Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μυριβήλης Στράτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μυριβήλης Στράτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Στράτης Μυριβήλης – Θεοφάνεια


Κατέβηκε ο Θεός, γονάτισε στο διάσελο του Υμηττού, τέντωσε στο γόνατο το δοξάρι και τοξεύει. Βουίζει η κόρδα, κλαγγίζει η φαρέτρα στο γυμνό πλευρό, η ακένωτη φαρέτρα με τις ασημένιες σαΐτες. Τα θεϊκά βέλη τρέχουν πυρωμένα. Σκίζουν τον αττικόν αγέρα, σφυρίζουν, αργυρά χελιδόνια του μεσημεριού. Πετούν και μεταλαμπαδεύουν την απολλώνια φωτιά στα σπίτια και τις στέγες, στα μάρμαρα και στη σάρκα, στα κύματα και στις καρδιές.

Τ' απομεινάρια των πεύκων φλέγονται πυρσοί, οι ασφαλτωμένες στράτες λιώνουν κάτω από τα βήματα, ο αγέρας τρέμει, γεμάτος από τις αστραπές της αργυρής ασπίδας. Το ξανθό χώμα με το καμένο χαμομήλι λιβανίζει ζεστούς αχνούς. Είναι ένα πύρινο θεμιατήρι η Αττική, στα πόδια του Θεού με τα φλογάτα μαλλιά  και τα λαμπρά μάτια.

Τo   μεσημέρι   της Αθήνας.

Σηκώστε τα μάτια με την υπόλοιπη προσπάθεια πού σας απόμεινε και δείτε καταμεσήμερα τον ουρανό της Αθήνας, πώς ξάσπρισε σαν τον υδράργυρο και στάζει. Λιώνει και ρέει μέσα στα νερά του Σαρωνικού. Στα κύματα άναψαν οι αργυρές φλόγες. Και όλα, πέτρες, δένδρα, καράβια, ζωντανά και άνθρωποι, κάβοι και νησιά, εξαϋλώνονται, εξατμίζονται κάτω από το  αργυρό μαστίγωμα.

Κάθε τι το υλικό, όλο το γεώδες μέρος της πλάσης, το λίπος των σχημάτων της ζωής λαμπαδιάζει, καίγεται σαν την στεγνήν ίσκα. Κάθε ύπαρξη, κάθε περίγραμμα εξαγνίζεται από το λίπος των διαστάσεων. Οι ζωγράφοι του τοπίου είναι απελπισμένοι. Πως να συλλάβει ο χρωστήρας τη ρευστή φωτιά πού πυρπολεί το όραμα; Όλα τα πράγματα χάνουν των ύλη τους, ξεφορτώνουνται το άχθος του εαυτού των με ένα βαθύν στεναγμό ανακούφισης. Μέσα από τον όχλο των υλικών σχημάτων πού σταχτώνουνται, σκιρτά αδέσμευτη και χορεύει η φλόγα της ιδέας των πραγμάτων. Τι θαύμα!

Αν ήμουνα ζωγράφος θα προσπαθούσα να δώσω την ιδέα των εξατμισμένων σχημάτων, των σταχτωμένων όγκων. Στέκουμαι και βλέπω τις αρχαίες κολώνες των ναών. Το φως τις διαπέρασε, τις μούσκεψε με τη διαφάνεια του ως το βάθος. Είναι στήλες από μάργαρο. Ρέει η λυομένη φλόγα απ' όλες τις επιφάνειες, σπιθίζει και κρουνελίζει από τις επίχρυσες αυλακές των ραβδώσεων. Μα υπάρχουν κι' όλας όλ' αυτά; Υπάρχουν τάχα με την πυκνότητα τους οι σπόνδυλοι, με το ανθισμένο βάρος τους οι μαρμαρένιες άκανθες, με το μέγεθος τους τα πελώρια κιονόκρανα; Ή μήπως είναι μια παραίσθηση πού μας γοητεύει; Κάθε μία είναι και μία στήλη πυρός, πού ορμά προς τον ουρανό από το καμμένο χώμα, σαν εκείνη την κολώνα της φωτιάς πού έβγαινε κάθε νύχτα από τα σκοτάδια της σκληρής πορείας και οδηγούσε τον οδοιπόρο Ισραήλ πάνω στο δρόμο της μοίρας του. Εδώ καίνε τόσες στήλες πυρός, και δεν υπάρχει ο λαός του Ισραήλ, να τις δει και να τις ακολουθήσει, πού πορεύουνται οδηγητικά προς τον άγιο νόμο του Απόλλωνα.

Ο Θεός με τα χρυσά σγουρά και τις γαλάζιες φλόγες στα μάτια, γονάτισε σ' ένα διάσελο του Υμηττού και τοξεύει τις φτερομένες φλόγες, Ο αργυροδόξαρος. Η κόρδα βουίζει μουσικά μέσα στο καταμεσήμερο. Από την ίδια νευρή είναι αρματωμένη και ή λύρα του.

Πάνω στον φλουροκαπνισμένο λόφο του Αρδηττού, πέντε πευκάκια περπατούσανε στον ορίζοντα. Πήγαιναν αράδα-αράδα, λίγο σκυφτά, τόνα πίσ' από τ' άλλο, μη χάσουν τα βήματα. Ύστερα γύρισα να τα ξαναϊδώ και δεν τα βρήκα. Ο ήλιος εξαφάνισε το κοκκινωπό φλούδι. Διαπέρασε τους βασανισμένους κορμούς, έβαλε φωτιά στα λεπτά κλωνιά. Εκεί στις ξάκριες μόνο καίγονταν σε φτενά αχτιδωτά η δεντρίσια τους ψυχή, και ο αγέρας σκόρπαγε την ευωδιά της. Χάμω όμως, πάνου στο ξανθό χώμα έρρεε πηχτό το ξανθό ρετσίνι, και αιχμαλώτιζε θανάσιμα τα ανύποπτα πεταλουδάκια. Ο ήλιος κέντησε με νήματα από γαλάζιον ίσκιο ατόφια την «ιδέα του δένδρου».

Καταμεσήμερο της Αττικής. Πάρτε το υπόλοιπο του κορμιού σας, το υπόλοιπο της εξατμισμένης θέλησης σας, το υπόλοιπο της καρδίας, και ανεβήτε στην Ακρόπολη. Είναι η επίσημη ώρα του Παρθενώνα. Θα βρεθείτε μέσα στην πιο σκληρήν ηλιοβολή. Είναι σκληρός ο Απόλλωνας. Και ο Παρθενώνας είναι το πιο σκληρό μνημείο της αντρίκιας αρετής. Είναι σκληρός ο Θεός προς το κάθε τι πού δεν έχει το χάρισμα να καίγεται, πού δεν έχει τη δύναμη να σπάσει το τσόφλι της ύλης του, να ξελευτερωθεί, πού δε θέλει να αποχωριστεί το λίπος του βάρους του.

Είναι επικίνδυνο όμως. Θα βρεθείτε κει πάνω ολομόναχος μπροστά στα φλογερά Θεοφάνεια. Ο Απόλλωνας κατεβαίνει και περπατεί ανάμεσα στους άσπρους και χρυσούς ναούς. Περπατεί κάθε μεσημέρι. Τότες τα μάρμαρα γιορτάζουν. Οι γραμμές ηχούν μουσικά, ό ιχώρας κυκλοφορεί κάτω από το λαξευμένο πρόσωπο της πέτρας. Οι κόρες του Ερεχθείου χαμογελούν, σαν ν' άκουσαν από το βυθό του χρόνου τα αρχαία βήματα των Παναθηναίων πάνω στις χορταριασμένες πλάκες.

Και συ, ω μικρούλα Ατθίς, με τα λιγνά μέλη και τα στάχυα της Δήμητρας στα μαλλιά, πού σε βλέπω να περιπλανάσαι ολομόναχη ανάμεσα στα ζωντανά μάρμαρα. Μικρούλα Ατθίς, πόσο πρέπει να σε φίλησε ο Θεός του ρυθμού για να πάρει το πρόσωπο σου το χρώμα πού έχει το μέλι του Υμηττού. Πόσους αιώνες χόρεψε η ελληνική ψυχή σου κάτω από τούτα τα πάμφωτα μάρμαρα για να κινείσαι έτσι ανάλαφρα σαν μια βέργα αγριλιάς μέσα στη γαλάζια φωτιά του μεσημεριού!  Και πόσο τάχα σε κοίταξε κατάματα ο Θεός του φωτός, για να ανάψουν αυτά τα άστρα της ψυχής σου μέσα στην ανθισμένη  άκανθα των  βλεφαρίδων  σου!

Απόλλων αποτρόπαιε! Ιδού εμείς, ο λαός σου, γύρω στους αιώνιους βωμούς σου. Ας ορμήσουν πάνω από το κεφάλι μας τα άγια βέλη σου, άγριο κοπάδι φλογερά πετροχελίδονα. Να αγνισθεί ό αγέρας από τα μολέματα της ασκήμιας, να μυρίσει καμένη στουρναρόπετρα ό βράχος του Υμηττού. Τόξεψε την ασκήμια, που είναι αμαρτία στην Ελλάδα, κάμε πάλι τη λύρα σου να κρούσει αυστηρά, αρμονικά την ψυχή της Αθήνας. Ας ορμήσουν, ασημένιες σημαίες, ως τα μεσούρανα οι μεσημεριάτικες φλόγες, να κατακάψουν  κάθε άγος.

Ιδού, ή Αττική αχνίζει στα πόδια σου, θεμιατήρι από χρυσό πηλό. Μέσα, καίγεται ή ψυχή μας η ελληνική, δεντρολίβανο και δαφνόφυλλο. Μη μας χάσεις από τα μάτια σου ως την τελευταία μας ώρα. «Εν δε φάη και όλεσον».

Λογοτεχνικό Τέταρτο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Στράτης Μυριβήλης – Η ζωή εν τάφω (απόσπασμα)

 Η Όχτρα είναι οργανωμένη, πειθαρχημένη, πάνοπλη. Η Αγάπη είναι ανοργάνωτη, ξεθυμαίνει σε αισθηματισμούς, σε θρησκευτικούς εξορκισμούς. Τώρα ποιος θα οργανώσει, ποιος θ’ αρματώσει, θα κάμει σεβαστή την Αγάπη; Ο Χριστός το καταπιάστηκε με το καλό και δεν κατάφερε σπουδαία πράματα. Όμως πάλι αν γίνει με το στανιό, τότε παύει νάναι Αγάπη. Δεν καταλαβαίνω.

[…]

Θάρθει, λέω, μια νύχτα που θάναι πια πολύ γριά η γης. Όλοι τούτοι οι άνθρωποι, πούναι να σαστίσεις με τη μεγαλοφυϊα τους, όλοι τούτοι που κάθουνται και σκαρφίζουνται τις τορπίλες και τ’ αεροπλάνα και το μελινίτη, θάναι ψιλοκοσκινισμένο χώμα. Κ’ η ανθρωπότητα θάναι πια ένας θρύλος, ένα κακό όνειρο που διάβηκε και πάει. Θα το αναθυμιούνται μόνο πάππου προς πάππου και θα τ’ ανιστορούν στους απογόνους των τ’ αρχαία δέντρα, σαν θα παίρνει να φυσά τ’ αγέρι και θ’ αρχίζουν οι φυλλωσιές να ψιθυρίζουν θυμητικά. Ωστόσο και κείνη τη νύχτα τα μικρά τριζόνια θα βγούνε να τραγουδήσουν όλα μαζί κάτω από τ’ αμέτρητα αστέρια τούτον τον ίδιο σκοπό. Κι ο ουρανός θ’ ανθίσει πάλι όλες τις ασημένιες μαργαρίτες του και θα σκύψει ν’ αφουγκραστεί τα κρουσταλλένια μαντολινάκια. Και παντού θ’ απλώνεται το ίδιο παγωμένο μυστήριο. Τα νέα δάση θα βουίζουν δίχως να πάρουν είδηση πως δεν υπάρχουν πια ποιητές για να ριμάρουν τη βουή τους και στρατιώτες να τα κόψουν παλούκια για συρματοπλέγματα. Κι οι θάλασσες θα δέρνουν τις αδάμαστες αχτές και θα πηδάν ολοένα πάνω στις αντάρτισσες ξέρες, δίχως να πολυσκοτίζουνται για κείνο το ξιπασμένο ζωντόβολο, που μια φορά κι έναν καιρό πίστεψε στ’ αλήθεια πως όλα τα εξαίσια έργα και κινήματα του Θεού γίνονταν για τη ζαχαρένια του.


[…]


Πόσα τέτοια πράματα αξιολάτρευτα, θαμαστά, θεϊκά ωραία γίνουνται γύρω στους ανθρώπους! Τους σκουντάνε να δουν και ν’ ακούσουν. Τους καλούν καλοπροαίρετα να πάρουν μέρος από τη χαρά τους κι από την ομορφιά τους. Όμως αυτοί, τίποτα. Περνάν ολάκερη τη ζωή τους με την ψυχή κλειδωμένη ερμητικά. Ούτε υποπτεύονται τα θάματα που κάθε στιγμή ξεσπάνουν σιμά στο χέρι, σιμά στο πρόσωπό τους. Πεθαίνουν στο τέλος δίχως να πάρουν είδηση. Πιστεύουν μολαταύτα στα σοβαρά πως ζήσανε κι αυτοί.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Στράτης Μυριβήλης - Η Δασκάλα µε τα χρυσά µάτια (απόσπασµα)

Η Σαπφώ τραβάει ίσια, ανοιχτά, με μεγάλες χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της πέφτει κι ανασηκώνεται ρυθμικά, και η θάλασσα, κάθε φορά που ανεγέρνει απάνω της, τη φιλά στο μάγουλο. Φορεί κι αυτή μαύρο μαγιό. Φαίνεται πίσω ο λαιμός κ’ η πλάτη, σα λαξεμένη σε χλομό μάρμαρο πολύ δουλεμένο. Φαίνεται ακόμα το ένα μπράτσο της, έτσι που αναδύεται μαλακά μες από το νερό. (…)

Μια στιγμή η Σαπφώ γυρίζει τ’ ανάσκελα. Κολυμπά μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα δυο γρήγορα κουπιά. Μικρά – μικρά κυματάκια σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της, απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων, που ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν καρποί. Το μπανιερό κολνάει βρεγμένο πάνω στη γερή σάρκα.

Ο Λεωνής σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο πράσινο μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να δει άλλος κανένας πως την είδε, ή σα νάνιωσε το μαγνήτη μιας άλλης ματιάς να τραβάει τη δική του σαν πετονιά από κει ψηλά. Και ίσα – ίσα του φάνηκε πως πήρε το μάτι του κάποια κίνηση. Σα να παραμέρισαν βιαστικά μια τούφα σκίνα, σα ν’ ασπρολόγησε κάτι. (…)

Νιώθει ακόμα τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς, που κολυμπά ανάσκελη. Κατόπι την είδε σαν πλεύρισε, και ξέρει πως την παραφύλαγε να βγει, την είδε όρθια, να πηδά με μικρά πηδήματα από βραχάκι σε βραχάκι. Ένα φτερωμένο κορμί περεχυμένο θάλασσα και ήλιο. Καθάριο, κρουστό σαν τα βρεγμένα βότσαλα. Ακούει τους αχινούς, κουβάρα, να σιγοτρίζουν τα μπλεγμένα τους αγκάθια. Αφήνει το ένα πόδι του να κρεμαστεί πάνω στο νερό. Μια τρίχα κοντά στο νερό. Η θάλασσα με τον ανασασμό της τον αγγίζει, τόνε γαργαλά στη φτέρνα και πάλι αποτραβιέται. Μέσα στα ρηχά καθρεφτιούνται τα χρωματιστά ζωνάρια της βάρκας. Σαλεύουνται σα νεροφείδες που παλεύουν ή αγκαλιάζουνται, σγουραίνουν παράλληλα, κυματίζουν τις κουλούρες τους. Νιώθει κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που άφησε τον εαυτό του να δει ολόγυμνη σχεδόν τη Σαπφώ. Η κυριολεξία δηλαδή δεν είταν “άφησε τον εαυτό του”. Γιατί είταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή που έκανε να ξενερίσει. (…)

Είταν η γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου. Όμως είταν αλήθεια μια παίδα εικοσιδυό χρονώ όμορφη σαν καμιάν άλλη. Αυτό πια τόξερε, το αιστανότανε μ’ ολάκερο το κορμί του. Την είδε μέσα στην αποθέωση της ομορφιάς της να αναδύεται. Από πάνω της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος. (…)

Ένιωσε μια καταφρόνεση για την κατάντια του, σαν πόνο μέσα στη σάρκα. Και παράσταινε τάχα το “όνειρο στο κύμα”. Αηδία και ντροπή … Και “όνειρο στο κύμα”! Η θύμησή του πήδηξε πάλι σ’ ένα σάλτο καιρούς κι αποστάσεις, ζευγαρώνοντας απίθανα τις λεπτομέρειες. Θυμήθηκε πως είτανε του Παπαδιαμάντη κείνο το στερνό κομμάτι πούχε διαβάσει στο Βρανά πριν θολώσουν τα συλλοϊκά του.


Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Στράτης Μυριβήλης - Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου (απόσπασμα)


Σαν πεθαίνουν οι πορφυρογέννητοι νεκροί


Θυμάμαι τη μεγάλη κοσμοφουρτούνα της επανάστασης. Χιλιάδες λαός, συγκινημένος από μια χαρά γεμάτη αγωνία. Είναι τότες κανένας σε μια τέτοια κατάσταση: Ένα πράμα φλογερό σα φύσημα θεού τρέχει ζαλιστικά μέσα στις αρτηρίες, κάτι που δεν έχει συγκρατημό. Κάτι πρέπει να κάνεις και δεν ξέρεις τι. Να ουρλιάξεις άγρια και νικητήρια, πού ν' ακούσεις τη φωνή σου να χτυπά σαν τις σάλπιγγες της Ιεριχώς πάνω στους πύργους των Γκατελούζων, μέσα στ' απλωμένα πανιά των καραβιώ και πάνω στους τοίχους των δημόσιων χτιρίων; Ή να κλάψεις γλυκά, με δάκρυα σα χλιαρό σιρόπι, με το κεφάλι μαλακά ακουμπισμένο στα παχουλά γόνατα μιας αγαπημένης γυναίκας; Αυτές τις ώρες, άμα βρεθεί Κείνος που θα πει: «τούτο να κάνεις», το κάνεις με απέραντη απολύτρωση και τον θεοποιεί κιόλας η ευγνωμοσύνη σου η δακρυσμένη, μακάρι και να σου πει: «πέσε στη φωτιά». Και γυρωτρόγυρα ένας θόρυβος κυμάτιζε, χιλιόφωνος, πολυσύνθετος και μεθυστικός. Οι καμπάνες πάνω από την πολιτεία είχανε τρελαθεί! Αλάλαζαν πάνω από την επιφάνεια των κόκκινω στεγών, κι ήταν ένα κοπάδι ξεφρενιασμένοι αρχαγγέλοι που γέμισαν τον αγέρα με το φριχτό εγερτήριο. Χτυπούσανε τα κοντάρια στις χαλκένιες ασπίδες και χουγιάζαν. Είχανε μπρουτζένιες φωνές και τρομερές φτερούγες, τρικύμιζαν σα θάλασσα την ατμόσφαιρα. Είναι ένα πράμα αξιοθάμαχτο οι καμπάνες, σαν αρχίσουν και φωνάζουν με τα μεγάλα τους χείλια τ' απόκοτα τολμήματα των λαών. Οι ήχοι σμίγανε σα ζεστός αχνός μέσα στο αίμα. Είχανε μπαμπακένια χέρια και σπρώχνανε τις μάζες. Γινόντανε σκοινιά και δένανε μια-μια όλες τις ψυχές των ανθρώπων με τα ξετρελαμένα γλωσσίδια, ως εκεί ψηλά στα καμπαναριά! Άντρες, γυναίκες, γέροι και μωρά. Κάτι χαμένα ζα τρέχανε σαστισμένα ανάμεσα στα πόδια του κόσμου, που ξεχυνόταν, ποτάμι, από τα κατηφορικά σοκάκια. Οι σημαίες και τα μεταξωτά λάβαρα με τους αγίους παίζανε χαρωπά στον αγέρα. Τα χρυσά κρόσσια έσταζαν ήλιο κι οι ασπρογάλαζες φούντες από τις παντιέρες σ' αγγίζανε ανατριχιαστικά στα μαλλιά. Κάθε φορά που ανάσαινες, κατάπινες μια γουλιά ακριβό πιοτό και πάνω από την πηχτή θάλασσα των ανθρωποκεφαλιών που μερμήκιαζαν, τρέχανε μέσα στο φως μυστικά ηλεχτρικά ρέματα. Κάνανε τις ψυχές να τρέμουν σαν καλαμιές, τα δάχτυλα να διπλώνουνε σπασμωδικά.

Άξαφνα, μέσα σε τούτη την ξωτικιά σύναξη, που λες και γεννήθηκε μέσα στα όνειρα ενός θερμασμένου παιδιού, δεν ξέρω πώς έγινε και πρωτακούστηκε μια βροντή φορτωμένη από τρομάρα κι έχτρα μαζί.

-Κάτω ο βασιλιάς! Ζήτω ο πόλεμος!

Ο ρήτορας με τη θερμή φωνή και με τις μουσικές του, τις μελετημένες χειρονομίες, δεν την είχε φωνάξει. Τήνε ξεγέννησε μονάχα, μαστορικά, από το λαρύγγι του λαού. Ήταν ψηλός και λιγνός, τα μάτια του έφεγγαν σαν του άρρωστου. Είχε κυματιστά μαλλιά που τα ζευγάριζαν κάτι μακριά προφυματικά δάχτυλα. Το πρόσωπό του ήταν συμπαθητικό και θεατρίνικο. Κι η μεγάλη μύτη του φαινόταν ειλικρινά συγκινημένη, έτσι που έγερνε προσεχτικά προς το στόμα που ρητόρευε, μη λάχει και χάσει λέξη από το κήρυγμα που 'βγαινε κάτωθέ της. Και μια στιγμή που τα μακριά του χέρια υψωθήκανε προς το λαό σα φτερούγες και σα δέηση, έσκασε τ' αστροπελέκι: Κάτω ο βασιλιάς!

Θυμήθηκα έναν καθηγητή μας, έτσι λιανόν κι αδύνατο, που να τόνε φυσούσες - πουφ - θα 'πεφτε κάτω. Έβγαζε λοιπόν από την ηλεχτρική μηχανή του φωτισμού κάτι τρομερές σπίθες, που μπορούσανε να σκοτώσουν βουβάλι. Το 'κανε με την ίδια κομψή κίνηση.

-Κάτω ο βασιλιάς!

Σαν το πρωτοφωνάξαμε έτσι δα, με τις γροθιές σφιγμένες στα μεριά, με τα δόντια κλειδωμένα πάνω σε κάθε συλλαβή, σα να τις δαγκάναμε μια-μια, σταθήκαμε όλοι για μια στιγμή δίχως ανάσα. Ακούσαμε τον πρωτάκουστον αντίλαλο τούτης μας της κραξιάς που πλατάγισε κάπως παράξενα στους τοίχους των σημαιοστολισμένω σπιτιών και στα νερά του λιμανιού. Ένα παράξενο συναίστημα. Κάτι έλιωνε, κάτιτις κόπηκε μέσα στο στήθος. Ένα δυσάρεστο κενό άνοιξε ξαφνικά. Ήτανε τ' αδειανό βάθρο που γκρεμίσαμε πάνωθέ του το προαιώνιο είδωλο με μια καλή κλωτσιά;

Σε τούτες τις ώρες, που ένας ολάκερος λαός γίνεται ένα μονόψυχο και μονοκέφαλο ζο, τεράστιο και γερό, όταν όλοι ενεργούν μ' ένα ψυχόρμητο σκοτεινό και βαρύ σαν ένστιχτο, όταν όλα τα στήθια σμίγουν σ' ένα μεγάλο στήθος, μεγάλο σαν κουπές εκκλησιάς, κι αυτό το στήθος ανεβοκατεβαίνει με τον ίδιον λαχανιασμένο ρυθμό, σαν ανασασμός του ωκεανού, τι να συνέβηκε άραγες μέσα στο τεράστιο τέρας;

Λέω να σταμάτησαν για μια στιγμή μέσα στα μυστηριακά λαγούμια της κυκλοφορίας του μια μακριά αράδα γέροι πατεράδες, προσπαπούδες και προγόνοι, που ζούσαν, αιώνες τώρα, με τη βυζαντινή παράδοση μέσα στο αίμα μας με τα χιλιόψυχα αιμοσφαίριά τους. Λέω να σταμάτησαν ξαφνιασμένοι μες στο αιώνιο περπάτημά τους. Απόρεσαν, που ακούσανε τούτη την πρωτάκουστη βλαστήμια, χτύπησαν τα δεκανίκια στις πλάκες και φωνάξανε με σουρωμένα τ' άσπρα τους φρύδια:

-Πώς; Κι η Μεγάλη Ιδέα; Κι ο Βασιλιάς που θα βγει από το ιερό να τελειώσει τη λειτουργιά του στην Αγιά Σοφιά; Κι ο ύμνος της «Υπερμάχου Στρατηγού»; Κι ο δικέφαλος πάνω στο σφραγίδι της βασιλόπιτας; Και το «Κωνσταντίνος έδωκε, Κωνσταντίνος θα λάβει»; Κι ο Αγαθάγγελος; Καταραμένοι! Καταραμένοι! Καταραμένοι!

Μα εμείς, μεθυσμένοι από τη δύναμη της τόλμης μας, συγκινημένοι βαθιά από την αδάμαστην αγάπη της Φυλής, έτοιμοι να πεθάνουμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι για την Ελλάδα, ξαναφωνάξαμε πάλι και πάλι, πολλές φορές, με πείσμα, με μανία, με λύσσα:

-Κάτω! Κάτω οι βασιλιάδες! Κάτω το σκυλολόγι!

Τα χείλη μας τρέμανε λιγάκι, μα οι φωνές μας καπάκιασαν την κατάρα των παπούληδων.

Είμαστε οι νέοι! Οι νέοι! Είμαστε οι λεύτεροι ανάμεσα σε λεύτερους. Το ελληνικό αίμα μας είναι πιο κόκκινο απ' όλες τις πορφύρες. Τα ωραία παραμύθια ήτανε καιρός να παραμερίσουν τους χρυσούς τους μανδύες και τα βαριά βελούδα για να περάσει η πραγματικότητα. Η «βασιλική πρόληψη», που έκλεισε με τ' αναιμικά της δάχτυλα τα μάτια ολωνώ των προγόνω μας απ' το Βυζάντιο κι εδώ, η «βασιλική πρόληψη» παραπετούσε ζαλισμένη γύρω μας, φτωχή σαστισμένη νυχτερίδα που 'χασε τα νερά της και δέρνεται μέσα στο φως. Παράδερνε στα ντουβάρια και στους στύλους των φαναριώ, σκουντουφλούσε στους κορμούς των δέντρων, πάνω στο μουράγιο, πάνω στα κατάρτια, άθλια, τυφλή, άσκημη.

Κι ο θρίαμβος ο γκρεμιστής, ο θρίαμβος της οργής μας, τήνε κυνήγησε ώρες αλύπητα, σαν παιδί με το σκουπόξυλο, την Ιδέα-Νυχτερίδα.

-Κάτω! Κάτω ο βασιλιάς! (Το βήτα μικρό-μικρό. Να, τόσο δα.)

Το βράδυ, σαν απομείναμε ολομόναχοι πλαγιασμένοι στο κρεβάτι, ξαναλέγαμε γενναία μες στο νου μας την τολμηρή φράση, έτσι για να συνηθίσουμε με δαύτη.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει ίσως και σαν απομένεις να ξενυχτερέψεις έναν πεθαμένο. Ξέρεις πως δεν κουνιέται, πως δεν μπορεί να σου κάνει το παραμικρό κακό, μηδέ μπορεί να σου γνέψει, να, παίζοντας έτσι δα το ματόφυλλο. Είσαι βέβαιος πως τώρα πια είναι ένα πράμα σαν το τραπέζι, σαν την παντούφλα, σαν το μαξιλάρι που πατάς. Όμως ούτε να τον πατήσεις αποκοτάς, ούτε καν σου βαστά να τον κοιτάξεις πολλήν ώρα. Δεν μπορείς να συνηθίσεις με τη νέα κατάσταση. Και τρέμεις μέσα στα φυλλοκάρδια σου, και σου 'ρχεται να παρακαλέσεις τον πεθαμένο μην τύχει, ο μη γένοιτο, και του κατεβεί να σου κάνει κανένα χωρατό, λογουχάρη να σου βγάλει τη γλώσσα, γιατί μπορεί να κοκαλώσεις στον τόπο από την τρομάρα πριν προφτάσεις να το βάλεις στα πόδια.

Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.


Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, σ. 21-25.

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Στράτης Μυριβήλης-Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (απόσπασμα)


Ταχτοποιώντας την ντουλάπα του, βρήκε πάνω στο ράφι της ένα ζευγάρι ψιλά μάλλινα γάντια της μητέρας. Ήτανε μαύρα, φίνα. Θ’ απομείναν ακουμπισμένα εκεί κάποια Κυριακή, μόλις θα γύρισε από την εκκλησία. Φύλαγαν ακόμα το σχήμα των άσπρων χεριών που ’χανε πια πεθάνει, και το ένα ήτανε με μεγάλη προσοχή μανταρισμένο γύρω από την κόπιτσα. Τα πήρε σα ζωντανά αγαπημένα ζωάκια πάνω στα γόνατά του, βάλθηκε ν’ αραδιάζει και να ταχτοποιεί τα μαύρα τους δαχτυλάκια τ’ αδειανά. Τα χάιδευε. Αναθυμήθηκε τη μητέρα του, ψηλή, κερένια μέσα στα μαύρα μεταξωτά, τα κεριακάτικά της, να τα κουμπώνει στην οξώπορτα βγαίνοντας για τη λειτουργία. Πέρασε μέσα τις άκρες των δαχτυλιώ του και χάιδεψε μ’ αυτά τα μάγουλά του. Και πάλι ένιωσε να τονε σφάζει γλυκά η ίδια ήσυχη θλίψη, κι η Μητέρα προσπέρασε σα μακρινό όραμα χαμογελαστό, φεγγερή μέσα στα τριζάτα μαύρα μεταξωτά της. Ήταν η ιλαροσύνη της Κυριακής πάνω στο άσπρο μέτωπο και στ’ ασημένια τσουλουφάκια, δεν είχε πάνω της κανένα σημάδι από τη φρίκη του θανάτου.
Άπλωσε πάλι μπροστά του τα γαντάκια. Προσπάθησε να παραμοιάσει αυτά τα χέρια με τ’ άλλα κείνα τα πεθαμένα, χιλιάδες των χιλιάδων πεθαμένα «χέρια του πολέμου». Αυτά που είδε να καβουριάζουν και ν’ απομαυρίζουνε ξυλιασμένα μέσα στο χαράκωμα, γαντζωμένα με τον τελευταίο σπασμό τους πάνω στις αγριοβραχιές και μέσα στα ξεροπόταμα, με τα νύχια τους τα σπασμένα αρπαγμένα με απελπισιά από το φόρεμα της ζωής που ξεσκιζόταν και τα ξαμολούσε. Απ’ όλο το κορμί αυτά ήταν που τελευταία παραδίνανε, νικημένα στον αγώνα. Τα ’δε να μπαλεύουνε σκληρά, ακόμα κι όταν το φως της ζωής είχε σβήσει πια στα αγγελοκρουσμένα μάτια... Ένιωσε ξαφνικά να τον μαχαιρώνει μια θλίψη οδυνηρή για όλα αυτά τα χέρια τ’ αφημένα στην Ανατολή. Χέρια –δάσος ολάκερο–, που καλούσαν από μακριά παρακαλεστικά, που μούτζωναν, που ικέτευαν, που σμίγανε σ’ αισχρά συμβολικά σχήματα. Ξεφύτρωναν μέσ’ από τις πέτρες και μέσ’ από τ’ αγκάθια, τέντωναν κατά τον ουρανό τις μαύρες γροθιές τους, ξεγδαρμένες από τα όρνια. Ο ουρανός έβρεχε πάνουθέ τους και τα λάσπωνε, ο βοριάς τα περούνιαζε, και τα τσακάλια τα ξελουρίζανε τη νύχτα και τα σέρνανε στις μονιές τους, κλαίγοντας ομάδι σα μωρά.
Αυτά δεν είχανε τίποτα πάρε-δώσε με τούτα δω τα μαλακά, τα ολοκάθαρα γαντάκια της μητέρας, με τα χεράκια της ειρήνης, που λυγούσαν ακόμα σα ζωντανά, που μοσκοβολούσανε λεβάντα και καλοσύνη, που ξέρανε να χαϊδεύουν και πέρ’ από τον τάφο.
Αναθυμήθηκε ακόμα δυο γυναικεία χεράκια, δυο φτωχά χεράκια, μόλις θα ’τανε δεκαπέντε χρονώ. Ήτανε στην Πέργαμο. Μπήκε σ’ ένα κουρσεμένο σπίτι και βρήκε μια παιδούλα-μωρό πράμα-, σκοτωμένη πάνω σ’ ένα ατλαζωτό σελτέ με κόκκινες και μαβιές ρίγες. Τα μάτια της ήταν γαλάζια, πελώρια, τεντωμένα σε μεγάλο στύλωμα. Οι κόρφοι της δεν ήταν πιο μεγάλοι από δυο μήλα. Την είχανε γδύσει ολότελα, είχανε δεμένα τα πόδια της με πολύ ανοιχτά τα σκέλια σε δυο κάγκελα κοντά στο κεφαλόσκαλο, και σαν πέρασε πάνουθέ της όλο το κοπάδι των αρσενικών αγριμιών, την κάρφωσαν χάμου, εκεί στον αφαλό, με μια παλιά μακριά ξιφολόγχη. Το σίδερο τρύπησε το παιδιάτικο κορμί, πέρασε το σελτέ και καρφώθηκε στα σανίδια. Δε χρειαζότανε τόση δύναμη. Λοιπόν τα χεράκια του παιδιού αυτού απόμειναν γαντζωμένα μέσα στο παχύ στρωσίδι και δεν τ’ άφηναν. Κρατιόνταν απ’ εκεί απελπισμένα και δεν άνοιγαν σαν πήγανε να την συμμαζέψουν από την αισχρή στάση του μαρτυρίου της. Ήταν πολλές ώρες που ’χε πεθάνει, ωστόσο η τρομάρα δεν το ’χε αφήσει κείνο το παιδί.
Ας μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω του όλα αυτά τα φριχτά, τα μισητά χέρια του πολέμου, που ’χανε κλειδώσει τα μαβιά νύχια τους πάνω στα ξεσκλίδια της ψυχής του και σερνόντανε πίσω του, μαζί του, ως εκεί μέσα στο σπίτι της γαλήνης...

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Στράτης Μυριβήλης-Ο Πάνας (απόσπασμα)

Το χωριό ήταν ψηλά στο βουνό, όμως πιο ψηλά ήταν ακόμα το ρουμάνι με τα πουρνάρια, τους σκοίνους και τις αγριοβελανιδιές. Καγκέλι τόλεγαν, απέραστο ήταν από την πύκνα των αγριόδεντρων και των αρκουδόβατων, και όλοι το πρόφεραν με ένα φόβο στην καρδιά! Γιατί το Καγκέλι –αυτό το ξαίρουν όλοι οι χωριανοί στη Μουριά- είναι το κατατόπι των δαιμονικών. Μπαίνεις μέσα στα δέντρα κι ύστερα δε βρίσκεις πια το μονοπάτι να βγεις, ακούς γέλια και γαργαλητά ανάμεσ’ απ’ τις φυλλωσιές, ακούς πνιγμένα μουρμουρητά, και δε βλέπεις κανέναν. Μπορείς να παιδεύεσαι ώρες μες στα μπλεγμένα κλαδιά. Τα ξωτικά λημεριάζουν εκεί πάνω και κανένας γνωστικός δεν αποκοτά ν’ ανέβει για ξύλα. […..] Ο Τσαλέκος του άρεσε ν’ ανεβαίνει κατάστηθα στο Καγκέλι. Εκεί ήξαιρε μονοπάτια που ατός του τάχε ανοίξει με το βατοκόπο, έβρισκε κρύφτες και σπηλιές που μόνο οι αλεπούδες, οι νυφίτσες και τα παγανά είχαν για μονιά τους. Όμως τον ξαίρανε τ΄ αγρίμια, τον ξαίραν και τα παγανά και δεν το πειράζαν. «Είναι ήμερα τούτα τα κακαθρωπιάσματα, και με ξαίρουν. Μπορώ να τους κρεμάσω κουδούνι στο λαιμό» είπε μια μέρα στις κοπέλες που τον ανερωτούσαν.

(Από τη νουβέλα Ο Πάνας, 1949)

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Στρἀτης Μυριβήλης-Ζάβαλη Μάικω (η Ζωή εν Τάφω)


Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη* ανάγκη να συναγρικηθώ* με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ' έκαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μέσα στο νόημα του γλωσσικού τους ιδιώματος.

Έκαμα ένα γλωσσάριο* που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα που 'ναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ρωμαίικα στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μού δίνει ένα τονωτικό συναίσθημα. Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ' ένα κατρακύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάν ακούς να δρομίζουν* τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ' ορμητικό ρέμα του Δραγόρα*. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π'ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.

Στην σπουδή μου τούτη προχώρεσα κιόλας τόσο όσο χρειάζεται για να τους κάμω να ξεκαρδίζονται στα γέλια σε κάθε φράση που ιδρώνω να συνταιριάξω. Φαίνεται πως τις πιο πολλές φορές ξεφουρνίζω πολύ αστείες γλωσσικές γκάφες που οι μεγάλοι τις σχολιάζουν με δυνατά χάχανα, ώσπου δακρύζουν από τα γέλια, ενώ τα κορίτσια κοκκινίζουν και δαγκάνουνται. Όμως το σπουδαίο είναι που σχεδόν πάντα στο τέλος τα καταφέρνω να μαντέψουν τις απλές ιδέες που πολεμώ να τους εκφράσω. Αυτό βέβαια δείχνει περισσότερο την εξυπνάδα τους και την καπατσοσύνη πόχουν να διαιστάνουνται. Φαντάσου όμως το πανηγύρι που γίνεται μ' αυτό το μπέρδεμα, αφού το δικό μας το «όχι» το προφέρουν «ναι»!

Μολαταύτα με το φτωχότατο ετούτο γλωσσικό εργαλείο που το 'φκιασα μόνος και μοναχός μου σα Ρομπινσόνας, ανακάλυψα σήμερα ένα θησαυρό. Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής από κείνους που σε κάμουν να καμαρώνεις γιατ' είσαι άνθρωπος.

Πρόκειται για τη σπιτονοικοκυρά μου την Άντσιω.

Αναφουφουλιάζει και φρεσκάρει κάθε μέρα το στρωμάτσο που μου γέμισε με καλαμποκόφυλλα. Μου φέρνει μια χοντρή κούπα γάλα κάθε πρωί κι όλη την ώρα που τη ρουφώ, γέρνει πλάι το κεφάλι και με βλέπει σοβαρά και ιλαρά* με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της. Με κανακεύει σαν ένα άρρωστο μωρό. Είναι μια φροντίδα στοχαστική και προνοητική, πολύξερη όσο κι απλή στην εκδήλωσή της. Μου την προσφέρει με μιαν ήσυχη και σεμνή αφέλεια, που μολαταύτα κάποτες παίρνει μια μορφή επίσημη, σχεδόν τελετουργική. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή, και δεν έγιναν ακόμα είκοσι μέρες που τη γνώρισα. Ωστόσο προβλέπει μ' ένα θαυμαστόν τρόπο ένα σωρό μικροπράγματα για ανάγκες και συνήθειές μου που δεν ήταν ποτές δικές της. Τις μυρίζεται με το ένστιχτο που μόνο το μητρικό φίλτρο* γυμνάζει μέσα στις γυναίκες. Και τις θεραπεύει με μια σοβαρή καλοσύνη, τόσο σοβαρή, που ποτές μου δεν τόλμησα να της πω ένα ευχαριστώ. Μου φαίνεται πως θα τη βρίσω μ' αυτήν την τυπική την χωραΐτικη* λέξη. Αιστάνουμαι πως θα τάραζα μ' αυτή την έκφραση του συμβατικού πολιτισμού μας τούτη την άκρατη και πηγαία ανάβρα της καλοσύνης, που ρέει δίπλα μου έτσι φυσικά, σαν μες από τη φούχτα του Θεού. Ύστερα θα 'τανε κι αστείο. Δε θα 'κανα άλλο παρά να λέω και να ξαναλέω από το πρωί ως το βράδυ «σπολλάτ* γκοσποντίνα*» για όλες τις μικρές ευεργεσίες που μου γίνονται κάθε στιγμή μέσα στο σπίτι της. Καταλαβαίνω μονάχα πως ξεχειλάει μέσα μου μια θάλασσα ευγνωμοσύνης σιωπηλής και συγκρατημένης. Είναι ένα δυνατό μύρο που μαζεύεται αξεθύμαστο στην καρδιά μου, σαν μέσα σε βουλωμένο μυρογυάλι.

Λοιπόν αυτό που έμαθα σήμερα είναι πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες. Είναι στα χαρακώματα του Περιστεριού* αυτά τα παιδιά. Μαζί με τους οχτρούς που 'χαμε αντίκρυ μας. Αυτός είναι ο θησαυρός που ξεσκάλισα σήμερα μέσα σ' αυτή τη χωριάτικη ψυχή, που 'ναι αγνή σαν τ' απάτητο χιόνι.

Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούν, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μάς δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο[...]

Έτσι, το πάρσιμο των δυο παλικαριών της στον πόλεμο η Άντσιω το δέχεται σαν ένα βαρύ κακό που 'πεσε μέσα στο σπίτι, σαν οργή Θεού.

Υποτάζεται ταπεινά και καρτερικά σ' αυτή την ακαταγώνιστη δυστυχία, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της. Και μονάχα προσεύκεται. Κι εμένα, που στάθηκα τόσους μήνες με οπλισμένο χέρι αντίκρυ στα παιδιά της, που μπορεί και να τα σκότωσα μέσα στη φαντασία της, με βλέπει το ίδιο σαν ένα ακόμα θύμα της ίδιας θεομηνίας. Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ' ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και 'γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ»*, ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα 'μπαινε βαθιά, θα 'μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της. Θα 'μπαινε, καημένη Άντσιω, μέσα στη δική σου την καρδιά. Μα δεν το βάζει ο νους της να μολέψει με μια τέτοια σκέψη την απλωτή χειρονομία της, σαν μου προσφέρνει στη χοντρή χωματένια κούπα με τα κόκκινα και μαβιά λουλούδια το φρεσκοαρμεγμένο γάλα της γελάδας. Αυτό που μου τ' αρμέγει τραγουδώντας κάτω στο ντάμι* η κόρη της η Γκιβέζω, η γλυκιά αδερφή των δύο άγνωστών μου οχτρών. Και σα μου φρεσκάρει το στρωμάτσο για να το κάμει όσο είναι βολετό πιο ξεκουραστικό για το πονεμένο κορμί μου, δε συλλογιέται πως μπορεί ο ίδιος εγώ αύριο-μεθαύριο να ξεκοιλιάσω τα παιδιά της. Με ρωτάει όμως συχνά για τη μάνα μου:

— Τώρα θα κλαίει;

— Ναι, θα κλαίει.

— Και θα σας απαντέχει;

— Θα μας απαντέχει...

— Ζάβαλη μάικω!

Σωπαίνει, κρατά τη σαγίτα και με κοιτάζει με αγαθά, γαλάζια μάτια. Ύστερα λέει με μονότονη φωνή:

— Πρώτα μου τα πήραν οι Σέρβοι. Τα κατέβασαν από το κάρο, τα 'δειραν και μου τα πήρανε. Είστε Σέρβοι, φώναζαν, γιατί δεν θέλετε να πολεμήσετε το Βούλγαρο; Κατόπι ήρθαν μαζί με τους Γερμανούς οι Βούλγαροι. Είστε Βούλγαροι, φώναζαν. Μπρος, να πολεμήσετε το Σέρβο. Και άιντε ξύλο, και άιντε φυλακή.

— Ζάβαλη μάικω!

Στρατής Μυριβήλης

Η ζωή εν τάφω

(αποσπάσματα)


Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.


Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.


Στο α' απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα στο αμπρί* του. «Πιάνεται —γράφει— ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μού σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ' ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που 'χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ' απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».


Στο β' απόσπασμα (Ζάβαλη μάικω) ο λοχίας Κωστούλας φιλοξενείται σ' ένα σπίτι χωρικών της περιοχής του Μοναστηρίου.


Η μυστική παπαρούνα


Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.


Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.


Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.


Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.


Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.


Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.


Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.


Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.


Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:


— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.


Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:


Φεγγαράκι μου λαμπρό...


Erich-Maria Remarque, «Τίποτα το νεώτερο από το δυτικό μέτωπο» (αποσπάσματα)


αμπρί: (λ. γαλλική), καταφύγιο, όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος.

τσουνί: μίσχος, κοτσάνι.


Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ


Στην αρχή του κεφαλαίου ο αφηγητής λέει: «Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί». Σε ποια γενικότερη ιδέα μάς οδηγεί αυτή η διαπίστωση του αφηγητή;

Να βρείτε τις παρομοιώσεις και τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται α) στους γεώσακους, β) στην παπαρούνα· τι εκφράζουν στην πρώτη και τι στη δεύτερη περίπτωση;

Τι θέλει να πει ο αφηγητής λέγοντας: «...τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφτηκε απόψε ο Θεός».

Πώς εξηγείτε τη μεγάλη χαρά με την οποία τελειώνει τη διήγησή του ο αφηγητής; Γιατί θυμάται το παιδικό τραγούδι;

Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Μυριβήλης στην αφήγησή του χρησιμοποιεί «πλαστοπροσωπία». Τι επιδιώκει μ' αυτόν τον τρόπο;


εικόνα


 


Ζάβαλη μάικω*


Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη* ανάγκη να συναγρικηθώ* με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ' έκαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μέσα στο νόημα του γλωσσικού τους ιδιώματος.


Έκαμα ένα γλωσσάριο* που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα που 'ναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ρωμαίικα στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μού δίνει ένα τονωτικό συναίσθημα. Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ' ένα κατρακύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάν ακούς να δρομίζουν* τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ' ορμητικό ρέμα του Δραγόρα*. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π'ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.


Στην σπουδή μου τούτη προχώρεσα κιόλας τόσο όσο χρειάζεται για να τους κάμω να ξεκαρδίζονται στα γέλια σε κάθε φράση που ιδρώνω να συνταιριάξω. Φαίνεται πως τις πιο πολλές φορές ξεφουρνίζω πολύ αστείες γλωσσικές γκάφες που οι μεγάλοι τις σχολιάζουν με δυνατά χάχανα, ώσπου δακρύζουν από τα γέλια, ενώ τα κορίτσια κοκκινίζουν και δαγκάνουνται. Όμως το σπουδαίο είναι που σχεδόν πάντα στο τέλος τα καταφέρνω να μαντέψουν τις απλές ιδέες που πολεμώ να τους εκφράσω. Αυτό βέβαια δείχνει περισσότερο την εξυπνάδα τους και την καπατσοσύνη πόχουν να διαιστάνουνται. Φαντάσου όμως το πανηγύρι που γίνεται μ' αυτό το μπέρδεμα, αφού το δικό μας το «όχι» το προφέρουν «ναι»!


Μολαταύτα με το φτωχότατο ετούτο γλωσσικό εργαλείο που το 'φκιασα μόνος και μοναχός μου σα Ρομπινσόνας, ανακάλυψα σήμερα ένα θησαυρό. Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής από κείνους που σε κάμουν να καμαρώνεις γιατ' είσαι άνθρωπος.


Πρόκειται για τη σπιτονοικοκυρά μου την Άντσιω.


Αναφουφουλιάζει και φρεσκάρει κάθε μέρα το στρωμάτσο που μου γέμισε με καλαμποκόφυλλα. Μου φέρνει μια χοντρή κούπα γάλα κάθε πρωί κι όλη την ώρα που τη ρουφώ, γέρνει πλάι το κεφάλι και με βλέπει σοβαρά και ιλαρά* με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της. Με κανακεύει σαν ένα άρρωστο μωρό. Είναι μια φροντίδα στοχαστική και προνοητική, πολύξερη όσο κι απλή στην εκδήλωσή της. Μου την προσφέρει με μιαν ήσυχη και σεμνή αφέλεια, που μολαταύτα κάποτες παίρνει μια μορφή επίσημη, σχεδόν τελετουργική. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή, και δεν έγιναν ακόμα είκοσι μέρες που τη γνώρισα. Ωστόσο προβλέπει μ' ένα θαυμαστόν τρόπο ένα σωρό μικροπράγματα για ανάγκες και συνήθειές μου που δεν ήταν ποτές δικές της. Τις μυρίζεται με το ένστιχτο που μόνο το μητρικό φίλτρο* γυμνάζει μέσα στις γυναίκες. Και τις θεραπεύει με μια σοβαρή καλοσύνη, τόσο σοβαρή, που ποτές μου δεν τόλμησα να της πω ένα ευχαριστώ. Μου φαίνεται πως θα τη βρίσω μ' αυτήν την τυπική την χωραΐτικη* λέξη. Αιστάνουμαι πως θα τάραζα μ' αυτή την έκφραση του συμβατικού πολιτισμού μας τούτη την άκρατη και πηγαία ανάβρα της καλοσύνης, που ρέει δίπλα μου έτσι φυσικά, σαν μες από τη φούχτα του Θεού. Ύστερα θα 'τανε κι αστείο. Δε θα 'κανα άλλο παρά να λέω και να ξαναλέω από το πρωί ως το βράδυ «σπολλάτ* γκοσποντίνα*» για όλες τις μικρές ευεργεσίες που μου γίνονται κάθε στιγμή μέσα στο σπίτι της. Καταλαβαίνω μονάχα πως ξεχειλάει μέσα μου μια θάλασσα ευγνωμοσύνης σιωπηλής και συγκρατημένης. Είναι ένα δυνατό μύρο που μαζεύεται αξεθύμαστο στην καρδιά μου, σαν μέσα σε βουλωμένο μυρογυάλι.


Λοιπόν αυτό που έμαθα σήμερα είναι πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες. Είναι στα χαρακώματα του Περιστεριού* αυτά τα παιδιά. Μαζί με τους οχτρούς που 'χαμε αντίκρυ μας. Αυτός είναι ο θησαυρός που ξεσκάλισα σήμερα μέσα σ' αυτή τη χωριάτικη ψυχή, που 'ναι αγνή σαν τ' απάτητο χιόνι.


Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούν, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μάς δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο[...]


Έτσι, το πάρσιμο των δυο παλικαριών της στον πόλεμο η Άντσιω το δέχεται σαν ένα βαρύ κακό που 'πεσε μέσα στο σπίτι, σαν οργή Θεού.


Υποτάζεται ταπεινά και καρτερικά σ' αυτή την ακαταγώνιστη δυστυχία, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της. Και μονάχα προσεύκεται. Κι εμένα, που στάθηκα τόσους μήνες με οπλισμένο χέρι αντίκρυ στα παιδιά της, που μπορεί και να τα σκότωσα μέσα στη φαντασία της, με βλέπει το ίδιο σαν ένα ακόμα θύμα της ίδιας θεομηνίας. Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ' ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και 'γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ»*, ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα 'μπαινε βαθιά, θα 'μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της. Θα 'μπαινε, καημένη Άντσιω, μέσα στη δική σου την καρδιά. Μα δεν το βάζει ο νους της να μολέψει με μια τέτοια σκέψη την απλωτή χειρονομία της, σαν μου προσφέρνει στη χοντρή χωματένια κούπα με τα κόκκινα και μαβιά λουλούδια το φρεσκοαρμεγμένο γάλα της γελάδας. Αυτό που μου τ' αρμέγει τραγουδώντας κάτω στο ντάμι* η κόρη της η Γκιβέζω, η γλυκιά αδερφή των δύο άγνωστών μου οχτρών. Και σα μου φρεσκάρει το στρωμάτσο για να το κάμει όσο είναι βολετό πιο ξεκουραστικό για το πονεμένο κορμί μου, δε συλλογιέται πως μπορεί ο ίδιος εγώ αύριο-μεθαύριο να ξεκοιλιάσω τα παιδιά της. Με ρωτάει όμως συχνά για τη μάνα μου:


— Τώρα θα κλαίει;


— Ναι, θα κλαίει.


— Και θα σας απαντέχει;


— Θα μας απαντέχει...


— Ζάβαλη μάικω!


Σωπαίνει, κρατά τη σαγίτα και με κοιτάζει με αγαθά, γαλάζια μάτια. Ύστερα λέει με μονότονη φωνή:


— Πρώτα μου τα πήραν οι Σέρβοι. Τα κατέβασαν από το κάρο, τα 'δειραν και μου τα πήρανε. Είστε Σέρβοι, φώναζαν, γιατί δεν θέλετε να πολεμήσετε το Βούλγαρο; Κατόπι ήρθαν μαζί με τους Γερμανούς οι Βούλγαροι. Είστε Βούλγαροι, φώναζαν. Μπρος, να πολεμήσετε το Σέρβο. Και άιντε ξύλο, και άιντε φυλακή.


— Ζάβαλη μάικω!


 Στρ. Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω» (απόσπασμα)  Ηλ. Βενέζης, «Το νούμερο 31328 (Κεφάλαιο ΙΖ)» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]


ζάβαλη μάικω: (λ. σέρβικες), δύστυχη μάνα.

σώψυχος: μέσα από την ψυχή, εσωτερικός.

συναγρικιέμαι: συνομιλώ, συνεννοούμαι.

γλωσσάριο: πίνακας άγνωστων λέξεων.

δρομίζω: τρέχω.

Δραγόρας: ποτάμι της περιοχής.

ιλαρός: χαρούμενος, ευτυχισμένος.

φίλτρο: στοργή.

χωραΐτικος: από τη χώρα, δηλ. από την πόλη, αστικός.

σπολλάτ: από το βυζαντινό «εις πολλά έτη», ευχαριστώ.

γκοσποντίνα: (λ. σερβική), κυρά.

Περιστέρι: οχυρό που το κατείχαν οι Γερμανοί και Βούλγαροι, απέναντι από τα συμμαχικά χαρακώματα, όπου πολεμούσε ο αφηγητής.

άσκερ: (λ. τούρκ.), στρατιώτης.

ντάμι: (λ. τούρκ.), αγροτικό καλύβι, στάβλος.


Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Στράτης Μυριβήλης-Η ζωή εν τάφῳ (απόσπασμα)

Φεγγάρι στο χαράκωμα

Απόψε κάνει ένα φεγγάρι, χαρά Θεού. Είμαι ολομόναχος μέσα στ’ αμπρί μου. Εγώ κι ο άσκημος ίσκιος μου, που τον κουνάει αδιάκοπα πα στα τοιχώματα η φλόγα του λυχναριού. Όλοι οι άντρες φύγανε στην υπηρεσία κι από το χαράκωμα δεν μπαίνει μέσα δω κανένας θόρυβος. Το πόδι με πονούσε το πρωί υπερβολικά μα τ’ απομεσήμερο γλύκανε λιγάκι ο πόνος.

Μπόρεσα μάλιστα και καθάρισα λίγο τα πράματά μου. Τράβηξα το γελιό που τον έχω για προσκεφάλι κ’ είδα πως από την υγρασία όλα τα πετσιά του πιάσανε μούσκλια. Κάτι σαν λεπτή σαπισμένη τρίχωση, μια πρασινωπή στάχτη που παραμερίζεται με το δάχτυλο κι αφήνει μια βρεγμένη γραμμή. Όλο τ’ απόγεμα λάδωνα με φυτικό λίπος κ’ έτριβα. Το ντουφέκι μου μέσα στην κάνη έπιασε να σκουριάζει. Την ξιφολόγχη με το ζόρι την έβγαλα από το φηκάρι.

Τραβήχτηκα ως την είσοδο τ’ αμπριού κ’ είδα το φεγγάρι τ’ αυγουστιάτικο να τρέχει μέσα στο χαράκωμα σαν σε φωτοκανάλι. Συλλογιέμαι το θρύλο της νησιώτισσας κοπέλας που κεντούσε προικιά στ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, περιμένοντας πάν’ από το δώμα τον καλό της, να δει το πανί του στο πέλαγο. Σβήνω το φως από ο κουτί της κονσέρβας πόχουμε για λυχνάρι κι αρκουδώντας βγαίνω στο χαράκωμα. Κουρνιάζω σε μιάν αδειανή σκοπιά, να χαρώ τη φεγγαροβραδιά.

Πόση ειρήνη!

Όλα τα πάντα στέκουν βουτηγμένα στη φεγγαράδα. Οι γραμμές, οι όγκοι σβήνουν μαλακά, μουσκεμένοι στη φωτοπλημμύρα που ξεχύνεται από την ασημένια κρουνέλα τ’ ουρανού. Πέφτει χωρίς κανέναν ήχο και λούζει τη γης μέσα σε μια μισοδιάφανη σκόνη από γαλαζωπό φως. Κανένας θόρυβος, μηδέ πολυβόλο. Κανένα ντουφεκίδι, καμιά ρουκέτα.

Όλα κείτουνται απόψε εκστατικά κι αναπαμένα κάτου από τον ουρανό, γεμάτα καλοσύνη. Ανεσαίνουν ήσυχα το ιλαρό φως που λιώνει μέσα στον ακίνητον αγέρα. Από το προπέτασμα οι ράχες των πολύ κοντινών λόφων διακρίνουνται χαμηλά, μ’ όλες τους τις λεπτομέρειες. Είναι κάτι κιτρινωπές πλάτες γιομάτες αγκάθια και χαλίκια, που τις δέρνει ολημερίς ο φλογισμένος ήλιος. Θαρείς πως αυτές οι αγκαθιές κι αυτές οι κοφτερές χαλικόπετρες είναι οι αποστεγνωμένοι σκελετοί, τα γλειμμένα κόκαλα κάποιων λουλουδιών και κάποιων όντων που εξάτμισε τα κορμάκια τους η φωτιά του ήλιου κι αυτά εδώ είναι πια τα ξερά απομεινάρια από τα λείψανά τους.

Σε κάθε δρασκελιά τόπο είναι ανοιγμένοι κάτι λάκκοι σαν γούβες που τις έσκαψαν με τη μούρη και με τα νύχια τους άγνωστα χτήνη, για να γεννοβολήσουν μέσα.

Σε μερικά μέρη είναι τόσο πυκνές, που το έδαφος μοιάζει με χωράφι ξεριζωμένες πατάτες. Τις ανοίγουν οι οβίδες που πέφτουν εδώ γύρω μήνες και μήνες τώρα. Χάσκουνε μπρος στο μυστήριο τ’ ουρανού, γεμίζουν κι αυτές από την κάνουλα του φεγγαριού, μεγάλες χωματένιες κούπες που ξεχειλίζουν από άυλο μέλι. Κείνες που δεν πέφτει μέσα τους ολοΐσα το φεγγαρόφωτο, είναι γεμάτες από κοφτές φέτες μαύρον ίσκιο. Με την ίδια καλοσύνη το φεγγάρι βρέχει την ειρήνη του και πάνω στους φράχτες με τα συρματοπλέγματα που τραβάν και χάνουνται, ατέλειωτο διασίδι ατσαλένιο, μακριά, μέσα στο μαργαριταρί σκοτάδι. Τα λούζει κι αυτά σαν νάτανε κληματαριές κι αγράμπελες. Κρέμασε μακρόθυμα τις φωτοσταλίδες του στα σιδερένια τους αγκύλια που παραμονεύουν σαν νύχια και σαν δόντια. Μακριά, η ολοσκότεινη λαγκαδιά με το μεγάλο Δραγόρα που δε φαίνεται. Μα σαν αφουγκραστείς πολύ, σαν ακουμπήσεις το μάγουλο στο προπέτασμα, τον ακούς να φωνάζει ροβολώντας θριαμβευτικά.

Αλαλάζει με τις νερένιες του μούρες για την ασυγκράτητη λευτεριά του. Χουγιάζει προκλητικά και διαλαλεί μ’ ένα μακρόσυρτο σοβαρό τραγούδι τη χαρά της κίνησης. Πάντα μ’ έπιανε μελαγχολία να βλέπω σε στέρνες το νερό φυλακισμένο. Ο Θεός τόκαμε στοιχείο λεύτερο για να μη σταματά να τρέχει. Πέρα στο βάθος σηκώνεται η σκοτεινή πυραμίδα του Περιστεριού, αινιγματική και βουβή. Όλα ένα γύρω αυτιάζουνται σιωπηλά, ν’ ακούσουν τη μακρινή βουή του ευτυχισμένου ποταμιού. Αυτό γιουργιάρει λεύτερα μες στους κάμπους, κρεμάζει άσπρες, σερπετές γλώσσες από τους γκρεμούς κι αφήνει μπόι, γελώντας από τα ψηλώματα. Δρασκελά πέτρες που μουσκεύουν αιώνες, φουσκώνει σα σφουγγάρια τα πράσινα μούσκλια τους τα βελουδωτά. Αφρίζει γύρω στους γκρεμισμένους δεντρίσιους κορμούς, πηδάει πάνωθέ τους σα δυνατό ξεκαπίστρωτο πουλάρι, που χαίρεται την αγριάδα του και χλιμιντράει με φουσκωμένα ρουθούνια προς τον ουρανό την απόλυτη λευτεριά του. Και πάλι αυτό το θεριό κάθεται και κρεμάει μπριλαντένια σκουλαρικάκια σ’ όλα τα πολυτρίχια. Συλλογιέμαι: Ύστερ’ από κάμποσον καιρό, σαν κουραστούνε να σκοτώνουνται οι ανθρώποι, θα πάψει ο πόλεμος, θ’ αδειάσουν τα χαρακώματα. Μέσα στ’ αμπριά θάρθουν να γεννοβολήσουν οι αρκούδες και πάνω στα ξεχασμένα συρματοπλέγματα θα σκαλώσουνε ξέγνιαστα οι αγριόβατοι τις ανθισμένες τους γιρλάντες.

Σε λίγον καιρό, εδώ που κάθουμαι τώρα θα στέκεται ένα αγρίμι μέσα στ’ αυγουστιάτικο φεγγαρόβραδο. Θα στέκεται αγαθό μέσα στην άγια νύχτα, με τα δόντια λαμπερά, με τ’ αυτιά τεντωμένα προς το μακρινό τραγούδι του ποταμιού. Θάχει κρεμασμένη τη γλώσσα και θ’ ανασαίνει ευχαριστημένο τη φεγγαρόσκονη. Και τα βουνά τούτα, σαν θα περάσουμε εμείς κι ο πόλεμος που φέραμε ως μέσα στα έγκατά τους, θα κάθουνται πάλι στέρεα ξαπλωμένα πάνω στη ράχη της μεγάλης Γης, βολεμένα ξεκουραστικά, αδιάφορα μέσα στην αιωνιότητα. Συλλογιέμαι πως η Φύση ετούτη η πολυόμματη και πολυστόματη, που στέκεται ακατάδεχτη μέσα στη δόξα της και κοιτάζει με σκληρήν απάθεια όλο το ανθρώπινο δράμα, τόχει το ίδιο αν εδώ σ’ αυτή τη σκοπιά στέκετ’ ένα αγρίμι κι ανασαίνει με κρεμασμένη γλώσσα την καλοκαιριάτικη νύχτα, ή ένας άνθρωπος που διανοείται γι’ αυτή και για όλους τους συνανθρώπους του, που η καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη και πόνο.

Σε λίγα χρόνια, όλα τούτα τα βουνά θάναι χιονισμένα από τα ζαχαρωμένα κόκαλα των ανθρώπων, που ήρθαν από τις άκριες του κόσμου να πεθάνουν «για τη λευτεριά των λαών». (Είναι συνταραχτικός ο λόγος ετούτος για μας που έχουμε εκατομμύρια σκλαβωμένα αδέρφια στα χέρια σκληρών καταχτητών κι ας μη λέει τίποτα στο στόμα της διπλωματίας και των δημοσιογράφων της κάθε παράταξης.)

Μέσα στα ηρωικά καύκαλα που ακόμα και τότες θα χάσκουν από απορία, θάχουνε φωλιάσει λογής ζουζούνια, μολυντήρια και σαρανταποδαρούσες. Όλος αυτός ο βρωμόκοσμος θα βολευτεί περίφημα εκεί μέσα που πριν μυρμίδιζαν οι ιδέες και τα ιδανικά. Το φεγγάρι, εννοείται, θα μπαινοβγαίνει με ουράνια αφέλεια στις αδειανές τρύπες των ματιών, ο σάλιαγκος θα παίρνει το φρέσκο του στα καυκαλομπάλκονα του ένδοξου κρανίου. Όλα τα βουνά θα στέκουνται πάλι έτσι ένα γύρω σαν κι απόψε ατάραχα. Και θα περιμένουν τους νέους αιώνες υπομονετικά, δίχως ενδιαφέρο, λούζοντας την καμπούρα τους μέσα στ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Ωσαννά!

Στρατή Μυριβήλη, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 20η έκδοση, Αθήνα 1983

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Στράτης Μυριβήλης-H Ζωή εν Τάφω (απόσπασμα)

 Ήταν και μια μικρή με άγουρα μυτερά βυζιά, και δυο φιλενάδες της κάνανε γούστο κάθε μεσημέρι να την κυνηγάνε, στ' αστεία τάχα για να της τα τσιμπάνε με το ζόρι ώσπου έκλαιγε το κορίτσι. μα κείνη που με τρέλανε σαν την είδα γυμνή ήτανε μια μαζώχτρα ξενικιά, πρόσφυγα. Αυτή ήταν μια κοπελούδα μικροπαντρεμένη ζωντοχήρα, με κάτι παράξενα ψιχαλιστά μάτια και τραγανα χείλια. Δεν ξέρω τ' είχε απάνω στα σουσούμια της αυτή η κοπέλα και με φρένιασε έτσι δα το κορμί της και το νάζι της. Μα από τη στιγμή που την είδα γδυτή, κοιμισμένος ήμουνα, ξύπνιος ήμουνα, δεν έβγαινε πια μες απ' τα μάτια μου. Δεν ήταν κορμί γυναίκας κείνο. Ήτανε φλογισμένη κόλαση.

[...]Ύστερα άναψε σαν την ξερή φτέρη. Άγκριζε σαν το θυμισμένο αγρίμι, δάγκωνε, σπαρταρούσε από κάτω μου σαν το ψάρι. Μα το σταυρό, τέτοιο λυσσάρικο θηλυκό δεν μου ξανάλαχε.

[...]Άναβα το τζάκι και την καμάρωνα ολόγδυτη κοντά στη φωτιά. Ε! Μα τέτοια κορμιά βρε παιδιά, μια φορά βγαίνουν από τα χέρια του Θεού. Κάθε γυναίκα είναι μια φορά θηλυκιά αυτή είναι χίλιες φορές. Απ΄ την κορφή ως τα νύχια ήτανε γεμάτη θηλυκάδες. Είχε, θυμάμαι, εδώ να πάνω στο μπούτι μια καφετιά βούλα. Η μάνα της, μου πε, τότες που την ειχε στην κοιλιά, έπιασε τηγάνι ανήμερα τ΄ Άγιου Συμνιού, και σαν το θυμήθηκε σκουπίστηκε τρομαγμένη στο μερί της. Και το κορίτσι της γεννήθηκε «σημνιωμένο» μ' αυτή τη δαχτυλιά. Αυτή η βούλα το λοιπόν με παλάβωνε. 

Στράτης Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω

Πηγή: Φώτης Δημητρακόπουλος, Ο νεοελληνισμός στη λογοτεχνία, 19ος-20ός αι., εκδ . Επικαιρότητα , Αθήνα 1990, σ. 305-307.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Στρατής Μυριβήλης-Η Ζωή Εν Τάφω (απόσπασμα)


Δεν ξέρω αν το 'χεις προσέξει καμμιά φορά. Κάθεσαι κάπου με τον άνθρωπό σου. Κάθεσαι μαζί του μέσα σε μια καμαρούλα που δεν είναι κανείς άλλος απ’ τους δυο σας, έξω από μερικά καλά βιβλία, ένα δυο ζουγραφιές στους τοίχους, μια λάμπα που περιμένει τη νύχτα με χτυποκάρδι, ένα καλαμάρι (τι σπουδαίο πράμα ένα καλαμάρι) κι οι καρέκλες ένα γύρω γεμάτες υπομονή. Κάθεσαι μαζί του, δίπλα-δίπλα, σ’ ένα παράθυρο και δε μιλάτε και κάτου ο δρόμος γεμάτος άνθρωποι που κουνιούνται βιαστικά, σέρνουνται για σφεντονίζουνται με τα αφτοκίνητα. Τα τηλεγραφικά τέλια περνάνε και χαρακώνουν σαν πεντάγραμμα το γαλάζιο κατεβατό τ’ ουρανού. Για, κάθεστε μαζί πάνου σε μιαν αψηλή πέτρα στο κατάγιαλο. Κάθεστε ένα απόγευμα ώρες αντίκρυ στη μεγάλη θάλασσα που ανεσαίνει λαφριά και ξεκούραστα, που σαλεύει ολοζώντανη μέσα στην κάθε στάλα της. Τα φύκια αφήνουν τα πράσινα μαλλιά τους να τα χτενίζουν, να τα παίζουν με τα νερά μια εδώ-μια εκεί. Κανένας απ’ τους δυο σας δε μιλά. Καθένας είναι παραδομένος στους λογισμούς του. Μπορεί και να μη συλλογιέσαι συνειδητά τίποτα. Τότες είναι η πιο σπουδαία στιγμή, γιατί η ψυχή σου, λέφτερη σαν χελιδόνι, ξεφεύγει κι ανταμώνει την απέραντη ψυχή του κόσμου και χάνεται και χωνεύει μέσα της αδερφικά. Όμως τις πιο πολλές φορές η ψυχή σου μιλάει με τη σιωπή της, σαν μια μυστικιά φλέβα νερού, που κουρνελιάζει κάπου σταπόβαθα της γης χωρίς κανένας να την ακούει εχτός ο Θεός. Δε μιλάς το λοιπόν, μονάχα ανανογέσαι. Ωστόσο, για πρόσεξε πόσο απαραίτητος σου είναι ο άλλος, ο εκλεχτός, που κάθεται δίπλα σου αμίλητος, ή λέει κάπου κάπου καμμιά κουβέντα για τις τρεχούμενες υποθέσεις, μια κουβέντα που είναι η απολογία του για τη γλυκόφωνη σιωπή! Κάθεται σιωπηλός κι αυτός, ολότελα ανυποψίαστος ακροατής μπροστά στην άφωνη μοναχοκουβέντα σου. Και μόλις κάνει να σηκωθεί, να φύγει από κοντά σου, εσύ – πάει πια – σου είναι των αδυνάτων αδύνατο να μιλήσεις σιωπηλά μέσα στα βάθη του εαυτού σου.
Καμμιά φορά ύστερα από μια τέτοια συντροφικιά σιωπή σηκώνεσαι να φύγεις και χαμογελάς στο φίλο σου που δεν είπατε τόσην ώρα τίποτα. Όμως την ίδιαν ώρα νιώθετε την ψυχή σας πιο δυνατή, πιο λέφτερη και πιο μεστή. Γιατί ένα σωρό αλήθειες την άγγιξαν αλαφριά, σαν άσπρες πεταλούδες με τα φτερά τους.

Στράτης Μυριβήλης (30 Ιουνίου 1890 - 19 Ιουλίου 1969)
Η ζωή εν τάφω. εκδόσεις της Εστίας

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Στράτης Μυριβήλης-Τα ζα

 Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο Η ζωή εν τάφω (1931) του Στράτη Μυριβήλη περιγράφεται η αγριότητα του πολέμου σε μια σκηνή στην οποία εξοντώνονται ανυπεράσπιστα «επιστρατευμένα» γαϊδούρια. Τα αντιπολεμικά αισθήματα του συγγραφέα εκφράζονται με την ωμή περιγραφή της εξόντωσης των αθώων ζώων, η οποία δείχνει την παράλογη βία του πολέμου.

Τα ζα στον πόλεμο! Σήμερα από το πρωί συλλογιούμαι μόνο αυτό. Καλά εμείς οι ανθρώποι. Έχουμε τα συμφέρα μας, τις ιδεολογίες μας, τις λόξες μας, τις μεγαλομανίες και τους ενθουσιασμούς μας. Απ' όλα αυτά μαγειρεύεται περίφημα ο πόλεμος. Έχουμε και τις πονηριές μας, για να γλιτώνουμε σαν δούμε τα ζόρικα. Τ' αμπριά* μας, τα νοσοκομεία, ακόμα και τις λιποταξίες*. Όμως τ' αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουμε να κάμουν μαζί μας τον πόλεμο;

Θαρρώ πως, όταν καμιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία* του ομαδικού σκοτωμού, θα 'χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ' όλη τους τη ζωή και μόνο γι' αυτό: που τραβήξανε και τ' αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ' τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων.

Η Μεραρχία μας κουβάλησε μαζί της απ' το νησί και μια συζυγαρχία γαϊδάρους. «Συζυγαρχία ημιόνων» γράφεται στα χαρτιά. Μα η αλήθεια είναι πως έχει μόνο γαϊδάρους. Υποφέρανε πολύ ώσπου να τους μπάσουνε στα βαπόρια. Το ίδιο και σαν τους ξεφορτώνανε στη Θεσσαλονίκη. Τους αρπούσε το βίντσι* μουγκρίζοντας θυμωμένα και τους σήκωνε ανάερα μέσα στη γερή φασκιά τους. Αυτό τους ξετρέλαινε. Κι η τρομάρα τους ήταν εκπληχτικά ζωγραφισμένη μέσα στα έξαλλα μάτια τους. Κλωτσούσανε στο κενό, φρουμάζανε, στριφογύριζαν τους βολβούς και το πετσί τους ρυτίδιαζε απ' τη φρίκη. Κατόπι περάσανε μαζί μας όλη τη Μακεδονία φορτωμένοι πυρομαχικά. Τα 'χανε κι αυτοί με τους Γερμανούς, με τους Τούρκους, με τους Βουλγάρους. Σα μπήκαμε 'μείς στο χαράκωμα, ο όρχος* τους στήθηκε στην Κούπα. Είναι ένα χωριό πίσω από τις γραμμές μας, ρημαγμένο από το πυροβολικό. Μένουν εκεί μονάχα κάτι Φραντσέζοι* φουρναραίοι. Εκεί στην Κούπα, μέσα σε μιαν όμορφη χαράδρα, έστησε τα παλούκια της η «Συζυγαρχία των ημιόνων» της Μεραρχίας μας.

Τα ζα ξεκουραστήκανε κάμποσες μέρες απ' το πολυμερίτικο περπάτημα που τα 'χε παραζαλισμένα στην κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας μπόλικο χορτάρι, φάγαν και πήραν απάνω τους. Καρδάμωσαν*. Τότες προσέξανε πως ήταν χαρά Θεού πάνω στη γης, κι ο Έρωτας κέντριζε όλα τα πάντα, από τα μαμούδια ως τα λουλούδια, να μπούνε μέσα στο παναιώνιο πανηγύρι της αναπαραγωγής. Oι γαϊδάροι ακούσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. Η χαράδρα βούιξε από τα παράφωνα επιθαλάμια χλιμιντρίσματα. Και ο αντίλαλος πήρε τα ερωτικά σαλπίσματα και τα πήγε ως πέρα στο Περιστέρι.

Ένα αεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας απ' αντίκρυ. Ήρθε κι έκοψε ένα-δυο γύρους πάνω από τη χαράδρα. Αυτοί το χαβά* τους. Κατόπι γύρισε πίσω μέσα στην αποθέωση των οβίδων, που έσκαζαν στον ουρανό σαν ένα κοπάδι άσπρα προβατάκια που όλο και πλήθαιναν γύρω του.

Oι γαϊδάροι δεν ξέρουν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απόμενε καιρός να προσέξουν τίποτ' άλλο.

Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα* μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.

Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ' αμπριά των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ' το λαιμό.

Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.

*αμπριά: στρατιωτικά προκαλύμματα για την αποφυγή των εχθρικών επιθέσεων *λιποταξία: εγκατάλειψη της μάχης *επιληψία: πάθηση του εγκεφάλου, εδώ τρέλα *βίντσι: γερανός *όρχος: στρατιωτικός πολεμικός σχηματισμός με σκοπό τον ανεφοδιασμό *Φραντσέζοι: Γάλλοι *καρδαμώνω: χορταίνω *χαβάς: εδώ η απασχόλησή τους *αγκρισμένα: μπλεγμένα

Σ. Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας


Πηγή: ΚΝΛ Γ΄ Γυμνασίου