Ή μήπως πάλι πλανώμαι; Διόλου απίθανο οι παμπόνηροι αυτοί Δαναοί, να πλάσαν τον μύθο έτσι, για να κολακέψουν τις ομηρικές συνεύνους των, στέλνοντας το απαίσιο κουτί κατόπιν, σαν είδος αναρχικής μπόμπας, κρυμμένης μέσα σε θήκη κοσμημάτων, και πληρωτέας contre-rembourcement.
Πάντως, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης το ρίξαν σε κάποιο Θεό, δεν θυμάμαι ποιον, γενικό αποδέχτη όλων των εκφράσεων των εσωτερικών αισθημάτων μας, που προκαλούν τα εξωτερικά γεγονότα, όπως όλοι οι θεοί άλλωστε. Αυτή λοιπόν η συκοφαντημένη Θεότης, έστειλε το κουτί με τα κακά στην Πανδώρα, και της είπε να μην τ’ ανοίξει, επ’ ουδενί λόγω. Αν σκεφθεί κανείς λογικά, θα δει ότι αυτή η απαγόρεψη, δεν χρησίμευε παρά για ένα πρόσχημα, που πίσω του θα κρυβόταν η τυχόν τύψη της θεϊκής συνείδησης. Εφόσον ο σκοπός του ήταν να σκορπίσει στον κόσμο κάθε δυσάρεστη ασχήμια, γιατί να διαλέξει για πλασιέ αυτή την αθώα γυναίκα; Ή μην ήταν τρόπος κι αυτός για να επαυξήσει την δύναμη του περιεχομένου του κουτιού, επιβάλλοντας ύπουλα στην Πανδώρα τη δυσφήμιση του φταίξιμου, που μοιρασμένη τη φέρνουν ώς σήμερα όλες οι απόγονοί της;
Η Πανδώρα το άνοιξε το κουτί. Δεν βάσταξε. Ήταν γυναίκα και σαν γυναίκα, περίεργη. Τα λοιπά περιττεύουν, και η συνέχεια είναι γνωστή και τετριμμένη. Σας υπενθυμίζω μόνον, ότι ενώ τα ελευθερωμένα κακά φύγαν και σκορπίστηκαν στα πέρατα της Οικουμένης, η Ελπίδα, το μορφινούχο αυτό καταπότιο, που χάρισαν οι δίκαιοι και πολυεύσπλαχνοι Θεοί στους ανθρώπους, μετά το πρώτο τους δώρο, τον καρκίνο της δυστυχίας, εθεώρησε καλό να καθίσει τεμπέλικα στην άκρη του κουτιού, χωρίς απολύτως καμιάν όρεξη να εκτελέσει την επανορθωτικήν εργασία του. Και κει βρίσκεται ακόμα.
Έτσι λοιπόν και μένα μια μέρα, άνοιξε μπροστά μου το κουτί που έκρυβε τα κακά της πολιτικής. Τις ασχημίες της ζωής τις ήξερα από καιρό. Μα φαίνεται ήμουν γεννημένος σκεπτικιστής, γιατί από τότε κοιτούσα τον κόσμο με φιλοσοφικήν αδιάφορη προσοχή. Μερικοί αυτό το λεν έλλειψη πνεύματος. Περιττόν να σας πω ότι διαφωνώ ριζικώς και εξ ενστίκτου.
Μόλις είχαν αρχίσει τότε τα πάθη, που κάμποσα χρόνια διαίρεσαν τον τόπο μας σε δύο στρατόπεδα. Ήμουν πολύ μικρός. Τα πολιτικά γεγονότα της εποχής μου τα σκεπάζει μια πυκνή ομίχλη μέσα μου. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι είχαν γίνει εκλογές. Λεπτομέρειες μη μου ζητάτε. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω. Θυμάμαι μόνον ότι ήταν χειμώνας και ότι πήγαινα στο σχολείο, όπου με κρατούσαν σε διαρκή γοητεία τα μεγάλα μάτια και το αχνό πρόσωπο της κυρίας Νίτσας.
Πολλές φορές ώς τότε, είχα ακούσει την μητέρα μου τα δειλινά ή τα βράδια, όταν το γκρίζο χειμωνιάτικο φως έκοβε το προφίλ της στο άνοιγμα του παράθυρου, να μιλάει με την πίκρα της δοκιμασμένης γυναίκας για την πολιτική. Συνήθως δεν απευθυνόταν σε μένα, γιατί ακόμα δεν ήμουν σε θέση να υπεισέλθω στα μυστήρια αυτής της υπερεπιστήμης. Αλλά το θέμα ήταν φρικωδώς ενδιαφέρον. Άφηνα στη μέση το διάβασμα της Διάπλασης, και παρακολουθούσα τη συζήτηση, που το πιο μεγάλο μέρος της ήταν ένας ατέλειωτος μητρικός μονόλογος.
— Είναι γλυκιά και προδότρα σαν τη θάλασσα, ύπουλη σαν τη γυναίκα, έχει χίλια πρόσωπα και άπειρα χέρια σαν τον Βισνού, χέρια που χτυπούν, που εκλιπαρούν, που απειλούν, που ζητιανεύουν, που κολακεύουν, που γοητεύουν και που πιο συχνά κλέβουν. Είναι το Ινδικό Τριμουρτί, με τις μορφές της Δόξας, της Μετριότης, και της Αφάνειας. Ένστικτο, Επιστήμη και αρρώστια συγχρόνως, αναφαίνεται, κολλάει, μαθαίνεται. Δοξάζει την πιο περίφημη μηδενικότητα, και γελοιοποιεί το πιο δυνατό μυαλό. Είναι φωτεινή νύχτα, που μόνον οι νυχτάλοπες βλέπουν, βράχος που δοκιμάζονται οι χαρακτήρες με βραβείο την Αποτυχία, σαρκαστικό γέλιο του Δαίμονα που τον λευτέρωσες, ανοίγοντας το μπουκάλι με τη σφραγίδα του Σολομώντος...
Και ο μονόλογος εξακολουθούσε σε εικόνες που θα τις ζήλευαν οι Άραβες μυθογράφοι και οι διάδοχοι του Παρνασσού.
— Σπέρνει τη διχόνοια, χωρίζει οικογένειες, ψυχραίνει φίλους. Κάνει τον άνθρωπο μισητό και επιθυμητό. Είναι ο σίφουνας των κακών και της δυστυχίας...
Με μια λέξη, αν πιστεύαμε τυφλά τις διδαχές της μητέρας μου, η πολιτική ήταν το κουτί της Πανδώρας, ένα κουτί που μόνο τη φήμη του ήξερα, μα που το περιεχόμενό του ήταν ασαφές και προβληματικό. Και νά που μια μέρα, την επομένη Δευτέρα των εκλογών, το καπάκι άνοιξε, και τα κακά της πολιτικής φτερούγισαν μπρος στα μάτια μου, σαν μαύρα καλικαντζαράκια.
Η σκηνή στο σχολείο, στο διάλειμμα. Την πελώρια αυλή, τη φωτίζει ένας ήλιος παγωμένος. Οι αδύνατες γαμπίτσες των παιδιών παίρνουν τόνους μελιτζανιούς και κάτω από τις μυτίτσες κρέμεται ένα διάφανο διαμάντι.
Μέσα στο γραφείο οι «κυρίες», καθισμένες γύρω στη σόμπα, ακούν την κυρία διευθύντρια που διαβάζει στην εφημερίδα τα πρώτα αποτελέσματα. Από το ισόγειο παράθυρο βλέπω τις εξημμένες από φόβο και περιέργεια φυσιογνωμίες τους.
Το κρύο μάς περουνιάζει. Τα γυμνά γόνατά μου χτυπιούνται μ’ ένα κρότο κούφιων ξύλων. Μόνον ένα γερό τρέξιμο πάνω στην παγωμένη λάσπη μπορεί να μας δώσει μια ζωογονητική θερμότητα. Ρίχνω μιαν ανεύθυνη ιδέα.
— Παιδιά! Παίζουμε τους κλέφτες και τους χωροφύλακες;
Όλη η αυλή αντήχησε από χαρούμενες φωνές.
— Ναι, ναι, μπράβο Γιαννάκη, τους κλέφτες και τους χωροφύλακες. Εγώ θα γίνω χωροφύλακας! Εγώ κλέφτης! Εγώ αστυνόμος!
Είναι γνωστό, ότι η αναρχία είναι ένα από τα πιο μεγάλα κακά. Και καθώς βλέπετε μια φοβερή αναρχία απειλούσε το παιδικό μας παιχνίδι. Η διαίρεση και η διοργάνωση της ομοιογενούς αυτής δύναμης σε δύο στρατόπεδα αντίθετα δεν ήταν και πολύ εύκολο πράμα. Μόνο μια λύση υπήρχε. Ο από μηχανής Θεός, ο άνθρωπος της επιβολής, που παίρνοντας την αρχηγία των κλεφτών, χωρίς άλλο από προγονική κληρονομικότητα της λατρείας της ελευθερίας και περιφρόνηση στην ένοπλο δύναμη, θα διόριζε τον εντεταλμένο στην καταδίωξη αστυνόμο, παίρνοντας έτσι την ανώτερη αρχηγία και εποπτεία του παιχνιδιού.
Και ο άνθρωπος της πυγμής παρουσιάστηκε. Είναι ο νταής του σχολείου, ένας από τους μεγάλους της τετάρτης, μαύρος και άσκημος, που ακούει στα ονόματα Καραμπόλας, Μούμια, Στοκοφίσι και Ιππώνεια, το τελευταίο γιατί στο παιχνίδι «άλογο και καβαλάρης», αυτός διόριζε τ’ άλογα.
Μπήκε στη μέση και με μια κίνηση γιομάτη περιφρονητική μεγαλοπρέπεια επέβαλε την τάξη.
— Σκασμός, μυξιάρικα! Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος!
Αφού με πραξικόπημα πήρε την αρχή, άρχισε να μοιράζει αξιώματα. Και πρώτα σκέφτηκε για το πρόσωπο του άξιου εχθρού του.
— Εσύ Γιαννάκη θα είσαι αστυνόμαρχος. Ο Γκαμήλας χωροφύλακας, ο Παπαδόπουλος ενωμοτάρχης. Για πρωτοπαλίκαρο παίρνω τον Πίπη...
Όλοι γυρίσαμε να ιδούμε τον εκλεχτό υπασπιστή του Αρχηγού. Μα ο Πίπης με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού και τα πόδια ανοιγμένα κοιτούσε τον Καραμπόλα με ένα ύφος γιομάτο ειρωνεία και αυθάδεια.
— Ρε Ιππώνεια, μπας και νόμισες, πως εγώ ο γιος του συνταγματάρχη Τριαστέρη θα καταδεχτώ να γίνω πρωτοπαλίκαρο ενός Βασιλικού σαν και σένα. Άι στο διάολο ρε!
Και γυρίζοντας κατά το μέρος μας επρόσθεσε με άφατη αυτοπεποίθηση.
— Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος, που είμαι και Βενιζελικός!
Ιερή οργή τάραξε από πάνω ίσαμε κάτω τον Καραμπόλα, ενώ εμείς άβουλο ποίμνιο περιμέναμε με αγωνία την εξέλιξη των γεγονότων.
— Ρε πουλημένε, που τολμάς και βάζεις στο στόμα σου τον βασιλιά, πέρνα από τον μαχαλά σαν σου βαστάει ρε, να γυρίσεις μπλε μαρέν στο ξύλο...
Και γυρίζοντας κατά το ακροατήριο, επιβεβαίωσε τη στερεότητα της θέσης του.
— Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος!
Αλίμονο, όμως! Ο όχλος είναι άβουλος, και μόνον ένας ηρωισμός, μια αυτοθυσία, μπορεί να τον παρασύρει, κατά μιαν άποψη. Ο Καραμπόλας πρώτος κατάλαβε την ψυχολογία μας και έβαλε σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα.
— Ο Βενιζέλος είναι γυαλάκιας.
Η μεγάλη ύβρις αντήχησε στον παγωμένο αέρα. Ο Πίπης ωχρίασε και χωρίς ν’ απαντήσει ρίχτηκε με γροθιές μπροστά στον Καραμπόλα, και οι δυο κυλίστηκαν στο χώμα, ενώ ο αχάριστος όχλος βλέποντας τους αρχηγούς να μαλλιοτραβιούνται ξέσπασε σε φωνές κανιβαλικής χαράς.
Το βράδυ, όπως πάντα η μητέρα, καθισμένη κοντά στο παράθυρο κεντούσε. Το έντονο προφίλ της ζωγραφιζόταν αδρά ανάμεσα στις σκοτεινές κουρτίνες. Μπήκα στην κάμαρα με σοβαρότητα και επιβολή. Ένιωθα πως ήμουν πιο μεγάλος, πιο πολύς. Ένα καινούριο φορτίο, ένα βάρος γνώσης, μου ’δινε μια μεγάλην ιδέα για τον εαυτό μου και άμετρο πεσιμισμό για τον κόσμο και τη ζωή.
Η μητέρα, όπως πάντα, με υποδέχτηκε με τη γλυκιά φωνή της.
— Καλώς τον Γιαννάκη μου, καλώς το χρυσό μου το παιδί. Είναι ευχαριστημένος ο μικρός μου από το σχολείο σήμερα;
Αυτό είναι αμφίβολο. Πολλά αισθήματα, και φοβερές επιρροές κλονίζουν την ψυχούλα του Γιαννάκη, του καλού παιδιού. Κάθουμαι στην καρεκλίτσα μου στα πόδια της μητέρας. Τα άσπρα χέρια της ανεβοκατεβαίνουν πάνω στο κέντημα. Είναι η ώρα των εκμυστηρεύσεων. Το σκοτάδι είναι καλός σύμβουλος, και η μητέρα καλός σύντροφος.
— Μαμά. Η πολιτική είναι κακό πράμα...
Η μητέρα με κοιτάει με έκπληξη πάνω από τα γυαλιά της.
— Και πώς το κατάλαβες Γιαννάκη;
Με άφατη σοβαρότητα της διηγούμαι τα φοβερά γεγονότα της ημέρας. Συμμερίζεται απόλυτα τη γνώμη μου και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι. Μα νομίζω πως ένα αδιόρατο χαμόγελο τραβάει το χείλι της.
Η διήγηση τέλειωσε. Η μητέρα αναστενάζει. Και ξαναπιάνει το αιώνιο τροπάρι της, ενώ το σκοτάδι πέφτει σιγά σιγά στην κάμαρα.
— Είναι ωραία και κακιά σαν τη θάλασσα, γλυκιά και πικρή σαν όμορφη γυναίκα, ελαφριά και λαμπερή σαν σαπουνόφουσκα, επιθυμητή και φοβερή σαν μάγισσα. Είναι η στρίγκλα του βουνού, το χρυσό μήλο που το τρώει το σκουλήκι, η Βαβέλ της φιλίας, η μορφίνη της ματαιοδοξίας...
1927
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου