Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Ταχτσής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Ταχτσής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Ταχτσής - Τα ρέστα


— «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»

Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο.

Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.

Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πούσερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πούκανες προς την πόρτα.

Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: — «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω».

Καμιά φορά μάλιστα —αλλά σπάνια— όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σούλεγε: — «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της.

Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:

Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν
κι αγκαλιαστήκαν
μ' αυτή στον κάθε γύρο
κοιτάει τριγύρω...

Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-Ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: — «Κυρ-Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες».

Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-Ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: — «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!».

Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο.

Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσχοβολούσε απ' τις μυρωδιές πούφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.

Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάνα-δυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά-Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά — πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!»

Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: — «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»

Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλης, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: — «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. — «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. — «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία — πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: — «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». — «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». — «Και δε θα ξαναχαζέψω!» — «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» — «Όχι μανούλα μου, όχι!...» — «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! — που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»

Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...

Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
έχεις τα πιο πολλά παιδιά...

Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερες καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...

 

Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει — πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία — που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;

Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!


Απο τη Συλλογη Τα ρέστα (1972).

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Κώστας Ταχτσής - Η γιαγιά μου η Αθήνα (απόσπασμα)



Δυο - τρεις φορές τον τελευταίο καιρό, αργά τη νύχτα, άφησα το αυτοκίνητό μου να με οδηγήσει ως τον Άγιο Γιάννη το Ρέντη. Ανάμεσα στα εργοστάσια που ξερνάνε μολυσμένους υδρατμούς και τις εργατικές πολυκατοικίες, υπάρχουν ακόμα μερικοί λαχανόκηποι. Δε βγήκα έξω. Αλλ' όχι επειδή φοβήθηκα μη δω κανένα φίδι να ξεπροβάλλει μέσα απ' τα λάχανα. Δεν τα φοβάμαι εγώ τα φίδια. Τι μπορούν να σου κάνουν τα φίδια; Ο θεός να σε φυλάει απ' τους ανθρώπους...Γυρίζοντας, περνάς απ' το νεκροταφείο του Κεραμεικού, και μια φορά δεν άντεξα στον πειρασμό, άφησα το αυτοκίνητο και πλησίασα το κιγκλίδωμα, κάρφωσα επίμονα τα μάτια μου στο σημείο που ήξερα ότι βρίσκεται η επιτύμβια στήλη της Ηγησούς, και ξαφνικά, τ' ορκίζομαι, είδα τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου ολοζώντανη να με κοιτάζει με τρυφερή αυστηρότητα σα να' λεγε: "Τέλος πάντων... Πάλι καλά που δεν έγινες χειρότερος.." κι ύστερα να εξαφανίζεται. Χάρη σ' αυτήν, κι ας λένε ό, τι θέλουν οι ταυτότητες, είμαι Αθηναίος. Χάρη σ' αυτήν, αγαπάω την Αθήνα. Μερικοί λένε ότι, έτσι όπως κατάντησε, είναι η πιο άσκημη πρωτεύουσα σ' ολόκληρο τον κόσμο. Δεν ξέρω, ούτε με νοιάζει. Ωραία ή άσκημη, για μένα είναι μοναδική . Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε, έζησε, κι ύστερα πέθανε η γιαγιά μου. Πρέπει φυσικά να σας το πω, ότι, από μερικές απόψεις, - όπως ακριβώς και η Αθήνα--ήταν ένα τέρας, και με βασάνισε πολύ τον καιρό που ήμουνα παιδί κι ύστερα έφηβος, αλλά τι να κάνω; Είναι η μόνη γυναίκα που αγάπησα στη ζωή μου. 

Κώστας Ταχτσής,  Η γιαγιά μου η Αθήνα

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Ταχτσής - Τα ρέστα

— «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»

Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο.

Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.

Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πούσερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πούκανες προς την πόρτα.

Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: — «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω».

Καμιά φορά μάλιστα —αλλά σπάνια— όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σούλεγε: — «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της.

Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:

Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν
κι αγκαλιαστήκαν
μ' αυτή στον κάθε γύρο
κοιτάει τριγύρω...

Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-Ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: — «Κυρ-Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες».

Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-Ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: — «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!».

Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο.

Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσχοβολούσε απ' τις μυρωδιές πούφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.

Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάνα-δυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά-Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά — πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!»

Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: — «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»

Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλης, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: — «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. — «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. — «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία — πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: — «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». — «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». — «Και δε θα ξαναχαζέψω!» — «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» — «Όχι μανούλα μου, όχι!...» — «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! — που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»

Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...

Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
έχεις τα πιο πολλά παιδιά...

Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερες καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...

 

Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει — πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία — που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;

Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!


Τα ρέστα (1972)


Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Κώστας Ταχτσής-Το Τρίτο Στεφάνι (απόσπασμα)

 Κεφάλαιο 1

Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν΄ αυτή που μούστειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι να βλέπω τη μούρη της, ν΄ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν΄ απαλλαγώ απ΄ αυτό το έκτρωμα της φύσεως που μ΄ άφησε ο πατέρας της για να μ΄ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ΄ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…

Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταίν΄ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν΄ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!… Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με την σκέψη πως, μεγαλώνοντας θ΄ άλλαζε. «Θ’ αλλάξει!» έλεγα. «Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του». Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως πάν’ τα πράματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει; Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχτεί να την κάνει μητέρα των παιδιών του μ΄ αυτές τις γελοίες ιδέες που έχει, με τις νευρώσεις που έχει, με το έκζεμα που το ξύνει συνεχώς και δεν τ΄ αφήνει να κλείσει; Θα μείνει δυστυχώς στο ράφι, και δεν ξέρω η έρμη ποια απ΄ τις δυο μας να λυπηθώ περισσότερο : Τον εαυτό μου ή εκείνην; Γιατί, ό,τι κι αν λέω, κακά τα ψέματα. Μάνα της είμαι και την πονάω.

Μα πονάω και τον εαυτό μου. Κάθε φορά που με συγχύζει, με τρελαίνει ο πόνος του έλκους. «Αφού σ΄ έκαν΄ ο θεός άσκημη», της λέω, «ντύσου τουλάχιστον λιγάκι πιο φανταχτερά, μπας και ξεγελάσεις κανέναν!» Μα δυστυχώς δε μούμοιασε ούτε σ΄ αυτό. Δε θέλω να πω πως είμ΄ όμορφη. Μα έχω αέρα. Ήξερα πάντα να ντύνομαι. Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα. Περνούσα και γύριζαν τα κεφάλια των ανδρών, όπως γυρίζουν τα ηλιοτρόπια στον ήλιο. Δεν ήμουνα σαν κι αυτό το σαμιαμίδι! Ήθελα νάξερα σε ποιον διάβολο έμοιασε. Σε μένα δεν έμοιασε, στη γιαγιά της δεν έμοιασε, στον παππού της καθόλου, στον πατέρα της ακόμα λιγότερο. Μπορεί νάταν παλιάνθρωπος, μπορεί νάταν αυτό που ήταν, αλλ΄ ήταν άνθρωπος του κόσμου. Ήταν όμορφος – πιο όμορφος απ΄ ό,τι έπρεπε…

Όχι, δεν είμαι όμορφη! Μα ξέρω να ζήσω. Ποια γυναίκα στην ηλικία μου θα βαστιόταν τόσο καλά, όσο βαστιέμαι εγώ; Όλες μου οι φίλες κι όλες μου οι συμμαθήτριες απ΄ τ΄ Αρσάκειο έχουν γεράσει. Τις βλέπω στο δρόμο και τρομάζω. Είναι κιόλας γιαγιάδες!… Όχι επειδή έχουν εγγόνια – η Ιουλία δεν έχει εγγόνια – αλλ΄ επειδή παραμέλησαν τον εαυτό τους. Αφέθηκαν και γέρασαν. Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά. «Ας κάνουν οι κόρες μου λούσα!» σου λέει. «Ας πάνε τα παιδιά μου στους χορούς και στις διασκεδάσεις! Εγώ τάφαγα πια τα ψωμιά μου!» Μα το λένε, γιατί έχουν παιδιά που αξίζουν κάθε θυσία. Δεν έχουν τη Μαρία! Δεν ξέρουν τι θα πει νάχεις κόρη τη Μαρία, και γι΄ αυτό δεν τις αδικώ που με μέμφονται ότι ξαναπαντρεύτηκα, αντί να κοιτάξω να την παντρέψω. Δεν ξέρουν ότι την εποχή που απεφάσισα να κάνω το σάλτο να πάρω το Θόδωρο, ζύγισα όλα τα υπέρ και τα κατά. Η Μαρία, είπα με το νου μου, είναι σαν το ναυαγό που πνίγεται… Αν κάνω πως πάω κοντά της να τη σώσω, θα με παρασύρει και μένα στον πάτο. Ας σωθώ εγώ τουλάχιστον, για να της δώσω καιρό να μεγαλώσει λιγάκι, να ωριμάσει κάπως. «Πάντρεψέ την» μούλεγαν όλες, «και να δεις πως θα γίνει αγνώριστη». Να την παντρέψω εγώ; Ανημποριά έχει να βρει μόνη της γαμπρό; Εμένα στην ηλικία της με φλερτάριζαν δέκα άντρες συγχρόνως. Όπου πήγαινα κρεμόντουσαν απ΄ τη φούστα μου. Σ΄ όποιον νάλεγα «σε παίρνω», θάτρεχε με τα τέσσερα!.. Πώς έκανα –θα μού πείτε– τη στραβωμάρα να πάω να πέσω απάνω στο Φώτη, αυτό είν΄ άλλη ιστορία. Προτιμώ να μην το θυμάμαι, γιατί συγχύζομαι περισσότερο. Ίσως –λέω καμιά φορά με το νου μου– νάταν γραφτό απ΄ το θεό να τον πάρω για να τραβήξω όσα τράβηξα. Γραφτό να γεννήσω αυτή τη Μέδουσα!… Άλλες πάλι φορές σκέπτομαι πως δε φταίει ούτ΄ ο θεός, ούτ΄ η μοίρα. Εγώ φταίω, κανείς άλλος! Ήμουνα πεισματάρα και πάτησα πόδι. Είπα «θα τον πάρω» και τον πήρα. Από ένα πεισμα. Ακριβώς επειδή δεν τον ήθελε κανένας απ΄ τους δικούς μου. Ούτε κι αυτός ακόμα ο συχωρεμένος ο μπαμπάς, που ήταν πάντα τόσο επιφυλακτικός στις κρίσεις του. Δεν εννούσα να τους αφήσω ν΄ ανακατευτούν ακόμα μια φορά στις υποθέσεις μου και στη ζωή μου, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν. Αρκετό κακό μούχαν κάνει με τις ανακατωσούρες τους στην περίπτωση του Αργύρη. Δεν ήμουνα πια δεκαοχτώ ετών, όπως άλλοτε. Ήμουνα εικοσιεφτά. Ήμουνα αυτεξούσια κι αποφασισμένη να κάνω του κεφαλιού μου, κι έβγαλα τα μάτια μου!…

Αλλ’ αυτό είν΄ έτερον εκάτερον. Όλοι οι άνθρωποι σφάλλουν μια φορά στη ζωή τους. Είναι λόγος αυτός να πληρώνω αιωνίως εκείνο το ηλίθιο σφάλμα; Πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα; Δέκα; Είκοσι; Ποιος ξέρει! Μπορεί να βγω σήμερα έξω και να με πατήσει κανέν΄ αυτοκίνητο, απ΄ αυτά που τρέχουν σα διαβόλοι. Αλλ΄ ακόμα κι αν μου μένει μιας ώρας ζωή, εννοώ να ζήσω όπως θέλω εγώ! Η κυρα-Γαλάτεια δεν πρόκεται να κάνει άλλη Νίνα. Είναι βαθιά στο χώμα. Να ζήσω χωρίς τη γκρίνια της, να συγκεντρωθώ λιγάκι, να μπορέσω να σκεφτώ σοβαρότερα πράματα απ΄ το αιώνιο θέμα της Μαρίας – θε μου, δε θα μου το δώσεις ποτέ αυτό το καλό;…

Είναι τώρα δυο-τρεις μέρες πούχει φαγωθεί με το Θόδωρο. Η λύσσα την πιάνει κατά περιόδους. Του κλείνει τις πόρτες στα μούτρα. Αρνείται να φάει στο τραπέζι μας. Κι όταν είμαστε μόνες μας, τον βρίζει πατόκορφα κι αυτόν και το σόι του, χωρίς να της έχει δόσει ο καημένος την παραμικρή αφορμή. Με ζηλεύει, που κακό χρόνο νάχει, τι άλλο να υποθέσει κανείς; «Αφού θέλεις άντρα», της λέω κι εγώ σήμερα, «πήγαινε στο πάρκο και βρες κανένα μαγκλαρά!… Το πάρκο δεν είναι μακριά. Δυο βήματα είναι. Πήγαινε και βρες κανένα ναύτη ή κανένα στρατιώτη να σου σβήσει τη φωτιά σου! Εγώ πρέπει να στον βρω; Στην ηλικία σου, όχι μόνο είχα κάνει εσένα, αλλά τοιμαζόμουνα να παντρευτώ και για δεύτερη φορά! Μπρος!» της λέω, «Ντύσου και βγες έξω, κι ορκίζομαι στα κόκαλα του πατέρα μου, του ανθρώπου που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, ότι όποιον και να φέρεις στο σπίτι, μα όποιος και νάναι και να τον φέρεις και να μου πεις ‘ο κύριος από δω είναι φίλος μου, είν’ αρραβωνιαστικός μου, είν΄ άντρας μου’, δε θα φέρω την παραμικρή αντίρρηση, δε θα εκφράσω την παραμικρή γνώμη! Και θα του κάνω και δέκα τεμενάδες. Δε θα τον παντρευτώ εγώ. Δε θα κοιμάμαι εγώ μαζί του. Εσύ θα κοιμάσαι μαζί του. Φτάνει, βεβαίως, να μη σε πιάσει κορόιδο –γιατί κάτι τέτοιες μυξοπαρθένες σαν και σένα πιάνονται συνήθως κορόιδα– και σου φάει την προίκα σου, και σε παρατήσει, κι έχω, όχι μόνο εσένα στην καμπούρα μου, μα και κανένα μπαστάρδικο! Ντύσου», της λέω, «και βγες έξω, να μη σε βλέπω στα μάτια μου! Κι αν δε θέλεις άντρα –γιατ΄ είσαι βεβαίως ανισόρροπη και δεν ξέρεις ούτ΄ εσύ τι ζητάς απ΄ τη ζωή σου– τότε πήγαινε και κλείσου σε μοναστήρι. Υπάρχουν μερικά ακόμα. Πήγαινε στην Κερατέα με την οσία Μαριάμ! Τράβα να καλογερέψεις σαν την Ερασμία, το μεγάλο σου πρότυπον! Σ΄ άφησε δηλαδή επίτηδες ο πατέρας σου πίσω με την εντολή να μου κάνεις τη ζωή μαύρη; Μπρος! Ντύσου! Κάνε επιτέλους ό,τι θέλεις. Αλλά πρόσεξε καλά. Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά : μη μου ξανακάνεις σύγχυση σαν τη σημερινή, και μάλιστα μπροστά στο Θόδωρο, γιατί φόνισσα Κάστρω θα γίνω και θα σε κάνω κομματάκια! Και μην ξανατολμήσεις να βγάλεις τις φωτογραφίες του πατέρα μου και της κυρα-Εκάβης απ΄ τον τοίχο του σαλονιού! Ας είναι άσκημα τα κάδρα. Ας μην είναι πια της μόδας νάχει κανείς φωτογραφίες στον τοίχο. Όσο ζω εγώ, το σπίτι είναι δικό μου! Εγώ είμαι η οικοδέσποινα εδώ μέσα και θα κρεμάσω στους τοίχους ό,τι θέλω εγώ, τ΄ ακούς; Όταν παντρευτείς με το καλό και κάνεις δικό σου σπίτι, ή όταν ψοφήσω, όπως λες, και με κληρονομήσεις –κι όπως με συγχύζεις θα με κληρονομήσεις γρήγορα– να κρεμάσεις στους τοίχους σου κουδούνια!… Αλλ΄ όσο ζω εγώ κι έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θέλω να βλέπω τις φωτογραφίες των ανθρώπων που μ΄ αγαπούσαν και που, δυστυχώς, πέθαναν και μ΄ άφησαν με σένα τη στρίγγλα, για να με φας ζωντανή!» της λέω και πήγα και κρέμασα τις φωτογραφίες του μπαμπά και της κυρα-Εκάβης στη θέση τους.

Όταν τόδε, άφρισε. – «Μμ!» μου λέει. «Πρόσεξε μη σου προσβάλουν την πλύστρα την πεθερά σου». Και της λέω : – «Πλύστρα είσαι και φαίνεσαι!» Έτσι άρχισ΄ ο καβγάς μας σήμερα. «Πλύστρα είσαι και φαίνεσαι», της λέω, κι από κουβέντα σε κουβέντα, παρ΄ ολίγο νάρθουμε στα χέρια. Έγινα μπαρούτι, γιατί ξέρω ότι βρίζει την κυρα-Εκάβη επίτηδες, για να με πικάρει. Να την ακούσει, καταλαβαίνετε, ο Θόδωρος ότι λέει τη μάνα του πλύστρα, να την πιάσει απ΄ το τσουλούφι και να τη φέρει σβούρα. Και ποιος θα συγχυστεί; Ποιος άλλος από μένα κι από κείνον; Όχι, βεβαίως, η Μαρία. Τη Μαρία την τρέφει ο καβγάς, αδύνατο να ζήσει χωρίς καβγά.

Μ΄ ακόμα κι ο Θόδωρος να μην ήταν, όσο ζω, εννοώ να βλέπω τη φωτογραφία της κυρα-Εκάβης στη θέση της. Όχι επειδή είναι πεθερά μου. Ποια νύφη αγαπάει την πεθερά της; Ένας θεός ξέρει, ότι αν ζούσ’ εκείνη δε θα δεχόμουνα επ΄ ουδενί λόγω να πάρω το Θόδωρο. Μπορεί νάταν η καλύτερη φιληνάδα στον κόσμο, μα για πεθερά δεν έκανε. Αυτό ήμουνα σε θέση να το ξέρω καλύερα από κάθε άλλον. Στην ψυχική κατάσταση που είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια, ήταν πια ανίκανη για οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση. Δεν ήταν η παλιά κυρα-Εκάβη με τ΄ αστεία της, την πίστη της στη ζωή και τους ανθρώπους –παρά την επιφανειακή απαισιοδοξία της– η κυρα-Εκάβη, στην οποία έλεγες τον πόνο σου και σούδινε συμβουλές, όπως μόνον εκείνη ήξερε να δίνει. Όχι! Αν ζούσε τον καιρό που γύρισε ο Θόδωρος απ΄ τη Μέση Ανατολή, δε θα μου περνούσε καν η ιδέα απ΄ το μυαλό να τον πάρω και να γίνω νύφη της. Θάταν αστείο. Ασύλληπτο. Μοιραία θα μαλώναμε. Αφήστε πια το πόσο θα γελούσε ο κόσμος εις βάρος μας. Ακόμα τώρα συναντάω καμιά φορά γνωστές μου της εποχής εκείνης πούχω χρόνια να δω και μου λένε : «Για φαντάσου, βρε Νίνα, το πίστευες ποτέ σου ότι μια μέρα θα γινόσουνα νύφη της;» Και το λένε μ΄ ειρωνεία, που, αν δεν αγνοούσα όπως αγνοώ, θάπρεπε να μαλώσω μ΄ όλο τον κόσμο. Στο κάτω της γραφής, σκέφτομαι, έχουν εν μέρει δίκιο. Είναι αστείο που ήρθαν τα πράματα όπως ήρθαν, μόνο που δεν είναι αστείο με τον τρόπο που το βλέπει ο κόσμος. Ποια απ΄ όλες αυτές τις σουσούδες ήξερε την κυρα-Εκάβη; Ποια ήξερε την καρδιά της; Καμιά φορά αμφιβάλλω αν την ήξερα ακόμα κι εγώ η ίδια κι ας είχαμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι…

Μερικές την έβρισκαν διασκεδαστική. Μερικές την έβλεπαν με περιφρόνηση, όπως την έβλεπε η σνομπ η Ιουλία. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς την έκανα παρέα. Δε μου τόπε ποτέ καθαρά, αλλά μου τόλεγε μ΄ ένα σωρό περιφράσεις. «Εσύ, Νίνα μου, έχεις τόσο καλή καρδιά!» μούλεγε. «Ανοίγεις το σπίτι σου σ’ όποιον νάναι. Πάντα το λέω της Λιλίκας μου : η Νίνα έχει την καλύτερη καρδιά του κόσμου». Δε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να προτιμάω την παρέα της κυρα-Εκάβης απ΄ τη δική της ή απ΄ της Καρούσου.

Η Μάρθα την έβλεπε σαν παλιάτσο και μια φορά μου τόπε : «Εσύ είσαι σαν τους αυτοκράτορες», μου λέει, «που είχαν τους τζουτζέδες τους». Δε μπορούσε ούτ΄ αυτή να καταλάβει, κι ας έκανε τη διαβασμένη, τους λόγους, που έκαναν καμιά φορά την κυρα-Εκάβη να φέρεται και σαν παλιάτσος –από ταπεινοφροσύνη. Η κυρα-Εκάβη τρελαινόταν να δραματοποιεί τη ζωή της, μα όσο περισσότερο τη δραματοποιούσε, τόσο περισσότερα αστεία έκανε – πάντα εις βάρος του εαυτού της, ποτέ των άλλων.

Όσο για τη θεία Κατίγκω με τη σεμνοτυφία της και τις γελοίες περί ηθικής αρχές της, ήταν φυσικό να τη βλέπει σαν την προσωποποίηση του διαβόλου επί της Γης. Κι από μια μεριά είχε δίκιο : η κυρα-Εκάβη ήταν και διάβολος. Αλλά συγχρόνως ήταν και θεός, μια αγία, και κανείς δεν είναι εις θέσιν να το ξέρει καλύτερα από μένα, που παρακολούθησα την ιστορία της ως το τέλος, που κατάλαβα την καρδιά της, όπως δεν την κατάλαβαν ούτε τα παιδιά της!…

Τα παιδιά της, πφ! Έχοντας την κόρη που έχω, είμαι σε θέση να ξέρω, ότι απ΄ όλα τα πλάσματα του θεού δεν υπάρχει ίσως κανένα σ΄ αυτό τον κόσμο, που να μας καταλαβαίνει λιγότερο από κείνα που βγήκαν μέσ΄ απ΄ την κοιλιά μας. Κι αν όλ΄ αυτά δεν είν΄ αρκετά, για να θέλω να βλέπω τη φωτογραφία της, τότε ας πούμε ότι το κάνω γιατί περάσαμε αξέχαστες μέρες μαζί. Γιατί της άνοιξα την καρδιά μου, όπως δεν τόχα κάνει ούτε στη μάνα μου. Γιατί, έχοντας πικράν πείρα απ΄ τη δική της την κόρη κι απ΄ όλα της τα παιδιά (γιατί κι η Πολυξένη δεν της φέρθηκε στο τέλος καλύτερα απ΄ την Ελένη), ήταν η μόνη απ΄ τους συγγενείς και τους φίλους μου, που με συμπονούσε απ΄ τα βάθη της καρδιάς της. Η μόνη που συμμεριζόταν και καταλάβαινε τον καημό μου και την πικρία πούνιωθα για την κακιά τύχη που είχα – να κάνω παιδί-τέρας!…-

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Κώστας Ταχτσής-Κι έχουμε πόλεμο!

 Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή Το τρίτο στεφάνι (1962). Μεταφέρει την εμπειρία της έκρηξης του πολέμου του 1940 από την πλευρά μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η Νίνα, μία από τις δύο κεντρικές «φωνές» του μυθιστορήματος, αφηγείται τις πρώτες αντιδράσεις προσώπων του στενού οικογενειακού και φιλικού της περιβάλλοντος με αμεσότητα, συγκίνηση και χιούμορ, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ολοζώντανη εικόνα της ιστορικής στιγμής.


Η Κασιμάτη είχε περισσότερο κόσμο από κάθε άλλη χρονιά, κι όπως ήταν επόμενο, οι άντρες άρχισαν τα πολιτικά. O ξάδερφος του Κασιμάτη, ο Λέων (τον λέγαμε «ο βασιλεύς των ζώων»), που δούλευε στο Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού, μας βεβαίωνε πως είχαν βρει κομμάτια της τορπίλας κι ότι ήταν ιταλικής κατασκευής, μα ο Αντώνης δεν εννοούσε επ' ουδενί λόγω να το παραδεχτεί. Θεός σχωρέσ' τον, ήταν τρομερά φανατικός κι ισχυρογνώμων. Έλεγε πως οι Άγγλοι είχαν χρησιμοποιήσει ιταλική τορπίλα, για να στρέψουν την ελληνική κοινή γνώμη εναντίον του Άξονος και να μας βγάλουν στον πόλεμο, όπως είχαν κάνει στον Πρώτο Πόλεμο. «Αν θέλει ο Χίτλερ την Ελλάδα», έλεγε, «δε χρειάζεται να βάλει τους Ιταλούς να την πάρουν. Έρχεται και την παίρνει μόνος του. Oι Γερμανοί δεν πρόκειται να μας πειράξουν, είναι φιλέλληνες. Στα σχολεία τους μαθαίνουν απέξω τον Όμηρο και τον Πλάτωνα», και ούτω καθεξής, ως τις έντεκα το βράδυ. «Πάψε επιτέλους», του λέω, «δεν καταλαβαίνεις ότι ερεθίζεις τα νεύρα σου και θα θέλεις διπλή δόση υπνωτικό για να κοιμηθείς; Δε θα το πάρεις ποτέ χαμπάρι ότι η καρδιά σου είναι τρομερά αδύνατη;». Μόνο για ένα πράμα ήταν όλοι τους σύμφωνοι: ότι αργά ή γρήγορα θα 'βγαινε και η Ψωροκώσταινα* στον πολεμο, πάει, δεν τη γλιτώναμε, ήταν αυτή η άτιμη η γεωγραφική μας θέση. Είμαστε, βλέπεις, σαν μια γέφυρα μεταξύ ανατολής και δύσεως, είν' αδύνατον να μείνουμε ουδέτεροι.

Μα κανένας μας δεν το περίμενε τόσο γρήγορα. Όταν το πρωί εκείνης της Δευτέρας ακούσαμε τις σειρήνες, δεν πιστεύαμε στ' αυτιά μας. «Ξύπνα», λέω του Αντώνη, «έχουμε συναγερμό!» «Άσε με ήσυχο», μου λέει, «άσκηση θα 'ναι!». Και γύρισε απ' την άλλη μεριά. Κάθε φορά που έπαιρνε αποβραδίς υπνωτικό, δεν ξυπνούσε εύκολα. «Δεν είναι άσκηση», του λέω, «το ένστικτό μου δε με γελάει ποτέ εμένα!» Κάθε φορά που ήταν να γίνει άσκηση μας ειδοποιούσαν εκ των προτέρων διά του Τύπου. «Εδώ είσαι κι εδώ 'μαι», του λέω, «είναι συναγερμός κι έχουμε πόλεμο!». Και πετάγομαι απ' το κρεβάτι, τρέχω στο παράθυρο του σαλονιού, και βλέπω τη γειτονιά στο ποδάρι. Από μακριά έφτανε ο βόμβος αεροπλάνων. «Μας κήρυξ' η Ιταλία τον πόλεμο! O θεός να βάλει το χέρι του! Ξύπνα τη Μαρία!» λέω της Μαριέττας. Τα 'χε κι αυτή χαμένα. «Ξύπνα την και πες της να ντυθεί αμέσως! Μπορεί να χρειαστεί να πάμε στο καταφύγιο». «Θα πάτε στο καταφύγιο;» φωνάζω της Νότας. Μα δεν ήξερε. Κανείς μας δεν ήξερε τι να κάνει και πού να πάει. Πανικοβληθήκαμε. Νομίζαμε πως έφτασ' η Δευτέρα Παρουσία. O Αντώνης καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, με μια κάλτσα στο χέρι, αφηρημένος. «Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;» του λέω. «Να σου δώσω τις σταγόνες σου;» Κι όπως στεκόμουνα στη μέση του χολ σαν χαμένη, κρατώντας το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια, μην ξέροντας προς τα πού να στραφώ, έρχετ' η Μαριέττα και μου λέει: «Oυ Μπούφους* δεν ξυπνάει! Πήγα να τ'ν ξεσκεπάσου και μ' πάτ' σε μια κλουτσιά…» Κι άρχισε να κλαίει. Είχε κι αυτή η δόλια τρεις αδερφούς, οι δυο υπηρετούσαν ήδη στο Ναυτικό, ο άλλος ήταν κληρωτός* του '41, θα πήγαινε απ' τους πρώτους. Πρέπει να τη στείλουμε αμέσως στην Άντρο, είπα με το νου μου, η θέση της είναι κοντά στη μάνα της και στον πατέρα της, δεν μπορώ να την κρατήσω εδώ, είναι μεγάλη ευθύνη. Κι έξω φρενών, τρέχω στο δωμάτιο της κόμησσας*, την αρπάζω απ' το τσουλούφι, και της λέω: «Παλιοκόριτσο! Ώστε ούτε η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι αρκετή για να σε βγάλει απ' τη νάρκη σου, ε; Τσακίσου και σήκω αμέσως, γιατί σήμερα θα 'ναι το τέλος σου!» Και πάω να την ξεσκεπάσω, και μου δίνει και μένα μια κλοτσιά. Της πατάω τότε μια στριφτή τσιμπιά, της δίνω δυο ανάποδες, και της λέω: «Να! Για να μάθεις να κλοτσάς τη μάνα σου! Τι σου πέρασ' η ιδέα, οτι είμαι κυρα-Εκάβη να κάτσω να τις φάω απ' την κόρη μου; Θα πάμε στο καταφύγιο και συ κάτσ' εδώ να ψοφήσεις, να γλιτώσω επιτέλους απ' την κακή φύτρα του Φώτη!…»


Μα τη στιγμή που 'βγαινα απ' το δωμάτιό της, χτύπησαν οι σειρήνες λήξη. Το τέρας! σκέφτηκα. Για κάτι αναίσθητους σαν κι αυτήν είναι ο κόσμος. Και πάω μέσα και βλέπω έναν Αντώνη μεταμορφωμένο ως διά μαγείας, έναν άλλο Αντώνη. Στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού και μιλούσε με τον Κουκή, τον άντρα της Νότας. «Θα τους δείξουμε! Θα τους ράνουμε! Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα!» φώναζε. Μμ, είπα με το νου μου, αυτός είναι που προχτές ακόμα έλεγε πως ο Χίτλερ δε θ' άφηνε το Μουσολίνι να χτυπήσει την Ελλάδα; Μα φυσικά δεν έβγαλα άχνα. Δόξαζα το Θεό που το πήρε έτσι το πράμα. Πλησίασα κι εγώ στο παράθυρο κι άκουγα με συγκίνηση τα εμβατήρια που 'παιζε το ραδιόφωνο. Για πρώτη φορά συγχωρούσα τη Νότα που το είχε στη διαπασών:


Αεροπόρος θα γινώ, τη γη να μην αγγίζω

να 'μαι ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα να σχίζω…

Τα μάτια του Αντώνη ήταν γεμάτα δάκρυα. «Θα πάω», μου λέει, «ν' αγοράσω ένα ραδιόφωνο! Γιατί δηλαδή να 'χει ο Κουκής ραδιόφωνο και να μην έχουμε εμείς;…» Δε νομίζεις, πήγα να του πω, ότι είναι έξοδο περιττό, ότι δεν είναι καιρός να πετάμε λεφτά για τέτοια πράματα; Μα κρατήθηκα. «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις», του λέω, «απ' τη δική σου τσέπη θα βγουν…» «Αχ, μωρέ Νίνα», μου λέει, «και τι δε θα 'δινα να 'μουνα άλλη μια φορά νέος». Παρά λίγο να δακρύσω κι εγώ. Τον άφησα και πήγα στην κουζίνα να κάνω κάτι, για ν' απασχολήσω το μυαλό μου. Αποβραδίς είχε φέρει μια οκά* κάστανα, τα πρώτα κάστανα εκείνης της χρονιάς, και τα 'βαλα να τα βράσω. Όσο ζήσαμε, ζήσαμε, έλεγα με το νου μου, όσο χαρήκαμε, χαρήκαμε, αποδώ και πέρα… Μα δεν μπορούσα, ούτε ήθελα να φανταστώ το μέλλον.


Πάνω στην ώρα έφτασε κι η κυρα-Εκάβη, φρέσκια φρέσκια και κεφάτη. «Αχ, βρε κυρα-Εκάβη», της λέω, «τι θα γίνουμε; Πού θα πάμε;» «Ε», μου λέει, «πόλεμος είναι θα περάσει, ούτ' ο πρώτος, ούτ' ο τελευταίος. Δε με πειράζουν εμένα τέτοια πράματα, άλλα με πειράζουν». «Και δεν τρόμαξες», της λέω, «όταν άκουσες τις σειρήνες;» «Μπα! Το 'ξερα πριν χτυπήσουνε και το περίμενα. O Θόδωρος ήταν χτες νυχτερινός στην εφημερίδα, και την ώρα που 'τοιμαζότανε να φύγει να 'ρθει στο σπίτι να κοιμηθεί, τους τηλεφώνησαν τα νέα απ' το υπουργείο. Μα δεν άντεχε να μείνει. Ήταν πτώμα το καημένο το παιδί απ' την κούραση και το ξενύχτι. Ήρθε στο σπίτι και μας τα 'πε, κι ύστερα κουκουλώθηκε στο κρεβάτι του και μου λέει: “Μαμάκα, μη με ξυπνήσετε ακόμα και να πέφτουν μπόμπες!” Κι όπως είναι κουφός απ' το έν' αυτί, δεν άκουσε ούτε τις σειρήνες». «Μα το καταλαβαίνεις», της λέω κατάπληκτη με την ψυχραιμία της, «ότι θα μας ρίξουν ασφυξιόγονα*; Το ξέρεις ότι θά 'ρθουν να μας πάρουν τα σπίτια μας και τα κορίτσια μας;». «Δεν είσαι με τα καλά σου», μου λέει, «χρωστάς της Μιχαλούς*, κι είσαι και διαβασμένη! Έτσι λέγαν και στον άλλο πόλεμο και μας τρομοκρατήσανε τζάμπα και βερεσέ. Όσο για τα κορίτσια» (και στράβωσε το στόμα της) «μη φοβάσαι και δεν παθαίνουν τίποτα. Αν δεν κουνήσουν κι εκείνα την ουρά τους, δεν τα πειράζει κανένας. Κι οι Ιταλοί άνθρωποι σαν και μας είναι, δεν είναι θηρία της ζούγκλας…».


«Τι ανάγκη έχει», μου λέει η θεία Κατίγκω, όταν ήρθε σε λίγο και της τα 'λεγα. «O ένας της γιος είναι κουφός, ο άλλος στη φυλακή, κι ο γαμπρός της είναι γιατρός, κάπου θα χωθεί. Αλίμονο στα δικά μας τα παιδιά!» O Τάκης είχε μετατεθεί σ' ένα μικρό αντιτορπιλικό, ο Πέτρος έκανε τη θητεία του έξω απ' την Κοζάνη, μέσα στη φωτιά. «Αλίμονο στα δικά μας τα παιδιά», μου λέει, κι έβαλε τα κλάματα. Σε λίγο ήρθ' ο Άκης γυρεύοντας τη γιαγιά του. «Ήρθε κι έφυγε», του λέω. «Καλώς το στρατηγό!» του λέει ο Αντώνης μόλις τον είδε. Φορούσε τη στολή της ΕOΝ*. «Άντε να δούμε», του λέει, «πόσους Ιταλούς θα καθαρίσεις. Σας δώσανε τουφέκια ή ακόμα;» Το πρωί είχε πάει στο σχολείο και τους έδιωξαν. Τα μαθήματα διεκόπτοντο μέχρι νεοτέρας διαταγής. «Για του Μπούφου έφεξε!»* μου λέει η Μαριέττα. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι, φόρεσε τη στολή του και πήγε στον υποτομέα του. Τους έβαλαν στη γραμμή και τους έβγαλε ο τομεάρχης τους λόγο. Κακόμοιρα παιδιά! έλεγα με το νου μου, ακούγοντάς τον να μας περιγράφει με παιδικό ενθουσιασμό πώς είχαν στολίσει τον υποτομέα με χάρτινες σημαίες κι εικόνες των ηρώων του '21. Τι έχουν να δουν τα μάτια σας, σε τι ανάποδα χρόνια γεννηθήκατε και σεις… «Καλά που είναι κι η σημαία μας στο κοντάρι», λέω της Μαριέττας. Την είχαμε κρεμάσει για του Αγίου Δημητρίου και δεν την είχαμε κατεβάσει ακόμα. «Τουλάχιστον», της λέω, «δε χρειάζεται ν' ανεβαίνεις να κρεμάς σημαίες, ουδέν κακόν αμιγές καλού». Και ξαφνικά είδα έκπληκτη κι εγώ η ίδια, πως είχα ξαναβρεί την ψυχραιμία μου και το συνηθισμένο μου χιούμορ. Ωχ, αδερφέ! σκέφτηκα. Όπου όλος ο κόσμος, και μεις. Αφού το πήρε τόσο καλά ο Αντώνης, δε με νοιάζει για τίποτα.

.................................................................................................................................................................

*Ψωροκώσταινα: σκωπτικός-μειωτικός χαρακτηρισμός του ελληνικού κράτους *Ου Μπούφους: ειρωνική αναφορά στη Μαρία, κόρη της Νίνας από προηγούμενο γάμο *κληρωτός: στρατεύσιμος *κόμησσα: ειρωνική αναφορά στη Μαρία *οκά: μονάδα βάρους, 1.282 γραμμάρια *ασφυξιογόνα: αέρια που προκαλούν ασφυξία *χρωστάς της Μιχαλούς: είσαι τρελή *ΕΟΝ: Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας, δημιούργημα της μεταξικής δικτατορίας βασισμένο σε εθνικοσοσιαλιστικά πρότυπα *Για του Μπούφου έφεξε: παρουσιάστηκαν απρόσμενα ευνοϊκές περιστάσεις για τη Μαρία

Κ. Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, Εξάντας

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ '45 - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ '45
Το προλογικό σημείωμα
του Κώστα Ταχτσή
  


Τον καιρό του Εμφύλιου, γύρω στα 1945-1948, όσοι από μάς τους νέους ζούσαμε στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου είχε επιβληθεί «τάξις και ασφάλεια», όσοι, κυρίως είμασταν «επαναστατημένοι», βρεθήκαμε σ’ ένα αδιέξοδο, άγνωστο στις γενιές πριν ή μετά τη δική μας. Το υγιές μας ένστικτο μάς έλεγε πως έπρεπε ν’ αρχίσουμε γκρεμίζοντας. Αλλά:
α. το μακάβριο παιχνίδι που υπετίθετο θ’ αποφάσιζε αν το γκρέμισμα θάταν εκ θεμελίων, εξακολουθούσε να παίζεται στα ελληνικά βουνά, χωρίς –και να θέλαμε- να μπορούμε να πάρουμε ενεργό μέρος.
β. δεν είχαμε τίποτα έτοιμο ή κατάλληλο να βάλουμε στη θέση αυτών που θα γκρεμίζαμε –τίποτα, δηλαδή, που νάναι, όχι μόνον αποδεκτό στη σύγχρονη ευαισθησία μας, μα και ν’ ανταποκρίνεται στην απαίτηση της επιστροφής στις ελληνικές ρίζες, για την οποία μάς είχαν μιλήσει πειστικά, αν και με κάποια ασάφεια και μπόλικο ηλιόλουστο αισθητισμό, οι άνθρωποι που βλέπαμε σα δάσκαλους
γ. η φρίκη της Κατοχής ήταν ακόμα ζωντανή στη μνήμη και τη σάρκα μας, είχαμε περάσει ξυστά πλάι στα θάνατο, και θέλαμε να τα ξεχάσουμε, θέλαμε να ζήσουμε, και ζωή, βέβαια, σ’ εκείνη την ηλικία, ήταν πάνω απ’ όλα ο έρωτας και το τραγούδι
Αλλά τί τραγούδι;


Τα τανγκό και τα βαλσάκια είχαν καταρρεύσει με τον καταχτητή. Τα τραγούδια πούχαν φέρει μαζί τους οι «απελευθερωτές», και που μιμήθηκαν αμέσως οι αγοραίοι συνθέτες μας, ήταν η ίδια βράκα φορεμένη ανάποδα.
Έμεναν βέβαια τα δημοτικά τραγούδια Αλλ’ αυτά τα περιφρονούσαμε: ασχέτως τοπικής ή κοινωνικής καταγωγής, είμασταν παιδιά της μεγαλούπολης, δεν τα ξέραμε, δε μάς εκφράζανε, έν’ αυτό. Δεύτερο, και κυριώτερο, τάχαμε συνδέσει με μια ξεπερασμένη αισθητική ψευτο-ηρωισμού και πατριδοκαπηλείας, ασυμβίβαστη μ’ αυτό που αναζητούσαμε – δηλαδή, μια νέα, σύγχρονη Ελλάδα, που να μπορούμε να λέμε πατρίδα, χωρίς αισθήματα ντροπής ή κατωτερότητας.
Τότε ακριβώς ανακαλύψαμε τα ρεμπέτικα.
Τώρα μ’ ένα σμπάρο, μπορούσαμε να γκρεμίσουμε και μεις κάτι απ’ το οικοδόμημα, αν όχι του κοινωνικοπολιτικού, τουλάχιστο του αισθητικού κατεστημένου, πριν προλάβει ν’ ανασυγκροτηθεί στις ενδημικά σαθρές του βάσεις· να βάλουμε αμέσως κάτι άλλο, καλύτερο, στη θέση αυτού που θα γκρεμίζαμε· και να τραγουδήσουμε!
Τραγουδήσαμε. Δε χορέψαμε, είν’ αλήθεια. Οι ρεμπέτικοι χοροί έπαιρναν ένα θεατρινίστικο χαρακτήρα, όταν τους χόρευαν μερικοί βέβηλοι από μας, που δεν ήταν, ούτε μπορούσαν νάναι γνήσιοι ρεμπέτες. Αλλά τραγουδήσαμε.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΕΔΩ.

Στήσαμε τ’ αυτί της βασανισμένης, ευαίσθητης εφηβικής ψυχής, κι’ αφουγκραστήκαμε. Και όταν μπήκαμε στο ρυθμό και στο νόημα της ρεμπέτικης μουσικής και της ρεμπέτικης ιδέας, ενώσαμε τη φωνή μας με τη φωνή του «λαού», δηλαδή όλου εκείνου του άμορφου, κατατρεγμένου ολούθε, χιλιοπροδομένου και ξενηστικωμένου προλεταριάτου, που, υπακούοντας σε μια παλιά ελληνική παράδοση, έκλαιγε τη μοίρα του τραγουδώντας.
Έτσι κινήσαμε, όλοι μαζί, με πρώτο και καλύτερο το Μάνο Χατζιδάκι, αψηφώντας τα χάχανα και τις αποδοκιμασίες των αστών και των ενεργουμένων τους, για τη δημιουργία μιας νέας, γνήσια ελληνικής αισθητικής, που αυτή τη φορά, λέγαμε, θ’ απλωνόταν –χάρη στην «πτητικότητα» της μουσικής- σ’ ολόκληρο το γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο της Ελλάδας, και, ποιός ξέρει, ίσως ακόμα παραέξω.
Στο βαθμό που πραγματοποιήθηκε το νεανικό μας αυτό όραμα, ένα μεγάλο μέρος οφείλεται χωρίς αμφιβολία στην ιδιοφυΐα του Μάνου Χατζιδάκι.

Στο βαθμό που προδόθηκε, το γιατί παραδόθηκε, κι’ από ποιούς – απ’ τους αστούς και τους εμπόρους, από μάς τους ίδιους ή απ’ το «λαό», που, όμως στο κάτω της γραφής, είχε βαρεθεί να ζητάει ψωμί και να του δίνουν «μεγάλες ιδέες» – το πώς, δηλαδή, το φτωχικό μπουζουκτσίδικο που αγαπήσαμε κατάληξε στο σημερινό «σκυλάδικο» – «μπουζουκοτέκ» με τα εκκωφαντικά, ηλεκτρικά όργανα, το άψυχο σπάσιμο των πιάτων, το ουίσκυ, τις γαρδένιες και τα μπαλόνια, είναι μια πολύ μπερδεμένη και θλιβερή ιστορία.
Στο «Σκληρό Απρίλη του '45» – αναφορά, όπως παλιότερα οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», σε στίχο απ’ την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ - ο Μάνος Χατζιδάκις, στόνα κομμάτι μετά το άλλο, γυρίζει σε κείνες τις, για μάς τουλάχιστο, κοσμογονικές μέρες της νειότης μας, όχι σ’ αναζήτηση κανενός «χαμένου καιρού», αλλά σε μια προσπάθεια να τις δει σ’ όλες τους τις δυνατές διαστάσεις, έτσι όπως ήταν στην «πραγματικότητα», έτσι όπως νομίζαμε τότε πως ήταν, κι’ έτσι όπως θα τις βλέπαμε, αν μπορούσαμε να τις δούμε απ’ την απόσταση που τις βλέπουμε τώρα, ν’ ακούσει όλους τους τούς ήχους: όχι μόνο μπουζούκι και διπλοπεννιά, αλλά και μπουζούκι ιδωμένο λίγο σα νάταν μαντολίνο, ύστερα και τα δυο μαζί εναλλάξ, κι’ ανάμεσα τους, και γκόνγκ, και πένθιμα τύμπανα – οι ξεροί κρότοι των πολυβόλων ενός συμφωνημένα καταδικασμένου αγώνα, λέω εγώ με τα νου μου, κι’ η απελπισμένη, ρυθμική πορεία μιας νέας, αλλιώτικης προσφυγιάς.


Ο Χατζιδάκις έχει πει, πως οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» ήταν μια προσευχή. Ο «Σκληρός Απρίλης του '45» είναι κάτι περισσότερο: ένα ρέκβιεμ σ’ εκείνο το ωραίο και τόσο γόνιμο νεανικό μας όραμα, κι’ ίσως έτσι η ενδόμυχη υπόσχεση μιας το ίδιο γόνιμης χρήσης του λίγου χρόνου που μάς μένει ακόμα.


Αναδημοσίευση από:http://www.arxeion-politismou.gr/2020/04/skliros-Aprilis-tou-45-Taxtsis.html