Γιάννης Αηδονόπουλος ( 1916 -1944)
Η ΦΩΝΗ
Δεν είναι΄δω η φωνή που περιμένει
να τραγουδήσει, μόλις θα φανώ.
Τα κύματα σ’ ένα θαλασσινό
κογχύλι την κρατούν φυλακισμένη.
Στο μικρό χάος του μέσα στον παλμό της
δόνησε η τρικυμιά με στεναγμούς,
κι η θάλασσα της έμαθε ρυθμούς,
που άκουσεν η καρδιά μου στ’ όνειρό της.
Τ’ όραμα των κυμάτων και των κρίνων
στη δέσμια ηχώ της έδωσε φτερά,
και μου φυλάει, καθώς με καρτερά,
τη μελωδία της άρπας των Σειρήνων.
Και μου φυλάει τραγούδια που αντηχήσαν,
για να τ’ ακούσει μονάχα ο βυθός,
από ναυτίλους, που έθαψε ο καιρός,
κι έχουν ξενητευθεί, μα δεν γυρίσαν…
Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει
το ερωτικό τραγούδι της σιωπής
στην ξαφνική χορδή μιας αστραπής,
που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη,
κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας
μελωδικός, για να της πει δειλά,
πως η ψυχή της γης χαμογελά
στους μυρωμένους τόπους της χιμαίρας.
Πλανιέμαι…Όσο θα ζω το πεπρωμένο
σε ίχνη, χαμένα πάντα, μ’ οδηγεί.
Μα όταν το βήμα μου άθελα θα βγει
στη μεθυσμένη ακτή που περιμένω,
κι όταν το καλωσόρισμα απ’ το γλάρο
γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό,
θα γονατίσω μέσα στον αφρό,
το κογχύλι στα χέρια μου να πάρω`
κι η μοναξιά μου, που είναι θάνατός μου
κι έχει ίσκιος μου για πάντοτε οριστεί,
σαν έκθαμβο παιδί θ’ αφουγκραστεί,
μέσ’ από αυτό, τη συμφωνία του κόσμου!
Πέτρος Α.Δήμας ( 1917 -2005)
ΠΑΙΔΙΚΟ
Η παιδιάτικη ψυχή μου, που αγαπούσε τα λουλούδια
Κι ήταν πάντα χαρωπή,
Που με τ’ όνειρο πετούσε, σαν τ’ αμέριμνα αγγελούδια,
Και μιλούσε στη σιωπή`
Η παιδιάτικη ψυχή μου δεν γνωρίζω τι έχει πάθει,
Πού έχει πάει, και δεν μιλά.
Μάταια, Θε μου, τη γυρεύω στα θολά, πικρά μου βάθη,
Και στα ρόδα τ’ απαλά.
Κι όμως κάποτε μαντεύω πού πηγαίνουν, τι παθαίνουν
Οι παιδιάτικες ψυχές:
Οι κακοί θα τις πληγώνουν κι έτσι αμίλητες πεθαίνουν,
Όπως ήρθαν, μοναχές.
Κι αν καμιά φορά γλιτώνουν, καθώς είναι φοβισμένες,
Θα κρυφτούν, σε μια γωνιά,
Μες στην άχαρη ύπαρξη μας` ή παλνιούνται απελπισμένες,
Στη μεγάλη παγωνιά.
Μίνως Μ. Ζώτος( 1905 – 1932)
ΕΝΑ ΕΛΑΦΡΟ ΑΝΑΣΗΚΩΜΑ
Ένα ελαφρό ανασήκωμα των ώμων μου και φτάνει
να τιναχτεί από πάνω μου του πόνου μου ο βραχνάς
κι’ όμως αυτό το ελάχιστο που κόπο δε μου κάνει,
ψυχή μου, αυτό είναι το πολύ, που δεν το αποτολμάς…
Γιώργος Καρατζάς ( 1911 -1948)
ΑΒΙΑΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Βρέχει και η σάρκα το γυαλί
θερμαίνει, ως γέρνει και φιλεί.
Βροχή ψιλή και πικραμένη,
όταν «εκείνον» δεν προσμένει.
Καρτέρεμα πίσω απ’ το τζάμι.
– Στάλα τη στάλα κυνηγά
στα σύρματα τ’ αντικρυνά.
Το δάκρυ ας έτρεχε ποτάμι!
Ας ήταν, όπως μια φορά,
να πάη ν’ ανοίξη με χαρά!
– Βήμα και χτύπημα γνωστό
και το κλεφτό φιλί ζεστό.
Κ’ η βροχή, βροχή δίχως βιάση,
νάταν πιο δυνατή να πιάση.
Γιώργος Κοτζιούλας ( 1909 – 1956)
ΑΔΥΝΑΜΙΑ
Αν ο καλός μου ο πατερούλης μου’χε αφήκει
τίποτε χτήματα καλά, κάνα τσιφλίκι,
δεν θάμουν έτσι. Τ’ αφεντόπουλο του τόπου
γνωρίζεται κι απ’ τα σημάδια του προσώπου.
Θα μύριζε όλο ευγένεια τ’ όνομα Κοτζιούλας,
καρφί στο νου κάθε φτωχιάς κι αρχοντοπούλας.
Μια με την άλλη θα μου κένταε ένα μαντήλι
και θα παιδεύονταν με ποιον να μου το στείλει.
Αχ, ο καημός μου θα περνούσε δίχως έννιες.
Μα εγώ, αφχαρίστηγος ν’ ακούω μονάχα παίνιες,
(τρόπος παράξενος κανείς να διασκεδάσει),
μέρες και μέρες θα χανόμουνα στα δάση.
Θα’ ταν καλά μες στο λογγιά με τα ζαγάρια,
να πέφτει καμιά ντουφεκιά μακριά κι ανάρια.
Θα συλλογιόμουνα και τη βασιλοπούλα,
που καρτερεί με την κορώνα και τη βούλα.
Θα’ κοβα μόνος μου σταφύλια από τ’ αμπέλι
κι ούτε οι γερόντοι δε θα μ’ έλεγαν τεμπάλη.
– Τι να του κάνω όμως εγώ του πατερούλη,
που’ θελε να με αξήνει με το μεροδούλι;
Γ.Μ.Μυλωνογιάννης(1909 – 1954)
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ
Του εκλεκτού φίλου
ποιητή Μήτσου Παπανικολάου
Νικημένοι…Και όμως δεν δώσαμε μάχη,
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ’ εχθρός,
ενώ θάπρεπε νάμαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη…
Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι΄όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.
Μεθυσμένοι…Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβύνει κανένα πιοτό,
θάρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ’ αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε…
Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ’ αλήθεια
ότι γίναμε κι’ όλας καινούργιοι Θεοί,
την ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια…
Γελασμένοι…Δεν τόχαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θαρχόταν αυτός ο καιρός,
που κι’ ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός…
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.
Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι…
Φώτος Πασχαλινός ( 1913 -1943)
ΟΡΘΡΙΝΟ
Αυγή κι ο γήλιος μάτωσε τους κάμπους, τις βουνοπλαγιές.
Οι δροσοστάλες έλαμψαν, τρεμάμενες στα φύλλα.
Και τα πουλιά, λαλούμενα στα δέντρα, στις κληματαριές,
σκορπάν στην πλάση γύρωθε γλυκιά μι’ ανατριχίλα.
Βαθύ, γαλάζιο τ’ ουρανού χρώμα, κι αγέρι δροσερό,
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο πώς σας ποθώ σιμά μου!
Κι όπως με παίρνει τ’ όνειρο, τα στήθια ανοίγω και θαρρώ
σε μια τρανή προσπάθεια πως θα φτάστε την καρδιά μου…
Από μακριά γλυκύτατη του αργάτη ακούγεται η φωνή.
Κι ένας βοσκός σαλάγησε τα πρόβατα στα δάση.
Ω, Θε μου, ο κόσμος σου τρανός κ’ είναι η ψυχή μου ταπεινή,
που, όσο κι αν θέλω, δε βολεί για να τον αγκαλιάσει!
Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου ( 1908 – 1935)
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΘΙΣΙΚΩΝ
( που ζούνε στα Σανατόρια)
Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι’ αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.
Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό – δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,
την ώρα που μια θλίψω μάς βαραίνει,
την ώρα που το μούχρωμα βαρύ
πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή
νιότη, που το σκουλήκι τη μαραίνει,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.
Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη
ή φθινοπώρου μέρα βροχερή,
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη,
όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρυ,
και το χαμόγελό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι’ ο πόνος τους πεθαίνη,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.
Μ’ αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή,
απ’ τους θεούς αυτοί είναι οι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή
στους ζωντανούς πώς ζούνε πεθαμένοι.
Γιάννης Χονδρογιάννης (1903 -1987) (απεικονίζεται στο εξώφυλλο της συλλογής)
ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Ο κόσμος έχει σήμερα γιομίσει απ’ τους καπνούς
μιας πυρκαγιάς που ανάφτηκε μέσ’ στην εγκόσμια πλάση.
Οι φλόγες της εφώτισαν τους άδειους ουρανούς
και στους γαλάζιους θόλους των νέον άστρο έχουν κρεμάσει.
Παλάτια που έστεκαν βαρειά κι’ άσειστα πέσαν τώρα
κι’ ο γδούπος τους ακούγεται βαρύς ν’ αναντραλά.
Δεν έμεινε όρθιο τίποτα μέσ’ στην παλιά τη χώρα
που μια βοή ακατάληπτη σαν ποταμός κυλά.
Κι ‘έτσι σα να’ ναι σχήματα της ίδιας της φωτιάς
προβάλλουν μέσα απ’ τους καπνούς και τα χαλάσματά της
κάποια καινούργια τέρατα παράξενης γητειάς
δαίμονες πες καταστροφής ή άγγελοι παραστάτες;
Το έντρομο πλήθος γύρω τους μαζεύτηκε κ’ οι λίγοι
έφυγαν και παλεύουνε με μιαν ενάντια ορμή.
Μόνο ο σοφός στοχάζεται: στην ίδια λάμψη σμίγει
το ματωμένο σούρουπο κ’ η ρόδινη Αυγή.
Κι’ ο ποιητής πτηνόν ιερόν και κούφον πράγμα, μόνος
και ξένος, υποκείμενον εγώπαθο κι’ αισχρόν,
στέκει παράμερα βουβός κι’ όλο ψελλίζει: ο Πόνος…
Γελοίον άθυρμα, άχρηστο σκουπίδι των καιρών.
Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση Σωτήρης Τριβιζάς
Πηγή:https://atexnos.gr/ma-ego-8a-grapso-mia-lipiteri-balada-stoyw-poiites-adoksoi-poy-nai/αστανιώτης, Αθήνα 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου