Ο Γκανάς δεν υπήρξε σπουδαίος επειδή κατείχε τον διακαή τίτλο του «ποιητή», αλλά, διότι μπόρεσε να χωρέσει σε μία άρτια δομημένη γλώσσα -δημόσια, ανένοχη, σπινθηροβόλα και καθόλου περίκλειστη- όλους μας «αγεληδόν» αδόμητους. Με τις κατραπακιές μας, τις νοσταλγίες, τα μαχητά, τα παρακαλητά μας, όλα τ’ ανθρώπινα. Όλα όσα από ευαισθησία γαργαλάνε τον λαξευμένο φάρυγγα ενός αληθινού ποιητή.
Αντάμα πατρικός και μητρικός μαζί. «Παλιομοδίτικος» αλλά τόσο αναγκαίος. Φιλήσυχος εκπρόσωπος μιας παράδοσης λησμονημένης, στωικός επαναφευρέτης ενός κόσμου που δεν «φυραίνει», αντλεί το υλικό του από τη φύση, τη δημοτική παράδοση, το λαϊκό πολιτισμό και καταγράφει τα σταλάγματά του στην αιωνιότητα των σελίδων του. Ποιος θα τολμήσει να ξεχάσει το ποίημα για τα χέρια της μάνας; Ένα σεμεδάκι κεντημένο από ανδρικά χέρια να κουρδίζει τα «δυναμό» της αντοχής του νεωτερικού ανθρώπου.
Η ποίηση του μοσχοβολά το άρωμα της βροχής στα κατουρημένα ρείθρα της Αθήνας, αγιάζει και τον πιο αδιάλλακτο αστικό περιπατητή με το επιούσιο χώμα της επαρχίας, τραβολογάει την Ήπειρο στην πλατεία Ομονοίας και τα Χαυτεία, σταλάζει λίμνες, ποταμούς, ωκεανούς απάνω στα πλωτά μας άγχη, περιεργάζεται αμήχανη τη βιομηχανική επανάσταση των μηχανών, επεξεργάζεται τα χαμένα μας δάχτυλα, τις απώλειες και τα πάθη, ανασκαλεύει ληγμένους έρωτες και μιλάει τολμηρά για τους «σκλάβους της αγάπης».
Η διάσωση του συναισθήματος μες στη χοάνη του πολύβουου άστεως χαρακτηρίζει την ποίησή του. Και η διάσωση του συναισθήματος σε καιρούς εξωφρενικά ταχύρρυθμους είναι γενναία πράξη. Το ηπειρώτικο ιδίωμα της γραφής του, που ποτέ δεν παρέδωσε μπρος στα αστραπόβροντα των αστικών θεαμάτων, η σπάνιας ομορφιάς στιχουργική ολολυγή του, η ανθρακωρύχικη ματιά του στα δημόσια πράγματα, συνυφαίνει με τόση νοστιμιά δύο κόσμους ξένους και γνωστούς μαζί: την ερήμωση του ορεινού κόσμου με τη σημερινή ερημιά που νιώθει ο άνθρωπος της πολυκατοικίας.
Η μουσικότητα των στίχων του δίνει την ευκαιρία στην ποίηση του να αποδράσει από το κεκλεισμένων των φιλολογικών θυρών σαλόνι και να αγγίξει το ευρύ κοινό στο «δόξα πατρί». Και, μάλιστα, με στίχο ελεύθερο και έμμετρο μαζί. Πείτε μου, αυτό δεν είναι από μόνο του ένα ποίημα;
Και μ’ ένα χάδι‐ποίημα, κάθε φορά, έβγαζε από πέτο του τις λέξεις του για να σκουπίσεις τους καημούς σου. Ένας αιθέριος και αθεράπευτος υμνητής των λόγγων. Ένας ακούραστος σαλαγητής και νανουριστής μαζί των σπλάχνων. Ένας προικισμένος σμιλευτής των λέξεων. Ένας σφυγμομέτρης παρατηρητής ορατού και αοράτου. Ένας ολόγιομος ποιητής της συλλογικής μας ευαισθησίας και της εξασθενημένης συλλογικής μας μνήμης.
Πηγή: Η Εφημερίδα των συντακτών, 26/11/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου