Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γκανάς Μιχάλης (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γκανάς Μιχάλης (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Κώστας Κουτσουρέλης - Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά

 

Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.

Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο;

Υπάρχουν λόγοι που εξηγούν το επίτευγμα. Ο αναγνώστης θα τους βρει συγκεντρωμένους σ’ αυτόν τον τόμο, κοντά 300 σελίδες, που συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν του λυρικού έργου του ποιητή – επτά συλλογές δημοσιευμένες σε διάστημα 34 ετών, από το 1978 ώς το 2012. Γράφω «σχεδόν» επειδή ο Γκανάς επέλεξε να μη περιλάβει σ’ αυτόν μια επιλογή έστω από τα πάμπολλα και κοσμαγάπητα τραγούδια του. Κρίμα, νομίζω, κι αυτό όχι μόνο επειδή η ποιότητα αρκετών από αυτά δεν υστερεί από εκείνη των «επίσημων» ποιημάτων του. Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι, έλεγε ο Παλαμάς, και το έργο του Γκανά στην ολότητά του, μελοποιημένο και «λόγιο», ελευθερόστιχο και έμμετρο, συνιστά λαμπρή απόδειξη του παλαμικού ορισμού. Αλλά και αποδεικνύει εκ του αντιθέτου ότι όπου η ποίηση τείνει να ξεκόψει από το τραγούδι, όπως το βλέπουμε να γίνεται σήμερα από αδυναμία ή ιδεασμό, κινδυνεύει να ξεπέσει στη στέγνια και τη σοβαροφάνεια.

Ο ίδιος ο Γκανάς δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα αυτή. Όπως ποτέ του δεν πιάστηκε στο άδοξο δόκανο της εκφραστικής ακρότητας, της καινοθηρίας, του εντυπωσιασμού. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, δεν έχασε την επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Στα ποιήματά του περισώζεται ένας πανάρχαιος συμβολικός κόσμος, αυτός που γέννησε και συγκράτησε η ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ένας κόσμος που δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι’ αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ’ όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος: Της ουτοπίας από τη μια, και του μηδενός από την άλλη – ήτοι το βάρος του πόθου που επειδή ο κορεσμός του είναι ανέφικτος, στο τέλος γίνεται άρνηση και υπαρξιακός βραχνάς.

Στον δρόμο αυτόν, ας σημειωθεί, ο Γκανάς δεν είναι μόνος του. Μαζί του συνοδοιπορούν ορισμένοι από τους πιο αξιόλογους τεχνίτες που έβγαλε η ποίησή μας τα τελευταία χρόνια, ο Μάρκος Μέσκος λ.χ., ή ο τόσο πρόωρα χαμένος Χρήστος Μπράβος, ή ο πολύ νεώτερός τους Δημήτρης Κοσμόπουλος, για να αναφέρω λίγα μόνο ονόματα. Ο ίδιος ο Γκανάς μιλάει για ρίζα κοινή. Όμως συνοδοιπόρους του θα βρούμε κι αλλού, έξω απ’ την ποίηση· βασικά γνωρίσματα της αισθητικής του τα συναντούμε αλλιώς προσμεμειγμένα στην πεζογραφία του συντοπίτη του Σωτήρη Δημητρίου λ.χ., στον κινηματογράφο του Δήμου Αβδελιώδη, τη ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα ή του Χρήστου Μποκόρου, στα τραγούδια του Νίκου Ξυδάκη, του Θοδωρή Γκόνη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά.

Η συνοδοιπορία αυτή προσθέτει στο έργο του Γκανά, δεν του αφαιρεί. Δείχνει ότι εκτός από ποιητής καθ’ όλα προσωπικός είναι και δημιουργός αντιπροσωπευτικός, εκφραστής ενός κόσμου πλατύτερου από τους ορίζοντες του εγώ ή τις αντιλήψεις της ποιητικής συντεχνίας. Μέσα απ’ το έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά ότι εκτός από φύλλα που αιωρούνται μονήρη στον άνεμο, υπάρχουν και δέντρα σωστά, ζωντανοί οργανισμοί ολόκληροι με πληθυντική παρουσία. Άλλωστε, σκέτα τα φύλλα μάς δίνουν σωρούς. Είναι τα δέντρα που κάνουν το δάσος.

Δίχως άλλο, τον πρώτο σπόρο αυτού του δέντρου, που στο ψηλότερο κλαδί του κάθεται τώρα ο Γκανάς, τον οφείλουμε στον Νίκο Γκάτσο. Ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος που παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Φεδερίκο και τη μακρινή Ανδαλουσία, ένωσε σε νέο κράμα το παμπάλαιο λαϊκό έθος και την νεωτερική αισθητική. Πρώτα στην Αμοργό και μετά στα τραγούδια του, είδαμε να γίνεται πράξη αυτό που συναντούμε και στα ποιήματα, τα πεζά και τους στίχους του Γκανά, αυτήν την ευφρόσυνη σύζευξη της δημώδους φωνής με την πιο μοντέρνα και παράτολμη γλώσσα:

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα.

Και είναι πάλι, αντίστροφα, όταν διαβάζουμε τον Γκανά που καταλαβαίνουμε τι λογής γεφύρι έστησε για λογαριασμό μας ο Γκάτσος και τι βήματα βαριά ήχησαν έκτοτε πάνω του. Θα μπορούσα να τραβήξω αυτή τη σύγκριση κι άλλο, να δείξω λ.χ. πόσο ειδικά η τελευταία συλλογή του Γκανά, ο Άψινθος (2012), αυτό το καταλόγι του κατακλυσμού, έρχεται ν’ ανταμώσει με τον Γκάτσο της “Ελλαδογραφίας” και του “Εφιάλτη της Περσεφόνης”, πόσο εκείνα τα

φρένα της βαρειάς νταλίκας
που πάει ντουγρού για την μετωπική της

ο Γκάτσος τα είχε ακούσει νωρίς, πόσο εγκαίρως μας είχε προειδοποιήσει. Θα περιοριστώ μόνο να ρωτήσω, και ίσως ρητορικά: Μήπως η κληροδοσία του Γκάτσου σημάδεψε τελικά τη συλλογική μας ευαισθησία περισσότερο από εκείνην του Σεφέρη και του Ελύτη, του Ρίτσου και των υπερρεαλιστών; Μήπως εκείνος ο μονοκόμματος Μωραΐτης, όπως τον έλεγε ο Χατζιδάκις, ήξερε απ’ όλους καλύτερα;

Ποιητής της κοινής λαλιάς, εκφραστής της δικής μας λυρικής ιθαγένειας, ο Γκανάς έχει ένα ακόμη γνώρισμα που τον καθιστά αντιπροσωπευτικό: Αρθρώνει λόγο δημόσιο, είναι και ποιητής πολιτικός, με την πρώτη σημασία του όρου. Από το “Η Ελλάδα που λες” του μακρινού 1978 ώς τη χώρα του χαμού του 2012, είτε μιλάει για τις πληγές της συλλογικής μνήμης είτε για τ’ άλογα που αλαφιάζουν πια μόνο κάτω από το καπό του αυτοκινήτου, ο Γκανάς σφυγμομετράει με τους στίχους του και τις τροπές του εντόπιου βίου, τη στάση μας απέναντι στην Ιστορία και τον φυσικό κόσμο:

Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν
και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα
ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα
κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν

κι αηδόνια αηδόνια λιγοθυμισμένα
και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη
που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος
και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν

και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω
για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα

Όταν βλέπει κανείς πόσο λίγο αντίκτυπο έχουν τα δημόσια πράγματα στην ποίηση που συνολικά γράφεται σήμερα, όταν βλέπει πόσο λίγη πραγματικότητα θάλλει μες στις πεντακόσιες τόσες ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρόνο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Μια τέχνη που αγνοεί τόσο επιδεικτικά τον κόσμο που μας περιβάλλει, μπορεί ποτέ να έχει αξιώσεις καθολικότητας; Με τον τρόπο του, το σπουδαίο αυτό βιβλίο, έργο ζωής από τα ελάχιστα, μας δίνει την απάντηση.

Δεκέμβρης 2013

~.~

2. Άψινθος, 2012

Καμμιά εκατοστή χρόνια πριν, ένας σπουδαίος Ευρωπαίος, ο Αυστριακός Ούγκο φον Χόφμαννσταλ, έλεγε ότι ένας δημιουργός δυο πράγματα έχει ανάγκη. Το πρώτο είναι να πείσει τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς. Το δεύτερο, ν’ αγγίξει το ευρύ κοινό. Το πρώτο είναι εκ των ων ουκ άνευ, αλλά και η επιδοκιμασία των πολλών επίσης. Χωρίς αυτήν, συμπλήρωνε ο Χόφμαννσταλ, πάει κανείς χαμένος.

Ο ποιητής που έχω τη χαρά και την τιμή να σας παρουσιάζω σήμερα, από καιρό τα έχει πετύχει και τα δύο. Έχει αποσπάσει τον έπαινο και του Δήμου και των Σοφιστών. Σ’ άλλες ίσως εποχές, αυτό δεν θα ’ταν κάτι εξαιρετικό, όμως στις μέρες μας, θέλω να το τονίσω, συνιστά επίτευγμα.

Βλέπετε, η ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας μοιάζει με μπεδεμένο κουβάρι. Μ’ έναν δυσθεώρητο σωρό από τίτλους βιβλίων και ονόματα που ούτε η κριτική ούτε άλλος κανείς μπαίνει στον κόπο να βάλει σε τάξη, σε μια σειρά αξιολογική τέλος πάντων, αποδεκτή μέσες άκρες για τους περισσότερους. Σεφερογενείς και ελυτολάτρες, νεοσυμβολιστές και υπερρεαλίζοντες, πρωτοπορούντες και παραδοσιακοί, πειραματιζόμενοι και φορμαλιστές, ξενότροποι και ελληνοκεντρικοί ‒ το κατάστημα διαθέτει απ’ όλα. Στην προσπάθειά τους ν’ αποκτήσουν γλώσσα ιδιαίτερη, εντελώς δική τους, πολλοί ποιητές μας τις τελευταίες δεκαετίες διολίσθησαν τόσο προς τα άκρα, προς τη φτιαχτή, την πεποιημένη έκφραση, ώστε ενίοτε μοιάζει να μη μιλούν καν την ίδια γλώσσα αναμεταξύ τους. Εξατομίκευσαν τόσο τα εκφραστικά τους μέσα, ώστε αυτά να γίνουν απρόσιτα στον αμύητο, περίπου απωθητικά.

Αυτή η διασπορά των τάσεων και των τεχνοτροπιών κρύβει μέσα της βέβαια πολύ πλούτο, δημιουργεί όμως και σύγχυση. Πόσα επιτέλους ιδιώματα πρέπει να μάθει ο αναγνώστης, με πόσες γλώσσες ποιητικές πρέπει να αναμετρηθεί ώστε να αποκτήσει εικόνα; Και ανάμεσα σε πόσα αλληλοσυγκρουόμενα κριτήρια για το τι συνιστά σήμερα καλό ποίημα καλείται να διαλέξει;

Από το αγεωγράφητο αυτό χάος, ο Μιχάλης Γκανάς έμεινε πάντα μακριά. Η τέχνη του διατήρησε την αμεσότητα και την υψηλή συναισθηματική της θερμότητα, παρέμεινε γλώσσα οικεία. Και δεν θα συμφωνήσω καθόλου μαζί του όταν λέει ότι την ποίηση τη βρίσκεις, δεν σε βρίσκει εκείνη. Για να συναντήσεις κάτι, οτιδήποτε, πρέπει πρώτα πρώτα αυτό το κάτι να σου το επιτρέπει, να μη σε αποκλείει εκ των προτέρων, να μην σου κρύβεται πίσω από τεχνάσματα, πίσω από πόζες και κορδακισμούς. Αν ο Γκανάς σήμερα είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους μας ποιητές, αν το έργο του είναι προσφιλές ακόμη και σε ανθρώπους που γενικά δεν διαβάζουν ποίηση, ή και την αποφεύγουν συστηματικά, αυτό οφείλεται σ’ εκείνον, στους εκφραστικούς του τρόπους, στη στάση του ως πνευματικού ανθρώπου, στον καθολικό χαρακτήρα των θεμάτων του.

Σε παλιότερη περίσταση, θυμάμαι τον Νάσο Βαγενά να αποκαλεί τον Γκανά ποιητή «ειλικρινή». Η φράση του εκείνη με είχε τότε εντυπωσιάσει και έκτοτε με απασχόλησε για καιρό. Διότι δεν είναι καθόλου προφανής. Τι σημαίνει άραγε ειλικρίνεια στην τέχνη, στην ποίηση ειδικότερα; Υπάρχει και τέχνη ανειλικρινής; Και γιατί όλα αυτά έχουν σημασία για την αποτίμηση ενός έργου;

Σήμερα θα έλεγα το εξής. Υπάρχουν έργα που καμώνονται ότι είναι πιο έξυπνα απ’ όσο είναι, που θέλουν πάση θυσία να μας κάνουν εντύπωση. Υπάρχουν άλλα πάλι που κοιτάζονται διαρκώς στον καθρέφτη, που αυτοθαυμάζονται τόσο ώστε ξεχνούν ότι και άλλοι τα βλέπουν. Μερικά απ’ αυτά μπορεί να είναι και επιτυχημένα στο είδος τους, αναπαράγουν κι εκείνα μια όψη, μια εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης, που ασφαλώς ενδιαφέρει. Μερικές φορές μας παρασύρουν και μας σαγηνεύουν κατά τρόπο αναπόδραστο. Στο τέλος όμως η επίγευσή τους στο στόμα είναι γλυκόπικρη, αποσύρονται και μας αφήνουν αμφίθυμους. Σκέφτομαι τώρα τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Μεγαλειώδης, ποιος αντιλέγει; Δεν μοιάζει όμως κάπως μ’ εκείνη τη μάσκα που περιγράφει σ’ ένα του ποίημα ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, που πιο πολύ κι απ’ την γκριμάτσα της, μας συγκινεί με τον κόπο που ο σχηματισμός της προϋποθέτει;

Η ειλικρινής τέχνη είναι άλλη. Είναι εκείνη που μιλάει στον εαυτό της και στον θεατή με τον ίδιο τρόπο, που δεν αλλάζει ένδυμα και καλλωπισμό κάθε φορά, αναλόγως διαθέσεως ψυχικής ή συνθέσεως του επισκεπτηρίου. Η τέχνη του Γκανά είναι τέτοια. Διακρίνεται για τη θαυμαστή ενότητα του τόνου της πρώτα απ’ όλα, ενός τόνου που σε όλες τις εκδιπλώσεις του, είτε μας μιλάει για τον έρωτα είτε για την καταστροφή, παραμένει ευθύς και διάφανος. Όμοιος ομοίω, όπως θα έλεγε ο Μαλαρμέ, σύμφωνος με τον εαυτό του και γι’ αυτό σε αρμονία με όλα τ’ άλλα γύρω του. Η φωνή του Γκανά μάς κερδίζει περίπου αυτόματα, με τον τρόπο που μόνο η αυθεντικότητα, πάει να πει: η φωνή της αυθεντίας, γνωρίζει να κάνει.

Πολλοί είναι αυτοί που έχουν τονίσει και σωστά ότι ο Γκανάς πατάει γερά πάνω στο ήθος του δημοτικού τραγουδιού. Δεν θα τους επαναλάβω. Όμως στους στίχους του υπόκειται και η προηγούμενη ελληνική παράδοση, η αρχαιοελληνική και η βιβλική γραμματεία. Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του λ.χ. (Άψινθος, Μελάνι 2012) παραπέμπει στις σελίδες της Αποκάλυψης, στο δυσοίωνο εκείνο αστέρι που είναι να πέσει από τον ουρανό για να πικράνει τους ποταμούς και να μολύνει «τας πηγάς των υδάτων». Αλλά και στο φυτό αψιθιά, απ’ όπου το αψέντι, ποτό απαγορευμένο ώς πρόσφατα σχεδόν, για τις παραισθησιογόνες του ιδιότητες. (Λένε ότι ο βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του όντας υπό την επήρειά του.)

Ο Άψινθος είναι ποίημα συνθετικό. Με αυτή την έννοια ισχύει και γι’ αυτόν ό,τι ισχύει για το άλλο συνθετικό ποίημα του Γκανά, την Παραλογή, αλλά και για όλα τα συνθετικά έργα εν γένει: το όλον υπερτερεί του απλού αθροίσματος των μερών. Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, ο Γκανάς είναι σαν να μας αφηγείται αποσπασματικές στιγμές απ’ τον Αρμαγεδδώνα: τη μπόρα που έρχεται, το έσχατο χορτάρι, τον έσχατο άνεμο, την απληστία των πολλών και το αλάφιασμα της πυρκαγιάς. Με ένα μοντάζ σχεδόν κινηματογραφικό, ξεδιπλώνει εμπρός μας τις εικόνες της ύβρεως:

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
(Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
γραμμένο της στο Γράμμο να καεί
κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
Το ’στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι.

Το θέμα του Άψινθου είναι παλιό: η κατακυριάρχηση της φύσης από τον άνθρωπο. Σε μια πρώτη ματιά μοιάζει να πηγαίνουμε αναπόταμα, κόντρα στο ρέμα της βιβλικής επιταγής: «πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινών τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς». Στην πραγματικότητα, η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι η λογική επίρρωση της Γενέσεως, όχι η αναίρεσή της. Έρχεται για να κλείσει τον Κύκλο που άνοιξε η αποπομπή του Αδάμ και της Εύας από την Εδέμ. Οι διωγμένοι επιστρέφουν στον Παράδεισο, όχι ως μετανιωμένοι αλλά ως κατακτητές ‒ για να τον καταστρέψουν.

Όλ’ αυτά κάνουν νομίζω προφανές γιατί ο Άψινθος είναι ποίηση δημόσια, όχι ιδιωτική. Η περσόνα του ποιητή, το ποιητικό εγώ, κι ας αχνοφαίνεται συχνά, υποχωρεί για να δώσει φωνή στο καίριο και το ώριμο, πάει να πει στο ζητούμενο του καιρού και της ώρας. Και μην ξεγελιέστε από την συγκυρία και όλα τ’ άλλα που καθ’ ημέραν μας πολιορκούν απ’ την οθόνη, θέμα σημαντικότερο, συγκλονιστικότερο, ουσιωδέστερο σήμερα από την προϊούσα καταστροφή του πλανήτη, δεν υπάρχει. Εμπρός της, τα σκαμπανεβάσματα της οικονομικής μας κατάντιας, μοιάζουν μικροεπεισόδια γραμμένα στο περιθώριο της ιστορίας.

Είτε μιλώντας για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, είτε για την όξινη βροχή και τα αλαφιασμένα μαύρα άλογα ενός μοτέρ αυτοκινήτου, ο Γκανάς αρθρώνει λόγο δημόσιο, γίνεται ποιητής πολιτικός, με την πιο πλατιά, την πιο βαθιά σημασία του όρου. Κι αυτό είναι κάτι που ό,τι και να πούμε, δεν μπορούμε να το εξάρουμε αρκετά.

Όλοι το ξέρουμε, υπάρχουν δημιουργοί, σημαντικοί καλλιτέχνες που στο έργο τους είναι εσωστρεφείς. Αυτό πρέπει να το σεβαστούμε. Ωστόσο, μια τέχνη που αποκλείει τη δημόσια σφαίρα, αντικειμενικά, η σημασία της συρρικνώνεται. Η ελληνική ποίηση στις μεγάλες της στιγμές ήταν ταυτόχρονα τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Μ’ αυτή την παράδοση μας καλεί να ανασυνδεθούμε ο Γκανάς. Και ο Άψινθος είναι ένα βιβλίο πολύτιμο, γιατί εκεί εξωτερικεύονται όσα κι εμείς διαισθάνομαστε ίσως, αλλά δεν είμαστε πάντα σε θέση να διατυπώσουμε με ακρίβεια. Η γλώσσα του είναι ανοιχτή, μια γλώσσα οικεία, απέριττη και άμεση που περικλείει, δεν αποκλείει τον αναγνώστη. Και μας υποδεικνύει έναν δρόμο ώστε η ποιητική τέχνη του σήμερα να αφήσει πίσω της την αυτάρεσκη ιδιώτευση των τελευταίων δεκαετιών και να επανέλθει εκεί που ανήκει: στην Πολιτεία και την Αγορά.

Μολονότι βίβλος Αποκαλύψεως, ο Άψινθος δεν κλείνει απαισιόδοξα. Τον κύκλο του θανάτου συμπληρώνει σε διαλογική αντιστοίχιση, ο κύκλος της αγάπης: πέντε ποιήματα επιτάφια ή ερωτικά, γραμμένα για τους προσφιλείς, εξίσου πένθιμα όμως. Ίσως γιατί και η Αγάπη, τον καιρό της Απειλής, πρέπει να μοιάζει, δεν μπορεί παρά να μοιάζει με το πένθος.

Θα κλείσω με μια παραβολή. Σε μια σελίδα του βιβλίου, ο αναγνώστης θα πέσει πάνω στον στίχο, «μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα». Ο Γκανάς μνημονεύει εδώ τον περίφημο Ματσούο Μπασό, τον μεγάλο Ιάπωνα ποιητή του 17ου αιώνα και σημαντικότερο ίσως δάσκαλο του χαϊκού, της ολιγοσύλλαβης αυτής απωανατολίτικης μορφής. Ο θρύλος λέει ότι μαθητής του Μπασό κάποτε έτρεξε να του δείξει χαρούμενος το τελευταίο του ποίημα:

Μια λιμπελούλα
βγάλε της τις φτερούγες
και νά! μια πιπεριά.

Όμως ο δάσκαλος τον επιτίμησε. Δεν είναι αυτό χαϊκού, του απάντησε. Αν θες να γίνει, θα έπρεπε να γράψεις:

Μια πιπεριά
βάλ’ της φτερούγες
και νά! μια λιμπελούλα.

Ποιο το επιμύθιο; Θα σας το πω με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: Ούτε καν στα ποιήματα «δεν πρέπει να βασανίζουμε τα πλάσματα του Θεού».

Ομιλία στο Ναύπλιο, 1 Δεκεμβρίου 2012

~.~

ΙΙΙ. Άσμα Ασμάτων,
το ποίημα του Μιχάλη Γκανά

Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη
ΠΑΡΑΛΟΓΗ, 1993

Δεν γράφονται στις μέρες μας ερωτικά ποιήματα εκτενή, σημειώνει στον σύντομο επίλογο του Άσματος Ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005) ο Μιχάλης Γκανάς. Και πράγματι. Ήδη το μακροσκελές ενός τέτοιου ποιήματος, η ποιητική σύνθεση «ενός κάποιου μάκρους», όπως θα την έλεγε ο Πάουντ, έχει από τη φύση του χαρακτήρα επισημότερο, απαιτητικότερο, προγραμματικό. Ομολογημένα ή υπόρρητα, απαιτεί από τη μεριά του δημιουργού του μιαν εικόνα των πραγμάτων κατά το μάλλον ή ήττον συμπαγή, μια προσωπική φωνή ρωμαλέα και δραστική, που και όταν ακόμη αντιπολιτεύεται τον υπάρχοντα κόσμο, ιδίως τότε, δεν παραιτείται από τη φιλοδοξία να γεφυρώσει τα διεστώτα, να υπερβεί τον κατακερματισμό.

Μια τέτοια ποίηση, ανεξαρτήτως θέματος, τείνει προς το καθολικό. Ψυχική προϋπόθεσή της είναι η αυτοπεποίθηση του ομιλούντος, η πίστη του πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του και στη σημασία του έργου του. Να γιατί τα εκτενή ποιήματα αυτού του είδους είναι κατά κανόνα δυνατά μόνο στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η ηθική και η κοινωνική σπουδαιότητα της ποίησης θεωρείται αυτονόητη. Ένα εκτενές ποίημα με την υπογραφή του Καρυωτάκη, φέρ’ ειπείν, θα ερχόταν σε αντίφαση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, που αποστρεφόταν τα συνθετικά εγχειρήματα, και ως τέτοιο δεν θα έμενε παρά σχήμα οξύμωρο.

Από την άλλη πλευρά, και της ερωτικής ποίησης η εσώτερη συνάφεια με την πίστη είναι αυτόδηλη. Μιλάω βεβαίως για την ερωτική ποίηση στην ευρύτερη δυνατή της σημασία, για εκείνην την ποίηση δηλαδή που δεν ταυτίζει τον έρωτα αποκλειστικά με την γενετήσια ομιλία ή δεν τον αφυδατώνει σε ψυχογραφικό ρεπορτάζ για τις σχέσεις των φύλων. Αυτή η εν ευρεία εννοία ερωτική ποίηση, από την εποχή του Δάντη ώς τους τροβαδούρους της μεσημβρινής Γαλλίας και από τον μαγικό ιδεαλισμό του Νοβάλις ώς τον διονυσιακό πανσεξουαλισμό των υπερρεαλιστών, έχει απ’ τη φύση της κάτι το θρησκευτικό. Στους κόλπους της, ερωτική εξομολόγηση και ομολογία πίστεως συνωνυμούν, ο ατομικός πόθος και το δημόσιο όραμα συμπίπτουν. Όπως ακριβώς η ποίηση των μεγάλων οραμάτων, θρησκευτική, πολιτική ή άλλη, έτσι και η ποίηση η ερωτική αφορμάται από μια δοτικότητα ενδιάθετη στο ποιητικό Εγώ. Από ένα Εγώ δηλαδή που ζητά να άρει τους φραγμούς μεταξύ υποκειμένου και αντικείμενου, και υπερβαίνοντας την ίδια του την εαυτότητα να ταυτιστεί με τον Άλλο. Σ’ αυτόν τον Άλλο, ο ερωτικός ποιητής αντικρίζει πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από το αγαπημένο πρόσωπο ή σώμα· συχνά, τον ίδιο τον Κόσμο.

Αν λογαριάσουμε στην αλληλοσυσχέτισή τους τα δύο αυτά φαινόμενα των τελευταίων τριών ή τεσσάρων δεκαετιών, την παρακμή του οραματικού δημόσιου λόγου αφ’ ενός, και την υποχώρηση της αυτοπεποίθησης των ποιητών στο εσωτερικό της λογοτεχνικής συντεχνίας αφ’ ετέρου, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η περίοδος αυτή δεν υπήρξε γόνιμη για την καλλιέργεια μιας πράγματι μεγαλόπνοης, πόσω μάλλον συνθετικής και αρχιτεκτονικά φιλόδοξης, ερωτικής ποίησης. Ο Γκανάς μνημονεύει ως τελευταίο τέτοιο «εκτενές ερωτικό ποίημα» το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Και μιλώντας για την δική του μακροχρόνια ενασχόληση με το Άσμα Ασμάτων λέει τα εξής:

αποφάσισα ότι δεν με ενδιέφερε να προσθέσω άλλη μια μετάφραση ή μεταγραφή του Άσματος. Μ’ ενδιέφερε όμως, όλο και περισσότερο, μια προσωπική ανάγνωση του Άσματος με προσωπικές ελευθερίες, ώστε να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα –που ίσως ήθελα να γράψω– από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να πάρει τοις μετρητοίς τις διευκρινίσεις αυτές. Το κατά Γκανά Άσμα είναι βεβαίως μετάφραση, «ελεύθερη απόδοση» το αποκαλεί ο ίδιος. Εξίσου όμως είναι και εκείνο το εκτενές ερωτικό ποίημα που ο Γκανάς θέλησε ίσως να γράψει. Και το οποίο τελικά ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι πράγματι έγραψε.

Σε άρθρο μου γραμμένο μερικά χρόνια πριν, αναρωτιόμουν αν είναι καν δυνατή η πειστική μετάφραση στα σύγχρονα ελληνικά εκείνων των κειμένων της παλαιότερης γραμματείας μας που για λόγους ιστορικούς, εκκλησιαστικούς ή άλλους, εξακολουθούν να μας είναι οικεία στην πρωτότυπή τους εκδοχή. Μήπως η ζωντανή παρουσία του πρωτοτύπου δεν υπονομεύει ήδη εκ προοιμίου τις προσπάθειές μας να κάνουμε τα παλαιά κείμενα να μιλήσουν τη σημερινή μας γλώσσα;

Σήμερα, θα ήμουν πολύ λιγότερο κατηγορηματικός. Χωρίς τον ομφάλιο λώρο που το ενώνει με το πρωτότυπο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι κανένα μετάφρασμα δεν θα μπορούσε να συντελεστεί. Ωστόσο, ο ομφάλιος λώρος είναι τέτοιος επειδή προορίζεται να κοπεί:

Η πρώτη μαχαιριά είναι του ομφάλιου λώρου.
Κι όποιος τη στερηθεί πεθαίνει προτού ζήσει.

γράφει κάπου ο Χάινερ Μύλλερ. Με την έννοια αυτή, η «ελεύθερη απόδοση» του Γκανά έχει το δικαίωμα να κριθεί πράγματι ελεύθερα, πάει να πει αυτοτελώς. Όχι, εννοείται, ως αυστηρή μεταγλώττιση επιστημονικού χαρακτήρα, όπως είναι λ.χ. οι μεταφράσεις της Βιβλικής Εταιρείας, ούτε καν ως μια ακόμη απόπειρα συγκερασμού λογοτεχνικότητας και ακριβολογίας, από τις αρκετές που διαθέτουμε, με πρώτη ανάμεσά τους εκείνη του Σεφέρη. Αλλά ως έργο ενός ποιητή που ο φυσικός και εκφραστικός του κόσμος συγγενεύει ουσιωδώς με τον φυσικό και εκφραστικό κόσμο που γέννησε το Άσμα. Και που γι’ αυτό, μεταφράζοντάς το, έχει πράγματι κάτι δικό του να πει.

Τρία είναι τα γνωρίσματα που δείχνουν παραστατικά αυτή την ουσιώδη, όπως την αποκάλεσα, συγγένεια. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γκανάς είναι από τους, λίγους τώρα πια, ποιητές μας που γνώρισαν σε βάθος τον αγροτικό πολιτισμό της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό των μεγάλων αστικών κέντρων, που προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον πρώτο. Τα οφέλη που ο Γκανάς ως μεταφραστής του Άσματος αντλεί από τις καταβολές του αυτές είναι σημαντικά. Ένας ποιητής περισσότερο λόγιος θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί στα ταραγμένα νερά των αλληγορικών ερμηνειών που αιώνες θεολογίας επισώρευσαν στο ποίημα. Πολλές από αυτές τις ερμηνευτικές συλλήψεις, είναι αλήθεια, υπήρξαν μεγαλοφυείς, στο τέλος ωστόσο συνέτειναν πάντα στην επισκίασή του ερωτικού χαρακτήρα του Άσματος. Ο Σεφέρης δεν τις αποκάλεσε άδικα «προσχώσεις». Από την άλλη πλευρά, ένας μεταφραστής περισσότερο «αστός», περισσότερο εξαστισμένος δηλαδή, ίσως να παραγνώριζε την βιωματική αδρότητα των συμβόλων της αγροτοποιμενικής κοινότητας από την οποία ξεβλάστησε το ποίημα, και να τα υποβάθμιζε σε παρεμπίπτον σκηνικό ή νοσταλγικό διάκοσμο.

Η δεύτερη ευτυχής σύμπτωση αφορά στην παλαιά σχέση του Γκανά με το τραγούδι. Αν όλη η ποίηση δεν είναι παρά «λόγος που πάει να γίνει τραγούδι», κατά τον παλαμικό ορισμό, ο λόγος της ερωτικής ποίησης είναι από μιας αρχής τραγούδι. «Τραγουδάμε», γράφει ο Ώντεν,

όταν τα συναισθήματά μας φτάνουν σε μια τέτοια ένταση που ο κοινός λόγος δεν μπορεί να τα εκφράσει. Όταν οι ποιητές μιλούν για την αγάπη, τραγουδούν, άσχετα από το πόση μουσικότητα ή μη ήθελαν να προσδώσουν αρχικά στον λόγο τους.

Παρέλκει εδώ εντελώς να μνημονεύσω την θητεία του στιχουργού Γκανά στο έντεχνο τραγούδι – είναι σε όλους γνωστή. Εξίσου λίγο πρωτότυπη θα ήταν μια αναφορά στους δεσμούς που ενώνουν το έργο του με τη μήτρα του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, η ευεργετική τους επήρεια στη μετάφραση ενός έργου που φέρει τον τίτλο του Άσματος, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Εδώ, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της πρώτης κιόλας συλλογής του Γκανά, που τιτλοφορείται ακριβώς «Τραγούδι»:

Να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ ανασαίνω
σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
να ‘σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
από τα μπάζα της φωνής σου
στο λυγμό.

Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
ανάβεις το ξερό χορτάρι,
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο,
δεν καίγεται μαυρίζει.

Ακάθιστος δείπνος, 1978

Και ακόμη, ένα εξίσου χαρακτηριστικό δίστιχο, γραμμένο και μελοποιημένο περίπου είκοσι χρόνια αργότερα:

Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.

Στίχοι, 2002

Τέλος, ο τρίτος λόγος που καθιστά ευτυχή την συνεύρεση του Γκανά με το σολομώντειο Άσμα, έχει να κάνει με το ερωτικό περιεχόμενο της ποίησης του ίδιου του μεταφραστή. Η λέξη του Γκανά για τον έρωτα είναι «αγάπη»: αυτήν τη λέξη θα συναντήσουμε λ.χ. στο ποίημα το επιγραφόμενο «Της Αγάπης» (Ακάθιστος δείπνος, 1978), στο αριστουργηματικό «Προσωπικό» (Γυάλινα Γιάννενα, 1989· «ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης» ο ακροτελεύτιος στίχος), στα ερωτικά αποσπάσματα της Παραλογής (1993), αλλά και σε ένα πλήθος τραγουδιών που φέρουν την υπογραφή του.

Σ’ αγαπώ με το σώμα δίχως νου,
με το μπλε και το μαύρο τ’ ουρανού,
σ’ αγαπώ με τον τρόμο του κενού

Στίχοι, 2002

λέει ο Γκανάς σε ένα από αυτά, με έναν τρόπο που φέρνει στον νου ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα του Κωστή Παλαμά:

Σ’ αγαπώ με τη γλώσσα
του πουλιού τ’ αηδονιού 

Σ’ αγαπώ μ’ όλα τ’ άστρα
του βαθιού μου ουρανού.

Με όλες αυτές τις συγγένειες, μοιάζει φυσικό ότι η περιχώρηση, η ώσμωση της ελεύθερης απόδοσης του Άσματος με το υπόλοιπο ποιητικό έργο του Γκανά είναι συχνά τέτοια, ώστε στίχοι που παρουσιάζονται ως μεταφρασμένοι να είναι στην πραγματικότητα πρωτότυποι, στίχοι όπως

Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις

ή

Είσαι ταμένος στην αγάπη

ή ακόμα

Ποτίστε με γλυκό κρασί
κι αφήστε την αγάπη σαν σημαία
επάνω μου να κυματίζει

Άσμα ασμάτων, 2005

Αντίστροφα, στα τελευταία βιβλία του Γκανά, στίχοι του Άσματος, αυτούσιοι ή μεταφρασμένοι, συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τους δικούς του:

Αγαπημένη εσύ εν γυναιξί
γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά […]

Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου· η καρδιά μου ξαγρυπνά

Ο Ύπνος του καπνιστή, 2003

Και αλλού:

Η καρδιά μου απόψε ξαγρυπνά
και το σώμα μου θυμάται.

Στίχοι, 2002

Οι στίχοι αυτοί επιβεβαιώνουν πόσο ομαλή, πόσο αβίαστη υπήρξε η σύγκραση του βιβλικού τραγουδιού με τη γλώσσα του μεταφραστή του. Και με τον τρόπο τους, μας επιτρέπουν να μιλάμε πράγματι για το Άσμα ασμάτων, το ποίημα του Μιχάλη Γκανά.

Χειμώνας 2007

*

Ναύπλιο, Δεκέμβρης 2012

Πηγή: https://neoplanodion.gr/2024/08/12/triptyxo-gia-ton-m-gana/

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Κεφάλας - Καφενείο της Οδού Σόλωνος


Όμως στις έξι η ώρα το πρωί,

μέχρι που να ελαφρώσεις από το βάρος

της νύχτας

το τσάι δεν πίνεται.

Μέσα στο φλυτζάνι επιπλέει

το κασκέτο του Μαγιακόβσκη

και κάτω βαθιά στον πυθμένα

λασπουρίζει χαρούμενη

η Άρτεμις του Πουατιέ.

Θε μου, αυτή η τραγωδία των αντιθέσεων

τόσους και τόσους αιώνες

συγκεντρωμένη σε μια πρωινή στιγμή.

Και συ να πρέπει να βουλιάξεις μέσα.

Σαν ένας ανώνυμος από την έξοδο 

του Μεσολογγίου

που παρελαύνει στον τοίχο.

Και πέφτεις ξαφνικά

μέσα σε μια ανύποπτη και επώδυνη

χωροστρέβλωση

που συνωθούνται τα φλυτζάνια αιωρούμενα

στα γυάλινα τοιχώματά της

και κουδουνίζουν τα ποτήρια ανεβαίνοντας

στο ταβάνι.

Μέσα σε ένα δισδιάστατο πλέον κόσμο

που τα πάντα επιμηκύνονται προς τα πάνω

και εξαϋλώνονται

δεν μπορείς να έχεις μάρτυρά σου

παρά τον ποιητή Γκανά.


Μεταλλαγή στο απροσδόκητο, Αιγόκερως, 1982


Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη


Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Αφροδίτη Κατσαδούρη - «Χαμένες οικειότητες



Ο Γκανάς δεν υπήρξε σπουδαίος επειδή κατείχε τον διακαή τίτλο του «ποιητή», αλλά, διότι μπόρεσε να χωρέσει σε μία άρτια δομημένη γλώσσα -δημόσια, ανένοχη, σπινθηροβόλα και καθόλου περίκλειστη- όλους μας «αγεληδόν» αδόμητους. Με τις κατραπακιές μας, τις νοσταλγίες, τα μαχητά, τα παρακαλητά μας, όλα τ’ ανθρώπινα. Όλα όσα από ευαισθησία γαργαλάνε τον λαξευμένο φάρυγγα ενός αληθινού ποιητή.

Αντάμα πατρικός και μητρικός μαζί. «Παλιομοδίτικος» αλλά τόσο αναγκαίος. Φιλήσυχος εκπρόσωπος μιας παράδοσης λησμονημένης, στωικός επαναφευρέτης ενός κόσμου που δεν «φυραίνει», αντλεί το υλικό του από τη φύση, τη δημοτική παράδοση, το λαϊκό πολιτισμό και καταγράφει τα σταλάγματά του στην αιωνιότητα των σελίδων του. Ποιος θα τολμήσει να ξεχάσει το ποίημα για τα χέρια της μάνας; Ένα σεμεδάκι κεντημένο από ανδρικά χέρια να κουρδίζει τα «δυναμό» της αντοχής του νεωτερικού ανθρώπου.

Η ποίηση του μοσχοβολά το άρωμα της βροχής στα κατουρημένα ρείθρα της Αθήνας, αγιάζει και τον πιο αδιάλλακτο αστικό περιπατητή με το επιούσιο χώμα της επαρχίας, τραβολογάει την Ήπειρο στην πλατεία Ομονοίας και τα Χαυτεία, σταλάζει λίμνες, ποταμούς, ωκεανούς απάνω στα πλωτά μας άγχη, περιεργάζεται αμήχανη τη βιομηχανική επανάσταση των μηχανών, επεξεργάζεται τα χαμένα μας δάχτυλα, τις απώλειες και τα πάθη, ανασκαλεύει ληγμένους έρωτες και μιλάει τολμηρά για τους «σκλάβους της αγάπης».

Η διάσωση του συναισθήματος μες στη χοάνη του πολύβουου άστεως χαρακτηρίζει την ποίησή του. Και η διάσωση του συναισθήματος σε καιρούς εξωφρενικά ταχύρρυθμους είναι γενναία πράξη. Το ηπειρώτικο ιδίωμα της γραφής του, που ποτέ δεν παρέδωσε μπρος στα αστραπόβροντα των αστικών θεαμάτων, η σπάνιας ομορφιάς στιχουργική ολολυγή του, η ανθρακωρύχικη ματιά του στα δημόσια πράγματα, συνυφαίνει με τόση νοστιμιά δύο κόσμους ξένους και γνωστούς μαζί: την ερήμωση του ορεινού κόσμου με τη σημερινή ερημιά που νιώθει ο άνθρωπος της πολυκατοικίας.

Η μουσικότητα των στίχων του δίνει την ευκαιρία στην ποίηση του να αποδράσει από το κεκλεισμένων των φιλολογικών θυρών σαλόνι και να αγγίξει το ευρύ κοινό στο «δόξα πατρί». Και, μάλιστα, με στίχο ελεύθερο και έμμετρο μαζί. Πείτε μου, αυτό δεν είναι από μόνο του ένα ποίημα;

Και μ’ ένα χάδι‐ποίημα, κάθε φορά, έβγαζε από πέτο του τις λέξεις του για να σκουπίσεις τους καημούς σου. Ένας αιθέριος και αθεράπευτος υμνητής των λόγγων. Ένας ακούραστος σαλαγητής και νανουριστής μαζί των σπλάχνων. Ένας προικισμένος σμιλευτής των λέξεων. Ένας σφυγμομέτρης παρατηρητής ορατού και αοράτου. Ένας ολόγιομος ποιητής της συλλογικής μας ευαισθησίας και της εξασθενημένης συλλογικής μας μνήμης. 

Πηγή: Η Εφημερίδα των συντακτών, 26/11/2024

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Θωμάς Τσαλαπάτης- Οι μέρες και οι νύχτες του Μιχάλη Γκανά (1944-2024)

Οι μέρες κι οι νύχτες μου
κι όλος ο χρόνος που πέρασε.

Αφημένος εδώ
ένα τίποτε ή ένα σημάδι
κάτω από το γλόμπο του ήλιου.
Καίει το σκοτάδι αθόρυβα
καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου.

Όλα τούτα
προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;

Μιχάλης Γκανάς,

Οι μέρες και οι νύχτες μου,

από τη συλλογή "Μαύρα Λιθάρια", 1980

 

Όταν έφυγε ο πατέρας, κάτσαμε με τον αδερφό να φτιάξουμε ένα κείμενο για την «Εποχή». Σαν ανακοίνωση, σαν αποχαιρετισμό, σαν να μην ήμαστε σίγουροι τι ακριβώς. Οι λέξεις δεν πολυέβγαιναν. Δεν είναι εύκολο να μοιραστείς την απώλεια. Ακόμα πιο δύσκολο να την βάλεις σε λέξεις. Και κάπως έτσι στραφήκαμε στο καταφύγιο της ποίησης. Ήταν ένα ποίημα του Μιχάλη Γκανά. Ένα κομμάτι από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία: Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα… Το ποίημα αυτό μου το είχε διαβάσει ο πατέρας σε κάποια επέτειο του θανάτου του δικού του πατέρα. Και το ποίημα του Γκανά μάς δέχτηκε όλους μας. Τον ποιητή που θυμάται τον πατέρα και την μητέρα του, τον δικό μας πατέρα που αποχαιρετούσε τον πατέρα του και εμάς που αποχαιρετούσαμε τον πατέρα μας. Με έναν τρόπο που και εμείς ακόμη το νιώθαμε δικό μας. Σαν το ποίημα να εύρισκε για εμάς τις λέξεις που δεν πολυέβγαιναν. Τις λέξεις του θρήνου.

Και αν ξεκινώ με αυτό τον τρόπο το κείμενο δεν είναι για να περιγράψω μια ειδική σχέση ή ένα δέσιμο. Μόνο για να προσπαθήσω να περιγράψω το πόσο ευρύχωρη είναι η ποίηση του Μιχάλη Γκανά, πόσο μας καλοδέχεται ανεξάρτητα από τις αποσκευές μας. Και μαζί πόσο βαθιά μπορεί να μιλήσει ακριβώς στις πιο έκτακτες στιγμές. Λόγια ενός ποιητή που έρχονται στις πιο προσωπικές στιγμές μας, λόγια που μες την ανάγκη μας γίνονται δικά μας λόγια.

Είναι λοιπόν λογικό, η είδηση για τον θάνατο του Μιχάλη Γκανά να είναι μια προσωπική στιγμή για τον καθένα. Μια απώλεια που τόσοι πολλοί θα μπορούσαν να περιγράψουν ως δική τους απώλεια. Μια πένθιμη στιγμή που μέσα από την διαμορφωμένη εγγύτητα που αποδεικνύει δικαιώνει (έστω και με τρόπο λυπημένο) το μέγεθος και την σημασία του ποιητή.

Ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε ένας από τους λίγους αυτούς έλληνες καλλιτέχνες που δεν απέφυγε τον τόπο του, τον πραγματικό του τόπο. Μια Ελλάδα χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς καλοκαιρινές πόζες και αρχαιοελληνικά στολίσματα. Αλλά μαζί και μια ποίηση χωρίς καταγγελία της άλλης, της πεζής μορφής της. Ήταν η Ελλάδα των εθνικών οδών, των λεωφορείων, του ενοικίου και του φωταγωγού. Η μέσα Ελλάδα όπως έρχεται από το πιο αυθεντικό της παρελθόν. Με τη γλώσσα και τους ανθρώπους της, την ιστορία και το υπέδαφός της. Και ο Γκανάς έκανε ποίηση -μεγάλη ποίηση- πατώντας πάνω σε αυτά τα αληθινά θεμέλια. Χωρίς να εξωραΐζει, χωρίς να ηρωοποιεί. Ξεκινώντας από το πραγματικό. Ίσως γι’ αυτό και τα ποιήματά του να στέκουν τόσο γερά μέσα στον καιρό. Έχουν τις ρίζες τους στο πραγματικό έδαφος. Όχι σε μια ιδεατή πατρίδα αλλά στα χώματα της Ηπείρου και των Ιωαννίνων, της Αθήνας και των Χαυτείων. Η απλότητα του Γκανά, η επίκληση των τοπίων της ελληνικής υπαίθρου, της δημοτικής φωνής και των λαϊκών μοτίβων όλα δηλαδή αυτά τα στοιχεία που κυριαρχούν στην ποιητική του δεν αποτελούν μια νοσταλγία, μία διεκδίκηση ενός τόπου αθωότητας, ενός τόπου χαμένου και εξιδανικευμένου. Τα στοιχεία αυτά είναι ένας ένσαρκος μύθος. Και ως τέτοια μεταφέρθηκαν και στην ποίησή του. Ως παλμοί ενός σώματος ζωντανού.

Αποχαιρετώντας τον Μιχάλη Γκανά, αποχαιρετούμε ένα βλέμμα και μια εποχή. Τις μέρες και τις νύχτες αυτές που χωρίς την ποίησή του θα μας έμοιαζαν τόσο μακρινές, αν όχι απροσπέλαστες. Μια παρακαταθήκη, σαν εκείνο το χρώμα που πληθαίνει: «Το μπλε που σε τυλίγει/ είναι το φως/ που εκτοπίζει ο θάνατος.// Κανένας δεν το βλέπει./ Κι όμως υπάρχει/ και πληθαίνει.»


Πηγή:https://www.epohi.gr/article/50615/oi-meres-kai-oi-nyhtes-toy-mihalh-gkana-1944-2024

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γιώργος Κοροπούλης - Αποχαιρετισμός στον σπουδαίο ποιητή



Οταν κάποτε έκλεισε το βιβλιοπωλείο Δωδώνη (εκεί που είναι τώρα η Πολιτεία), σε μια συναισθηματικά φορτισμένη επιφυλλίδα μεταξύ άλλων έγραφα: «Αλλά στο βάθος του μαγαζιού, που γίνεται γιαπί γιατί εξεμέτρησε τον βίο, τρύπωνα ήδη όταν πήγαινα στο Βαρβάκειο, στην Αραχώβης. Αργότερα, έδινα εκεί τα ραντεβού μου. Και μ’ έναν φίλο [τον Λάγιο] σχεδιάζαμε τη σωστή “Θεία Κωμωδία”: όπου ο Μιχάλης Γκανάς, που δούλευε εκεί (και στο βάθος του μυαλού μου ακόμη δουλεύει: οι αληθινοί Ντόριαν Γκρέι είναι οι φίλοι μας), έβλεπε να φτάνουμε με βήμα κλονισμένου αναπαίστου (“ο Ηλίας και πλάι, εταίρος, ο Γιώργος,/ ντεσεβώ που τρακάρησε, τ’ άθλιο σεγόντο κρατώντας”) και, Βιργίλιος ειδικός σε εσωτερικές μεταναστεύσεις, μας οδηγούσε στην Κόλαση της γενιάς του’70»…


Το 1981 ή ’82, δεν θυμάμαι πια, το τελευταίο (νομίζω) τεύχος του περιοδικού «Ωλήν», που εξέδιδε ο Ηλίας Λάγιος, ήταν ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Γκανά. Το στήσαμε οι δυο μας, ο Ηλίας κι εγώ – και συμμετείχα με δύο κείμενα, εγκωμιαστικά και τα δυο, ένα για τη «Μητριά πατρίδα», που μόλις είχε κυκλοφορήσει απ’ τα Κείμενα, κι ένα για τον σεμνό, διακριτικό, σχεδόν αθόρυβο τρόπο με τον οποίο έβλεπα να υφίσταται στον πλήρη αερολογίας, θορύβου και πόζας δημόσιο χώρο ένας ποιητής που το έργο του είχε εξαρχής ουσία, ποιότητα, βάρος (σπάνια όλα, και τότε και πάντοτε) και ήδη, προς μεγάλη χαρά μας, κάποιαν απήχηση.

Ο Μιχάλης ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερος από τον Ηλία, 16 από μένα, η πλήρης καταξίωσή του θα ερχόταν αργότερα (και όλως κατ’ εξαίρεσιν, στην περίπτωσή του, δικαίως: ο αναγνωρίσιμος και αναγνωρισμένος «Γκανάς» δεν ήταν ποτέ το ολόγραμμα που προβάλλουν οι αυτοτροφοδοτούμενοι μηχανισμοί επικύρωσης), παραβιάζαμε συνεπώς επιδεικτικά τον κανόνα που θέλει τ’ αφιερώματα ν’ αφορούν εν ζωή απομνημειωθέντες ή τεθνεώτες. Ομως η ποίηση του Μιχάλη Γκανά μετρούσε για μας, ήδη τότε, πολύ, είχε μιαν υπόσταση σχεδόν – πώς να την πω;– υλική. Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε (κι εξακολούθησε να μιλά) για κάτι που το ξέρει, το νιώθει, τον αφορά – και μιλούσε με άκρα ακρίβεια: μεγάλη παρηγοριά και μοναδική επιπλέον πυξίδα για κάποιον που ψάχνει τα πατήματά του, όπως τα ψάχναμε τότε κι εμείς. Και υπήρχε και κάτι ακόμη πολύτιμο: ο άνθρωπος που μιλούσε έτσι ήταν κοντά, εκεί πλάι μας. Α, ώστε γίνεται – γίνεται ακόμη να μιλάς έτσι λοιπόν…

Δώριζε στίχους απτούς, λιτούς

Εκτοτε, τη διαρκή οφειλή μου στην ποίηση του Γκανά δεν κατάφερα να την αποτυπώσω σε ένα οργανωμένο, άρτιο κείμενο. Δεν θα προσέθετε, βέβαια, κάτι στα όσα έχουν ήδη γραφεί (το έργο του έχει μελετηθεί εν εκτάσει, εις βάθος – και η θέση του στον Κανόνα ευτυχώς είναι βέβαιη), δεν θα ενίσχυε κατ’ ελάχιστον έστω την ευρύτερη φήμη που εξασφάλισε στην ενιαία ποίησή του η «μελοποίησή» της, αν συγχωρείται ο όρος (ο Μιχάλης, που το τραγούδι ήταν πολύ κοντά στους βαθύτερους κυματισμούς τής πρόσγειας, κατ’ ουσίαν δημώδους φωνής του, είχε την τύχη εγκαίρως να εμπλακεί σ’ ένα είδος πότλατς: δώριζε στίχους απτούς, λιτούς, «λαϊκούς» – κι έπαιρνε αντίδωρο μελωδίες από σπουδαίους συνθέτες, ανάμεσά τους και σε πρωτεύοντα ρόλο δυο φίλοι μου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι ο Νίκος Ξυδάκης), θα μου επέτρεπε όμως, για δική μου παραμυθία εντέλει, να του μιλήσω στη διάλεκτο μιας λησμονημένης τώρα πλέον πόλεως – για τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» ας πούμε, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα, δικά του κι εν γένει, εστιάζοντας στο φινάλε της: «Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου. Ενας πατέρας που του έτυχε σιωπηλό και δύστροπο παιδί και να του πω μιαν ιστορία για να τον πάρει ο ύπνος». Εδώ αρχίζουν, αν απλώς ακούμε το κείμενο, δεκαπεντασύλλαβοι: «Υπνε που παίρνεις τα παιδιά,/ πάρε και τον πατέρα». Μα, αν διαβάζουμε ταυτόχρονα, η τομή, εδώ και σε κάθε δεκαπεντασύλλαβο ως το τέλος, γίνεται διασκελισμός: ο ακέραιος στην (προκατειλημμένη) ακοή μας στίχος σπάει πάνω στην τομή, το δεύτερο μισό περνάει, ας πούμε, από κάτω και κολλάει με το πρώτο μισό του επόμενου ακουστικά ακέραιου δεκαπεντασύλλαβου κ.ο.κ. Φυσικά: πώς αλλιώς λες να γίνεις πατέρας του πατέρα σου;

(Κάποια φορά κατάφερα όντως να εγκωμιάσω το μικρό ελεγείο του για τη μάνα του, «Τα χέρια σου τα κέρινα/ η Παναγιά εκράτει…» – όμως μόνο έμμεσα τα κατάφερα, μόνο χύνοντας το αιγυπτιακό μου αίσθημα σε ξένη γλώσσα. Τα κατάφερε εντέλει ευθέως άλλος πολύτιμος φίλος μου, ο Διονύσης Καψάλης, στο έξοχο πρόσφατο βιβλίο του «Ελεγεία και επιτύμβιο».)

Ηταν σε όλους αμέσως αγαπητός

Ναι, δεν έγραψα το κείμενο που ήθελα – και που θα ήταν άρτιο μόνο αν πετύχαινε να υποστηρίξει εντέλει ό,τι πιο παρωχημένο και ανεπίτρεπτο για κάθε νουνεχή φιλόλογο και σοβαρό κριτικό: πως διαβάζοντας την ποίηση του Γκανά αντιδράς κατ’ ουσίαν σαν να είχες γνωρίσει τον άνθρωπο – όπως τον γνώρισα και τον συναναστράφηκα από τα 16 μου και για μισό (φαντάσου!) αιώνα, μ’ όλα τα αναπόφευκτα χάσματα. (Τι να πρωτοθυμηθώ; Ισως θ’ αρκούσε, όπως κι εκείνος στο ποίημα για τον Χρήστο Μπράβο, απλώς ν’ απαριθμώ διευθύνσεις, να λέω ονόματα…)

Ο Μιχάλης, κάτι που δεν το έχω συναντήσει ξανά, ήταν σε όλους αμέσως αγαπητός, γιατί η συγκρατημένη από ένα αδιόρατο χιούμορ και εντούτοις αισθητή πάραυτα θέρμη του, το βάθος που διαισθανόσουν στα απλούστερα λόγια κι εκείνο το αγωνιωδώς προστατευμένο από τη διαρκή επιφυλακτικότητα ράγισμα στα μάτια («θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί») έπλεκαν μια σαγήνη στην οποία δεν γινόταν να μην πιαστείς αν δεν ήσουν μικρόψυχος. Η ποίηση του Γκανά ξαναπλέκει με τα ίδια υλικά την ίδια σαγήνη στην άλλη πλευρά της ταινίας moebius – την πλέκει εις το διηνεκές, όπως το περιέγραψε για τα βιβλία του Bergot στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ο Προυστ.

Δεν έγραψα το κείμενο που ήθελα για τον φίλο μου – και τώρα γράφω (γιατί – σ’ έναν εκ δομής αδιάκριτο κόσμο;) κατακλυσμένος από οιδιπόδειες μόνο εικόνες – και νιώθω, αλλά τώρα απ’ την αντίπερα όχθη, ξανά όπως ένιωσα (και του το έγραψα) όταν διάβασα τον αριστουργηματικό διάλογό του με τη μάνα του (πάλι – και πάντα): «Σ’ ακούω, ψεύτη./ Ούτε όσα μού ’ταξες παιδί δεν κράτησες».

…Και τι δεν θα ’δινα.

Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/mixalis-gkanas-apoxairetismos-ston-spoydaio-poiiti/

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Βαρβάρα Ρούσσου - «Με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ/σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι»


Το μακρινό 2017 ο Μιχάλης Γκανάς είχε προσκληθεί στον Άγιο Νικόλαο από την Ένωση Φιλολόγων ν. Λασιθίου, (ίσως, αν θυμάμαι καλά, και με συνεργασία του δήμου της πόλης). Μου είχε ζητηθεί τότε να μιλήσω για την ποίησή του παρουσία και του ίδιου. Το κείμενο αυτό διατηρεί τον προφορικό και άμεσο χαρακτήρα του καθώς απευθυνόταν στο κοινό της πόλης και χωρίς αλλαγές δημοσιεύεται ως φόρος τιμής στον σημαντικότατο ποιητή.

Ό,τι θα πρόσθετα σήμερα είναι αναφορές σε νεότερους ποιητές που περισσότερο από άλλους πέρασαν στο έργο τους διακριτά και άμεσα αναγνωρίσιμα στοιχεία από την ποίηση του Γκανά και που, ρητά ή όχι, τον αναγνωρίζουν ως άμεσο πρόγονό τους.

***

Ομολογώ την αμηχανία μου εμπρός στον ίδιο τον ποιητή και το έργο του και επειδή τόσα έχουν γραφτεί γι’ αυτό έχω την αγωνία ότι θα φανώ ολίγη σήμερα. Ωστόσο θα επιχειρήσω μια σκιαγράφηση του ποιητικού έργου του Μιχάλη Γκανά. Καθώς σκεφτόμουν έναν κάπως περιεκτικό χαρακτηρισμό για την ποίηση του για να αρχίσω απόψε, στο νου μου ήρθαν λόγια και νήματα από το έργο του, με τα οποία ο ίδιος δίνει το ποιητικό του στίγμα. Διάλεξα δύο από τα πολλά: ένα από το ποίημα με τίτλο «Το κοτσύφι»: «…φωνή που το ξαφνιάζει θρεμμένη από σιωπή και στέρηση» (Γυάλινα Γιάννενα). Και ως δεύτερο διάλεξα τους στίχους που τιτλοφόρησαν αυτό το κείμενό μου: «Με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ/σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι/» (Ο ύπνος του καπνιστή). Τέτοια λοιπόν η ποίηση του Μιχάλη Γκανά. Αρθρωμένη σε νύχτα σκοτεινή, στη σιωπή του τσιγάρου, μάχεται να αδράξει τις σκιές μας και να τους δώσει ύφανση με νήματα τις λέξεις, πλέκοντας και ξαναπλέκοντας εαυτόν και όλους μας. Σαφώς πρόκειται για ποίηση που απλώνει τις ρίζες της στο χώμα (Ας θυμηθούμε εδώ τον Ανέστη Ευαγγέλου: «Η ποίηση δεν πέφτει από τον ουρανό∙ είναι ταπεινής καταγωγής: έχει ρίζες και χώμα»). Η ποίηση του Γκανά ξεκινώντας από τη χοϊκότητα δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις που μας οδηγούν στο ρίγος της γνήσιας συγκίνησης και ελπίζω ότι αυτό θα γίνει σαφέστερο παρακάτω.

Μίλησα ως τώρα σε α΄ πληθυντικό επειδή τα ποιήματα του Γκανά, κι εδώ θα συμπεριλάβω και τους στίχους των τραγουδιών του φτιαγμένους από το ίδιο υλικό με τα ποιήματα, έχουν βρει το στόχο τους και τη θέση τους στην ψυχή μας αφού αποτελούν έκφραση συλλογικής εμπειρίας και αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο με την ποίηση, έτσι ώστε όταν επιτυγχάνεται να αποτελεί την ευτυχή εξαίρεση. Έχουν εκπληρώσει τον προορισμό τους αυτά τα ποιήματα, μας οδηγούν δηλαδή «να ανακτούμε το παρελθόν ή να προοικονομούμε το μέλλον» κατά τον Μπόρχες. Και να κατανοούμε το παρόν θα πρόσθετα.

Πώς γίνεται αυτό, πώς μπορεί το δύσκολο είδος της ποίησης να εκφράζει ένα πολυάριθμο κοινό; Αυτό, νομίζω, γίνεται αντιληπτό εάν ανιχνεύσουμε τρία στοιχεία της ποίησης του Γκανά. Το πρώτο είναι τούτο: από την πρώτη εμφάνιση έως σήμερα το ατομικό στοιχείο δεν διολισθαίνει σε ιδιωτικό για να οριοθετήσει μια ποίηση περιχαρακωμένη και δυσπρόσιτη, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε σύγχρονα έργα, κυρίως ποιητικά, αλλά μεταλλάσσεται σε καταγραφή κοινής εμπειρίας και έτσι συμπλέουμε με τον ποιητή στο χρόνο, στην απόπειρα να εκτιμήσουμε το τότε και να αναλογιστούμε το μετά, πάντα ορίζοντας το στίγμα μας στο τώρα. Ένα δείγμα του τρόπου με τον οποίον ο Γκανάς απευθύνεται στη συλλογική μας μνήμη και μας καλεί να τον ακολουθήσουμε είναι οι περισσότεροι τίτλοι των συλλογών του. Ας τους παρακολουθήσουμε σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο και τη συνολική πορεία του ποιητή: Ακάθιστος Δείπνος (1978) όπου συναιρούνται από την εκκλησιαστική παράδοση δύο κορυφαίες θρησκευτικές μνήμες Ακάθιστος Ύμνος –που συνάπτεται και με την ιστορική μνήμη ανακαλώντας την Κων/πολη- και Μυστικός Δείπνος. Ο υπογειωμένος θυμός και οι κορυφώσεις σε καταγγελτικό τόνο που εμφανίζονται στον Ακάθιστο Δείπνο ενέχουν την πικρή συνειδητοποίηση του παρόντος που έρχεται με την ηλικιακή ωρίμανση και που απέχει πόρρω από τα ματαιωμένα όνειρα και σχέδια της νεότητας. Η πάλη, η βιοπάλη και η πόλη γίνονται η αφορμή για ποίηση. Τα Μαύρα Λιθάρια έπονται δυό χρόνια αργότερα το 1980 και επιχειρούν να διευθετήσουν, πάνω στις βάσεις που έθεσε η πρώτη συλλογή, ανοιχτούς λογαριασμούς με προγόνους μακρινούς και κοντινούς, προγόνους λογοτεχνικούς και οικογενειακούς ή με φίλους που άλλαξαν ρότα ή χάθηκαν: «Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/μακριά απ’ τα βοσκοτόπια της πατρίδας. Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια/ στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει». Σε αυτήν τη συλλογή ο Γκανάς επιχειρεί να δημιουργήσει τα νήματα σύνδεσης του τόπου και των ανθρώπων του μέσα στο χρόνο, στην αρχή μιας δεκαετίας που η σημασία της για την ιστορική συνέχειά μας και την παγίωση της νεοελληνικής ταυτότητας είναι ορατή σήμερα: «Ελλάδα ’80. Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο/με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.». Με τα Γυάλινα Γιάννενα του 1989 ο Γκανάς σταθεροποιεί το ποιητικό του σύμπαν και τους τρόπους του. Μια δεκαετία μετά την πρώτη συλλογή ο ποιητής σε τόνο περισσότερο εξομολογητικό συνθέτει και επανασυνθέτει τα νήματα των κόσμων του, αντιθετικών αλλά και τεμνόμενων. Οι οφειλές και οι μνήμες συνεχίζουν να εξοφλούνται και να δημιουργείται το Εικονοστάσιο ανωνύμων (για να θυμηθούμε τον Ρίτσο) όμως εδώ και επωνύμων αγίων. Με τον τίτλο Παραλογή του 1993 και πάλι ο Γκανάς αναμοχλεύει τον λογοτεχνικό μας ορίζοντα φέρνοντας στο προσκήνιο το ιδιαίτερο είδος δημοτικών, τις παραλογές, ενώ συνεχίζει από το σημείο που έκλεισαν τα Γυάλινα Γιάννενα. Δίνοντας το λόγο σε άλλα πρόσωπα του εικονοστασίου του και διαλεγόμενος μαζί τους έχει από την αρχή της συλλογής, στο δεύτερο κιόλας ποίημα, ορίσει τον τρόπο του: «Και προφητεύω παρελθόν/λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ/και λέω». Οι αντιθετικοί και τεμνόμενοι κόσμοι του, ένα όλον, επανέρχονται συνδεδεμένοι μεταξύ τους: «και μην ακούς πάνω και κάτω κόσμος-είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι» λένε οι νεκροί. Τα μικρά του 2000 αποτελούν αναφορά στη χρησιμοποιούμενη μικρή φόρμα, μια επίπονη άσκηση στην πύκνωση του λόγου που υπηρετεί το ακαριαίο χτύπημα του ποιήματος στο στόχο του. Αλλά και ο φαινομενικά ιδιωτικού χαρακτήρα Ύπνος του καπνιστή το 2003, ανακαλεί ένα κοινό συμβάν, τον δύσκολο, συχνά διακοπτόμενο ή και ασθματικό ύπνο του καπνιστή παραπέμποντας στον δύσκολο ύπνο/έργο; του ποιητή. Για να ολοκληρωθεί το ποιητικό σύμπαν υπεισέρχεται και ο αρχαιοελληνικός μύθος μαζί με τους λοιπούς προσωπικούς μύθους (Αγαμέμνων, Ιφιγένεια, Ούτις/Οδυσσέας). Τέλος, η προφητική Άψινθος του 2012 καθώς διαλέγεται με ένα θρησκευτικό αλλά και προβληματικό κείμενο, την Αποκάλυψη, ιχνηλατεί την αρχετυπική ανθρώπινη σχέση, αυτήν με τη φύση και διατυπώνει το φόβο του άγνωστου μέλλοντος που το παρόν το προοικονομεί δυσοίωνο χωρίς να πάψει και σε αυτήν τη συλλογή ο διάλογος με πρόσωπα, ζώντα και τεθνεώτα.

Το δεύτερο στοιχείο του έργου του Γκανά, που συνδέεται με τα παραπάνω, είναι η παρουσία της μικροϊστορίας. Εννοώ εκείνες τις απλές, καθημερινές ανθρώπινες στιγμές, όπου χωρίς να γίνεται αντιληπτό απ’ αυτούς που το ζουν, η Ιστορία έχει περάσει και έχει συμπαρασύρει την καθημερινότητά τους. Όταν μιλώ για Ιστορία δεν εννοώ μόνον τη σκιά των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως π.χ. ο πόλεμος, που αναμφίβολα μας επηρεάζουν αλλά και εκείνα τα κοινωνικοοικονομικά συμβάντα που σταδιακά οδηγούν νομοτελειακά σε αλλαγές τη ζωή όλων μας, όπως οι κοινωνικές μεταβολές της δεκαετίας του ’80, τέτοιες που δρουν παρασκηνιακά στο έργο του Γκανά. Υπάρχει δηλαδή η διαπλοκή του μεγάλου ιστορικού γεγονότος που θα περάσει στα βιβλία ιστορίας με την απλή ζωή των απλών ανθρώπων, που δεν θα την καταγράψουν τα βιβλία και μάλιστα αυτά σε στενή σύνδεση με τον τόπο. Όλα αυτά είναι μέρος του υλικού του Γκανά. Έτσι, η ξενιτιά, η αποδημία, η νεοελληνική ταυτότητα, περνούν ως απλές καθημερινές στιγμές ίζημα όμως μεγάλων ιστορικών γεγονότων που έχουν λειτουργήσει υπόγεια, χωρίς να φαίνονται στο ποίημα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Μ. Γκ. 1888-1979» (Μαύρα Λιθάρια), όπου η Ιστορία ενός αιώνα γίνεται η μοίρα μιας οικογένειας και αυτή η προσωπική μικροϊστορία καταλήγει σε τρεις στίχους-εικόνα όπου αποτυπώνεται μια λεπτομέρεια: «…κλειστό το σπίτι για καιρό,/ τα δυό σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι./Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.».

Στο παραπάνω ποίημα αυτή η προβολή του απλού, και δη του μη ανθρώπινου (σπίτι-σκυλί), που όμως αποτελεί το ανθρώπινο ίχνος, φέρει το συναίσθημα ατόφιο δημιουργεί μια λυρική αιχμή καθώς κορυφώνεται στο τέλος του το ποίημα. Όμοια και στο διαλογικό απόσπασμα, πάλι λυρική κορύφωση στο τέλος ποιήματος: «-Θάρθω μανούλα νοικοκύρης με κούρσα κόκκινη και με γραβάτα –Θάρθεις παιδί μου μουσαφίρης με δυό βρυσούλες στα πικρά σου μάτια».

Με τα δύο παραπάνω παραδείγματα περνώ στο τρίτο στοιχείο της ποίησης του Γκανά, πιο σύνθετο, πιστεύω, συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα αλλά και πιο χαρακτηριστικό του ύφους του: η σχεδόν παραμυθιακή, καίρια, άμεση αφήγηση και ο συνδυασμός αφηγηματικότητας-διαλογικότητας/διαλόγου-λυρισμού. Και αυτά, σε οικεία, απλή γλώσσα, χωρίς τίποτε το πεποιημένο, που εξωτερικεύει και δεν συστρέφεται στον εαυτό της για να δημιουργήσει ένα ποίημα ερμητικό, είναι ο κύριος τρόπος του Γκανά. Η θλίψη που επιφέρει η αποκοπή από πρόσωπα και τόπους, η φθαρτότητα και η βίωση της απώλειας/θανάτου, γενικά η σκληρή πραγματικότητα, διαπλάθεται με κοινόχρηστες λέξεις, θεμελιώνεται πάνω στην οικεία εμπειρία αλλά αιφνιδιάζει καθώς λειαίνεται από το λυρισμό της εικόνας. Λέει ο ποιητής: «Οι λέξεις είναι σαν τα σκάγια. Ποιες βρίσκουνε το στόχο τους/ποιες δεν τον βρίσκουν» (Τα μικρά). Αυτοί οι τρόποι, που προσπάθησα να τους σκιαγραφήσω, κάνουν τα ποιήματα του Γκανά ευθύβολα, να πετύχουν, όπως είπα και πριν, το στόχο τους, τη γνήσια άμεση συγκίνηση, σκάγια που βρίσκουν την ψυχή αλλά δεν τραυματίζουν, δείχνουν το τραύμα και το χαϊδεύουν.

Χωρίς να φιλοδοξώ να είμαι πρωτότυπη για ένα έργο επαρκώς σχολιασμένο θα ήθελα να μιλήσω κλείνοντας για μια πτυχή, ένα από τα νήματα που υφαίνουν τον κόσμο του ποιητή που με απασχολεί ιδιαίτερα: το θηλυκό στοιχείο. Δεν μιλώ μόνο για τη γυναίκα και συνακόλουθα για τον έρωτα, βασικό θέμα ολόκληρης της λογοτεχνίας, αλλά για όλα τα θηλυκού γένους πρόσωπα, όχι κατ’ ανάγκην φυσικά πρόσωπα, που διατρέχουν την ποίηση του Γκανά. Ας θυμηθούμε και το Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες.  Η γυναίκα βρίσκει την απεικόνισή της ως γυναίκα-έρωτας-αγάπη αλλά και ως μητέρα και μετασχηματίζει ουσιαστικά τη συγκεκριμένη μία γυναίκα, είτε αγαπημένη είτε μάνα, σε συμβολική, αρχετυπική μορφή παραπέμποντας σε οριακές ανθρώπινες εμπειρίες, την ερωτική και τη μητρική. Ο έρωτας καθώς χάνει την ορμητικότητα που επιβάλλει η σάρκα, καθώς υποχωρεί σταδιακά, μετασχηματίζεται σε αγάπη, έννοια κομβική, που έρχεται στα Γυάλινα Γιάννενα «ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης» και κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία της στην Παραλογή ως απομονωμένη φράση-ποίημα δύο φορές «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη», τροφοδοτώντας βέβαια και άλλα ποιήματα. Η φράση ξαναβρίσκεται και στην Άψινθο προχωρώντας από τον μεταλλαγμένο σε αγάπη έρωτα στην γενική έννοια της αγάπης.

Γυναικεία μορφή και η φύση και ο ποιητής επανέρχεται διαρκώς σε αυτήν ως σημείο αναφοράς, ως πηγή και καταφυγή και σκοτεινή ρίζα που κρύβει τη χαρά και το φόβο: «Σκοτεινή μητέρα/ χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά» (Άψινθος). Γυναίκες λοιπόν υπηρετεί ποιητικά ο Γκανάς και αυτό δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον προσεγγίζει τις ανθρώπινες γυναικείες μορφές, περίπου όπως τη φύση. Πρόκειται για μια αναγωγή στο αρχέγονο: ένα είδος προσκυνήματος στην πρωταρχική μήτρα της ζωής στην οποίαν επιστρέφουμε ξανά και ξανά στις οριακές μας στιγμές. Και βέβαια, σε μια προέκταση αυτής της σκέψης μου, γυναίκες είναι και η μνήμη και η Ιστορία και πάνω απ’ όλα η Ποίηση.

Σταματώ εδώ. Δεν θα πω για όσα η κριτική έχει συζητήσει και η φιλολογική επιστήμη έχει αναλύσει. «Τα θέματα παλιώσανε κι οι ρίμες κουράστηκαν και ζούνε με τις μνήμες/». Θα ήθελα κλείνοντας να μεταφέρω τη σκέψη που προέκυψε καθώς έγραφα, μια «διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος», όπως λέει ο Καρούζος. «Τι σημαίνουν όλα αυτά που γράφω;» Συχνά φοβάμαι ότι είναι φιλολογικά σχόλια που απομακρύνουν τον αναγνώστη, όλους μας, από το ποίημα αν και στόχος τους είναι να τον καθοδηγήσουν προς αυτό και εκεί να τον αφήσουν. Ποια είναι η ουσία; όταν ο ποιητής έχει βρει τον τρόπο να πει για όλα όσα αποτελούν τα προαιώνια ανθρώπινα θέματα και να μην γίνει ο σοβαροφανής κατασκευαστής ποιημάτων αλλά ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στις λέξεις και τους ανθρώπους, αυτός που ρίχνει τα σκάγια-λέξεις και βρίσκει τρόπο να πετύχει το στόχο του. Ο τρόπος είναι λοιπόν μια αιτία που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στο Μιχάλη Γκανά.*

Νομίζω ότι η ποίηση του Μιχάλη Γκανά έχει, ως ένα βαθμό κατηγοριοποιηθεί και κατά συνέπεια «οριοθετηθεί» ως επιστροφή στην παράδοση και με αυτό εννοείται η παραδοσιακή, δηλαδή έμμετρη ποίηση και οι τρόποι της. Επίσης έχει χαρακτηριστεί ως αναβίωση και προβολή του χαμένου κόσμου της ελληνικής υπαίθρου. Αν μείνουμε μόνο σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, κατά τη γνώμη μου, το έργο του Γκανά αδικείται καθώς εγγράφεται σε ένα σχήμα και μια συγκεκριμένη πρακτική. Έχω την άποψη ότι ο ποιητής αποδεικνύει ότι η καλή ποίηση δεν χρειάζεται να εντάσσεται, αρκεί που βρίσκει το στόχο της. Η εμμετρότητα του Γκανά έχει πρόθεση, σχέδιο και η συνομιλία της με το παρελθόν είναι πολύπλευρη.

Όμως, νομίζω, ο συσχετισμός του έργου αυτού με το μεταιχμιακό πεδίο, τις τομές των δύο ποιητικών τάσεων, παράδοσης και μοντερνισμού, (εάν δεχτούμε ότι αυτά τα δύο είναι στεγανά και απόλυτα διακριτά) και ο επιλεκτικός χειρισμός στοιχείων από τις δύο αυτές ροπές αντί να δημιουργεί ένα κλειστό πεδίο, αντίθετα διανοίγει τη θεματολογία, τη στιχουργική και κυρίως τους ποιητικούς τρόπους του Γκανά επιτρέποντάς του να χρησιμοποιήσει τις φόρμες ποικιλότροπα.

Το έργο του Μ. Γκανά για μένα είναι μια ρωγμή στον αρραγή κόσμο που θέλουν να χτίσουν μερικοί τύποι γύρω μας σαν αυτούς του ποιήματος «αυτοί παιδί μου δεν/δεν ξέρουν ν’ αγαπούν/ξέρουν μονάχα ν’ απαιτούν/» από την Άψινθο. Τι είδους ρωγμή είναι επιτρέψτε μου να μην την περιγράψω αλλά να αφήσω να διαφανεί, με ένα ποίημα από την Παραλογή που συμπυκνώνει ορισμένα συστατικά στοιχεία της ποίησης του Γκανά και, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύει αυτό που υποστήριξα για τη χοϊκότητα και τον ευθύβολο χαρακτήρα των ποιημάτων του:

«Ξημέρωσε. Αθέατος βασιλικός μυρίζει/ αλλά η μέρα δίβουλη γεμάτη έγνοιες./ Προτού με γονατίσει/ καλωσορίζω εδώ το φως/ ανοίγοντας χαραματιά στη μνήμη./ Που θα μου φέγγει κάποτε κι εμένα/ αν αγαπήθηκα ποτέ./ Και σβήνω δίπλα μου τη λάμπα./».

 Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/o-quot-a-quot-apochaireta-ton-m-gkana-3-quot-logia-kai-nimata-apo-ton-poiitiko-toy-kosmo-quot-tis-varvaras-royssoy/

Νίκη Τρουλλινού - Μπροστά σε μανιασμένη θάλασσα ο δωρικός του λόγος

 Γεννημένος στο Τσαμαντά της Ηπείρου το 1944. Και είναι αυτή, η Ήπειρος, που θα του χαρίσει υγρό πυρ, τα βουνά, τα χώματα, τα λιθάρια,  τα πηγάδια, το χιόνι, τα ποτάμια, το νερό που τρέχει ελεύθερο .Τόπος κεκοιμημένων.  Των  ανθρώπων μας.

 Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα.

Το ‘χτισαν πάλι με την  ίδια του την πέτρα.

Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν νερά.

 Σημάδεψαν τα βήματα του Θεού στους λόφους

 κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους .    [‘’Ομαδικό πορτραίτο’’ Μαύρα Λιθάρια]

Το ’48 μάχες, πηχτό βουητό,   ‘’ έφυγε ο οχτρός και βγήκαν οι οχιές, παιδάκι μου’’  η πτώση της Μουργκάνας, στο δρόμο  για την προσφυγιά, με τον πάππου και τις γυναίκες,  ’Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας  έβαλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα’’(2) λέει η μάνα Κάλλιω.  Γραμμή για τα Σκόδρα, πολωνέζικο το φορτηγό, στ’ αμπάρι πατείς με πατώ σε. Γιβραλτάρ, Μάγχη, 12 μερόνυχτα. Το τρένο. Ουγγαρία. Κι ο πάππους να τον κρατεί πάντα από το χέρι, με τη χλαίνη ριγμένη – κι αυτό πάντα – στις πλάτες. Άσπρα σπίτια, άσπρο χιόνι. Μετά την εκτέλεση του άντρα με το γαρύφαλλο, το χωριό που ζει ο μικρός Γκανάς, θα το βαφτίσουν   Νίκος Μπελογιάννης. Το ’54, με το νομικό καθεστώς των απαχθέντων, μπορούν να γυρίσουν στην πατρίδα. Το τρένο πάλι. Αυστρία, Ιταλία, η θάλασσα, Γουμενίτσα, το λεωφορείο, τα μουλάρια, το χωριό, ο πατέρας. Και το χωριό της μητριάς Πατρίδας να φυραίνει, καθώς οι άντρες  παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης.  Αναχωρήσεις, όπως κάποτε το δελτίο εξαφανίσεων του Ερυθρού Σταυρού. 54 σελίδες όλες κι όλες η Μητριά πατρίδα, ένα από τα αριστουργήματα  της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ή πως το βίωμα μεταπλάθεται σε καθαρή, μεγάλη λογοτεχνία παράγοντας συνάμα λογοτεχνικό ήθος.

Κάθοδος στην Αθήνα, το ’62, Νομική, αντροπαρέες Θεσπρωτών φοιτητών , δρόμοι της νιότης, ‘’ένα πρωί δημοτικά και εμβατήρια, κι εφτά χρόνια η Ελλάδα στο γύψο’’, στρατιώτης στην Κόρινθο, Ηράκλειο Κρήτης στη ΣΕΑΠ, τα δυο Αοράκια για θέα και βόλτες στην πόλη, η δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας, πρωί για την ΕΣΑ, πόσα μας θυμίζουν όλα αυτά! Να ναι καλά τα μελίσσια και η μορφή της μάνας,  γιατί όταν κάποτε ο Γκανάς θα πιάσει τις λέξεις – ‘’όπλο μπροστογεμές’’ (3) – που πάντα   πετυχαίνει το στόχο του, θα γράψει γι’ αυτά ‘’ κι όχι με ξένα κόλλυβα, παιδάκι μου…’’ όπως θα ‘λεγε κι η γιαγιά. Ύστερα αρνήθηκε ‘’τα επίφοβα και ταραγμένα  νερά της μάχιμης δικηγορίας’’ τι τύχη για την Ποίηση! Βιβλιοπώλης στη ‘’Δωδώνη’’ , επιμελητής εκπομπών λογοτεχνίας, κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία. Και τα ποιήματα – νομίζω…

πουλιά

ανώνυμα βρεγμένα κρυωμένα

 αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής…(4)

  Ή,    

…έρχονται από μακριά           

δεν ξέρεις αν χορεύουν ή παραπατάνε’’ (5) 

         

Τα έργα του: (με το χρόνο της πρώτης κάθε φορά έκδοσης )

Ακάθιστος δείπνος 1978. Μαύρα λιθάρια, 1980. Μητριά πατρίδα, 1981. Γυάλινα Γιάννενα, 1989. Παραλογή, 1993 ( κρατικό βραβείο ποίησης ). Τα μικρά, 2000. Στίχοι, τραγούδια, 2002. ( ήδη ο Γκανάς έχει περάσει στα χείλη των ανθρώπων, στη χαρά και στη λύπη, και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η μουσική εμπεριέχεται στον στίχο του Γκανά )  . Ο ύπνος του καπνιστή, 2003. Άσμα ασμάτων, μετάφραση – σταθμός για τους εραστές του Σολομώντα, γλώσσα κρουστή, κελαρυστή,  φέρνει στην επιφάνεια την συγγένεια του Άσματος με το ‘’ Μάουτχαουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλη.  ) Γυναικών, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, 2010. Πεζός λόγος, πεζός δωρικός λόγος που τώρα, εδώ, η ποίηση δεν πηγάζει από τις λέξεις αλλά από τις εικόνες που απλές καθημερινές λέξεις φτιάχνουν,  η ποίηση εδώ είναι  πίσω από τις εικόνες, τα βαθύτερα όσο και απλά νοήματα που σ’ αυτά ακαριαία μας οδηγεί ο, σταθερά  ποιητής, και στον πεζό του λόγο.

– Βιωματικός ποιητής ο Γκανάς, λένε οι ειδήμονες. Ναι, μόνο που ο Γκανάς δεν εκβιάζει το βίωμα, δεν τρέχει πίσω από την έμπνευση, δεν παρασκευάζει  στην κουζίνα του ποιητή τον στίχο του, ώστε να ‘’φαίνεται’’ βιωματικός, μοιάζει να καιροφυλακτεί μ΄ ένα αναμμένο τσιγάρο, κυνηγός κάτω από τα νυκτερινά πλατάνια, περιμένει, φαίνεται, ν’  ανακαλύψει κάθε φορά σαν πρώτη,  τις μυστικές σχέσεις της παιδικής του ηλικίας, της προσφυγιάς, της μετανάστευσης των ανθρώπων του, την παρουσία των κεκοιμημένων, το γυναικείο κορμί, τη μνήμη των φίλων και να τ’ αγαπήσει όλα αυτά,  κι άλλα πολλά,  αβίαστα, πηγαία,  με τη δική του γραφίδα.

– Ποιητής που δεν διαλέγεται μόνο με τον Σολωμό και τον Σεφέρη. Αλλά με το σύνολο της μεγάλης ποιητικής παράδοσης του  τόπου. Μοιάζει να χαίρεται τον αισθησιασμό του Ελύτη, κρατώντας όμως το δικό του μέτρο, να κλείνει  το μάτι στη μελαγχολία αλλά και τον αυτοσαρκασμό του Καρυωτάκη, ν’ έχει αγαπήσει τον Ουράνη,  ν’ απαντά πρόσωπο με πρόσωπο στον Μανώλη Αναγνωστάκη :

 Οι λέξεις δεν είναι καρφιά

ούτε φύλλα.

Και στο σφυρί αντιστέκονται

και στον αέρα.

Οι λέξεις είναι σαν τα σκάγια.

Ποιες βρίσκουν το στόχο τους

 ποιες δεν τον βρίσκουν.

 Δεν φταίει πάντα ο κυνηγός’’

                     [‘’Περί ποιήσεως 2’’, Τα Μικρά]

 Και μ’ έναν τρόπο που δεν έχω θεωρητικά εργαλεία να σας τον μεταφέρω, συνομιλεί με την πολύ σπουδαία Τζένη Μαστοράκη αλλά και τον Σπύρο Τσακνιά.  Βρίσκει, και έτσι,  μέσα από τον διάλογο με το ποιητικό σώμα της χώρας, τον στόχο του:  μεταφράζει απαράμιλλα τη δική του και τη δική μας ανάγκη για Ποίηση. Μοναδικός, ναι, αλλά και με συνείδηση του ανήκειν .

Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την τέχνη του λόγου, μοιραία φθάνουμε και στο θέμα  ‘’μορφή και περιεχόμενο’’. Μόνο που στον Γκανά μια τέτοια συζήτηση μοιάζει να αυτοκαταργείται. Τι εννοώ… Κατ’ αρχήν, ο 15σύλλαβος  που χρησιμοποιεί ο ποιητής,  καθώς διαλέγεται γόνιμα με το δημοτικό τραγούδι, δεν έχει, πιστεύω, καμία σχέση με την συζήτηση για την ελληνικότητα στο έργο τέχνης που άναψε η γενιά του ’30, ούτε με το σύνθημα  του  ’70 για ‘’επιστροφή στις ρίζες’’ ή όποιο άλλο θεωρητικό παρεμφερές κατασκεύασμα. Η ποίηση του Γκανά είναι και  εισπράττεται από τον αναγνώστη ως πηγαία ανάγκη του ίδιου του ποιητή, ως επιστροφή στον γενέθλιο τόπο, ως, ακόμη – ακόμη, η ίαση του τραύματος της απώλειας. Βάσανος και παραμυθία μαζί.

Δεκαπεντασύλλαβος,  λοιπόν,  είτε ελεύθερος στίχος, είτε σονέτο, είτε πεζός λόγος δίπλα στη ρίμα, η μορφή των ποιημάτων του κάθε φορά έρχεται να απαντήσει στο αίτημα του περιεχομένου, σε μιαν αξιοθαύμαστη ενότητα, που το ένα ρέει, παρεισφρέει μέσα στο άλλο. Το ένα υπηρετεί το άλλο, η μορφή  γονιμοποιεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε φορά, και το ανάποδο,  εισπράττοντας, εν τέλει, το κέρδος της αρμονίας και των δύο. Με τον Τόπο και τον Χρόνο να κρατούν τα ιστία, – παραφράζοντας την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, –   με τρόπο υπόγειο, και γι’ αυτό δυνατό καταφέρνει εκ βαθέων να  μεταμορφώνει τον κόσμο του αναγνώστη του. Με μια κουβέντα: ο Γκανάς παράγει ποιητικό Λόγο και όχι στυλ.

’Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,

 ένας πατέρας που του έτυχε

 σιωπηλό και δύστροπο παιδί,

 και να του πω μια ιστορία

 για να τον πάρει ο ύπνος.

 Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα …

………………………………………………………………….

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

πάρε και μας μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,

 παιδάκια των παιδιών μας….  

{‘’Χριστουγεννιάτικη ιστορία’’, Γυάλινα Γιάννενα}

Πατώντας σε ένα πρόσφατο, ως προς την έκδοσή του, δοκίμιο του Κώστα Αξελού για την τέχνη, επιτρέψτε μου να πω πως η ποίηση του Γκανά διατηρεί μια σχέση με τη φύση, με τον παρόντα ή απόντα θεό και με τον ατομικό ιστορικό και κοινωνικό άνθρωπο. Πετυχαίνοντας έτσι, η σχέση με την ποίησή του να μετατρέπεται σε ‘’επώδυνο όνειρο, φαντασίωση με αιματηρή αναφορά στην καίρια ατομική όσο και συλλογική ύπαρξή μας.’’   

Και τίθεται το ερώτημα  –   Ο Γκανάς είναι πολιτικός ποιητής;  Ενοχλεί, ίσως, και μόνο που τίθεται το ερώτημα. Επειδή  όμως δεν είναι οι λέξεις ένοχες για τις δικές μας αμαρτίες, ναι, νομίζω ότι ο Γκανάς είναι και πολιτικός ποιητής. Όχι με την έννοια του πολιτευόμενου, ή του στρατευμένου, αλλά όπως έθεσε το θέμα ο  Στρατής Τσίρκας για τον πολιτικό Καβάφη. Δηλαδή, πολιτικός με την έννοια του ποιητή που στοχάζεται πάνω στις τύχες του τόπου, που – μπορούμε να προσθέσουμε –  με σημαία του τη Μνήμη, σκαλίζει το παρελθόν, κοιτάζει μελαγχολικά ίσως το παρόν, σχολιάζει, χωρίς ποτέ όμως να γλιστρήσει στα αγοραία, κρατώντας ψηλά τον ποιητικό λόγο του  :

Κι η μνήμη

για να φυλάει τα σύνορα  (6)

ή

Κάποτε τα βουνά χιονισμένα χειμαδιά της φυλής’’   (7)

ή

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε

ένας δίσκος με αντίδωρα.

Κανένας δεν τη χόρτασε.  (8)

Ή το σπαρακτικό ‘’Εθνική Οδός’’ (9)

Από δω έφυγε

η μισή πατρίδα

 για τα ξένα

Καταναλωνόμαστε προσφάτως σε ατέλειωτες κουβέντες με ξενόγλωσσους,  οικονομικούς συνήθως όρους – οικεία κακά. Πόσο ωραίοι  και σημερινοί  οι  στίχοι :

Φέρτε τους άρχοντες

να ευθυμήσουμε λιγάκι

να θυμηθούμε τις ευθύνες μας    {Τα μικρά}

Κι όμως… είναι τυχερή η πατρίδα, μάνα ή μητριά,  Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή  λέει ο ποιητής, που έχει τέτοιες ποιητικές φωνές. Να το ξέρει,  άραγε;

Σε πολύ πρόσφατο κείμενό του ο Κωστής Παπαγιώργης σημειώνει πως το σπάραγμα  του Γκανά, Θα ‘ χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί /  κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια. ‘’ (10)   το απευθύνει ο ποιητής στον εαυτό του. Νομίζω πως κάνει λάθος ο αξιότιμος κύριος Παπαγιώργης. Ή τουλάχιστον μας αφορά εξίσου πολύ με τον ποιητή, δικό μας το ράγισμα στα μάτια, το κουβαλάμε μαζί του, κοινωνώντας ποίηση, στερνό καταφύγιο και αποκούμπι,  ‘’ταμένοι στην αγάπη…’’  Αμήν !

Σημειώσεις: 1. Από το ποίημα ‘’ Μέσα στην άφθονη ανωνυμία’’ Γυάλινα Γιάννενα, σελ. 32

  1. Μητριά Πατρίδα, εκδόσεις Καστανιώτης, 1996 σελ. 10
  2. ‘’ο θάνατος παλιό μπροστογεμές’’, Μαύρα λιθάρια, σελ. 45 και Τα μικρά σελ 62 και ‘’μακρύκανο παλιό μπροστογεμές’’ Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Γυάλινα Γιάννενα σελ. 14.

4.’’ Εύνοια’’, Τα μικρά, σελ. 44

  1. ‘’ το ποίημα έρχεται από μακριά’’, Ο ύπνος του καπνιστή σελ. 54

6.Τα μικρά, σελ. 16

  1. ‘’Μονόξυλα’’ Μαύρα Λιθάρια, σελ. 43
  2. Τα μικρά, σελ. 35
  3. ‘’ Ακαριαία’’ Ακάθιστος Δείπνος, σελ. 41
  4. ‘’Ακαριαία 1’’, Μαύρα Λιθάρια σελ.43

Νίκη Τρουλλινού

Σημείωση:  το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία της Νίκης Τρουλλινού στην τιμητική εκδήλωση για τον Μιχάλη Γκανά το Σάββατο 17 Απριλίου 2010 στο Ηράκλειο Κρήτης. Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο ποιητής, ο οποίος διάβασε και σχολίασε δημοσιευμένα και ανέκδοτα κείμενά του. Πρωτότυπη μελοποίηση στίχων του Γκανά παρουσίασαν οι μαθητές του 8ου ΓΕ.Λ Ηρακλείου  Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης.

 Αναδημοσίευση από: https://www.oanagnostis.gr/o-quot-a-quot-apochaireta-ton-m-gkana-2-mprosta-se-maniasmeni-thalassa-o-dorikos-toy-logos-tis-nikis-troyllinoy/