Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σκίπης Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σκίπης Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Σωτήρης Σκίπης - Είν' η ψυχή μου...


Είν'η ψυχή μου σα μιαν αίθουσα
οπού προλίγου η χαρωπή
η συναναστροφή τη γέμιζε...
κι οι καλεσμένοι ήταν πολλοί.

Κι οι καλεσμένοι ξάφνου σκόρπισαν.
εκατεβήκαν τα σκαλιά.
τα βήματά τους στο πλακόστρωτο
αντήχησαν βαριά, βαριά,

και στο μεγάλο δρόμο χάθηκαν...
Από μια μάντρα ένα σκυλί
αλύχτησε για λίγο κι ύστερα
απλώθηκε βαθιά η σιγή.

Τώρα σα μια σκιά στην αίθουσα
κάποιος εμπήκε. Μια ματιά
μες το πικρό κενό της έριξε
και τ' αναμμένα τα κεριά,

προχώρησε κι ένα-ένα τα 'σβησε
και σκότος έγινε βαθύ...
Είν' η ψυχή μου σα μια αίθουσα
που ερμητικά είναι πια κλειστή!

Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, 1976

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Σωτήρης Σκίπης--Στην παλιά μας γωνιά

Στην παλιά μας γωνιά, που αγαπούσαμε,
έν’απόγευμα κρύο του Νοέμβρη,
καθισμένοι, απ’τα τζάμια θωρούσαμε
τ’ωχρό φως και τα κίτρινα φύλλα.
Μα προπάντων το βλέμμα σου εκάρφωνες
στα μαλλιά μου, που αρχίσαν ν’ασπρίζουν,
κ’εγώ πρώτη φορά τώρα εξάνοιγα
του μετώπου σου κάποιες ρυτίδες.
Την κρυφή μου τη σκέψη δε ζήτησες
να σου εκφράσω∙ ουτ' εγώ την αιτία
της πικρίας σου να μάθω δε ρώτησα,
που είχε ξάφνου χυθεί στη μορφή σου.
Ως που τέλος το σκότος μας έζωσε
του βραδυού και δε βλέπαμε πλέον
ο ένας του άλλου τα δάκρυα, οπού εχύναμε
για τη νιότη μας που είχε πεθάνει.
Σωτήρης Σκίππης (1881- 1952)

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Σωτήρης Σκίπης, Απολλώνιον Άσμα (απόσπασμα)

 Όταν σπάσω μια μέρα τα σίδερα,

όπου η μοίρα η σκληρή μ’ έχει ρίξει,

και σαν άλλοτε ελεύτερος τόραμα

του φωτός απ’ το λόφο αντικρύσω,


Σκυθρωπός, όμως τότε περήφανος,

ω ζωή σκοτεινή, προς εσένα

θα κατέβω, χωρίς πιά στο δρόμο μου

μια στιγμή να μ’ αργήσουν τ’ αηδόνια.


Και ξεχνώντας για πάντα τον πόνο μου,

την ψυχή μου που τόσο βαραίνει,

θα προσμείνω το σούρουπο το ένοχο

τη θλιμένη τη γη να σκεπάσει,


Και θα ρθω όπου κι αν είσαι, ω Ανθρωπότητα,

ω ορφανή μου μητέρα, να σ’ εύρω,

και με φύλλα βαγιών ολομύριστων

θα σφογγίσω το μαύρο σου δάκρυ.


Σωτήρης Σκίπης, Απολλώνιον Άσμα (απόσπασμα), 1919

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Σωτήρης Σκίπης -Μα τι νοιάζει




 Όπου πας κι όπου στρέψεις τη μοίρα σου

δεν ξεφεύγεις! Οι μέρες μας είναι

υφασμένες με τέτοια κλωστή,

τη χαρά νʼ ακολουθά πάντα η λύπη.

Μα τι νοιάζει! Τη λύρα τα δάχτυλα

ας μην παύουν νʼ αγγίζουν. Κι ας έρθουν

τα τραγούδια θλιμμένα ή χαρούμενα,

για μας όλα καλόδεχτα θα ʽναι.

Είνʼ ωραίο το πρωί, το παράθυρο

σαν ανοίγεις, να βλέπεις το φέγγος

της πιο ξάστερης μέρας κι ανάσταση

να θαρρείς πως η φύση γιορτάζει.

Μα παρόμοια είνʼ ωραίο όταν της θύελλας

το στριγκό γροικάς θούριο και πέρα,

η αστραπή αγριεμένη, το μέτωπο

το θόλο τʼ ουρανού στεφανώνει.


Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)


πηγή: http://www.nikostsintros.gr

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Σωτήρης Σκίπης -Ήρθες εψές

Ήρθες εψές στον ύπνο μου και μου ψιθύρισες
πως απ’ τα ξένα μάνα μου εξαναγύρισες

Τρέχω ο καλός να σε δεχτώ μπρος στ’ ακρογιάλι σου
Να γείρω όπως κι έναν καιρό μες στην αγκάλη σου

Μα βρίσκω ολέρμο το γιαλό κι έρμα τα κύματα
και παίρνω το δρομί και πάω πέρα στα μνήματα

Ήρθες εψές στον ύπνο μου και μου ψιθύρισες
κι από τα ξένα μάνα μου δεν ξαναγύρισες

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Σωτήρης Σκίπης-«Στον Κωστή Παλαμά»

Αποτέλεσμα εικόνας για σκίπης σωτηρης

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.


Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)

Πηγή:https://www.sansimera.gr/articles/495