Κυριακή 27 Αυγούστου 2023
Ανδρέας Μιχαηλίδης - Η σύντομη προσευχή του δέντρου
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022
Ανδρέας Μιχαηλίδης-Επτά Ποιήματα από τη συλλογή «Εξαπτέρυγα σιωπής»
Θέρος το ελληνικόν
Το θέρος είναι ποίημα
ελληνικό.
Νησιώτικα τοπία
το ζωγραφίζουν
τζιτζίκια
το μελοποιούν
οι ταξιδιώτες το αποστηθίζουν
οι ονειροπόλοι το κεντούν
στο μαξιλάρι τους
οι γλάροι το κατευοδώνουν
ως το πλησιέστερο φθινόπωρο
κι ένα κορίτσι γαλανόλευκο
με άνθη στα μαλλιά
το απαγγέλλει ως τα πέρατα
σκαρφαλωμένο
στο πιο απόκρημνο
μελτέμι του Αιγαίου.
Θαυμαστά Γεγονότα*
στη Νίκη Παπαξενοφώντος
Κάποτε τη νύχτα
μια θορυβώδης λάμψη
χαράζει τον ουρανό.
Δεν είναι μετεωρίτης, είναι διάττων
άγγελος που απρόσεκτα γλιστράει
και πέφτοντας από ψηλά
συντρίβεται μέσα στα χωράφια.
Θρυμματισμένο
το γλυπτό κορμί του εντοπίζουν
οι περίοικοι. Αμέσως οι αρχές
διατάζουν νεκροψία
για την οποία βεβαίως θα κληθούν
κάποιοι εκλεκτοί
μα τι λέω
οι πλέον εκλεκτοί
ποιητές της υφηλίου πατρίδος μας.
* Το ποίημα συμπεριλήφθηκε αρχικά στο βιβλίο Περιπέτεια
κλειστού χώρου (2000) με άλλο τίτλο και διαφορετική μορφή.
Μοναξιά
Με τα χέρια του
σχημάτισε στον τοίχο
τη σκιά ενός πουλιού.
Επιτέλους μία συντροφιά, σκέφτηκε,
γεμίζοντας απροσδόκητη θαλπωρή.
Μα το πουλί
άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει.
Άνοιξε τα μάτια του
ξεδίπλωσε τα φτερά
και βούτηξε από το παράθυρο
στα λαμπερά νερά της νύχτας.
Ο καθρέφτης του ποιητή
Παράθυρο που φώτιζε
ασύλητα τοπία.
Εκείνος αντίκρυ εκάθονταν
με τα λευκά χαρτιά φτερά
για την καινούργια πτήση
Εκεί τον οίστρο ετρόχιζε
ώσπου ν’ ανθίσουν μουσική
τα φλάουτα των στίχων
ώσπου ν’ ανάψουν οι φωτιές
για να ψηθούν στον πυρετό
των λέξεων τα σμήνη.
Μα κάποτε άπλωσε στα ξέφωτα
η ομίχλη τα πλοκάμια
και στον καθρέφτη πρόβαλε
κάννη μαυροφορούσα.
Η μνήμη αλεξίσφαιρη.
Έπειτα ο κρότος
σαν κεραυνός στο δάσος
που χτυπάει δεντράκι έφηβο
και τρομαγμένο.
Δίχως ηλικία
γλίστρησε ύπτιος απ’ το σώμα του
στο νοτισμένο δάπεδο
της λύπης.
Μάνα
εις μνήμην
Έφυγες απ’ το σπίτι βιαστικά
αφήνοντας μονάχα
έν’ αηδόνι απ’ τη φωνή σου
μια βελούδινη ανάσα
να θαμπώνει
της φωτογραφίας σου το τζάμι
κι αυτόν τον ίσκιο
μιας αγκαλιάς απάνεμης
που πλαταγίζει σε ρυθμό καρδιάς
από δωμάτιο σε δωμάτιο
από μέρα
σε μέρα.
Έφυγες τόσο βιαστικά
ξεχνώντας μέσα στο συρτάρι
το μολύβι
κι ένα τετράδιο με ποιήματα
που έμειναν ημιτελή.
Μα κάποτε θα σου τα στείλω
πάνω στης αθανασίας
τ’ ατσάλινα φτερά
Καθώς
εισερχόμουν, έμπλεος νοσταλγίας, σ' εκείνο το δημοτικό σχολείο της Λεμεσού όπου
είχα πριν από δεκαετίες φοιτήσει, αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η σημερινή του
εικόνα. Εκ πρώτης όψεως, όλοι οι χώροι φαίνονταν έρημοι. Οι πόρτες κλειστές.
Καμιά ζωντανή παρουσία. Μόνο διάσπαρτες παντού οι δαχτυλιές του χρόνου.
Προχωρώντας στα ενδότερα, πρόσεξα ότι σε μία και μοναδική αίθουσα υπήρχε φως
και ακούγονταν παιδικές ομιλίες. Κι αυτή η αίθουσα ήταν η παλιά μου, η
αλησμόνητη έκτη τάξη. Πλησίασα ακροποδητί κι έριξα μια ματιά από το παράθυρο.
Αυτό που αντίκρυσα ήταν υπεράνω πάσης φαντασίας, αφού εκεί μέσα συνεχιζόταν το
μάθημα κανονικά, με τα ίδια παιδιά και τον δάσκαλο που είχαμε εν έτει χίλια
εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα! Ώστε το σχολικό έτος δεν έχει ακόμα
τελειώσει, συμπέρανα με δέος. Μόλις
συνήλθα από τη συγκλονιστική ανακάλυψη, άνοιξα γεμάτος περιέργεια την
σκουριασμένη πόρτα για να μπω. Ο δάσκαλος με υποδέχτηκε έκπληκτος και πάντα
αυστηρός. «Ήρθες επιτέλους», μου είπε, «χαιρόμαστε, όμως
άργησες, άργησες πολύ. Πού γύριζες πάλι;
Πήγαινε να καθίσεις γρήγορα στη θέση σου», και μου έδειξε τη μοναδική
κενή καρέκλα, στο γνώριμο σημείο. Στάθηκα για λίγο αμήχανος μπροστά στα παιδιά.
Ήταν όλα τους ντυμένα ομοιόμορφα και είχαν στα μάτια μια κουρασμένη θλίψη.
Άρχισα ν’ αναγνωρίζω τα πρόσωπα και να ψελλίζω τα ονόματα με τη σειρά. Και όπως
με άκουγαν σιωπηλά, βυθίζονταν σιγά-σιγά μέσα σε μια γλυκιάν αχλή. Τότε
αποφάσισα να πάω στη θέση μου, μα δεν μπορούσα πια να βρω τον δρόμο. Γύριζα
πέρα-δώθε με αγωνία ψάχνοντας και κάθε τόσο σταματούσα να ρωτήσω, αλλά κανείς
δεν ήξερε να με καθοδηγήσει. Περίλυπος
έγνεψα
με νόημα στο νεωκόρο του ύπνου
που
έπιασε να σβήνει βιαστικά
της
μνήμης τα κεριά
τ'
όνειρο αδειάζοντας
μέσα
στο νωπό
κυλιόμενο
σκοτάδι.
Η άμαξα
Αργά το απόγευμα. Εντελώς
ανεξήγητα εμφανίζεται στη γειτονιά μας, σαν σε ρετρό σκηνικό, μια άμαξα του δέκατου ένατου αιώνα. Φαίνεται
να έρχεται από μακριά, διότι τα άλογα που τη σέρνουν βαδίζουν λαχανιασμένα και
με κόπο. Απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπω μέσα αρκετούς λευκοντυμένους
επιβάτες να συζητάνε ζωηρά και διαρκώς να ξεκαρδίζονται. Μια χαρούμενη παρέα. Σε αντίθεση μ'
αυτούς, ο ευτραφής αμαξάς με την κουκούλα και την μακριά γενειάδα,
φαίνεται ν’ αδιαφορεί για τα πάντα. Οι
περαστικοί κοντοστέκονται για να θαυμάσουν το σπάνιο θέαμα. Ξαφνικά, καθώς
περνούν από μπροστά μου, αναγνωρίζω με έκπληξη αλλά και συγκίνηση ανάμεσά τους,
κάποιους κεκοιμημένους φίλους μου και συγγενείς! Φαίνονται όλοι αγέραστοι, όπως ακριβώς τους
θυμάμαι. Μόνο οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια δείχνουν την ταλαιπωρία του
ταξιδιού. Πριν ακόμα προλάβω ν' αντιδράσω, γίνομαι κι εγώ αντιληπτός κι
αρχίζουν να με χαιρετούν ομοθυμαδόν με παράξενα, βραχνά επιφωνήματα
ενθουσιασμού. Ανταποδίδω. Η άμαξα επιβραδύνει την πορεία της και σταματάει λίγο
παρακάτω. Οι επιβάτες, με ζωηρά νοήματα τώρα, σχεδόν με ικετεύουν να πάω κοντά
για να μου πουν, απ’ ό,τι φαίνεται, κάποιο σπουδαίο μυστικό. Διστάζω. Κι αν μου
ζητήσουν να τους συνοδέψω; βουίζει, έντομο απειλητικό, η σκέψη. Θα μπορούσα να
προφασιστώ πως δεν μου αρέσουν τα ταξίδια. Αν όμως επιμείνουν φορτικά; Ένας
θεός ξέρει βέβαια πόσο θα ήθελα να βρεθώ εκεί και να τους σφίξω στην αγκαλιά μου.
Όμως, ο φόβος θηριώδης τροχίζει τα μαχαίρια του. Η άμαξα τελικά με λυτρώνει από το δίλημμα,
καθώς ξεκινά και πάλι με τον ίδιο αργόσυρτο ρυθμό. Καθώς απομακρύνεται, τα
γέλια και οι χαρές μετατρέπονται σε πολύχρωμα ουρλιαχτά, που έχουν κάτι απ’ το
ηχόχρωμα του θρήνου, μα και κάτι από θριάμβου πανηγύρι. Με πόνο τους βλέπω
σιγά-σιγά να χάνονται στο βάθος, μέσα σ’ εκείνους τους ανεξερεύνητους βιότοπους
της μνήμης. Τώρα επικρατεί απόλυτη σιγή.
Η σκηνή έχει αδειάσει εντελώς κι εγώ μονάχος, όρθιος ακόμα στο παράθυρο
Πηγή: Ανδρέας Μιχαηλίδης, Εξαπτέρυγα Σιωπής, Αθήνα: Σοκόλης 2022.
.................................................................................................................................................................
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της συλλογής Εξαπτέρυγα Σιωπής, θα ήθελα να σταθώ στην κυριαρχία του ονείρου και του παραμυθικού στοιχείου, τα οποία λειτουργούν σαν αντίδοτο απέναντι στην τύρβη της καθημερινότητας. Στο ίδιο κλίμα, η διαρκής παρουσία των αγγέλων, σαν ύστατη ελπίδα, κομίζει τα μηνύματα μιας ιδεατής, μεταφυσικής διάστασης προς τον φθαρτό, πεζό κόσμο, στον οποίο ζούμε, δίχως φαινομενικά καμία διέξοδο. Στα δυνατά σημεία της συλλογής το ποίημα για τη Ρεβέκκα, που πέθανε από ανίατη ασθένεια την ημέρα των έκτων γενεθλίων της. Όμορφο και το ταξίδι στο παρελθόν με τα δύο αναγνώσματα που καταλήγουν ποιητικά. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίοι: «Η επιστροφή» και «Η άμαξα»,ταξιδεύοντας μας στην ποιητική γενιά του Μεσοπολέμου και στο ποίημα «Το αμάξι στη βροχή» του Τέλλου Άγρα. Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης, ανόθευτης, προσωπικής ποιητικής φωνής είναι εμφανής από την αποκοπή του ομφαλίου λώρου που συνέδεε τον Μιχαηλίδη με την Ποιητική του Ελύτη και της Δημουλά στην προηγούμενή του συλλογή με τίτλο Εργοτάξιο.
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020
Ανδρέας Μιχαηλίδης-Χειμώνας
"Ο καιρός δείχνει τα δόντια του" -
χαμογελώντας άραγε χαιρέκακα
ή μήπως
με κάποιον δυσφορίας μορφασμό;
Τ' αποδημητικά πουλιά
συμφώνως τω νόμω
απελαύνονται.
Αδιάντροπα τα δέντρα
περιφέρονται γυμνά
σε τοπία εξοχικά
ενώ οι ένοικοι
του μηνός Δεκεμβρίου
κλεισμένοι στα κελιά τους
κρατούν ομπρέλες ανοιχτές
για τις ιδιωτικές τους βροχοπτώσεις
επαιτώντας γοερά
λίγες ρανίδες θαλάσσης
να δροσίσουν τον πυρετό τους
κάποια άνθη να στολίσουν
τα επιτάφια όνειρα.
Λένε ότι
εφέτος
το αγγελτήριο της άνοιξης
άρπαξε θηριώδης άνεμος
με παγωμένα χέρια
και με σπουδή
το έκρυψε στον κόρφο του
κανείς να μην το δει.
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020
Ανδρέας Μιχαηλίδης-Απρόοπτη συνάντηση
Και τότε ξαφνικά, αντίκρισα τον πατέρα μου να στέκεται στη σκιά ενός ολάνθιστου δέντρου και να με χαιρετά, καλώντας με να πάω κοντά του. Ήταν πραγματικά παράξενο, διότι απ’ τον καιρό που μετακόμισε, είχαμε χαθεί. Μη πιστεύοντας στα μάτια μου, πλησίασα και του έπιασα το χέρι. Τον είδα πολύ αδυνατισμένο και χλομό. Ήταν αναμαλλιασμένος και δεν φορούσε πια γυαλιά. Φορούσε όμως κοστούμι ατσαλάκωτο, και μια γραβάτα μαύρη. Πρόσεξα ότι τα παπούτσια του ήταν σκονισμένα και οι σόλες είχαν λιώσει. Θα ‘ναι, σκέφτηκα, απ’ τις καθημερινές διαδρομές –τα πηγαινέλα από τόπους χλοερούς σε τόπους αναψύξεως. Παρά ταύτα, ο πατέρας μου χαμογελούσε όπως πάντα κι έδειχνε συγκινημένος που με ξαναέβλεπε. Έλα, μου λέει, να σου πω τα νέα μου. Είχε τόσα να μου διηγηθεί. Άρχισε να μιλά με ασυνήθιστη ταχύτητα και δίχως παύσεις, λες και ήθελε να προλάβει την κλεψύδρα πριν αδειάσει. Όμως, μία-μία ξεψυχούσαν στο στόμα του οι λέξεις. Γύρω μας τώρα είχε απλωθεί ένα χρώμα χρυσαφί του φωτοστέφανου και η όλη σκηνή έμοιαζε με φωτογραφία, όπου τα πρόσωπα έχουν παγώσει για την υπόλοιπη αιωνιότητα, εξαπατώντας δόλια τον χρόνο. Τότε, έσκυψα κι εγώ περίλυπος να κρυφοκοιτάξω από την κλειδαρότρυπα τον κάτω κόσμο, όταν άρχισε να παίρνει κλίση τ’ όνειρο, γλιστρώντας στον βυθό μιας ήσυχης θάλασσας, που έλαμπε στο πρώτο πρωινό φως.
Σάββατο 13 Ιουλίου 2019
Ανδρέας Μιχαηλίδης-''Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ''
Το πλοίο που σε ταξίδεψε
ξεμάκραινε ολόφωτο
μέσα σε μια νύχτα πηχτή
αβυσσαλέα
κι εσύ
όρθια στο κατάστρωμα
με χαιρετούσες ζωηρά
κι εκείνο χανόταν ολοένα
κι εσύ μίκραινες
όλο μίκραινες
και χαιρετούσες
ώσπου κάποτε τα μάτια μου
δεν έφταναν πια να σ’ αγκαλιάσουν
κι έγινες σιγά-σιγά κουκκίδα
μια κουκκίδα φωτεινή
στον ωκεανό
της μνήμης.
Ανδρέας Μιχαηλίδης, Το εργοτάξιο. Αλεξάνδρεια 2016, 49.