Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά σου. Είναι κρυφός
ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι.
και χρόνια τώρα, ανήξερά Σου, είμαι για Σένα ο αδερφός,
οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι...
Κι’ αν απ’ την όχτη φαίνεται πως έρχομαι, όπου τη νευρή
των τόξων μου τανύζω
με πείσμα, ενάντια στην οκνιά που με κυκλώνει τη μιαρή,
μα αληθινά, γυρίζω
από την όχτην όπου ανθούν οι θείοι μονάχα ασφοδελοί
κι’ όπου σαλεύει μόνο
όποια μορφή αναδύθηκε για μένα ως πλέρια ανατολή
μέσ’ απ’ τον τέλειο πόνο...
Εκείθεν’ έρχομαι σ’ Εσέ, που ο θάνατός μου κ’ η ζωή
διπλό μου φέγγει αστέρι.
μα γίνοντ’ ένα μέσα μου και τα τυλίγει μια πνοή
σα Σου κρατώ το χέρι,
και συλλογιέμαι πως δεν ήρτα αργά κοντά Σου (με το φως
ή το σκοτάδι αν πρόλαβα), τι φτάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
αυτών που μ’ ετοιμάσανε να Σού ‘μαι ο άξιος αδερφός,
και νά ‘μαι πλάι Σου πάλι...
Πηγή: Λυρικός Βίος, τ. 5, Αθήνα: Ίκαρος 1965, σ. 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου