Σαν πεθαίνουν οι πορφυρογέννητοι νεκροί
Θυμάμαι τη μεγάλη κοσμοφουρτούνα της επανάστασης. Χιλιάδες λαός, συγκινημένος από μια χαρά γεμάτη αγωνία. Είναι τότες κανένας σε μια τέτοια κατάσταση: Ένα πράμα φλογερό σα φύσημα θεού τρέχει ζαλιστικά μέσα στις αρτηρίες, κάτι που δεν έχει συγκρατημό. Κάτι πρέπει να κάνεις και δεν ξέρεις τι. Να ουρλιάξεις άγρια και νικητήρια, πού ν' ακούσεις τη φωνή σου να χτυπά σαν τις σάλπιγγες της Ιεριχώς πάνω στους πύργους των Γκατελούζων, μέσα στ' απλωμένα πανιά των καραβιώ και πάνω στους τοίχους των δημόσιων χτιρίων; Ή να κλάψεις γλυκά, με δάκρυα σα χλιαρό σιρόπι, με το κεφάλι μαλακά ακουμπισμένο στα παχουλά γόνατα μιας αγαπημένης γυναίκας; Αυτές τις ώρες, άμα βρεθεί Κείνος που θα πει: «τούτο να κάνεις», το κάνεις με απέραντη απολύτρωση και τον θεοποιεί κιόλας η ευγνωμοσύνη σου η δακρυσμένη, μακάρι και να σου πει: «πέσε στη φωτιά». Και γυρωτρόγυρα ένας θόρυβος κυμάτιζε, χιλιόφωνος, πολυσύνθετος και μεθυστικός. Οι καμπάνες πάνω από την πολιτεία είχανε τρελαθεί! Αλάλαζαν πάνω από την επιφάνεια των κόκκινω στεγών, κι ήταν ένα κοπάδι ξεφρενιασμένοι αρχαγγέλοι που γέμισαν τον αγέρα με το φριχτό εγερτήριο. Χτυπούσανε τα κοντάρια στις χαλκένιες ασπίδες και χουγιάζαν. Είχανε μπρουτζένιες φωνές και τρομερές φτερούγες, τρικύμιζαν σα θάλασσα την ατμόσφαιρα. Είναι ένα πράμα αξιοθάμαχτο οι καμπάνες, σαν αρχίσουν και φωνάζουν με τα μεγάλα τους χείλια τ' απόκοτα τολμήματα των λαών. Οι ήχοι σμίγανε σα ζεστός αχνός μέσα στο αίμα. Είχανε μπαμπακένια χέρια και σπρώχνανε τις μάζες. Γινόντανε σκοινιά και δένανε μια-μια όλες τις ψυχές των ανθρώπων με τα ξετρελαμένα γλωσσίδια, ως εκεί ψηλά στα καμπαναριά! Άντρες, γυναίκες, γέροι και μωρά. Κάτι χαμένα ζα τρέχανε σαστισμένα ανάμεσα στα πόδια του κόσμου, που ξεχυνόταν, ποτάμι, από τα κατηφορικά σοκάκια. Οι σημαίες και τα μεταξωτά λάβαρα με τους αγίους παίζανε χαρωπά στον αγέρα. Τα χρυσά κρόσσια έσταζαν ήλιο κι οι ασπρογάλαζες φούντες από τις παντιέρες σ' αγγίζανε ανατριχιαστικά στα μαλλιά. Κάθε φορά που ανάσαινες, κατάπινες μια γουλιά ακριβό πιοτό και πάνω από την πηχτή θάλασσα των ανθρωποκεφαλιών που μερμήκιαζαν, τρέχανε μέσα στο φως μυστικά ηλεχτρικά ρέματα. Κάνανε τις ψυχές να τρέμουν σαν καλαμιές, τα δάχτυλα να διπλώνουνε σπασμωδικά.
Άξαφνα, μέσα σε τούτη την ξωτικιά σύναξη, που λες και γεννήθηκε μέσα στα όνειρα ενός θερμασμένου παιδιού, δεν ξέρω πώς έγινε και πρωτακούστηκε μια βροντή φορτωμένη από τρομάρα κι έχτρα μαζί.
