Θέρος το ελληνικόν
Το θέρος είναι ποίημα
ελληνικό.
Νησιώτικα τοπία
το ζωγραφίζουν
τζιτζίκια
το μελοποιούν
οι ταξιδιώτες το αποστηθίζουν
οι ονειροπόλοι το κεντούν
στο μαξιλάρι τους
οι γλάροι το κατευοδώνουν
ως το πλησιέστερο φθινόπωρο
κι ένα κορίτσι γαλανόλευκο
με άνθη στα μαλλιά
το απαγγέλλει ως τα πέρατα
σκαρφαλωμένο
στο πιο απόκρημνο
μελτέμι του Αιγαίου.
Θαυμαστά Γεγονότα*
στη Νίκη Παπαξενοφώντος
Κάποτε τη νύχτα
μια θορυβώδης λάμψη
χαράζει τον ουρανό.
Δεν είναι μετεωρίτης, είναι διάττων
άγγελος που απρόσεκτα γλιστράει
και πέφτοντας από ψηλά
συντρίβεται μέσα στα χωράφια.
Θρυμματισμένο
το γλυπτό κορμί του εντοπίζουν
οι περίοικοι. Αμέσως οι αρχές
διατάζουν νεκροψία
για την οποία βεβαίως θα κληθούν
κάποιοι εκλεκτοί
μα τι λέω
οι πλέον εκλεκτοί
ποιητές της υφηλίου πατρίδος μας.
* Το ποίημα συμπεριλήφθηκε αρχικά στο βιβλίο Περιπέτεια
κλειστού χώρου (2000) με άλλο τίτλο και διαφορετική μορφή.
Μοναξιά
Με τα χέρια του
σχημάτισε στον τοίχο
τη σκιά ενός πουλιού.
Επιτέλους μία συντροφιά, σκέφτηκε,
γεμίζοντας απροσδόκητη θαλπωρή.
Μα το πουλί
άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει.
Άνοιξε τα μάτια του
ξεδίπλωσε τα φτερά
και βούτηξε από το παράθυρο
στα λαμπερά νερά της νύχτας.
Ο καθρέφτης του ποιητή
Παράθυρο που φώτιζε
ασύλητα τοπία.
Εκείνος αντίκρυ εκάθονταν
με τα λευκά χαρτιά φτερά
για την καινούργια πτήση
Εκεί τον οίστρο ετρόχιζε
ώσπου ν’ ανθίσουν μουσική
τα φλάουτα των στίχων
ώσπου ν’ ανάψουν οι φωτιές
για να ψηθούν στον πυρετό
των λέξεων τα σμήνη.
Μα κάποτε άπλωσε στα ξέφωτα
η ομίχλη τα πλοκάμια
και στον καθρέφτη πρόβαλε
κάννη μαυροφορούσα.
Η μνήμη αλεξίσφαιρη.
Έπειτα ο κρότος
σαν κεραυνός στο δάσος
που χτυπάει δεντράκι έφηβο
και τρομαγμένο.
Δίχως ηλικία
γλίστρησε ύπτιος απ’ το σώμα του
στο νοτισμένο δάπεδο
της λύπης.
Μάνα
εις μνήμην
Έφυγες απ’ το σπίτι βιαστικά
αφήνοντας μονάχα
έν’ αηδόνι απ’ τη φωνή σου
μια βελούδινη ανάσα
να θαμπώνει
της φωτογραφίας σου το τζάμι
κι αυτόν τον ίσκιο
μιας αγκαλιάς απάνεμης
που πλαταγίζει σε ρυθμό καρδιάς
από δωμάτιο σε δωμάτιο
από μέρα
σε μέρα.
Έφυγες τόσο βιαστικά
ξεχνώντας μέσα στο συρτάρι
το μολύβι
κι ένα τετράδιο με ποιήματα
που έμειναν ημιτελή.
Μα κάποτε θα σου τα στείλω
πάνω στης αθανασίας
τ’ ατσάλινα φτερά
Καθώς
εισερχόμουν, έμπλεος νοσταλγίας, σ' εκείνο το δημοτικό σχολείο της Λεμεσού όπου
είχα πριν από δεκαετίες φοιτήσει, αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η σημερινή του
εικόνα. Εκ πρώτης όψεως, όλοι οι χώροι φαίνονταν έρημοι. Οι πόρτες κλειστές.
Καμιά ζωντανή παρουσία. Μόνο διάσπαρτες παντού οι δαχτυλιές του χρόνου.
Προχωρώντας στα ενδότερα, πρόσεξα ότι σε μία και μοναδική αίθουσα υπήρχε φως
και ακούγονταν παιδικές ομιλίες. Κι αυτή η αίθουσα ήταν η παλιά μου, η
αλησμόνητη έκτη τάξη. Πλησίασα ακροποδητί κι έριξα μια ματιά από το παράθυρο.
Αυτό που αντίκρυσα ήταν υπεράνω πάσης φαντασίας, αφού εκεί μέσα συνεχιζόταν το
μάθημα κανονικά, με τα ίδια παιδιά και τον δάσκαλο που είχαμε εν έτει χίλια
εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα! Ώστε το σχολικό έτος δεν έχει ακόμα
τελειώσει, συμπέρανα με δέος. Μόλις
συνήλθα από τη συγκλονιστική ανακάλυψη, άνοιξα γεμάτος περιέργεια την
σκουριασμένη πόρτα για να μπω. Ο δάσκαλος με υποδέχτηκε έκπληκτος και πάντα
αυστηρός. «Ήρθες επιτέλους», μου είπε, «χαιρόμαστε, όμως
άργησες, άργησες πολύ. Πού γύριζες πάλι;
Πήγαινε να καθίσεις γρήγορα στη θέση σου», και μου έδειξε τη μοναδική
κενή καρέκλα, στο γνώριμο σημείο. Στάθηκα για λίγο αμήχανος μπροστά στα παιδιά.
Ήταν όλα τους ντυμένα ομοιόμορφα και είχαν στα μάτια μια κουρασμένη θλίψη.
Άρχισα ν’ αναγνωρίζω τα πρόσωπα και να ψελλίζω τα ονόματα με τη σειρά. Και όπως
με άκουγαν σιωπηλά, βυθίζονταν σιγά-σιγά μέσα σε μια γλυκιάν αχλή. Τότε
αποφάσισα να πάω στη θέση μου, μα δεν μπορούσα πια να βρω τον δρόμο. Γύριζα
πέρα-δώθε με αγωνία ψάχνοντας και κάθε τόσο σταματούσα να ρωτήσω, αλλά κανείς
δεν ήξερε να με καθοδηγήσει. Περίλυπος
έγνεψα
με νόημα στο νεωκόρο του ύπνου
που
έπιασε να σβήνει βιαστικά
της
μνήμης τα κεριά
τ'
όνειρο αδειάζοντας
μέσα
στο νωπό
κυλιόμενο
σκοτάδι.
Η άμαξα
Αργά το απόγευμα. Εντελώς
ανεξήγητα εμφανίζεται στη γειτονιά μας, σαν σε ρετρό σκηνικό, μια άμαξα του δέκατου ένατου αιώνα. Φαίνεται
να έρχεται από μακριά, διότι τα άλογα που τη σέρνουν βαδίζουν λαχανιασμένα και
με κόπο. Απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπω μέσα αρκετούς λευκοντυμένους
επιβάτες να συζητάνε ζωηρά και διαρκώς να ξεκαρδίζονται. Μια χαρούμενη παρέα. Σε αντίθεση μ'
αυτούς, ο ευτραφής αμαξάς με την κουκούλα και την μακριά γενειάδα,
φαίνεται ν’ αδιαφορεί για τα πάντα. Οι
περαστικοί κοντοστέκονται για να θαυμάσουν το σπάνιο θέαμα. Ξαφνικά, καθώς
περνούν από μπροστά μου, αναγνωρίζω με έκπληξη αλλά και συγκίνηση ανάμεσά τους,
κάποιους κεκοιμημένους φίλους μου και συγγενείς! Φαίνονται όλοι αγέραστοι, όπως ακριβώς τους
θυμάμαι. Μόνο οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια δείχνουν την ταλαιπωρία του
ταξιδιού. Πριν ακόμα προλάβω ν' αντιδράσω, γίνομαι κι εγώ αντιληπτός κι
αρχίζουν να με χαιρετούν ομοθυμαδόν με παράξενα, βραχνά επιφωνήματα
ενθουσιασμού. Ανταποδίδω. Η άμαξα επιβραδύνει την πορεία της και σταματάει λίγο
παρακάτω. Οι επιβάτες, με ζωηρά νοήματα τώρα, σχεδόν με ικετεύουν να πάω κοντά
για να μου πουν, απ’ ό,τι φαίνεται, κάποιο σπουδαίο μυστικό. Διστάζω. Κι αν μου
ζητήσουν να τους συνοδέψω; βουίζει, έντομο απειλητικό, η σκέψη. Θα μπορούσα να
προφασιστώ πως δεν μου αρέσουν τα ταξίδια. Αν όμως επιμείνουν φορτικά; Ένας
θεός ξέρει βέβαια πόσο θα ήθελα να βρεθώ εκεί και να τους σφίξω στην αγκαλιά μου.
Όμως, ο φόβος θηριώδης τροχίζει τα μαχαίρια του. Η άμαξα τελικά με λυτρώνει από το δίλημμα,
καθώς ξεκινά και πάλι με τον ίδιο αργόσυρτο ρυθμό. Καθώς απομακρύνεται, τα
γέλια και οι χαρές μετατρέπονται σε πολύχρωμα ουρλιαχτά, που έχουν κάτι απ’ το
ηχόχρωμα του θρήνου, μα και κάτι από θριάμβου πανηγύρι. Με πόνο τους βλέπω
σιγά-σιγά να χάνονται στο βάθος, μέσα σ’ εκείνους τους ανεξερεύνητους βιότοπους
της μνήμης. Τώρα επικρατεί απόλυτη σιγή.
Η σκηνή έχει αδειάσει εντελώς κι εγώ μονάχος, όρθιος ακόμα στο παράθυρο
Πηγή: Ανδρέας Μιχαηλίδης, Εξαπτέρυγα Σιωπής, Αθήνα: Σοκόλης 2022.
.................................................................................................................................................................
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της συλλογής Εξαπτέρυγα Σιωπής, θα ήθελα να σταθώ στην κυριαρχία του ονείρου και του παραμυθικού στοιχείου, τα οποία λειτουργούν σαν αντίδοτο απέναντι στην τύρβη της καθημερινότητας. Στο ίδιο κλίμα, η διαρκής παρουσία των αγγέλων, σαν ύστατη ελπίδα, κομίζει τα μηνύματα μιας ιδεατής, μεταφυσικής διάστασης προς τον φθαρτό, πεζό κόσμο, στον οποίο ζούμε, δίχως φαινομενικά καμία διέξοδο. Στα δυνατά σημεία της συλλογής το ποίημα για τη Ρεβέκκα, που πέθανε από ανίατη ασθένεια την ημέρα των έκτων γενεθλίων της. Όμορφο και το ταξίδι στο παρελθόν με τα δύο αναγνώσματα που καταλήγουν ποιητικά. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίοι: «Η επιστροφή» και «Η άμαξα»,ταξιδεύοντας μας στην ποιητική γενιά του Μεσοπολέμου και στο ποίημα «Το αμάξι στη βροχή» του Τέλλου Άγρα. Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης, ανόθευτης, προσωπικής ποιητικής φωνής είναι εμφανής από την αποκοπή του ομφαλίου λώρου που συνέδεε τον Μιχαηλίδη με την Ποιητική του Ελύτη και της Δημουλά στην προηγούμενή του συλλογή με τίτλο Εργοτάξιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου