Χαντακωμένος μέσα στην απόλυτη του βίου σημασία
Μετάλαβε το θάνατο καθώς το σώμα και το αίμα
Πολύς καιρός τον περιμένει ξέσκεπος
Που θαλαμεύεται ψυχρά
Στη νοητή ευθεία του μέλλοντος.
Αν όχι της ενότητας η άκρα ευδαιμονία
Τουλάχιστον ο έρωτας.
Αν όχι ο θεός ολάκερος – τουλάχιστον η χάρη.
Τι να 'τανε λοιπόν αυτός ο αποφασισμένος λύτης;
Άγριο φυλοβόλλι, ταπεινό νερό ή μέτωπο
Του αντίχρονου πολέμου;
Συνταξιούχος αργοναύτης ή λεπτεπίλεπτος αετός
Έρημος εκκλησόκηπος ή πότης στην Ελευσίνα;
Κι έχοντας την ορμή της επιείκειας
Μήπως ένας χριστιανός απ’ τους ρωμαίους;
Ό,τι και να ΄τανε μαθήτεψε στη μεγαλοσύνη
Πλούσια ρημαγμένος.
Ψαλίδιζε τις αστραπές μοίραζε τους ανέμους.
Τα βαζε με τη λησμονιά ταυρίζοντας το Λόγο.
Κι αν φύτευε αμπέλια έτσι θα 'τανε
Κι αν ξόδευε τη μοίρα στις παλαίστρες
έτσι πάλι.
Μονάχος έσυρε τον τράγο στο βουβό μαχαίρι.
Μονάχος στάθηκε, νομίζω, και σ’ όλη τη ζωή του.
Φέρνοντας ένα γύρο την αμέτοχη ματιά
Κείνη που χάριζε τα νιόνυφα βιώματα.
Γλιστρώντας ευόνειρος μεσ’ στα στήθη.
Τώρα πλανιέται μακριά
Στη χαίτη των άστρων επιβάτης ακράτητος
με το μαράζι του ήλιου.
Γι’ αυτό κι ο θάνατος τον ασήμωσε
μ’ ένα βαρύ τάλαρο χρυσό
των λαμπερών αγώνων.
περιοδικό Νέα Εστία