Πίσω μας, έρχονταν
λυπημένα άλογα,
σκυφτοί άνθρωποι με σβησμένα μάτια
κι ένας μισότρελος αναξιόπιστος μάντης
με το γερασμένο γεράκι του.
Γυναίκες χωρίς προσωπο
κρατούσαν τις εικόνες,
ψιθύριζαν λόγια ακατάληπτα,
εξόρκιζαν τα δαιμόνια.
Εμείς, οι τελευταίοι απομείναντες
της μεγάλης στρατιάς των σαλτιμπάγκων,
κρατούσαμε ευλαβικά τον πάπυρο
με τις οδηγίες για το στήσιμο
της νέας μας πόλης.
Τα ερείπια των παλιών μας σπιτιών
ηταν φορτωμένα στα κάρα,
οι ήχοι, η νάφθα,
τα πορφυρά ενδυματα των ιερέων,
τα μανιφέστα, οι ώρες των περίπολων,
η βαριά πύλη της αιωνιότητας.
Το τελευταίο μας καταφύγιο ήταν στα χέρια
του αδυσώπητου χρόνου.
Γιώργος Δάγλας, "Κανταδες για ένα δαίμονα", Εκδοσεις Φίλντισι 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου