Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κάσδαγλης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κάσδαγλης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Νίκος Κάσδαγλης -Σοροκάδα


Είναι μέρες που το νησί κλείνει. Μήτε πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.
Όξω από το Ναυτικόν Όμιλο, σιμά στο φανάρι του «Αϊ-Νικόλα» έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να ξιπολυθείς, για να πας στην άκρη του.
Με σοροκάδα, μ’ άρεζε να κολυμπάω πίσω από το μόλο, μέσα στους αφρούς που το καβάλαγαν, φυλαγμένος απ’ τη δαιμονικήν ορμή της θάλασσας. Σαν ξεπρόβαινα στην άκρη του μόλου μ’ άρπαζε ένα κύμα μακρύ, αμάχητο, και με σφεντόναγε μονομιάς εκατό μέτρα πέρα, στ’ απάγκιο.
Στον πάτο, τρία τέσσερα μέτρα βαθιά, έχει κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες. Ό,τι απόμεινε από ‘να αμερικάνικο καταδρομικό, που το διαλύσανε.
Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο για επίσκεψη καλής θελήσεως — κάπως έτσι το λένε, θαρρώ. Το λιμάνι είχε τοιμαστεί για να καλοδεχτεί τους Αμερικάνους. Οι γυναίκες των αξιωματικών είχανε φτάσει απ’ την παραμονή, και νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων — αλλόκοτην αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές.
Τα μπαρ ήταν έτοιμα όλα — ο Μπαμπούλας, που γινότανε Black Cat για την περίσταση, το Rio Grande, το Long John και τ’ άλλα. Τα κορίτσια τους ήρθαν απ’ τον Πειραιά μαζί με τις γυναίκες των αξιωματικών, και περιμέναν στις πόρτες τα ναυτάκια που θα ξεμπαρκάραν.
Μόνο που πήρε σοροκάδα τ’ απόγιομα. Το λιμάνι άδειασε μονομιάς, οι βάρκες τραβηχτήκανε στη στεριά και τα καΐκια κρυφτήκανε στο φυλαγμένο κόρφο, το Μαντράκι. Δυο τρία βαπόρια που βρέθηκαν, λεβάραν τις άγκυρες και πήγανε στην Ψαροπούλα, από σταβέντο. Μόνο ο Αμερικάνος απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο, όξω απ’ το λιμάνι. Σαν κατάλαβαν απ’ το Λιμεναρχείο πως δεν το ‘χε σκοπό να κουνήσει, του μήνυσαν να φύγει, κι η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά.
Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του τα ‘πανε. Το δελτίο καιρού έδειχνε άνεμο εφτά οχτώ μποφόρ, κι οι κανονισμοί του προβλέπανε πως με τέτοιον καιρό έπρεπε να ‘ναι φουνταρισμένος με τις δυο άγκυρες, με τόσα κλειδιά καδένα στην καθεμιά. Καλού κακού φουντάρισε δυο κλειδιά παραπάνω, κι επιτέλους αν αγρίευε ο καιρός είχε κι άλλη καδένα. Βάστηξε επιφυλακή το μισό τσούρμο, και τις μηχανές αναμμένες, για να ‘χει ατμό.
Δε γινόταν καλύτερη φροντίδα, αλίμονο αν αλλάζαν αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη· τι τους είχαν τους κανονισμούς!
Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο ‘να σίδερο. Από κει και πέρα, δεν το γλιτώνανε. Βάρεσε συναγερμός, το τσούρμο χίμηξε να μανουβράρει, πού να προφτάσει! Το πολεμικό ξέσυρε σα φρόκαλο το σίδερο, και κόλλησε πάνω στα βράχια του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικάνοι πηδούσανε στη θάλασσα σαν τα μπακακάκια, κι οι ντόπιοι μαζευτήκανε στην ακρογιαλιά και τους μαζεύανε μισοπνιγμένους.
Την άλλη μέρα το πρωί η σοροκάδα έσπασε. Τ’ αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια, κι ο κόσμος το χάζευε από μακριά — δεν τον αφήναν να σιμώσει. Έμοιαζε απείραχτο, να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει, έτσι πίστεψαν οι πολλοί. Οι θαλασσινοί κουνούσαν το κεφάλι, ξέραν πως το καράβι είχε πεθάνει πια...
Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς. Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.
Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.

σοροκάδα: (σορόκος και σιρόκος): νοτιανατολικός άνεμος.
λεβάρω: (λέξη ιταλ.): τραβώ καταπάνω, ανασύρω, σηκώνω.
σταβέντο: (λ. ιταλ.): απάνεμα.
αρόδο και αρόδου: (λ. ιταλ.)· ναυτ. όρος που σημαίνει ότι κάποιο πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά του λιμανιού, δηλ. δεν έχει αράξει σε αποβάθρα.
μπόντζι και μπότζι: κλυδωνισμός (ταλάντευση) του πλοίου μια προς τη δεξιά πλευρά, μια προς την αριστερή, ανάλογα με το κύμα. Ο κλυδωνισμός πλώρης-πρύμνης (δηλ. μια σηκώνεται ψηλά η πλώρη και μια η πρύμνη), λέγεται σκαμπανέβασμα.
φρόκαλο: σκουπίδι.

Το έλος

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Νίκος Κάσδαγλης “Κεκαρμένοι” (απόσπασμα)

Σχετική εικόνα

Δεν ήξερα ακόμα πού βγάζει, τ’ απόγιομα της τελευταίας μέρας, μισήν ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος. Κοπαδιαστά τον ανεβαίναμε τα στραβάδια. Μερικά είχαν κουρέψει κιόλας το κεφάλι τους – θες γιατί δεν μπιστεύουνταν στους μπαρμπέρηδες του στρατοπέδου, θες γιατί στην πλατεία μπορούσες να παραγγείλεις να σου βάλουνε μια πλάκα κάτω απ’ τη μηχανή, και κέρδιζες ένα κάρτο του πόντου τρίχα, μπορεί και παραπάνω.

Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συνάδελφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις.

Να την περνούσα τώρα, θα την έβγαζα καθαρή τη βασική. Κι αντίς, βρήκα να πιαστώ με το δεκανέα μου, δεύτερη μέρα κιόλας. Με φέραν ως το λαιμό με τα τρεχάματα και τα καψώνια, και μας βάζαν, εξήντα νομάτους μονομιάς, να πεταχτούμε όξω από τη στενή πόρτα του θάλαμου· πίσω μου άκουγα τη ζωστήρα να πέφτει στα στραβά. Σύγκαιρα τρύπωσε δίπλα μου, ξεφωνίζοντας, ένας κακοδεμένος κοντακιανός. Είχε το χέρι στο λαιμό του, μα δεν έφτανε να σκεπάσει τη λουριδιά – στο ριζαύτι είχε ξεγδαρτεί απ’ το χαλκά. Τα ’χε χάσει απ’ την τρομάρα, πάλευε αλαφιασμένος για να βρεθεί μπροστά. Του ’καμα τόπο, και μ’ ένα τελευταίο σπρώξιμο λυτρωθήκαμε από τη μέγκενη της πόρτας, μια δεκαριά. Στο προσκλητήριο λάχαμε στην ίδιαν αράδα. Είχε μια κόκκινη δαχτυλιά στο σβέρκο – θα σκούπισε το αίμα βιαστικά.

– Μα το Χριστό, του λέω, αν απλώσει κανένας πάνω μου, θα γίνει φονικό.

Έστρεψε και με κοίταξε, κάτι μουρμούρισε μέσα στα δόντια, να παρατήσω τα μεγάλα λόγια.

Θα μου πεις μιλούσε σωστά, μα ήμουνα στραβάδι και δεν καταλάβαινα, κι όταν γυρίσαμε απ’ τις ασκήσεις – το πρωινό ξεθέωμα και τις βρισιές – θωρούσα τους εκπαιδευτές για δαιμόνιους.

Έπεσα κι άσκημα· σ’ έναν κοντό μελαχρινό, με μακριά μουστάκια στριμμένα – δε μας άφηνε να σταθούμε σε χλωρό κλαρί. Κι άλλους άκουσα να λένε, μέρες ύστερα, πως μόνο να βγαίναν αξιωματικοί και θα του δείχναν. Σοφίζονταν καψώνια περίεργα, άλλα τα βγάζανε στίβοντας το μυαλό τους, μα τα πολλά τα ’χαν ακούσει. Βλακείες! Χαίρονταν το γδικιωμιό όσο κι ο μαλάκας τη γυναίκα.

Μα εγώ, που δεν καταδεχόμουνα τερτίπια, βρήκα το διάολό μου. Σα βάρεσε προσκλητήριο για το μεσημεριανό συσσίτιο, και χιμήξαν όλοι στην πόρτα, έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου ξεπίτηδες· κι ας ήταν κοντινό, μόνο να ’θελα θα ’βγαιναν πρώτος. Σηκώθηκα με το χουζούρι μου μόνο σαν είδα το δεκανέα μου – το μουστακαλή – να ξεκλειδώνει τη ζωστήρα.

Η πρώτη δεν έπεσε πάνω μου· μα την περίμενα με τεντωμένα νεύρα, και γύρισα μονομιάς σα να την έφαγα εγώ. Ο δεκανέας με είδε να στρέφω και κοντοστάθηκε, πάνω που ’παιρνε φόρα, ύστερα στράβωσε τα χείλια του και κατέβασε τη ζωστήρα. Τον χαστούκισα, όσο μπορούσα δυνατά, κι αρπαχτήκαμε. Δεν προκάναμε να χτυπηθούμε, μας χωρίσαν ευθύς. Ο λοχίας που στεκότανε σιμά, και δυό τρεις καινούριοι.

Ο λοχίας έπιασε το δεκανέα που γύρευε να μου ριχτεί.

– Σιγά να μην του πιείς το αίμα! αυτό μου ’λειψε, να παίζω και με τα στραβάδια ξύλο!

Δεν πρόκανα ν’ ακούσω άλλο, με σπρώξαν ανάμεσα στους φαντάρους που παραμερίσαν από την πόρτα για να χαζέψουνε τον καβγά, και το σμάρι ξανάκλεισε πίσω μου. Ένιωθα τα χέρια μου να τρέμουν.

Ύστερα το πράμα έμοιαζε να ξεχάστηκε, μπορεί κιόλας να μου κολλούσανε λιγότερο στις ασκήσεις, και καμάρωνα που ’δειξα άντρας και με στιμάραν. Τα χαμπάρια τα πήρα αργά τη νύχτα.

Έκανε διαολεμένο κρύο, γεναριάτικα, και το κουρεμένο μου κεφάλι αναριγούσε. Το ’κρυψα κάτω από τα ρούχα, και δεν κατάλαβα πότε μπήκανε – δεν είχα την έγνοια – μα γρήγορα έστησα τ’ αυτί.

– Δεν τονε θυμάσαι ποιος είναι;

– Ένας ψηλός· κάπου δω, σιμά στην πόρτα κοιμάται.

Ακόμα δεν είχα μάθει να ξεχωρίζω τις φωνές, μα σίγουρα για μένα μιλούσαν, και ζάρωσα. Είχε βαρέσει σιωπητήριο, δε θα κοτούσαν να κάμουν φασαρία, έλεγα, για να με βρουν.

Ύστερα μου τραβήξαν τα σκεπάσματα, ένας πελώριος λοχίας. Πίσω του ξεχώρισα τις στριμμένες μουστάκες του δεκανέα.

– Θώρα τον, μου σκεπάστηκε απ’ το κεφάλι, να μην τονε γνωρίσουν. Σήκω πάνω, μωρέ!

Όλο μου το κουράγιο το μεσημεριανό χάθηκε. Σηκώθηκα τουρτουρίζοντας, γυμνός, κι έπιασα να φορέσω το παντελόνι μου. Με σταμάτησε ο λοχίας, περιγελώντας.

– Μη ντύνεσαι, και δε σε πάμε στη νύφη. Σκύψε κάτω απ’ το κρεβάτι σου, να δεις.

– Κάτω από το κρεβάτι;

– Σκύψε, ντε! πώς τ’ αγαπά τα λόγια!

Το κρεβάτι χαμηλό, ίσα ίσα χωρούσα· την ίδιαν ώρα με σπρώξανε με τις κλοτσιές, και βιάστηκα να ξετρυπώσω από την άλλη μεριά.

– Πού πας, ρε! ποιος σου’ πε να βγεις;

Είχα βγάλει το πανωκόρμι μου, και γύρισα το κεφάλι με κόπο· είδα τον ψηλό λοχία, αναποδογυρισμένον. Σήκωνε κιόλας το ποδάρι του, να με πατήσει κατακέφαλα, και ξανατρύπωσα.

Ύστερα σούρθηκα κάτω απ’ τ’ άλλο κρεβάτι πασκίζοντας να μην πολυφαίνομαι – μια φορά που δοκίμασα να πιαστώ απ’ το ποδάρι ενός κρεβατιού με χτυπήσανε στα δάχτυλα.

Κι ήρθε κι άλλο κρεβάτι, και πολλά ακόμα κρεβάτια, ξαφνίστηκα που βρεθήκανε τόσα στο θάλαμο. Λαχάνιασα, μα δεν μπορούσα να σταθώ, γιατί μου βαρούσανε κλοτσιές, κι έμαθα να σέρνομαι με τα χέρια μπροστά κλεισμένα γροθιές, γιατί σα με βρίσκανε στα δάχτυλα ήταν ο χειρότερος πόνος, ψιλός και διαπεραστικός κι επίμονος, σαν τον ήχο του βιολιού.

Ήτανε λογής λογής πόνοι· στους ώμους και τα μπράτσα ξαφνικός και μουντός, κι έσβηνε γρήγορα, εξόν άμα βρίσκανε κόκαλο. Στα πλευρά και τη μέση ήταν άσκημο, γιατί μου’ κοβε την ανάσα και βαστούσε πολύ, κάπου κάπου φώναζα δίχως να θέλω. Στο κεφάλι δεν ένιωθα πόνο· έν’ απότομο τράνταγμα όλο κι όλο, μόνο που’ φερνε ζαλάδα. Τ’ αυτιά πονούσανε, πονούσανε πολύ, μα τα φύλαγα με χέρια μου που τ’ άπλωνα μπροστά.

Ο πόνος στα πισινά και τα μεριά μου δεν ήταν σπουδαίος, έμοιαζε σαν του ώμου.

Όμως, σα με βαρούσανε στα δάχτυλα για τα πλευρά, φώναζα.

Ύστερα τα χέρια και τα γόνατά μου πληγιάσαν από τα χώματα και τις ψιλές πετρίτσες στον ασκούπιστο θάλαμο, και τα πλεμόνια με πόνεσαν, κι η ανάσα μου έβγαινε σφυριχτή· και τότε στάθηκα και με βαρούσανε με το κοντάκι ενός ντουφεκιού, μα δεν μπορούσα να φωνάξω γιατί με μπόδαγε η ανάσα, και κουβαριάστηκα κάτω από ’να κρεβάτι για να φυλάγω το κεφάλι μου και την κοιλιά, μα γυρίσανε το ντουφέκι από την κάνη, και μου χώνανε μπηχτές, και βγήκα όξω κλαίγοντας. Ντρεπόμουν, μα δε γινότανε να κρατηθώ.

Ο λοχίας ο ψηλός μου ’δωσε ένα πολυβόλο να το βαστώ, και μου ’πε να περάσω το θάλαμο γονατιστός, κι οι άλλοι γύρω του γελούσαν που δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου, κουρασμένος απ’ το καψώνι. Ο λοχίας φώναξε: πιο ψηλά, και με βάρεσε στη ρίζα του ραχοκόκαλου, κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος· ξεφορτώθηκα το πολυβόλο και γύρισα ν’ αρπαχτούμε.

Έπεφτε πολύ για τα κότσια μου. Μ’ έριξε χάμω με το πρώτο και μου ζουλούσε τα μούτρα στις πλάκες, μούγκριζε να φέρουνε μια φούχτα χώμα να μου δώσει να τη φάω.

Τα παράτησα και φώναξα να μ’ αφήσει. Μου ’δωσε δυό πολυβόλα, και μου ’πε να ξαναπάρω το θάλαμο γονατιστός. Μα δε γινόταν να σηκώσω τα πολυβόλα κατά το γούστο του, όσο κι αν πάσκιζα, και με χτύπησε στο κεφάλι, κι από το τράνταγμα λύσανε τα χέρια μου, και τα πολυβόλα πέσανε χάμω με σαματά. Κουλουριάστηκα καρτερώντας, μα σιγά σιγά κατάλαβα πως κάτι παράξενο έτρεχε, γιατί σταμάτησαν να γελούν, και γύρω μου ήταν η σιωπή, όλα είχαν νεκρώσει.

Σήκωσα το κεφάλι μου που γύριζε, κι άκουσα τη φωνή του λοχαγού:

– Τι στο διάολο γίνεται εδώ; δεν ακούσατε που βάρεσε σκασμός;

Κανένας δεν αποκρίθηκε, και ξανάπε:

– Τσακιστείτε στα κρεβάτια σας· όλοι!



Κάτω απ’ τα σκεπάσματα πια, όλος μου ο πόνος, η λύσσα που δε μ’ αφήσαν να τα βάλω μ’ έναν άντρα μοναχόν, ξέσπασε σ’ αναφιλητό. Θα ’κανα φασαρία, γιατί μου φωνάξαν απ’ αντίκρυ:

– Τι θα γίνει, συνάδελφε! θα μας αφήσεις να κοιμηθούμε;


Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει, κι έχωσα το κεφάλι μου κάτω απ’ τ’ αχυρένιο μαξιλάρι, να μην ακούγομαι, κι έκλαψα όσο που σύχασα και με πήρε ο ύπνος.

Νίκος Κάσδαγλης (1928 - 14 Φεβρουαρίου 2009) , “Κεκαρμένοι”
(Κέδρος, Αθήνα 1959)

ΠΗΓΗ: http://www.katiousa.gr/logotechnia/pezografia/kekarmenoi-fantaros-tin-agria-metemfyliaki-dekaetia-tou-50/