ΒΑΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός
Κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα,
Εκεί που πάνε τ' άτακτα παιδιά
Με τα κακά τους λόγια έπλασε
Δακτυλιόσχημους πλανήτες
Και σκάρωσε αγριοπερίστερα
Από το ποινικό τους μητρώο.
Όλο το προβλεπόμενο τριήμερο
Τα δίδασκε μουσική και σκάκι.
Κι όσα είχαν κλίση στην αστρονομία
Πώς να εκτοξεύουν παπαρούνες
Απ' τις υπώρειες τ' ουρανού.
Έπειτα επέστρεψε στα καθ' ημάς.
Σ' αυτό το σύμπαν της νομοθεσίας.
Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στη ντουλάπα.
Και ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος
Που καμία αγκαλιά δεν τον χωράει.
Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.
Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα
Μα ως κι η μάνα σου έχει τις δουλειές της.
Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα,
Οι μπόρες ρίχνουν τίποτε ζαριές αθανάτων,
Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι.
*
PIANO FORTE
Μου χτύπησε το τζάμι μια ψυχή
Όπως λένε πως κάνουν τα σπουργίτια.
Όχι για ψίχουλα! Ζητούσε μουσική.
Ν' ακούσει πώς ηχεί παλιό κρασί
Όταν μοιράζεται σε δυο ποτήρια.
Πώς ψιθυρίζει θερινή κουρτίνα
Όταν σύρεται απαλά να σκιάσει
Το φως ζεστού μεσημεριού.
Ή πώς σφυρίζει η τσαγιέρα το βράδυ
Που το χιονόνερο επιμένει ώρες
Και πια του παραδίνονται όλοι οι δρόμοι
Φέγγοντας ρουτινιέρικα αδειανοί.
Ω, εσείς που κλαίτε, εσείς που γελάτε,
Εσείς που φλυαρείτε ή που τραυλίζετε,
Πιο δυνατά, θε μου, πιο δυνατά!
Δεν ακούν τα πουλάκια τ' αόρατα!
Νύχτα μέρα πετούν λυπημένα
Από την άμουση τη γη της κατοικίας τους
Γύρω απ' τα σπίτια μας τα επτασφράγιστα
Για το δώρο του θρήνου ή του γέλιου μας,
Για τα πλήκτρα ενός κουταλιού στο φλυτζάνι,
Τα έγχορδα μιας φορεσιάς στην κρεμάστρα...
Μην τα ξεχνάτε έξω απ' το τζάμι αδικημένα.
Πιο δυνατά! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!
*
Ο ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ
Άρχισα τις επισκευές από τη στέγη. Φρόντισα να αφαιρεθούν τα τσακισμένα κεραμίδια, να αντικατασταθούν με γερά, κατά το δυνατόν ομοιόχρωμα προς τα παλαιά, να ελεγχθούν δοκοί και δεσίματα, να ξαναφτιαχτούν οι υδρορροές και τα ακροκέραμα. Μετά συνέχισα με τοίχους, μέσα κι έξω, αυτοί είχαν την περισσότερη δουλειά, παντού ρωγμές, σκασίματα, υγρασία. Κουφώματα, πορτοπαράθυρα αναπαλαιώθηκαν, η κεντρική δίφυλλη πόρτα με τις εξαίσιες λεπτομέρειες από μπρούντζο ξαναβρήκε το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας της. Ξεχορτάριασα τον κήπο, τον έσκαψα, παρήγγειλα φυτά και φυτά. Άρχισα να τα φυτεύω κατανέμοντάς τα με τρόπο που χρηστικά και καλλωπιστικά να έχουν την αρμόζουσα θέση. Έστησα πέργκολα για μελλοντική κληματαριά. Καθάρισα και καλοσκέπασα το πηγάδι. Ποτέ δεν έριξα βλέμμα απόγνωσης στο ρημαγμένο χωριό, στα ελάχιστα ερειπωμένα σπίτια, που ούτε λύκος δεν καταδεχόταν πια. Και σ' αυτόν τον μισοτελειωμένο παράδεισο πήρα μια καρέκλα και κάθισα στο κατώφλι, κάτω από το γεμάτο φεγγάρι. Ξέροντας ότι κανείς δε μ' αγαπά αρκετά, για να έλθει στα μέρη μου, άρχισα να τραγουδάω δυνατά, φάλτσα κι ελεύθερα μια ραψωδία για το τίποτε που κρατάει ακόμη.
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Σε αβαρές φαλτσέτο: μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, Θράκα 2024.
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου