Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αηδονόπουλος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αηδονόπουλος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Γιάννης Αηδονόπουλος - Μπαλάντα σ' όσους μ' έχουν λησμονήσει

Για σας, που έχετε φύγει πριν ζητήσω
κάτι από τη χαρά σας να χαρώ,
που έτυχε για τους πόνους σας να ζήσω
και με του μαρτυρίου σας το σταυρό
σ’ απόκρημνες πλαγιές ν’ ανηφορίσω
τώρα, που συντροφιά μου έχω την πλάνη
θα τραγουδήσω κάτι τρομερό:
Για μένα κάλιο να ‘χατε πεθάνει…

Δεν θέλω απ’ την αγάπη σας να ελπίσω,
σαν ύστερα από χειμωνιάς καιρό
μηδέ μι’ αχτίδα φως καλοκαιρίσο,
κι’ ούτε θα μείνω για να καρτερώ
μια τύψη να σας ξαναφέρει πίσω
στο δυσμικό μου, απάνεμο λιμάνι
-να σας ξαναγαπήσω δεν μπορώ-
Για μένα κάλιο να ‘χατε πεθάνει…

Κι’ αν δεν μπορώ απ’ τη μνήμη μου να σβήσω
μι’ ανάμνησή σας -χάδι φωτερό-
κι’ είμαι δειλός για να τ’ αποφασίσω,
μέσα σε λίγο καθαρό νερό
το φαρμάκι της λησμονιάς να χύσω
μια πικρή σκέψη πάντα θα μου φτάνει
κι’ απ’ τα τραγούδια μου το πιο πικρό:
Για μένα κάλιο να ‘χατε πεθάνει…

Όμως τι μ’ αναγκάζει να θαρρώ
στο δρόμο, όταν, τυχαία σας συναντήσω
πως συναντάτε, σεις, ένα νεκρό
και τι ακαθόριστο άραγες με κάνει
το τραγούδι μου να τ’ αποσιωπήσω!
Για μένα κάλιο να ‘χατε πεθάνει…

περ. σκαραβαίος, τ. 5, Αύγουστος 1950.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Γιάννης Αηδονόπουλος - Μόνο για την Αγάπη

 Μόνο για την Αγάπη ας προσπεράσω

κι αυτή τη δύσκολή μου ανηφοριά,

κι ας προσπαθήσω να χαμογελάσω

σαν το λουλούδι στην καλοκαιριά…


Μόνο για την Αγάπη ίσως αξίζει

την πρώιμη μοναξιά μου ν’ αρνηθώ,

πριν, όπως το νερό, που πλημμυρίζει,

με παρασύρει μέσα στο βυθό.


Γύρω μου τάφοι, γύρω μου τα δάκρυα

κάποιων ματιών που κλάψανε πιστά.

Μα εγώ θα μείνω εδώ, σε κάποιαν άκρια,

με τα δικά μου βλέφαρα κλειστά.


Χωρίς να βλέπω τίποτα απ’ τη μπόρα,

κι ας είναι σαν το δέντρο να μαδώ.

Τώρα που όλα τριγύρω σβήνουν… Τώρα!

Μόνο για την Αγάπη, που είναι εδώ!

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου

 Γιάννης Αηδονόπουλος ( 1916 -1944)

 Η ΦΩΝΗ

Δεν είναι΄δω η φωνή που περιμένει
να τραγουδήσει, μόλις θα φανώ.
Τα κύματα σ’ ένα θαλασσινό
κογχύλι την κρατούν φυλακισμένη.

Στο μικρό χάος του μέσα στον παλμό της
δόνησε η τρικυμιά με στεναγμούς,
κι η θάλασσα της έμαθε ρυθμούς,
που άκουσεν η καρδιά μου στ’ όνειρό της.

Τ’ όραμα των κυμάτων και των κρίνων
στη δέσμια ηχώ της έδωσε φτερά,
και μου φυλάει, καθώς με καρτερά,
τη μελωδία της άρπας των Σειρήνων.

Και μου φυλάει τραγούδια που αντηχήσαν,
για να τ’ ακούσει μονάχα ο βυθός,
από ναυτίλους, που έθαψε ο καιρός,
κι έχουν ξενητευθεί, μα δεν γυρίσαν…

Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει
το ερωτικό τραγούδι της σιωπής
στην ξαφνική χορδή μιας αστραπής,
που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη,

κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας
μελωδικός, για να της πει δειλά,
πως η ψυχή της γης χαμογελά
στους μυρωμένους τόπους της χιμαίρας.

Πλανιέμαι…Όσο θα ζω το πεπρωμένο
σε ίχνη, χαμένα πάντα, μ’ οδηγεί.
Μα όταν το βήμα μου άθελα θα βγει
στη μεθυσμένη ακτή που περιμένω,

κι όταν το καλωσόρισμα απ’ το γλάρο
γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό,
θα γονατίσω μέσα στον αφρό,
το κογχύλι στα χέρια μου να πάρω`

κι  η μοναξιά μου, που είναι θάνατός μου
κι έχει ίσκιος μου για πάντοτε οριστεί,
σαν έκθαμβο παιδί θ’ αφουγκραστεί,
μέσ’ από αυτό, τη συμφωνία του κόσμου!

 

Πέτρος Α.Δήμας ( 1917 -2005)

ΠΑΙΔΙΚΟ

Η παιδιάτικη ψυχή μου, που αγαπούσε τα λουλούδια
Κι ήταν πάντα χαρωπή,
Που με τ’ όνειρο πετούσε, σαν τ’ αμέριμνα αγγελούδια,
Και μιλούσε στη σιωπή`

Η παιδιάτικη ψυχή μου δεν γνωρίζω τι έχει πάθει,
Πού έχει πάει, και δεν μιλά.
Μάταια, Θε μου, τη γυρεύω στα θολά, πικρά μου βάθη,
Και στα ρόδα τ’ απαλά.

Κι όμως κάποτε μαντεύω πού πηγαίνουν, τι παθαίνουν
Οι παιδιάτικες ψυχές:
Οι κακοί θα τις πληγώνουν κι έτσι αμίλητες πεθαίνουν,
Όπως ήρθαν, μοναχές.

Κι αν καμιά φορά γλιτώνουν, καθώς είναι φοβισμένες,
Θα κρυφτούν, σε μια γωνιά,
Μες στην άχαρη ύπαρξη μας` ή παλνιούνται απελπισμένες,
Στη μεγάλη παγωνιά.

zotos

Μίνως Μ. Ζώτος( 1905 – 1932)

ΕΝΑ ΕΛΑΦΡΟ ΑΝΑΣΗΚΩΜΑ

Ένα ελαφρό ανασήκωμα των ώμων μου και φτάνει
να τιναχτεί από πάνω μου του πόνου μου ο βραχνάς
κι’ όμως αυτό το ελάχιστο που κόπο δε μου κάνει,
ψυχή μου, αυτό είναι το πολύ, που δεν το αποτολμάς…

Γιώργος Καρατζάς ( 1911 -1948)

ΑΒΙΑΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Βρέχει και η σάρκα το γυαλί
θερμαίνει, ως γέρνει και φιλεί.
Βροχή ψιλή και πικραμένη,
όταν «εκείνον» δεν προσμένει.

Καρτέρεμα πίσω απ’ το τζάμι.
– Στάλα τη στάλα κυνηγά
στα σύρματα τ’ αντικρυνά.
Το δάκρυ ας έτρεχε ποτάμι!

Ας ήταν, όπως μια φορά,
να πάη ν’ ανοίξη με χαρά!
– Βήμα και χτύπημα γνωστό
και το κλεφτό φιλί ζεστό.

Κ’ η βροχή, βροχή δίχως βιάση,
νάταν πιο δυνατή να πιάση.

kotzioulas

Γιώργος Κοτζιούλας ( 1909 – 1956)

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Αν ο καλός μου ο πατερούλης μου’χε αφήκει
τίποτε χτήματα καλά, κάνα τσιφλίκι,
δεν θάμουν έτσι. Τ’ αφεντόπουλο του τόπου
γνωρίζεται κι απ’ τα σημάδια του προσώπου.

Θα μύριζε όλο ευγένεια τ’ όνομα Κοτζιούλας,
καρφί στο νου κάθε φτωχιάς κι αρχοντοπούλας.
Μια με την άλλη θα μου κένταε ένα μαντήλι
και θα παιδεύονταν με ποιον να μου το στείλει.

Αχ, ο καημός μου θα περνούσε δίχως έννιες.
Μα εγώ, αφχαρίστηγος ν’ ακούω μονάχα παίνιες,
(τρόπος παράξενος κανείς να διασκεδάσει),
μέρες και μέρες θα χανόμουνα στα δάση.

Θα’ ταν καλά μες στο λογγιά με τα ζαγάρια,
να πέφτει καμιά ντουφεκιά μακριά κι ανάρια.
Θα συλλογιόμουνα και τη βασιλοπούλα,
που καρτερεί με την κορώνα και τη βούλα.

Θα’ κοβα μόνος μου σταφύλια από τ’ αμπέλι
κι ούτε οι γερόντοι δε θα μ’ έλεγαν τεμπάλη.
– Τι να του κάνω όμως εγώ του πατερούλη,
που’ θελε να με αξήνει με το μεροδούλι;

milonogiannis

Γ.Μ.Μυλωνογιάννης(1909 – 1954)

ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ

Του εκλεκτού φίλου
ποιητή Μήτσου Παπανικολάου

Νικημένοι…Και όμως δεν δώσαμε μάχη,
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ’ εχθρός,
ενώ θάπρεπε νάμαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη…

Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι΄όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.

Μεθυσμένοι…Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβύνει κανένα πιοτό,
θάρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ’ αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε…

Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ’ αλήθεια
ότι γίναμε κι’ όλας καινούργιοι Θεοί,
την ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια…

Γελασμένοι…Δεν τόχαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θαρχόταν αυτός ο καιρός,
που κι’ ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός…
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.

Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι…

Φώτος Πασχαλινός ( 1913 -1943)

ΟΡΘΡΙΝΟ

Αυγή κι ο γήλιος μάτωσε τους κάμπους, τις βουνοπλαγιές.
Οι δροσοστάλες έλαμψαν, τρεμάμενες στα φύλλα.
Και τα πουλιά, λαλούμενα στα δέντρα, στις κληματαριές,
σκορπάν στην πλάση γύρωθε γλυκιά μι’ ανατριχίλα.

Βαθύ, γαλάζιο τ’ ουρανού χρώμα, κι αγέρι δροσερό,
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο πώς σας ποθώ σιμά μου!
Κι όπως με παίρνει τ’ όνειρο, τα στήθια ανοίγω και θαρρώ
σε μια τρανή προσπάθεια πως θα φτάστε την καρδιά μου…

Από μακριά γλυκύτατη του αργάτη ακούγεται η φωνή.
Κι ένας βοσκός σαλάγησε τα πρόβατα στα δάση.
Ω, Θε μου, ο κόσμος σου τρανός κ’ είναι η ψυχή μου ταπεινή,
που, όσο κι αν θέλω, δε βολεί για να τον αγκαλιάσει!

an8oula

Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου ( 1908 – 1935)

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΘΙΣΙΚΩΝ
( που ζούνε στα Σανατόρια)

Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι’ αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.

Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό – δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,
την ώρα που μια θλίψω μάς βαραίνει,
την ώρα που το μούχρωμα βαρύ
πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή
νιότη, που το σκουλήκι τη μαραίνει,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.

Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη
ή φθινοπώρου μέρα βροχερή,
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη,
όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρυ,
και το χαμόγελό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι’ ο πόνος τους πεθαίνη,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.

Μ’ αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή,
απ’ τους θεούς αυτοί είναι οι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή
στους ζωντανούς πώς ζούνε πεθαμένοι.

 

Γιάννης Χονδρογιάννης (1903 -1987) (απεικονίζεται στο εξώφυλλο της συλλογής)

ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Ο κόσμος έχει σήμερα γιομίσει απ’ τους καπνούς
μιας πυρκαγιάς που ανάφτηκε μέσ’ στην εγκόσμια πλάση.
Οι φλόγες της εφώτισαν τους άδειους ουρανούς
και στους γαλάζιους θόλους των νέον άστρο έχουν κρεμάσει.

Παλάτια που έστεκαν βαρειά κι’ άσειστα πέσαν τώρα
κι’ ο γδούπος τους ακούγεται βαρύς ν’ αναντραλά.
Δεν έμεινε όρθιο τίποτα μέσ’ στην παλιά τη χώρα
που μια βοή ακατάληπτη σαν ποταμός κυλά.

Κι ‘έτσι σα να’ ναι σχήματα της ίδιας της φωτιάς
προβάλλουν μέσα απ’ τους καπνούς και τα χαλάσματά της
κάποια καινούργια τέρατα παράξενης γητειάς
δαίμονες πες καταστροφής ή άγγελοι παραστάτες;

Το έντρομο πλήθος γύρω τους μαζεύτηκε κ’ οι λίγοι
έφυγαν και παλεύουνε με μιαν ενάντια ορμή.
Μόνο ο σοφός στοχάζεται: στην ίδια λάμψη σμίγει
το ματωμένο σούρουπο κ’ η ρόδινη Αυγή.

Κι’ ο ποιητής πτηνόν ιερόν και κούφον πράγμα, μόνος
και ξένος, υποκείμενον εγώπαθο κι’ αισχρόν,
στέκει παράμερα βουβός κι’ όλο ψελλίζει: ο Πόνος…
Γελοίον άθυρμα, άχρηστο σκουπίδι των καιρών.

Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση Σωτήρης Τριβιζάς

Πηγή:https://atexnos.gr/ma-ego-8a-grapso-mia-lipiteri-balada-stoyw-poiites-adoksoi-poy-nai/αστανιώτης, Αθήνα 2015

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Γιάννης Αηδονόπουλος-Υποψία


Σαν ξαφνικό φτερούγισμα περιστεριού

την υποψία κάποιας αγάπης ατενίζω

στην άκρη του κλεισμένου μου παραθυριού

μέσα στο βράδυ το μοναχικό και γκρίζο.


Κι όλ’ ανησύχησαν απ’ την αβρή επαφή

της θείας λευκότητάς του, που τάχει μαζέψει.

Μια προσδοκία, μέσα στο βραδινό, κρυφή

τρέμει σαν φως μέσα στη σκοτεινή τους σκέψη.


Χρόνια δεν τρέμισε ένα αγέρι δροσερό

στις φυλλωσιές που ακινητούν ολόγυρά μου

και δεν τρικύμισε μια πέτρα το νερό

όπου ρεμβάζει όμοια με κύκνο η μοναξιά μου.


Χρόνια δεν άπλωσε ένα χέρι να μου πει

πως έχω ρόδα στην ψυχή και θα τα κόψει

και δεν καθρέφτισε η νυχτερινή αστραπή

την ομορφιά της στη ρυτιδωμένη μου όψη.


Μ’ απόψε μια φωνή, που φτάνει από μακρυά

και ταξιδεύει με το φως και με τ’ αγέρι,

μου λέει πως πάντα υπάρχει μια αλλαξοκαιριά,

το πεπρωμένο φτάνει μόνο να τη φέρει…


Φτάνει μονάχα οι μοναχοί βηματισμοί

ν’ ανταμωθούνε σε πολύβουο σταυροδρόμι

κι είναι η φωνή τόσο γλυκειά που λέγω: Άς μη,

τη μαργαρίτα που κρατώ, μαδήσω ακόμη… 


Γιάννης Αηδονόπουλος (1916-1944)


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Γιάννης Αηδονόπουλος-Ρέκβιεμ

 Τώρα, που είμαστε μόρια θανάτου,

στους κύκλους της αβύσσου του γυρτοί,

κάτω από τα βαριά υποδήματά του

κυκλάμινα ορφανά και μας πατεί.

--

Κύριε, το πράο Σου βλέμμα σαν αχτίνα

πάνω μας ρίξε! Καλοκαιρινοί

σ’ ένα γλυκό και παραδείσιο μήνα

κάμε ν’ αστράψουν οι άδειοι Σου ουρανοί!

--

Μεσ’ απ’ τη ρηγική Σου αταραξία,

οδήγα τις στροφές των τραγουδιών

με την μπαγκέτα του άσπρου Γαλαξία

στα χείλη των χλωμών Σου αγγελουδιών!

--

Χαμήλωσε το χέρι των θαυμάτων

πάνω στης μοναξιάς μας την πληγή!

Περιπατώντας επί των κυμάτων,

έλα κι αγκυροβόλησε στη γη!

--

Ξέχασε τη φιλέρημή σου σκήτη,

πίσω απ’ τον ουρανό που μας γελά!

Το σπάταλο αίμα οδήγησε στην κοίτη

των ποταμών που τρέχουν απαλά…

--

Κύριε, κοντά μας δέξου πιά να μείνεις,

στην ταλαιπωρημένη αυτή αμμουδιά,

και με το παραμύθι της γαλήνης

νανούρισέ μας, σα μικρά παιδιά!... 


ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1916-1944)

Πηγή:http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2016/12/blog-post_25.html

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Γιάννης Αηδονόπουλος - Η φωνή

Αηδονόπουλος, Γιάννης (1916, Αρχασόν Ρωσίας - 1944, Αθήνα ...

Δεν είναι εδώ η φωνή που περιμένει

να τραγουδήσει, μόλις θα φανώ.

Τα κύματα σ’ ένα θαλασσινό

Κογχύλι την κρατούν φυλακισμένη.


Στο μικρό χάος του μέσα στον παλμό της

δόνησε η τρικυμία με στεναγμούς,

κι η θάλασσα της έμαθε ρυθμούς,

που άκουσεν η καρδιά μου στ’ όνειρο της.


Τ’ όραμα των κυμάτων και των κρίνων

στη δέσμια ηχώ της έδωσε φτερά

και μου φυλάει, καθώς με καρτερά,

τη μελωδία της άρπας των Σειρήνων.


Και μου φυλάει τραγούδια που αντήχησαν,

για να τ’ ακούσει μόνο ο βυθός,

από ναυτίλους, που έθαψε ο καιρός,

κι έχουν ξενητευθεί, μα δεν γυρίσαν…


Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει

το ερωτικό τραγούδι της σιωπής

στη ξαφνική χορδή μιας αστραπής,

που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη,


κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας

μελωδικός, για να της πει δειλά,

πως η ψυχή της γης χαμογελά

στους μοιρομένους τόπους της χίμαιρας.


Πλανιέμαι!… Όσο θα ζω, το πεπρωμένο

σε ίχνη, χαμένα πάντα, μ’ οδηγεί.

Μα όταν το βήμα μου άθελα θα βγει

στη μεθυσμένη ακτή που περιμένω,


κι όταν το καλωσόρισμα απ’ το γλάρο

γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό,

θα γονατίσω μέσα στον αφρό,

το Κογχύλι στα χέρια μου να πάρω,


κι η μοναξιά μου, που είναι θάνατος μου

κ’ έχει ίσκιος μου για πάντα οριστεί,

σαν έκθαμβο παιδί θ’ αφουγκραστεί,

μεσ’ από αυτό, τη συμφωνία του κόσμου!



Γιάννης Αηδονόπουλος  (1916, Αρχασόν Ρωσίας - 1944, Αθήνα)