Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pessoa Fernando (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pessoa Fernando (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Κώστας Αρκουδέας - Μυστική Ιθάκη (απόσπασμα)

 Ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ είδε τον εαυτό του να περνάει βιαστικά από μπροστά του και να στρίβει στην επόμενη γωνία. Απόμεινε με το φλιτζάνι του καφέ να τρεμουλιάζει στο χέρι του και να του πιτσιλίζει το παντελόνι. Αναρωτήθηκε αν είχε δει καλά ή αν τον γελούσαν τα μάτια του. 

Μα όχι, εγώ ήμουν αυτός... 

Παράτησε τον καφέ χωρίς να πληρώσει –θα το έκανε άλλη φορά– και βάλθηκε να κυνηγάει τον εαυτό του στα στενοσόκακα της Λισαβόνας. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Μια μυρωδιά σαπισμένου μήλου πλανιόταν στον αέρα και του ανακάτευε το στομάχι. Σμάρια από κοκκινωπά σύννεφα βολόδερναν στον ουρανό• αστραπές τον αυλάκωναν. Όλοι έσπευδαν να κάνουν τις δουλειές τους προτού ξεσπάσει μπόρα. 

Πρόφτασε τον εαυτό του δυο τετράγωνα παρακάτω να κατευθύνεται... πού; Τον ακολούθησε ασθμαίνοντας. Τώρα που τον πρόσεχε καλύτερα, έβλεπε πάνω του σημαντικές διαφορές. Το ανάστημά του ήταν μέτριο προς ψηλό. Οι ώμοι του καμπούριαζαν, λες κι έσερνε στην πλάτη του ένα αθέατο βάρος. Τα αραιά του μαλλιά ήταν ξανθωπά, η επιδερμίδα του κάπως χλομή. Για μια στιγμή ο Πεσσόα αναρωτήθηκε πώς πέρασε κάποιον με τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον εαυτό του;

Δεν μοιάζουμε καθόλου. 

Ο ίδιος είχε μουστάκι και σκούρα επιδερμίδα. Φορούσε γυαλιά με λεπτό σκελετό, καμπαρτίνα και ρεπούμπλικα για να κρύβει τη φαλάκρα του. Τη συγκρατούσε τώρα με το ένα του χέρι γιατί φυσούσε διαβολεμένα, ενώ στο άλλο είχε ακόμα το μισοσβησμένο τσιγάρο, εκείνο που δεν πρόλαβε να καπνίσει. Το πέταξε απαυδισμένος κάτω και συνέχισε την καταδίωξη του ξανθομάλλη. 

Ξέρω ποιος είναι, σκέφτηκε. Ο Αλμπέρτο Καέιρο, ο δάσκαλός μου. Απορώ πώς τον μπέρδεψα μαζί μου.

Μυστική Ιθάκη, σελ. 133-134


Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Rua da bella vista



Μια νύχτα καλοκαιρινή, υγρή στη Λισσαβόνα,
ονειροπόλος ποιητής χαϊδεύει τη σιωπή·
ο φόρος της διάνοιας πληρώνεται μ’ αγρύπνια
αγρίμι είναι που κρύβεται σε σώμα λογιστή.

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κοιτά τους άδειους δρόμους.
Τη μέρα ειν’ ένα τίποτα. Το βράδυ ειν’ «εγώ»,
που κάθεται καρτερικά στην έρημη αποβάθρα,
να πάρει την κλινάμαξα που πάει στην άβυσσο.

Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης,
για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή
κι απ’ το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση:
«Κουράστηκε η ψυχή μου απ’ τη ζωή».

Γλυκά θ’ ανοίξει η κλειδαριά της πόρτας για το Σύμπαν,
ο υπάλληλος Πεσόα θ’ αφήσει τις σκιές
και μένα, που ξαγρύπνησα, με πιάνει η ανησυχία,
αν είναι οι αναμνήσεις μου ψεύτικες ή σωστές.


                                        Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Rua da bella vista