Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παρρέν Καλλιρρόη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παρρέν Καλλιρρόη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Καλλιρρόη Παρρέν - Η Χειραφετημένη


Το παρακάτω διασκευασμένο απόσπασμα είναι από το έργο της δημοσιογράφου, λογίας και πρωτοπόρου του ελληνικού φεμινισμού Καλλιρρόης Παρρέν (1861- 1940) με τίτλο Η Χειραφετημένη (Η Χειραφετημένη. Τυπογραφείον Παρασκευά Λεώνη, Αθήναι 1900, σελ. 129-138, στον Τόμο Η’, σελ. 357, εκδόσεις Σοκόλης, 1997.

[…]Εάν έπαυες να με αγαπάς ποτέ, είχεν είπει την πρώτην ημέραν των γάμων της εις τον άνδρα της, θα απέθνησκον. Αλλ΄ ευθύς ως μετανοήσασα: όχι, θα έμενεν η Τέχνη, θα μου έμενεν η εργασία. Θα έζων.

Ο Κώστας[1] εννόει τώρα και αυτός την δύναμιν της Τέχνης. Εννόει όλα τα αισθήματα τα οποία αύτη αφυπνίζει. Ηννόει τα φίλτρα και τα μαγικά της μυστήρια. Ηννόει την μεγάλην αντίπαλον, την οποία ευρίσκουν τα ανυπότακτα πνεύματα και αι μικραί της ανθρώπινης φύσεως ατέλειαι εις αυτήν.

Η Μαρία ακράτητος κατέβη εις τον κήπον. «Ελάτε, εφώναζε, διευθυνόμενη προς μιαν τεχνητήν λίμνην, η οποία ευρίσκετο όπισθεν της οικίας. Ελάτε εις την λίμνην, είναι πολύ εύμορφα».

Η πενθερά της κατέβη και αυτή την κλίμακα, χωρίς να εννοή καλά-καλά, διατί κατέβαινεν. Όταν όμως ησθάνθη τας ψυχράς σταγόνας του νερού επί του μετώπου της έστρεψεν προς τα οπίσω. Ο Κώστας εσταμάτησε και αυτός.

Η μητέρα του δεν ήθελε να φανή ολιγώτερον της νύμφης της ηρωική και να δείξη ότι εφοβείτο την βροχήν, αλλά δεν ηννόει και να βραχή. «Φώναξέ την να επιστρέψη, είπεν εις τον υιόν. Η υγρασία θα την πειράξη. Αι νέαι γυναίκες είναι πάντοτε απερίσκεπτοι τας πρώτας ημέρας του γάμου των».

Η Μαρία, η οποία δεν ήτο μακράν, ήκουσε τους λόγους της πενθεράς της. Έσπευσε να επιστρέψη, φοβουμένη μήπως την δυσαρεστήση. Και ως δια να δικαιολογηθή, εδοκίμασε να της περιγράψη το θέαμα της λίμνης, όταν βρέχη. «Η λίμνη, η τόσος ήσυχος και ακίνητος άλλοτε, ήρχισε λέγουσα, η οποία σπινθοβολεί, μόνον όταν ο ήλιος στέλη θερμά φιλιά, η λίμνη τώρα με την βροχήν παίρνει τα φιλιά της οπίσω. Και να ιδήτε πως ανοίγει χίλια στόματα και πώς δέχεται τα ξενητευμένα της και πώς αναστατώνει τα ήσυχα και δροσερά παλάτια της…»

Η πενθερά της την έβλεπε, ως να εφαίνετο αμφιβάλλουσα αν η νύμφη της ήτο καλά.  Αυτή εσκέπτετο πώς θα επέστρεφεν εις το Σταυροδρόμι με τας τρομερές λάσπες των δρόμων και η Μαρία ωμιλούσε για φιλιά και δροσερά παλάτια. Δεν ημπόρεσε να κρατήση έν μειδίαμα[2] οίκτου, το οποίον δεν διέφυγε την προσοχήν του Κώστα. Και καθώς εγνώριζε καλά την μητέραν του, εμάντευσε τας σκέψεις της. Δεν θα την εννοήση ποτέ την Μαρίαν η μητέρα, εσκέπτετο! Και ησθάνετο ως κάτι να του επίεζε την ψυχήν.

 



[1] Στο μυθιστόρημα Η Χειραφετημένη, η Μαρία Μύρτου, ζωγράφος από την Αθήνα, ζει και εργάζεται μόνη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνωρίζει τον Κώστα Μεμιδώφ, γόνο φαναριώτικης οικογένειας και τον παντρεύεται κρυφά.

[2] Ελαφρύ χαμόγελο (με ειρωνική χροιά)


Αντλήθηκε από την Τράπεζα Θεμάτων Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου.

Edouard Vuillard - Τhe Window