Δευτέρα 12 Μαΐου 2025
Σοφία Κολοτούρου - Καρυωτάκης - Πολυδούρη, 2009
Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
Η μπαλάντα της Μαρίας Πολυδούρη-Μαρία Κουγιουμτζή
Στίχοι: Σταύρος Κουγιουμτζής
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Κουγιουμτζή
Στο γραφείο σου εκεί στην επαρχία
Όλα τ' άφησες και μείναν όπως χθες
Στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία
Και οι ζωές μας δυο παράλληλες γραμμές
Ένα σύμβολο στον μώλο η σημαία
Ένα σύμβολο και συ μοναχικό
Κάθε βράδυ περπατάς στην προκυμαία
Με μια σφαίρα φυτεμένη στο μυαλό
Σ' ένα θέατρο που έπαιξες για λίγο
αποσπάσματα και ανόμοιες σκηνές
είπες φτάνει δεν αντέχω πιά θα φύγω
με σκοτώνουν διαρκώς οι θεατές
Όταν ήρθες να με δείς στην Σωτηρία
και μου έφερες λουλούδια και γλυκά
όλα πέρασαν με μιας στην ιστορία
και χωρίσαμε σε λίγο φιλικά.
Σάββατο 23 Ιουλίου 2022
Άγγελος Σικελιανός - Στη Μαρία Πολυδούρη
Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά σου. Είναι κρυφός
ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι.
και χρόνια τώρα, ανήξερά Σου, είμαι για Σένα ο αδερφός,
οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι...
Κι’ αν απ’ την όχτη φαίνεται πως έρχομαι, όπου τη νευρή
των τόξων μου τανύζω
με πείσμα, ενάντια στην οκνιά που με κυκλώνει τη μιαρή,
μα αληθινά, γυρίζω
από την όχτην όπου ανθούν οι θείοι μονάχα ασφοδελοί
κι’ όπου σαλεύει μόνο
όποια μορφή αναδύθηκε για μένα ως πλέρια ανατολή
μέσ’ απ’ τον τέλειο πόνο...
Εκείθεν’ έρχομαι σ’ Εσέ, που ο θάνατός μου κ’ η ζωή
διπλό μου φέγγει αστέρι.
μα γίνοντ’ ένα μέσα μου και τα τυλίγει μια πνοή
σα Σου κρατώ το χέρι,
και συλλογιέμαι πως δεν ήρτα αργά κοντά Σου (με το φως
ή το σκοτάδι αν πρόλαβα), τι φτάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
αυτών που μ’ ετοιμάσανε να Σού ‘μαι ο άξιος αδερφός,
και νά ‘μαι πλάι Σου πάλι...
Πέμπτη 1 Απριλίου 2021
Μίνος Ζώτος-Ξεγέλασμα
(Στην αληθινή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη)
Ήταν, θυμούμαι , κάποτε, που δίχως ναν το νιώθω
Κρυφά η ζωή μου εθέρμαινε τον τολμηρό μου πόθο,
Κι ανοίγοντας τα μάτια μου μπροστά της θαμπωμένα,
Έλεα και βρήκα τ΄ όνειρο που εταίριαζε για μένα.
Θυμούμαι, που υποσχετική κοντά της μ΄ εκαλούσε
Και μ΄ έκραζε μυριόστομη και μου χαμογελούσε
Τα θέλγητρά της που άφηνε μονάχα να μαντέψω
-έτσι κι αν δεν το πίστευα να ιδώ και να πιστέψω-
Μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επιάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη.
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει,
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει…
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020
Μίνως Ζώτος- Δύο Ποιήματα για τη Μαρία Πολυδούρη
Μαρία Πολυδούρη
Όλα τα ωραία βιβλία για σένα λένε
κι όλα τα παραμύθια τα πουλιά.
Τ’ άνθη, Μαρία, την άνοιξη σε κλαίνε,
Μαρία, πικρά σε κλαίνε τα πουλιά.
Σε κλαίνε οι χάρες κ' οι αύρες οι γελούσες
κι ανώφελα για σένα τις ρωτώ·
κλαίνε όλες, λυσίκομες, οι Μούσες
και πιο γοερά, Μαρία, η Ερατώ.
Σε ρεματιές νεράιδες σε θρηνούνε
Ξωθιές στα δάση, λάμιες στα βουνά.
Μαρία, τα εξωτικά σου μάτια πούναι,
πούναι, Μαρία, τα χείλη τα γκρενά;
Κι εδώ, από μας, Μαρία, σ' αποζητούνε
όλες οι ωραίες οι σκέψεις, ορφανές.
Μαρία, τα ωραία τα λάθη μας πενθούμε
κ' οι αγάπες οι θανάσιμες κι αγνές.
Η Μαρία πέθανε...
Σήμερα η μέρα πέρασε με τη Μαρία φευγάτη!
Όχι πως απαρνήθη την τόση μας στοργή,
όχι πως πάει ταξίδι, μήτε παρόμοιο κάτι.
Αλίμονο μας! Έχει πεθάνει απ’ την αυγή
κι ο γλυκασμός μαζί της και τ’ όνειρο κι η απάτη
κι ο ήλιος της ζωής μας εχάθη από τη γη!
Πηγή: Κ. Σ. Κώνστας (επιμ), Μίνως Ζώτος, Άπαντα 1972.
Πέμπτη 25 Απριλίου 2019
Μ. Πολυδούρη: Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες το σκοτάδι
Η Μαρία Πολυδούρη εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την Πολυδούρη και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Παρά την αφοσίωση του Γεωργίου, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στη μυθιστορία του Γκιμοσούλη «Βρέχει φως», η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αισθάνονται «ατελείωτα», δηλαδή απόλυτα, μέσω της φαντασίας και του «διπλού» βλέμματός της. Με αυτό υπερβαίνουν την απλή αισθητηριακή εντύπωση και προχωρούν στις αθέατες πλευρές, εκείνες όπου βρίσκεται όλη η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Μολοντούτο, δημιουργείται και πάλι μία καίρια παρενέργεια. Καθώς η απόλαυση αναρριπίζει την επιθυμία και την καθιστά πιο έντονη, δημιουργεί συγχρόνως ένα ανεξάντλητο και αδιαλείπτως ανελισσόμενο ρεπερτόριο επιθυμούμενων επιθυμιών που καταλήγει σ’ ένα συνεχή βασανισμό και στην αποκαλούμενη «οδύνη της ηδονής». «Πως είναι δυνατόν μία και μόνη απόλαυση να ισοδυναμεί με χίλιες οδύνες;» διερωτάται ο Λεοπάρντι, παραφράζοντας το στίχο του Πετράρχη. Απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο η διαπίστωση: «κι όμως έτσι προχωρεί η ζωή», ως εική, όπως τύχει. Την τύχη επικαλείται και η Πολυδούρη καθώς και το παράλογο της ζωής και του θανάτου. Αλλά αυτή ανακαλύπτει από νωρίς το μυστικό της ζωής, ως πράξη και πίστη σε κάτι, σ’ ένα ιδανικό, σ’ έναν έρωτα, σ’ έναν άνθρωπο: «Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες στο σκοτάδι», γράφει στον Καρυωτάκη. Εκείνος απέτυχε να πιαστεί από κάπου και πλήρωσε: «... για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανέναν ιδανικό στη ζωή τους... κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».
Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου.
Επιστρέφοντας στο «Βρέχει φως» του Κώστα Γκιμοσούλη, σκέφτομαι το παράδοξο, που διατύπωσε πριν αιώνες ο ποιητής ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, σύμφωνα με το οποίο «αν δεν υπήρχε η αγάπη για τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχε δυστυχία· από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει ευτυχία χωρίς την αγάπη για τον εαυτό μας». Εξ αιτίας αυτού του αδιεξόδου, λοιπόν, η ζωή στερείται τη φυσική και υπέρτατη ανάγκη της, την επιθυμία της, το σκοπό της, την τελειότητά της, δηλαδή την ευτυχία, γεγονός που την καθιστά από τη φύση της μία βίαιη κατάσταση. Ο πολιτισμός, επιπλέον, συντελώντας στην εκλέπτυνση των ψυχικών ιδιοτήτων και τον εμπλουτισμό της εσωτερικής ζωής, οδηγεί στη μεγαλύτερη ανάπτυξη της αγάπης για τον εαυτό μας, στην αύξηση της επιθυμίας για την ευτυχία και κατά συνέπεια σε μεγαλύτερη δυστυχία, η οποία είναι ευθέως ανάλογη της προόδου. Έτσι, η διηνεκής ματαίωση της ευτυχίας καθιστά τη βία της ζωής, με την εσωτερικευμένη μορφή της κατάθλιψης, ατελείωτη και τη «θετική δυστυχία» παρούσα κάθε στιγμή.
Σ’ αυτό το σημείο έρχεται να εμπλακεί η ηδονή ως ισχυρός περισπασμός και διαδικασία αποσύνδεσης από την αγάπη για τον εαυτό μας. Ενεργοποιούνται τότε το αλκοόλ για τον Καρυωτάκη, η ευθυμία και οι εφήμερες διασκεδάσεις της Πολυδούρη και γενικά ότι στομώνει το Εγώ -που με τις τεράστιες δαγκάνες του μας καταπίνει. Όμως, «ζει κανείς στο βαθμό που αγαπάει τον εαυτό του» και η αγάπη της ηδονής, επειδή είναι αδιαχώριστη συνέπεια αυτής της αγάπης, αδυνατεί να δώσει άπειρες πραγματικές απολαύσεις, γι’ αυτό γίνεται μία αναπλήρωση των ελλείψεων μέσω της ελπίδας και των αυταπατών της μεγαλύτερης δυνατής ποικιλίας απολαύσεων. Με αυτό τον τρόπο η χαρά της προσμονής, της προσδοκώμενης ευτυχίας και η έντονη βίωσή της μέσω της ονειροφαντασίας δημιουργεί τις συνθήκες μιας προεξοφλημένης απόλαυσης που είναι, μάλιστα, πιο έντονη από αυτή που πρόκειται να συμβεί, αν συμβεί. Η γραφή, τα επιδομένα ή τα ανεπίδοτα γράμματα και ποιήματα των δύο νέων θα λειτουργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Δευτέρα 1 Απριλίου 2019
Ποιητικός περίπατος στα βήματα της Μαρίας Πολυδούρη
Απ’ το επεισόδιο «Μαρία Πολυδούρη»
της σειράς ντοκιμαντέρ «Εποχές και Συγγραφείς» του Τάσου Ψαρρά, πληροφορούμαστε
ότι το σπίτι που γεννήθηκε η Καλαματιανή ποιήτρια βρισκόταν στη συμβολή των
οδών Μπενάκη και Τζάννε (πίσω από το κτίριο της Δημοτικής Φιλαρμονικής
Καλαμάτας). Το δυστύχημα είναι πως στις μέρες μας, το οίκημα δεν έχει διασωθεί.
Πριν ανατάτουμε την βραχεία και
πολυπλάνητη ζήση της Μαρίας Πολυδούρη, αξίζει να προσεγγίσουμε έστω και νοερά
την Καλαμάτα των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Η πόλη περιστοιχίζεται
απ’ το βενετσιάνικο κάστρο (φρούριο για τους παλαιότερους), το οποίο ορθώνεται
σ’ έναν λόφο στα βορειοδυτικά της πόλης. Σκόρπια σπίτια υπάρχουν στην οδό Αριστομένους,
τη Φαρών, την Ακρίτα κι ένας πυρήνας στην παραλία. Κεντρική πλατεία της πόλης
είναι η (οδός) 23ης Μαρτίου, ενώ έχουν οι ανοιχθεί οι οδοί Υπαπαντής και
Σιδηροδρομικού Σταθμού και συνεχίζεται η διευθέτηση της κοίτης του Νέδοντα
(έργο που ολοκληρώνεται το 1939).
Την περίοδο 1882-1901 αιώνα
χτίζεται το λιμάνι της Καλαμάτας, το 1896 επιτυγχάνεται η σιδηροδρομική σύνδεση
με την Αθήνα και μετά το 1905 η πόλη λογίζεται ενιαίο πολεοδομικό
σύνολο [1], καθώς επάνω πόλη και Παραλία συνδέονται
πλέον με κάθετους δρόμους. Η διαφαινόμενη ανάπτυξη, απότοκο της διάνοιξης του
λιμανιού, έδωσε νέα αίγλη στην πόλη. Το 1899 έχουμε ηλεκτροφωτισμό, το 1904
δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό και το 1910 ηλεκτροκίνητο τραμ. Την ίδια περίοδο
κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα νεοκλασικά κτίρια που πιστοποιούν την
ανάπτυξη μιας τοπικής αστικής τάξης.
Η Καλαμάτα χαρακτηρίζεται «Μασσαλία
του Μοριά» και ζει την δική της belle époque, γεγονός που έχει αντίκτυπο στις
τέχνες και τον πολιτισμό. Σταδιακά, κάνουν την εμφάνισή τους λέσχες, σωματεία,
θέατρο, κοσμικά κέντρα, δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και εκδίδονται εφημερίδες.
Με φροντίδα της Ρεγγίνας Πανταζοπούλου το 1911 ανοίγουν οι πύλες της
Λαϊκής Σχολής. Χαρακτηριστική είναι και η αύξηση του πληθυσμού της πόλης
(Δήμος Καλαμών: 15.479 κάτοικοι το 1889, 28.960 το 1928), δεδομένης και της
άφιξης των προσφύγων, στα 1914 και 1922, οι οποίοι εγκαθίστανται στις παρυφές
της πόλης επεκτείνοντας τον γεωγραφικό της χάρτη.
Επιστρέφοντας στην απάνω πόλη,
αξίζει να σταθούμε στη διασταύρωση των Οδών Μπενάκη και Τζάννε. Σ΄ αυτό το
σημείο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και μελετητή της νέας ελληνικής
λογοτεχνίας Τάσο Ψαρρά σ’ ένα «φωτεινό σπιτάκι γεμάτο φως»[2] - σήμερα δυστυχώς δεν σώζεται - «είδε τα πρώτα
φώτα του έαρος»[3] το δείλι της 1ης Απριλίου 1902 η Μαρία
Πολυδούρη, κόρη του φιλελεύθερου φιλόλογου Ευγενίου Πολυδούρη από τη Μικρομάνη Μεσσηνίας
και της Κυριακής Μαρκάτου, φεμινίστριας και αναγνώστριας της Εφημερίδας των
Κυριών της Καλλιρόης Παρρέν.
Η Μαρία ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές
της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του
Γυθείου και των Φιλιατρών και σε ηλικία 16 ετών διορίζεται, ύστερα από
διαγωνισμό, στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το προοδευτικό κλίμα που επικρατούσε στην
οικία Πολυδούρη επηρέασε την Μαρία, η οποία είδε με θετικό μάτι την Οκτωβριανή
Επανάσταση και πίστεψε στην ισότητα των φύλων. Σε ηλικία 17 ετών, μάλιστα,
συνεχάρη μέσω τηλεγραφήματος τον φιλελεύθερο βουλευτή Θάνο
Τυπάλδο-Μπασιά, ο οποίος πρότεινε στο Κοινοβούλιο την κατοχύρωση της
ισοπολιτείας των γυναικών.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία
Αττικοβοιωτίας. Η άφιξή της στην πρωτεύουσα σηματοδοτήθηκε από την εγγραφή στην
ανδροκρατούμενη Νομική Σχολή των Αθηνών, όπου έγινε δεκτή με επευφημίες. Εμφορούμενη
από την πίστη στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου, κάνει παρέα με άνδρες – ιδίως διανοούμενους και καλλιτέχνες – καπνίζει, πίνει και επιδίδεται στη
γραφή. Να
μην προσπεράσουμε και ότι ενοικίασε διαμέρισμα στην καλλιτεχνική περιοχή των
Εξαρχείων (Οδός Ιπποκράτους και Μεθώνης 7).
Τα παρθενικά ποιητικά σκιρτήματα
της Μαρίας μπορούν να αναζητηθούν στο Γύθειο και τα μανιάτικα μοιρολόγια – σύμφωνα
με μαρτυρίες της αδερφής της Βιργινίας επισκεπτόταν κηδείες και γυρνούσε στο
σπίτι αργά με κλαμένα μάτια – που άρδευσαν το ποιητικό της έργο. Ενδεικτικό
παράδειγμα το πρωτόλειό της πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», που αναφέρεται
στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των
Φιλιατρών. Στα λυκειακά της χρόνια θέλγεται από την λυρική ποίηση και
ιδίως από τη Σαπφώ, ενώ αργότερα μεταφράζει τους Γάλλους καταραμένους
ποιητές. Σταθμός για την πορεία του έργου της υπήρξε και η γνωριμία της με τον
Κώστα Καρυωτάκη. Στη θεματική της, μόνες ακατάλυτες δυνάμεις στέκουν ο
έρωτας κι ο θάνατος. Υπό το κράτος τους, το ποιητικό υποκείμενο, διαπνεόμενο
από πηγαία λυρική έξαρση και ρέμβη, ωθείται στη θλίψη και αγγίζει τα όρια της
συντριβής.
Γραμματολογικά, η Μαρία Πολυδούρη
εντάσσεται στους «νεορομαντικούς και νεοσυμβολικούς» ποιητές του Μεσοπολέμου με
πιστούς συνοδοιπόρους τον Τέλλο Άγρα, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Κώστα
Ουράνη, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Μήτσο Παπανικολάου και προεξάρχοντα τον Καρυωτάκη.
Πρόκειται εν ολίγοις για την ποιητική Γενιά που επηρεάζεται από την κοινωνική
και πολιτική ζωή της εποχής (Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Εκστρατεία και
Καταστροφή, προσφυγιά, πολιτική αστάθεια, επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική
ζωή, εργατικό κίνημα) και κυμαινόμενη στο σταυροδρόμι παράδοσης και
νεωτερικότητας, πασχίζει να μετουσιώσει σε στίχο τα προσωπικά της αδιέξοδα,
αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την αισθητική αρτιότητα της γενιάς του 1880 και τα
συλλογικά οράματα, γεγονός που συνετέλεσε στην απαξίωση τους από τους
Αριστερούς διανοουμένους που δε διστάζουν να τους θεωρήσουν «παρακμίες». Ενδεικτική της περιρρέουσας πνευματικής
ατμόσφαιρας της εποχής, η σταδιακή αμφισβήτηση της ποιητικής πρωτοκαθεδρίας του
πολυγραφότατου εθνικού βάρδου Κωστή Παλαμά, την ώρα που κέρδιζε έδαφος η
ευσύνοπτη και στραμμένη στα ενδότερα γραφίδα του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Οι περισσότεροι Μεσοπολεμικοί
ποιητές φτάνουν στο χάος νωρίς και χάνονται με τραγικό τρόπο. Η Μαρία
μετά τον χωρισμό της με τον Καρυωτάκη, αφού απολύθηκε ως αργόμισθη από το
δημόσιο και διαγράφηκε από τη Νομική, αρραβωνιάστηκε τον εύπορο δικηγόρο Αριστοτέλη
Γεωργίου και στράφηκε στο θέατρο. Φοιτά, μάλιστα, στη Δραματική Σχολή του
Εθνικού Θεάτρου (δάσκαλοί της ο Φώτος Πολίτης και η Μαρίκα Κοτοπούλη) και στη
Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πρωταγωνιστεί στην παράσταση το Κουρέλι του
Ντάριο Νικοντέμι, ενώ λίγο πιο μετά διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου
και φεύγει στο Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει ραπτική. Το 1928 προσβάλλεται
από φυματίωση και επιστρέφει στην Αθήνα, έχοντας απωλέσει την περιουσία της.
Νοσηλεύεται στο σανατόριο Σωτηρία σ’ ένα δωμάτιο της
τρίτης θέσης. Εκεί δεχόταν τη φροντίδα της αδερφής της Βιργινίας και τις
επισκέψεις λίγων φίλων ανάμεσά τους η Μυρτιώτισσα, ο Άγγελος Σικελιανός, οι
«ήσσονες» ποιητές Μίνως Ζώτος, Γιάννης Παπαδάκης και Γιάννης
Χονδρογιάννης [4] και ο φανατικός θαυμαστής της Βασίλης
Γεντέκος. Στη Σωτηρία νοσηλευόταν και ο Γιάννης Ρίτσος, στον
οποίον η ποιήτρια αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στον χώρο του σανατόριου, όπου
υποδέχθηκε για τελευταία φορά τον Καρυωτάκη, πληροφορήθηκε τον Ιούλιο του 1928
τη συνταρακτική είδηση της αυτοχειρίας του…
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη
της ποιητική συλλογή με τίτλο Οι τρίλλιες που σβήνουν και
τον επόμενο η στερνή με τίτλο Ηχώ στο Χάος. Στην εργογραφία
της συμπεριλαμβάνονται ακόμα κάποια ανέκδοτα ποιήματα, το Ημερολόγιό της
και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία στηλιτεύει τον συντηρητισμό και την
υποκρισία της εποχής της. Αυτή η νουβέλα συμπεριλαμβάνεται στον τόμο: Μαρία
Πολυδούρη, Άπαντα, Επιμέλεια: Τάκης Μενδράκος, Αθήνα: Αστάρτη, 1989
με τον τίτλο Μυθιστόρημα. Οι τελευταίες εκδόσεις του έργου
της Τα Ποιήματα και Ρομάντζο και Άλλα πεζά κυκλοφορούν
από την Εστία το 2014, με επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά.
«Το πιο λεπτό άνθος με το πιο
δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση»[5], όπως εύστοχα και η ίδια προέβλεψε στη συλλογή
Οι Τρίλλιες που σβήνουν, πέθανε «μιαν αυγούλα μελαγχολική του
Απρίλη» στην Κλινική Χρηστομάνου. Σύμφωνα με τη Λιλή Ζωγράφου, εκπονήτρια
εμπεριστατωμένης μονογραφίας για την ποιήτρια, η Πολυδούρη χρησιμοποίησε τις
ενέσεις μορφίνης που προμηθεύτηκε από τον φανατικό θαυμαστή της Βασίλη
Γεντέκο. Ήταν μόλις 28 χρόνων.
Το 1922, ανήμερα 20ων της
γενεθλίων σε ανεπίδοτη επιστολή είχε σημειώσει:
«Ο μήνας που
μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια
μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης
με πεθαίνει. Απρίλιε…Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου
θυμίζεις ό,τι μου λείπει…με απελπίζεις».
[1] Μέχρι τότε Καλαμάτα και Παραλία λογίζονταν
διαφορετικό πολεοδομικό συγκρότημα.
[2] φράση από το Ημερολόγιο της
ποιήτριας
[3] Ό. π.
[4]Γνωστός
ο σφοδρός έρωτάς της με τον Κώστα Καρυωτάκη και λιγότερο γνωστή – έως απολύτως
άγνωστη – η πλατωνική ερωτική της σχέση με τον Κερκυραίο ποιητή Γιάννη
Χονδρογιάννη (1903-1987). Λίγο προτού πεθάνει, του γράφει: «Βλέπετε… πρέπει
να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από
κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα ’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη
σας! Αντίο Γιάννη. – Μαρία». (Στοιχεία από δημοσίευμα του Σωτήρη Τριβιζά,
περ. Πόρφυρας, τ. 151-152).
[5] Χαρακτηρισμός του Χονδρογιάννη.
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019
Γιώτα Αργυροπούλου- Μαρία Πολυδούρη
Γιώτα Αργυροπούλου, Ποιητών και Αγίων Πάντων, Μεταίχμιο 2013