στίχοι (127-132)
Ρίμες πλεχτές, σκληρό ακλουθώντας νόμο,
τρεις τρεις, σφιχτά σοφίλιαζαν σαν πέτρες
κι οι στοχασμοί, στου νου τον οικοδόμο
πιστοί, κολόνες σκώνουνταν ουδέτρες
κι αρμονικές φωνές μες το σκοτάδι
τη λειτουργιά κυβέρνουν νομοθέτρες.]
Στίχοι 145-181 (τέλος)
Φύσηξε αγέρι δροσερό της χάρης
και σαν μαγνάδι ξομπλιαστό σηκώθη
και μετεωρίστη ο νους ο καβαλλάρης:
Θρόνο σμαράγδι και ζαφείρι νιώθει
να κατεβαίνει από τον ήλιο λάβρος,
να τον τραβούν οι πιο βαθιοί μας πόθοι-
λιοντάρι, αιτός, αρχάγγελος και ταύρος.
Στου νου το μυστικό το ρόδο ανοίγει,
λάμπει όλο φως ο θάνατος ο μαύρος,
φωνή απαλή τα σπλάχνα του τυλίγει,
και με αναγάλλιαση κρυφή και φρίκη
θωράει τα ιερά θεριά με φως μαστίγι
βαρώντας τα, σαν πονεμένη νίκη,
μεγαλομάτα, αγέλαστη, όλο βέλη
να κατεβαίνει απάνου του η Βεατρίκη.
Χιλιοτριαντάφυλλο ο ουρανός, κι οι αγγέλοι
τρυγούν, αργατικοί σαν τα μελίσσια,
της σκοτεινής αθανασιάς το μέλι.
Ασπρα στη γης σαλέψαν κυπαρίσσια,
το φλογαμάξι εστάθη, κι όλο γλύκα
φωνούλα αηδονολάλησε αγγελίσια,
που όλο τον πόνο της ζωής ενίκα,
κι έλιωνε ο νους σαν χιόνι μες τον ήλιο:
“Φίλε ακριβέ, χίλια καλώς σε βρήκα!'
Γοργά τις φούχτες του έβαλεν αντήλιο,
χαμογελάει στην αγαπώ, και βρύση
τα κλάματά του τρέχουν, κι αντιστύλιο
μοχτάει στης γης τα χέρια ν’ ακουμπήσει
και λόγια τρυφερά να βρει στα σπλάχνα,
γλυκά πολύ, να την καλωσορίσει.
Μα τ’ άγια μάτια της καλής του αδράχνα,
σα δίχτυα γαληνά σε ονειροφάντη
βυθό, κορμί και νου του δίχως άχνα.
Ανοίγει η νύχτα αγάλια το αστρομάντι,
σμίξαν σταυρό του άγριου αθλητή τα χέρια
κι οι παζαρίτες βρήκαν πια το Ντάντη
νεκρό, τα πρώτα ως πρόβαλλαν αστέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου