηχανίας των δημοσίων σχέσεων που, όπως ο Αίπμαν, συμμετείχε στην επίσημη μηχανή προπαγάνδας του Γοΰντροου Ουίλσον.

Από εκεί άντλησαν πολλές από τις ιδέες τους για την ανάγκη «ελέγχου της κοινής γνώμης» και για να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες θα μένουν μακριά από τη δημόσια ζωή. Αυτά τα θέματα είχαν καταστεί θεμελιώδη στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920.

Γιατί ειδικά σ’ αυτές τις δυο χώρες;

Ήταν βιομηχανικές κοινωνίες, όπου υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Όσο περισσότερο απελευθερώνεται μια κοινωνία, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνει χρήση βίας και τόσο περισσότερη ενέργεια χρειάζεται να ξοδευτεί για να ελέγχονται οι απόψεις και η συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο που η βιομηχανία της προπαγάνδας γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ.

noam-chmosky

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα -ιδιαίτερα η ναζιστικη Γερμανία με τον Γιόζεφ Γκέμπελς- είχαν κι αυτά σνμμετάσχει έντονα στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της προπαγάνδας, όμως υπάρχει η αίσθηση ότι τα περιλαμβάνετε λιγότερο στις αναλύσεις σας…


Σωστά και υπάρχουν σημαντικές αιτίες γι’ αυτά. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι περισσότερο διαφανή, ερμηνεύονται πιο εύκολα και, τελικά, είναι λιγότερο ενδιαφέροντα. Επιπλέον, δεν έχουν ανάγκη να είναι πολύ αποτελεσματικά, γιατί κρατουν πάντα σε εφεδρεία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τον καταναγκασμό και το φόβο. Εξάλλου, οι μελέτες που έχω διαβάσει δείχνουν ότι είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά. Κι ακόμη, αναπτύχθηκαν αργότερα, υιοθετώντας καμιά φορά το μοντέλο δυτικών κρατών.

Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, πρώτα οι Βρετανοί κι υστέρα οι Αμερικανοί δημιούργησαν σημαντικά όργανα κυβερνητικής προπαγάνδας: το βρετανικό υπουργείο Πληροφοριών και την Επιτροπή για τη Δημόσια Ενημέρωση του Γούντροου Ουίλσον. Φυσικά, ο στόχος της Μεγάλης Βρετανίας ήταν να πείσει τις ΗΠΑ να μπουν στον πόλεμο. Η προπαγάνδα της απευθυνόταν κυρίως στους Αμερικανούς διανοουμένους και εκπλήρωσε το σκοπό της απόλυτα.

Στη συνέχεια, σπουδαίοι προοδευτικοί διανοούμενοι αλλη-λοσυγχαίρονταν για το ρόλο που είχαν παίξει προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία, έγραφαν, που ένας πόλεμος ξεκίνησε όχι από τα στρατιωτικά ή τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά από «τους έξυπνους ανθρώπους του έθνους», οι οποίοι, συχνά, το μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τα παραμυθία των βρετανικών υπηρεσιών προπαγάνδας. Εκείνη την εποχή, ο αμερικανικός λαός ήταν αντίθετος με την είσοδο των ΗΠΑ σ’ έναν ευρωπαϊκό πόλεμο. Το όργανο προπαγάνδας του Ουίλσον πέτυχε να μετατρέψει ένα λαό βασικά ειρηνόφιλο σε μια ορδή φανατικών κατά της Γερμανίας. Αυτό το αποτέλεσμα έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Αμερικανούς διανοούμενους, αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο. Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων γεννήθηκε κυρίως από αυτές τις επιτυχίες στον έλεγχο των ιδεών και της συμπεριφοράς από την προπαγάνδα, όπως το έλεγαν φωναχτά εκείνη την εποχή. Μόνο στη δεκαετία του 1930, ο όρος θα πέσει σε δυσμένεια και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε εχθρούς.

Αυτή η προπαγάνδα δεν εξαπάτησε μόνο τους Αμερικανούς. Οι Γερμανοί τη χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό…

Οι Γερμανοί υπερεθνικόφρονες εντυπωσιάστηκαν κι αυτοί πολύ. Εκτιμώντας προφανώς ότι η αγγλοαμερικανική προπαγάνδα -που ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή της Γερμανίας σε εύρος και σε παραποίηση- ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες της νίκης των συμμαχικών δυνάμεων, ο Χίτλερ ορκίστηκε ότι την επόμενη φορά η Γερμανία θα κατόρθωνε ν’ ανταποδώσει τα ίδια. Γνωρίζουμε τι συνέβη. Οι μπολσεβίκοι, επίσης, εντυπωσιάστηκαν από τα κατορθώματα της προπαγάνδας των δημοκρατικών χωρών και επιχείρησαν να ε-μπνευσθούν από αυτά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η προπαγάνδα τους ήταν πολύ άτεχνη.

Θέλω να το τονίσω για άλλη μια φορά: όταν οι κοινωνίες εκδημοκρατίζονται, όταν ο καταναγκασμός παύει να είναι εύκολα χρησιμοποιούμενο όργανο ελέγχου και περιθωριοποίησης τότε, πολύ φυσικά, οι εκλεκτοί στρέφονται στην προπαγάνδα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, όχι απλώς φυσικό, αλλά και απολύτως συνειδητό, που έχει αναλυθεί ευρέως σε επιστημονικές και άλλες εργασίες που εκθειάζουν τη χρήση της προπαγάνδας.

Οι μεγάλες εταιρείες δημοσίων σχέσεων, διαφήμισης, γραφικών τεχνών, κινηματογράφου, τηλεόρασης… έχουν σαν πρωταρχική λειτουργία τον έλεγχο του νου. Πρέπει να δημιουργήσουν «τεχνητές ανάγκες», έτσι ώστε οι άνθρωποι να αφοσιώνονται στην ικανοποίησή τους, καθένας από την πλευρά του, απομονωμένοι μεταξύ τους. Οι διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων έχουν μια πολύ πραγματιστική προσέγγιση: «Πρέπει να προσανατολίσουμε τον κόσμο προς τα επιπόλαια πράγματα της ζωής, όπως η κατανάλωση». Πρέπει να δημιουργηθουν τεχνητά τείχη, να κλειστεί ο κόσμος εκεί μέσα και να απομονωθεί ο ένας απ’ τον άλλο.

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πολύ καινούριο, είτε πρόκειται για τα μέσα ενημέρωσης είτε για τη διαφήμιση ή τις τέχνες. Αυτό που είναι καινούριο είναι η κλίμακα εφαρμογής του στις μέρες μας. Προηγουμένως, αυτός ο ρόλος είχε ανατεθεί στους διανοουμένους, στους κατόχους της γνώσης.

noam-chmosky2

Και στους ιερείς;

Ναι, ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι έδωσε ένα υπέροχο λογοτεχνικό παράδειγμα. Αυτό το ξαναβρίσκουμε στη Βίβλο, όπου ο «προφήτης» ουσιαστικά υποδεικνύει τον «διανοούμενο».

Τι εννοείτε ακριβώς με τον όρο «διανοούμενος»;

Αφορά μάλλον μια στάση, παρά μια κατηγορία ανθρώπων: αυτή που συνίσταται στην πληροφόρηση, τη σοβαρή σκέψη πάνω στα ανθρώπινα, τη σαφή έκφραση της αντίληψης και τη διορατικότητα.

Γνωρίζω ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχολική παιδεία αλλά είναι, τουλάχιστον στα μάτια μου, αξιοθαύμαστοι διανοούμενοι. Και γνωρίζω σεβάσμιους πανεπιστημιακούς και συγγραφείς που απέχουν πολύ από το να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιδανικό.

Οι «αναγνωρισμένοι διανοούμενοι» είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Με αυτόν τον όρο, εννοώ εκείνους που, μέσα στο δικό τους σύστημα εξουσίας, έχουν τιμηθεί με τον τίτλο των «υπεύθυνων διανοουμένων», εξάλλου έτσι ακριβώς χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους στη Δύση. Καμιά φορά, τους αποκαλούν «τεχνοκράτες διανοούμενους», για να τους ξεχωρίσουν από τους «ανατρεπτικούς διανοούμενους» που σπείρουν την αναστάτωση και είναι «ανεύθυνοι».

Όταν μιλάμε για εχθρικές χώρες, γίνεται μια ανατροπή αξιών: καταγγέλλουμε τους τεχνοκράτες διανοουμένους, τους οποίους θεωρούμε «κομισάριους» και «γραφειοκράτες» και τιμούμε τους ανατρεπτικούς διανοουμένους, τους διαφωνούντες, που είναι περιφρονημένοι και κατατρεγμένοι στην ίδια τους τη χώρα.

Τέτοιες διακρίσεις υπήρχαν από την αρχαιότητα. Για παράδειγμα, στη Βίβλο υπάρχει μια αρκετά ασαφής εβραϊκή λέξη: νάμηι. Στη Δύση, μεταφράστηκε ως «προφήτης». Στην πραγματικότητα, υποδηλώνει το διανοούμενο. Εκείνοι που αποκαλούνταν προφήτες επιδίδονταν σε πολιτικές αναλύσεις και εκφωνούσαν κρίσεις σχετικές με την ηθική. Την εποχή της Βίβλου, ήταν μισητοί και περιφρονημένοι. Τους έριχναν στη φυλακή ή τους έστελναν στην έρημο, γιατί διαφωνούσαν. Αρκετούς αιώνες αργότερα, αναγνωρίστηκαν οι αρετές τους και τους θεώρησαν προφήτες.

Εκείνη την εποχή τιμούσαν τους κόλακες και τους υποκριτές κι όχι αυτούς που θα τιμούσαν πολύ αργότερα σαν αληθινούς προφήτες. Στον εικοστό αιώνα, υπάρχει το γένος των διανοουμένων που φυλακίστηκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής και που δολοφονήθηκαν στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Για παράδειγμα, η περίπτωση των έξι Ιησουιτών από το Σαλβαδόρ που δεν γνωρίζει κανείς στην Ευρώπη γιατί σκοτώθηκαν από κομάντος εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς* κι αυτό βέβαια δεν είναι έγκλημα. Έχουν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε και μόλις που θα βρείτε λίγες λέξεις στον Τύπο γι’ αυτούς τους φόνους. Είναι σκάνδαλο. Αλλά έτσι συνέβαινε πάντα στην Ιστορία.

Μπορείτε να ξαναμιλήσετε γι’ αυτούς τους χρόνους;

Στις 16 Νοεμβρίου 1989, έγινε μια φοβερή σφαγή στο Σαλβαδόρ. Ανάμεσα στα θύματα υπήρχαν έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι, ένας από τους οποίους διεύθυνε το κυριότερο πανεπιστήμιο της χώρας.

Εκτελέστηκαν εξ επαφής από επίλεκτους κομάντος εκπαιδευμένους από τον αμερικανικό στρατό. Αυτοί οι μισθοφόροι κομάντος (της ταξιαρχίας Ατλακάτλ) αποτελούσαν μια ιδιαζόντως βίαιη συνισταμένη των δυνάμεων που έφεραν την ευθύνη για πάρα πολλές σφαγές στη χώρα, ειδικά για το φόνο του αρχιεπισκόπου Ρομέρο και για τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων χωρικών.

Όταν έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι δολοφονούνται από στρατιώτες εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς, είναι καταπληκτικό το να διαπιστώνεις πόσο αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αντίθετα, αν ο Βάκλαβ Χάβελ μπει στη φυλακή, τότε όλος ο κόσμος ξεσηκώνεται.

Όμως κι ο Χάβελ πέρασε τέσσερα χρόνια στη φυλακή για τις ιδέες του!

Προφανώς ήταν σκάνδαλο και οι μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες συμμετείχαμε όλοι οι Δυτικοί ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Όμως, η μεταχείριση των διανοουμένων μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής είναι πολύ χειρότερη από εκείνη που τους επιφύλασσε η μετασταλινική Ρωσία. Μα οι Ευρωπαίοι αδιαφορούν γι’ αυτό.

Λίγο μετά το φόνο αυτών των διανοουμένων του Σαλβαδόρ, ο Βάκλαβ Χάβελ ήρθε στις ΗΠΑ και μίλησε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία που συγκεντρώθηκαν στο Κογκρέσο. Επευφημήθηκε από τους γερουσιαστές και τους βουλευτές τους οποίους αποκάλεσε αγωνιστές της ελευθερίας. Σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, οι σχολιαστές ριγούσαν από θαυμασμό, «Ζονμε σε μια ρομαντική εποχή», έγραψε ο Άντονι Λιουις στους New York Tims, εκφράζοντας έτσι την κοινή γνώμη. Οι αρθρογράφοι του εγχώριου Τύπου αναρωτιόνταν γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν τόσο αξιοπρόσεκτες προσωπικότητες, έτοιμες να μας καλύψουν με εγκώμια, ενώ μόλις είχαμε σκοτώσει έξι σπουδαίους διανοουμένους, χωρίς να λογαριάσουμε και χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Ζούμε σ’ ένα σουρεαλιστικό κόσμο!

Φανταστείτε ότι στρατιώτες εκπαιδευμένοι από τους Ρώσους σκοτώνουν έξι Τσέχους διανοουμένους, μεταξύ αυτών και τον Χάβελ, και ότι μετά από μερικές εβδομάδες, ένας κομουνιστής από το Σαλβαδόρ πάει στη Ρωσία, μιλάει στη Δουμά και επευφημείται ζωηρά όταν συγχαίρει τους βουλευτές, που παραληρούν από ενθουσιασμό, για το ρόλο τους στην υπεράσπιση της ελευθερίας!

Ο αμερικανικός Τύπος μίλησε γι αυτό;

Ένας φίλος μου έκανε μια έρευνα μέσω μιας βάσης δεδομένων, για να δει τι είχαν πει τα μέσα ενημέρωσης με την ευκαιρία της δεκάτης επετείου του φόνου αυτών των έξι Ιησουιτών, το 1999. Τα ονόματά τους δεν είχαν καν αναφερθεί στον αμερικανικό Τύπο. Γνώριζε ο κόσμος τα ονόματα αυτών των διανοουμένων, είχε διαβάσει τίποτα για το φόνο τους; Όχι. Αντίθετα, μπορούν να αναφέρουν ονομαστικά τους διαφωνουντες της Ανατολικής Ευρώπης; Σίγουρα ναι.

Οι θαρραλέοι διαφωνούντες θα πρέπει να τιμουνται, είτε είναι θύματα μιας αμείλικτης καταπίεσης μέσα στη σφαίρα επιρροής των εχθρών μας είτε δολοφονούνται κτηνωδώς μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Το ίδιο συνέβη στη Γαλλία με την υπόθεση Ντρέιφους. Σήμερα, λέμε πως οι διανοούμενοι υποστήριξαν τον Ζολά, μα, στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή η πλειονότητά τους υποστήριζε την κυβέρνηση.

Λέτε συχνά πως ο ρόλος των διανοουμένων έπρεπε να είναι η έκφραση της αλήθειας. Πως ορίζετε την αλήθεια;

Πάρτε αυτό το βιβλίο: Είναι πάνω στον καναπέ. Είναι λοιπόν αλήθεια αν πούμε ότι αυτό το βιβλίο είναι πάνω στον καναπέ. Αυτή είναι η αλήθεια. Μια δήλωση είναι αληθινή όταν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Οι αληθινές δηλώσεις δεν διαμορφώνονται εύκολα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα. Όταν προσεγγίζετε μια ακριβή ερμηνεία, προσεγγίζετε την αλήθεια.

251681

   Από το βιβλίο του Νόαμ  Τσόμσκι ‘Δύο ώρες διαύγειας’

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Φαίδρος Μπαρλάς- Πνευματική ανεξαρτησία



Από τότε που η θεομηνία της ομαδικής παραφροσύνης ξέσπασε στον κόσμο – και στον τόπο μας με ιδιαίτερη ένταση – δεν πάψαμε να τ’ ακούμε: «Οι διαννοούμενοι πρέπει να πάρουν μια θέση. Πρέπει να ταχθούν ή μαζί μας ή εναντίον μας».

Ή μαζί μας – ή εναντίον μας! Για τους φανατισμένους μισαλλόδοξους, για τους μαινόμενους «ιδεολόγους», άλλος δρόμος δεν ήταν νοητός. Ούτε μπορούσε το μυαλό τους να καταλάβει τον αστράτευτο άνθρωπο, το αστράτευτο πνεύμα. Έπρεπε, ο καθένας, κάπου να στρατευτεί: Ή μαζί μας – ή εναντίον μας.

Υπάρχουν πολλοί που θαυμάζουν την τωρινή εποχή. Και που ψελλίζουν κάτι θολά κι ακατανόητα, περί ψυχικής αγωνίας, περί της αναζητήσεως του Θεού απ’ τον άνθρωπο, περί σφοδράς εγκυμοσύνης της Υφηλίου, από την οποία κάτι ασφαλώς θα τεχθεί!

Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από την αιώνια ανακύκληση των πολιτισμών, που αφού φτάσουν σ’ ένα υψηλό σημείο, ξαναγυρίζουν στη βαρβαρότητα. Ο λαμπρός πνευματικός πολιτισμός, που βρίσκεται η απαρχή του στην Αναγέννηση, φαίνεται ότι πλησιάζει στη δύση του. Και ξαναγυρίζουμε 500 χρόνια πίσω, ξαναγυρίζουμε στην εποχή των φοβερών θρησκευτικών πολέμων, στην εποχή της μισαλλοδοξίας και της αλληλοσφαγής. Θα πήγαινε πολύ να προσδώσουμε τον χαρακτηρισμό της αγωνίας σ’ ότι μόνο ο χαρακτηρισμός της παρακρούσεως θα ταίριαζε.

Και τα θύματα της παρακρούσεως, οι κάθε αποχρώσεως τρελλοί, αρνούνται ν’ αναγνωρίζουν οποιονδήποτε, που δεν είναι ή που δεν έγινε ακόμα τρελλός. Μέσα στη γενικά αυτή σύγχυση, μέσα στην ομαδική παραφροσύνη, είναι «ανάγκη, υποχρέωσις, καθήκον», να προστεθούν, στην ουρά των διαδηλώσεων, και οι πνευματικοί άνθρωποι. Και με το μέσο που διαθέτουν, την πέννα, να βγουν και να διαλαλήσουν πως όχι, η δική μας παραφροσύνη είνια καλή, η δική σας είναι σκάρτη· εμείς είμαστε οι ευλογημένοι τρελλοί του Θεού.

Και οι πνευματικοί άνθρωποι άκουσαν το κάλεσμα του «καθήκοντος», φόρεσαν το χακί του φανατισμού και διαλάλησαν, μ’ όσους τρόπους τους πρόσφερε η συγγραφική δεξιοτεχνία, πως η άλφα τρέλλα είναι που θα σώσει τον κόσμο, ενώ η βήτα θα τον καταστρέψει – και εμπρός, εν ονόματι της ιερής άλφα τρέλλας, εξολοθρεύετε, αδελφοί, τους άλλους τρελλούς, τους τρελλούς της ανίερης βήτα τρέλλας.