-Κάτω ο βασιλιάς! Ζήτω ο πόλεμος!
Ο ρήτορας με τη θερμή φωνή και με τις μουσικές του, τις μελετημένες χειρονομίες, δεν την είχε φωνάξει. Τήνε ξεγέννησε μονάχα, μαστορικά, από το λαρύγγι του λαού. Ήταν ψηλός και λιγνός, τα μάτια του έφεγγαν σαν του άρρωστου. Είχε κυματιστά μαλλιά που τα ζευγάριζαν κάτι μακριά προφυματικά δάχτυλα. Το πρόσωπό του ήταν συμπαθητικό και θεατρίνικο. Κι η μεγάλη μύτη του φαινόταν ειλικρινά συγκινημένη, έτσι που έγερνε προσεχτικά προς το στόμα που ρητόρευε, μη λάχει και χάσει λέξη από το κήρυγμα που 'βγαινε κάτωθέ της. Και μια στιγμή που τα μακριά του χέρια υψωθήκανε προς το λαό σα φτερούγες και σα δέηση, έσκασε τ' αστροπελέκι: Κάτω ο βασιλιάς!
Θυμήθηκα έναν καθηγητή μας, έτσι λιανόν κι αδύνατο, που να τόνε φυσούσες - πουφ - θα 'πεφτε κάτω. Έβγαζε λοιπόν από την ηλεχτρική μηχανή του φωτισμού κάτι τρομερές σπίθες, που μπορούσανε να σκοτώσουν βουβάλι. Το 'κανε με την ίδια κομψή κίνηση.
-Κάτω ο βασιλιάς!
Σαν το πρωτοφωνάξαμε έτσι δα, με τις γροθιές σφιγμένες στα μεριά, με τα δόντια κλειδωμένα πάνω σε κάθε συλλαβή, σα να τις δαγκάναμε μια-μια, σταθήκαμε όλοι για μια στιγμή δίχως ανάσα. Ακούσαμε τον πρωτάκουστον αντίλαλο τούτης μας της κραξιάς που πλατάγισε κάπως παράξενα στους τοίχους των σημαιοστολισμένω σπιτιών και στα νερά του λιμανιού. Ένα παράξενο συναίστημα. Κάτι έλιωνε, κάτιτις κόπηκε μέσα στο στήθος. Ένα δυσάρεστο κενό άνοιξε ξαφνικά. Ήτανε τ' αδειανό βάθρο που γκρεμίσαμε πάνωθέ του το προαιώνιο είδωλο με μια καλή κλωτσιά;
Σε τούτες τις ώρες, που ένας ολάκερος λαός γίνεται ένα μονόψυχο και μονοκέφαλο ζο, τεράστιο και γερό, όταν όλοι ενεργούν μ' ένα ψυχόρμητο σκοτεινό και βαρύ σαν ένστιχτο, όταν όλα τα στήθια σμίγουν σ' ένα μεγάλο στήθος, μεγάλο σαν κουπές εκκλησιάς, κι αυτό το στήθος ανεβοκατεβαίνει με τον ίδιον λαχανιασμένο ρυθμό, σαν ανασασμός του ωκεανού, τι να συνέβηκε άραγες μέσα στο τεράστιο τέρας;
Λέω να σταμάτησαν για μια στιγμή μέσα στα μυστηριακά λαγούμια της κυκλοφορίας του μια μακριά αράδα γέροι πατεράδες, προσπαπούδες και προγόνοι, που ζούσαν, αιώνες τώρα, με τη βυζαντινή παράδοση μέσα στο αίμα μας με τα χιλιόψυχα αιμοσφαίριά τους. Λέω να σταμάτησαν ξαφνιασμένοι μες στο αιώνιο περπάτημά τους. Απόρεσαν, που ακούσανε τούτη την πρωτάκουστη βλαστήμια, χτύπησαν τα δεκανίκια στις πλάκες και φωνάξανε με σουρωμένα τ' άσπρα τους φρύδια:
-Πώς; Κι η Μεγάλη Ιδέα; Κι ο Βασιλιάς που θα βγει από το ιερό να τελειώσει τη λειτουργιά του στην Αγιά Σοφιά; Κι ο ύμνος της «Υπερμάχου Στρατηγού»; Κι ο δικέφαλος πάνω στο σφραγίδι της βασιλόπιτας; Και το «Κωνσταντίνος έδωκε, Κωνσταντίνος θα λάβει»; Κι ο Αγαθάγγελος; Καταραμένοι! Καταραμένοι! Καταραμένοι!
Μα εμείς, μεθυσμένοι από τη δύναμη της τόλμης μας, συγκινημένοι βαθιά από την αδάμαστην αγάπη της Φυλής, έτοιμοι να πεθάνουμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι για την Ελλάδα, ξαναφωνάξαμε πάλι και πάλι, πολλές φορές, με πείσμα, με μανία, με λύσσα:
-Κάτω! Κάτω οι βασιλιάδες! Κάτω το σκυλολόγι!
Τα χείλη μας τρέμανε λιγάκι, μα οι φωνές μας καπάκιασαν την κατάρα των παπούληδων.
Είμαστε οι νέοι! Οι νέοι! Είμαστε οι λεύτεροι ανάμεσα σε λεύτερους. Το ελληνικό αίμα μας είναι πιο κόκκινο απ' όλες τις πορφύρες. Τα ωραία παραμύθια ήτανε καιρός να παραμερίσουν τους χρυσούς τους μανδύες και τα βαριά βελούδα για να περάσει η πραγματικότητα. Η «βασιλική πρόληψη», που έκλεισε με τ' αναιμικά της δάχτυλα τα μάτια ολωνώ των προγόνω μας απ' το Βυζάντιο κι εδώ, η «βασιλική πρόληψη» παραπετούσε ζαλισμένη γύρω μας, φτωχή σαστισμένη νυχτερίδα που 'χασε τα νερά της και δέρνεται μέσα στο φως. Παράδερνε στα ντουβάρια και στους στύλους των φαναριώ, σκουντουφλούσε στους κορμούς των δέντρων, πάνω στο μουράγιο, πάνω στα κατάρτια, άθλια, τυφλή, άσκημη.
Κι ο θρίαμβος ο γκρεμιστής, ο θρίαμβος της οργής μας, τήνε κυνήγησε ώρες αλύπητα, σαν παιδί με το σκουπόξυλο, την Ιδέα-Νυχτερίδα.
-Κάτω! Κάτω ο βασιλιάς! (Το βήτα μικρό-μικρό. Να, τόσο δα.)
Το βράδυ, σαν απομείναμε ολομόναχοι πλαγιασμένοι στο κρεβάτι, ξαναλέγαμε γενναία μες στο νου μας την τολμηρή φράση, έτσι για να συνηθίσουμε με δαύτη.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει ίσως και σαν απομένεις να ξενυχτερέψεις έναν πεθαμένο. Ξέρεις πως δεν κουνιέται, πως δεν μπορεί να σου κάνει το παραμικρό κακό, μηδέ μπορεί να σου γνέψει, να, παίζοντας έτσι δα το ματόφυλλο. Είσαι βέβαιος πως τώρα πια είναι ένα πράμα σαν το τραπέζι, σαν την παντούφλα, σαν το μαξιλάρι που πατάς. Όμως ούτε να τον πατήσεις αποκοτάς, ούτε καν σου βαστά να τον κοιτάξεις πολλήν ώρα. Δεν μπορείς να συνηθίσεις με τη νέα κατάσταση. Και τρέμεις μέσα στα φυλλοκάρδια σου, και σου 'ρχεται να παρακαλέσεις τον πεθαμένο μην τύχει, ο μη γένοιτο, και του κατεβεί να σου κάνει κανένα χωρατό, λογουχάρη να σου βγάλει τη γλώσσα, γιατί μπορεί να κοκαλώσεις στον τόπο από την τρομάρα πριν προφτάσεις να το βάλεις στα πόδια.
Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.
Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, σ. 21-25.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου