ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ 1956
ΙΧ [αποσπ.]
Άσε πλέον φωνή μου τον ανέμελο στίχο
το μεθύσι σου δέσε και τη φλόγα σου κράτα.
Σφίξε τώρα, ζευγάρια, την ηχώ με τον ήχο
στρώσε στέρεο το βήμα, στράταν ίσια περπάτα.
Μεγαλόφωνος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει
που ζητά δεξιοσύνη και καλό χαλινάρι.
(….)
Λογαριάσατε λάθος με το νου σας, έμποροι,
δε μετριέται πατρίδα, λευτεριά με τον πήχη!
Κι αν μικρός είν’ ο τόπος, και το θέλει και μπορεί
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι.
Τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει,
χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι!
Μα κι αν έτσι το θέτε — μας μετρήσατε λάθος
και δεν είδατε πόσο γίνη η Κύπρος μεγάλη.
Στης Ευρώπης τη μέση, στης Ασίας το βάθος
κι ως το Μόσκοβο φτάνει — για μετρείστε μας πάλι!
Δε μετριέται ο λαός μας τώρα πια, και θα φέρει
πριν τα χίλια σας χρόνια, πριν πολύ, το σεφέρι.
Αψηλά τις καρδιές μας! Μέσ’ στης γης μας το χώμα
πιο βαθιά ριζωμένοι — κι ας μανίζουν οι ανέμοι.
Τούτο ακόμα το χρόνο, τούτ’ την άνοιξη ακόμα….
Στον ορίζοντα πέρα κάποιο φως κιόλας τρέμει.
Αψηλά τις καρδιές μας κι αρχίνα να ροδίζει
η αλυσίδα μας πήρε να βογκά και να τρίζει.
Και σεις ξένοι, μακριά μας! Όθεν ήρθατε, πάτε!
Σας χωρά και περσεύει, όσοι αν είστε, η Αγγλία.
Μη βρουχιόστε σα λιόντες, τώρα πια δεν κρατάτε
στα σκληρά σας τ’ αγκρίφια τις πατρίδες, σα λεία.
Στης Μεσόγειος τι θέτε τη γλυκιά γαλανάδα;
Εμείς είμαστε Κύπρος, εμείς είμαστε Ελλάδα!
Και σεις που ʼρθατε τώρα να ζητείστε μοιράσι
πριν το ξόδι μας γίνει να χερώσετε κλήρο….
Σφαλερό το μαντάτο που σας έχει εδώ μάσει
κι ως αγιούπες πετάτε στο κορμί μας τριγύρω,
Όθεν ήρθατε πάτε, φοβεροί Αμερικάνοι
η πατρίδα σας είναι κάπου άλλου — και σας φτάνει!
Εδώ πέρα είναι Κύπρος, εδώ πέρα είν’ Ελλάδα
και σκουτάρι ομπροστά τους όλοι οι λεύτεροι τόποι.
Στον καινούργιο το χάρτη για κοιτάξετε απλάδα:
Να. η μεγάλη Ρουσία, να η Ασία, η Ευρώπη!
Δε μετριέται ο λαός μας τώρα πια, δε μετριέται!
Και σεις νείρεστε ακόμα; Και σεις σκλάβους μάς θέτε;
Ιούλης 1954 – Ιούλης 1956
ΝΟΣΤΟΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 1958
[Απόσπασμα]
Κιʼ όμως βαθιά στης μνήμης μου τη στέρνα που βουερή σιωπά
κάποιον ξεκρίνω ανασασμόν οπού ποτέ δε σβήνει.
Κάποτε θροΐζει μακρινή, κάποτε ξάφνου αφροκοπά
μια θάλασσα στις θάλασσες που όλες τις άλλες κλείνει.
Πώς να την πω που μοναχός εγώ την ξέρω – άλλος κανείς!
Τη γαλανήν αγάπη τους αλλού τη θέλουν άλλοι
κι’ αλλοιώτικια και πιο τρανή. Μα εσύ ψυχή δε λησμονείς
κειό το ήσυχο και ταπεινό της Κύπρος ακρογιάλι….
Ήταν σμαράγδι ένα νερό κ’ ήτανε μια αμμουδιά ξανθή
κ! ήταν η μέρα γάργαρη σα φεγγερό κρυστάλλι.
Κʼ έφτασεν η ώρα η ανοιχτή που ο κόσμος όλος ξάφνου ανθεί
κιʼ ανθεί η ψυχή και γίνεται καθώς αυτός μεγάλη.
Ήταν η άμμουδα ολόξανθη κ’ ήταν σμαράγδι το νερό
και μέσα στη γυμνόφεγγη την απεραντοσύνη
για μια στιγμή χαθήκαμεν όξω από τόπο και καιρό
και μόνοι εμείναμεν οι δυο στον κόσμο – εγώ κʼ Εκείνη….
Να γίνηκε σε βύθιση και σ’ όνειρο μιας αστραπής;
Να εγίνη σε μια απέραντη χιλιάδων χρόνων ζήση;
Φτωχέ μου στίχε κι’ άβαθε, μη δοκιμάσεις να το πεις
το θάμα εκείνο το βαθύ, κειό τ’ άβυθο μεθύσι.
Καιροί μεγάλοι εκύλησαν, μα όπου κι’ αν πάω κι’ όπου σταθώ
σε απανεμιά και τρικυμιά, σ’ ευδία κι’ ανεμοζάλη,
ξανοίγω πάντα μέσα μου κείνο τον ήλιο τον ξανθό
και κείνο το κρυστάλλινο της Κύπρος ακρογιάλι….
Ω! θα ξανάρθω κάποτε το θάμα να το ξαναϊδώ
τη μέθη εκείνη τη βαθιά να τήνε ξαναζήσω
Κι’ αν χρόνοι χίλιοι μού ʼλαχαν να μένω, να σκεβρώνω εδώ
δε θα πεθάνω, θάλασσα, σε σένα πρι γυρίσω.
Το λέω κ’ η δόλια μου η καρδιά παύει να νοιώθει μοναχή,
το λέω, λαφρώνει ο λογισμός, τρέμει κι’ αναφτεράει.
Μέγα λιοστρόφι γίνεται κι’ ορθώνεται η γερτή ψυχή
τον ήλιο της αντάμωσης πασίχαρη κοιτάει….
Θα ʼναι μια μέρα γάργαρη, θα ʼναι μια θάλασσα καλή
και θαʼ ναι το καράβι μας καλόδρομο κι’ ωραίο.
Στην πλώρη εγώ θα στέκομαι, θ’ απλώνω μια ματιά θολή
και δακρυσμένος θα γελώ και γελαστός θα κλαίω.
Θα στραφταλιάζει ολόγυρα γύρω και μέσα μου το φως
μέσα και γύρω μου η χαρά σαν άρπα θ’ αηδονίζει
κι’ αγάλια θα μου γίνεται πάλιν ο κόσμος αδερφός
κι’ αυτός, αδέρφι μου παλιό, θα με ξαναγνωρίζει.
Και να! Μέσ’ στην όλόγελη κι’ ολάφριστη φεγγοβολή
κάτι θα πάρει πιότερον ακόμα να φεγγρίζει
κάτι, στο ουρανοθάλασσο, θ’ αστράφτει ακόμα πιο πολύ
λες σύννεφο, λες όνειρο, λες ρόδον όπου ανθίζει.
Και γω θα κλαίω γελούμενος και θα κοιτώ και θα κοιτώ
τι να ʼναι κείνο που άστραψε; – ξεκρίνω, δεν ξεκρίνω…
Μα ξέρω! –κι άξαφνα έφυγα σα γλάρος και με βιά πετώ
και το καράβι το γοργό πίσω πολύ τʼ αφήνω.
ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ,
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Κ’ είχαμε ξεκινήσει και πάλι.
Μα ετούτη τη φορά μάς κυνηγούσε με τα μεγάλα του άλματα
ο ανθρωποφάγος άνεμος της ήττας.
Νομίσαμε στην αρχή
πως οι άνθρωποι που τους κυνήγα ο ανθρωποφάγος άνεμος
γίνονται άνθρωποι κλειδομανταλωμένοι,
Ντρέπονται να δείξουνε τις πληγές τους.
Φεύγει ο καθένας μέσα σε μιαν απάτητη λαγκαδιά
σκύβει κουλουριασμένος στα δικά του χαλάσματα
γλείφει μια-μια τις πληγές του όσο να τις γιατρέψει.
Έτσι νομίσαμε στην αρχή — και νομίσαμε
πως οι άνθρωποι με τις πληγές μπορεί και ν’ αναγελάσουν τον ποιητή
αυτόν που γυρεύει ν’ ανασπαστεί τις πληγές τους σαν εικονίσματα
αυτόν πού δεν μπορεί να ξεχάσει και δε θέλει ν’ αφήσει τους άλλους
να ξεχάσουνε.
Νομίσαμε πως ο λαβωμένος ποιητής
πρέπει να οδεύει ολομόναχος μέσα στον κόσμο.
Κι’ όταν κάπου σταθεί, πρέπει να στέκεται σαν ένα ολόκλειστο σπίτι
που πασχίζει να περάσει για ακατοίκητο.
Κι’ αν τύχουν γειτόνοι
πασχίζει να μην του βρούνε μια χαραμάδα
να μην ανακαλύψουνε τη λίμνη της τρυφερότητας που απλώνεται
μέσα του.
Και πως πρέπει να φτιάξει ένα προσωπείο από χαμόγελα
για να κρύβει τους αζήτητους θησαυρούς του.
Και πως πρέπει, αν έρθουν ώρες που σπάζουν οι ορίζοντες
κ’ η ζωή γίνεται σαν ένα πηγάδι στεγνό
χωρίς μιαν υποψία επερχόμενης φλέβας,
πρέπει τότε κι’ αυτός να στρίψει το λαρύγγι του τραγουδιού του
για να μην τον δικάσει ο εισαγγελέας της χάρτινης αισιοδοξίας
πού καραδοκεί να κάνει δικαιοσύνη ακόμα και μετά θάνατον.
Έτσι νομίσαμε στην αρχή — γιατί νομίσαμε
πως οι άνθρωποι με τις πληγές αποτελούν ένα αθεράπευτο ναυάγιο
κι’ ο πληγωμένος ποιητής….
(…)
ΞΑΝΑΡΧΙΝΟΥΜΕ
(…)
Όχι, μην πει κανείς πώς δεν κουραστήκαμε,
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπεράνθρωπους.
Μην πει κανείς πώς δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να
περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι υστέρα από τα μεσάνυχτα,
Να ʼναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα.
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ʼχουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε
το βράδυ περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.
Ονειρευτήκαμε να βλέπουμε υστέρα τα παιδιά μας να πηγαίνουνε στο
σχολειό
Σίγουροι πως θα τα ξαναδούμε, σίγουροι
Πως θα τα βλέπουμε κάθε μέρα,
Όσο να γίνουν εκείνα νιοι κι εμείς γερόντοι.
Ονειρευτήκαμε να γερνούμε στα καφενεδάκια της γειτονίας μας,
ΟΟνειρευτήκαμε να πεθαίνουμε στο κρεβάτι μας,
Ονειρευτήκαμε να ζούμε και να πεθαίνουμε
Σαν άνθρωποι, μόνο σαν άνθρωποι,
Όχι σαν υπεράνθρωποι, ούτε σαν σκουλήκια της λάσπης.
Ναι! Το λέμε χωρίς ντροπή! Κουραστήκαμε
Κουραστήκαμε να βλέπουμε τα ταπεινά και τα μεγάλα μας όνειρα
Τριάντα χρόνια να φυλλορροούνε.
Αλλά εδώ δεν υπάρχει σταυροδρόμι, δεν υπάρχει θέμα εκλογής,
Δεν μπορείς να διαπραγματευτείς αμοιβαίες υποχωρήσεις,
Δεν διαπραγματεύεσαι με το δήμιο την ώρα και τον τόπο της εκτέλεσης,
Δεν μπορείς ούτε καν να γυρέψεις αναστολή
Για λίγη ξεκούραση — εδώ δεν υπάρχει ξεκούραση.
Υπάρχει θάνατος, υπάρχει σκλαβιά, υπάρχει κατάργηση της ανθρώπινης
ιδιότητας,
Υπάρχει επιστροφή σε μιαν εποχή πού οι άνθρωποι δεν ήταν ακόμα
άνθρωποι.
Γι’ αυτό και δεν υπάρχει σταυροδρόμι — ένας δρόμος υπάρχει,
Κι αν τριάντα χρόνια στάθηκαν πολλά
Ο ίδιος μένει για άλλα χίλια χρόνια και τριάντα.
Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα
του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν
για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε….
Σ΄ ένα νοσοκομείο της Πράγας, τέλη Απρίλη 1967.
[Β΄ΤΟΜΟΣ ΑΠΑΝΤΩΝ: ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ]
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ
ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνονται ανθρωποφάγοι.
Μασουλούνε παχιές γυναίκες, γερόντους, μωρά,
αποφεύγουν προσεχτικά τους σκληρόπετσους έφηβους,
αγαλλιούν σαν τύχει ποιητής κάτω απʼ το δόντι τους.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο ποιητής που τερματίζει το δρόμο του κόσμου
έσχατος και άδοξος μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας
μάταια γυρεύει να επιδείξει έναν αθλοπρεπή διασκελισμό
μάταια εκλιπαρεί ένα έσχατο βραβείο παρηγοριάς
παίρνει μάταιες ανάσες, κοιτάζει τις κερκίδες με μάτια μάταια,
επί ματαίω πασχίζει νʼ ανακαλύψει ένα ψήγμα τρυφερότητας
ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στ’ απορρίμματα
απʼ τους καιρούς που η τρυφερότητα δεν είχε ολότελα φυλλορροήσει.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο μάταιος ποιητής αναθυμάται δροσιές των ανθρώπων και των νερών
και ματαιοπονεί μέσʼστους ανθρωποφάγους δρόμους της Λευκωσίας.
ΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
Περσέψαν οι λογοήρωες στον τόπο μας.
Περσέψαν οι ανδριάντες, οι επέτειες, οι λόγοι,
οι λόγοι, λόγοι, λόγοι — οι λόγιοι λογάδες,
οι λογοκόποι, οι λογοφάγοι, οι λογοκατασκευαστές,
περσέψαν οι προσλαλιές, τα μεγαλολαλήματα,
ξενολαλιές, ντοπιολαλιές, λογοπεζά, λογοποιήματα,
περσέψαν και ξεχείλισαν τα λόγια, λόγια, λόγια,
τ’ άλογα λόγια κάναν ένα πέλαγο
που ορμά με μάνητα για να μας λογοπνίξει.
Αδέρφια, κρατηθείτε στον αφρό.
Αδέρφια, παραμερίστε τα κύματα
ρίξετε στον ορίζοντα της σωτηρίας την κραυγή:
«Γη, γη!»
Η γη των ονείρων σας είναι οι άνθρωποι — δεν είναι οι λόγοι.
ΜΙΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
Υπάρχει όμως και μια βεβαιότητα.
Όταν κοιτάζω τις άκρες των δαχτύλων μου
βλέπω να φωσφορίζει ένα φέγγος ανεξίτηλο.
Είναι που άγγιξα τʼ άστρα — είναι που βύθισα
τις τεντωμένες απαλάμες μου στους ανέμους του κόσμου
σα να τις βύθιζα στις μπούκλες ερωμένης ή αδερφής.
Είναι γι’ αυτό που ρίζωσε στ’ ακροδαχτύλια μου
ένα χνούδι χρυσό — μια σοδειά, που δεν πέτυχε
μπόρα καμιά να τη διασπαθίσει.
Μπορεί το τραγούδι μου να φορά ντύμα δικό του
μα κλείνει μέσα του και. τη δική σου καρδιά.
Αν παραμερίσεις το φόρεμα, αν ακουμπήσεις τη χούφτα
απάνω στα στήθια του τα γυμνά
θα την ακούσεις την καρδιά σου, θα την αναγνωρίσεις.
Είναι που άγγιξα τ’ άστρα κι’ αναγνώρισα τ’ άστρα σου.
Είναι που σ’ αναγνώρισα, εσένα που ζεις στο πλαϊνό σπίτι,
και σένα που ζεις στους αντίποδες.
Δεν είναι τρεις, είναι χίλιες και τρεις οι απορίες,
μ’ αυτό εδώ είναι μια βεβαιότητα.
Η μοναξιά νικιέται — ένας άνθρωπος
ακόμα κι’ όταν μετρά για ν’ ανακαλύψει
πόσα δευτερόλεπτα κάνουν οι εικοσιτέσσερις ώρες του νοσοκομείου
μπορεί ν’ ακουμπά σε αμέτρητα χέρια που απλώνονται
να τον στηρίξουν πολύ καλύτερα απ’ το κωμικό του μπαστούνι.
Κ’ ένας ποιητής
όταν είναι πάντα γιομάτος ανθρώπους
μπορεί πάντα να τραγουδά.
Χίλιες χιλιάδες και τρεις απορίες
μ’ αυτό εδώ είναι μια βε6αιότητα.
Σ’ ένα νοσοκομείο της Πράγας, Μάρτης, 1967
Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/12/18/eiauoco-dheanssaco-dhiethiaoa-aieieuacoc-adhssiaoniaethnaio-iyanco/