Ίσως δε θα έφταναν όλα αυτά ως την άκρη της πέννας, αν δεν ήταν μια φράση που ξαναδιάβασα τώρα τελευταία, μια φράση του Montaigne, αστράφτοντας όλη τη λαμπρότητα, μεταδίδοντας τη μέθη εκείνη της υπερήφανης ψυχής, όταν σε μια εντατική, πυραχτωμένη στιγμή της, βρίσκει την καίρια έκφραση των διαλογισμών της: «Για τους Γιβελίνους είμαι Γουέλφος! Για τους Γουέλφους, είμαι Γιβελίνος»!

Τι μάθημα! Και κάτι παραπάνω από μάθημα: μαστίγιο που κατεβαίνει ορμητικά στο πρόσωπο εκείνων που λησμόνησαν την ύψιστη πνευματική τους υποχρέωση, την αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας, έξω κι επάνω απ’ όλους τους επίκαιρους φανατισμούς, και τάχθηκαν αλαλάζοντας στην ουρά των δηλώσεων.

«Για τους Γιβελίνους είμαι Γουέλφος! Για τους Γουέλφους, είμαι Γιβελίνος»! ποιος Έλληνας, ή ακόμα ποιος Ευρωπαίος, πνευματικός άνθρωπος, είναι σε θέση σήμερα να πετάξει κατά πρόσωπο των φανατισμών, την υπερήφανη αυτή απολυτρωτική κραυγή; Ποιος είναι σε θέση, συμμαζεύοντας όλες τις δυνάμεις του, να επιχειρήσει το πήδημα πάνω απ’ το πλήθος που αλαλάζει και λυσσάει, το πήδημα που θα τον φέρει στην άπλα της ανοιχτής ατμόσφαιρας, που θα του ανοίξει στο βλέμμα του τους ορίζοντες;

Αν υπήρχε, θα ήταν ο μοναδικός κορυδαλλός που θ’ ανάγγελε στον κόσμο την ελπίδα μιας χαραυγής. Η απουσία του μας δίνει, όσο τίποτε άλλο, το μέτρο της καταπτώσεως, στην οποία βρισκόμαστε.

Ας μη νομιστεί πως η φράση αυτή του Montaigne είναι μια καλή ευκαιρία για τους χλιαρούς, για τους σώφρονες, για τους ουδέτερους. Η φράση αυτή είναι σάλπισμα μάχης! Και μιας μάχης αφάνταστα δύσκολης, που απαιτεί καρτερία ασύγκριτη και αλύγιστο ανδρισμό. Σε μιαν εποχή, που λίγοι τολμάν να είναι τουλάχιστον, τίμια, ξεκαθαρισμένα, αποφασιστικά, Γιβελίνοι – Γιβελίνοι, ή Γουέλφοι – Γουέλφοι, και γίνονται μ’ ευλυγισία φιδιού, με τους Γουέλφους Γιβελλίνοι, ή με τους Γιβελλίνους Γουέλφοι, αντιστρέφοντας έτσι τον Montaigne – πόσο δύσκολη είναι η συνεχής αυτή άθληση αρετής, που απαιτείται για να είναι κανείς με τους Γιβελλίνους Γουέλφος ή με τους Γουέλφους Γιβελλίνος.

Δεν αντιτάσσεται στο φανατισμό η χλιαρότητα. Αντιτάσσεται ο φανατισμός! Αλλ’ ο φανατισμός της ανεξαρτησίας, που αποκρούει τον κάθε συμβιβασμό, την κάθε πνευματική υποδούλωση, – ο φανατισμός στην απόκρουση του φανατισμού.

Φαίδρος Μπαρλάς, Ν. Εστία, τχ535. 15/10/1949
Πηγή: https://feltor.wordpress.com/2011/09/03/barlas/?fbclid=IwAR0yxMoCmS5ny1nxvxm5WtU15xLVviB-TB6kNIZAmiyPvV4iIAVLmiTux54

Edouard Vuillard - Τhe Window