Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ '45 - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ '45
Το προλογικό σημείωμα
του Κώστα Ταχτσή
  


Τον καιρό του Εμφύλιου, γύρω στα 1945-1948, όσοι από μάς τους νέους ζούσαμε στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου είχε επιβληθεί «τάξις και ασφάλεια», όσοι, κυρίως είμασταν «επαναστατημένοι», βρεθήκαμε σ’ ένα αδιέξοδο, άγνωστο στις γενιές πριν ή μετά τη δική μας. Το υγιές μας ένστικτο μάς έλεγε πως έπρεπε ν’ αρχίσουμε γκρεμίζοντας. Αλλά:
α. το μακάβριο παιχνίδι που υπετίθετο θ’ αποφάσιζε αν το γκρέμισμα θάταν εκ θεμελίων, εξακολουθούσε να παίζεται στα ελληνικά βουνά, χωρίς –και να θέλαμε- να μπορούμε να πάρουμε ενεργό μέρος.
β. δεν είχαμε τίποτα έτοιμο ή κατάλληλο να βάλουμε στη θέση αυτών που θα γκρεμίζαμε –τίποτα, δηλαδή, που νάναι, όχι μόνον αποδεκτό στη σύγχρονη ευαισθησία μας, μα και ν’ ανταποκρίνεται στην απαίτηση της επιστροφής στις ελληνικές ρίζες, για την οποία μάς είχαν μιλήσει πειστικά, αν και με κάποια ασάφεια και μπόλικο ηλιόλουστο αισθητισμό, οι άνθρωποι που βλέπαμε σα δάσκαλους
γ. η φρίκη της Κατοχής ήταν ακόμα ζωντανή στη μνήμη και τη σάρκα μας, είχαμε περάσει ξυστά πλάι στα θάνατο, και θέλαμε να τα ξεχάσουμε, θέλαμε να ζήσουμε, και ζωή, βέβαια, σ’ εκείνη την ηλικία, ήταν πάνω απ’ όλα ο έρωτας και το τραγούδι
Αλλά τί τραγούδι;


Τα τανγκό και τα βαλσάκια είχαν καταρρεύσει με τον καταχτητή. Τα τραγούδια πούχαν φέρει μαζί τους οι «απελευθερωτές», και που μιμήθηκαν αμέσως οι αγοραίοι συνθέτες μας, ήταν η ίδια βράκα φορεμένη ανάποδα.
Έμεναν βέβαια τα δημοτικά τραγούδια Αλλ’ αυτά τα περιφρονούσαμε: ασχέτως τοπικής ή κοινωνικής καταγωγής, είμασταν παιδιά της μεγαλούπολης, δεν τα ξέραμε, δε μάς εκφράζανε, έν’ αυτό. Δεύτερο, και κυριώτερο, τάχαμε συνδέσει με μια ξεπερασμένη αισθητική ψευτο-ηρωισμού και πατριδοκαπηλείας, ασυμβίβαστη μ’ αυτό που αναζητούσαμε – δηλαδή, μια νέα, σύγχρονη Ελλάδα, που να μπορούμε να λέμε πατρίδα, χωρίς αισθήματα ντροπής ή κατωτερότητας.
Τότε ακριβώς ανακαλύψαμε τα ρεμπέτικα.
Τώρα μ’ ένα σμπάρο, μπορούσαμε να γκρεμίσουμε και μεις κάτι απ’ το οικοδόμημα, αν όχι του κοινωνικοπολιτικού, τουλάχιστο του αισθητικού κατεστημένου, πριν προλάβει ν’ ανασυγκροτηθεί στις ενδημικά σαθρές του βάσεις· να βάλουμε αμέσως κάτι άλλο, καλύτερο, στη θέση αυτού που θα γκρεμίζαμε· και να τραγουδήσουμε!
Τραγουδήσαμε. Δε χορέψαμε, είν’ αλήθεια. Οι ρεμπέτικοι χοροί έπαιρναν ένα θεατρινίστικο χαρακτήρα, όταν τους χόρευαν μερικοί βέβηλοι από μας, που δεν ήταν, ούτε μπορούσαν νάναι γνήσιοι ρεμπέτες. Αλλά τραγουδήσαμε.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΕΔΩ.

Στήσαμε τ’ αυτί της βασανισμένης, ευαίσθητης εφηβικής ψυχής, κι’ αφουγκραστήκαμε. Και όταν μπήκαμε στο ρυθμό και στο νόημα της ρεμπέτικης μουσικής και της ρεμπέτικης ιδέας, ενώσαμε τη φωνή μας με τη φωνή του «λαού», δηλαδή όλου εκείνου του άμορφου, κατατρεγμένου ολούθε, χιλιοπροδομένου και ξενηστικωμένου προλεταριάτου, που, υπακούοντας σε μια παλιά ελληνική παράδοση, έκλαιγε τη μοίρα του τραγουδώντας.
Έτσι κινήσαμε, όλοι μαζί, με πρώτο και καλύτερο το Μάνο Χατζιδάκι, αψηφώντας τα χάχανα και τις αποδοκιμασίες των αστών και των ενεργουμένων τους, για τη δημιουργία μιας νέας, γνήσια ελληνικής αισθητικής, που αυτή τη φορά, λέγαμε, θ’ απλωνόταν –χάρη στην «πτητικότητα» της μουσικής- σ’ ολόκληρο το γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο της Ελλάδας, και, ποιός ξέρει, ίσως ακόμα παραέξω.
Στο βαθμό που πραγματοποιήθηκε το νεανικό μας αυτό όραμα, ένα μεγάλο μέρος οφείλεται χωρίς αμφιβολία στην ιδιοφυΐα του Μάνου Χατζιδάκι.

Στο βαθμό που προδόθηκε, το γιατί παραδόθηκε, κι’ από ποιούς – απ’ τους αστούς και τους εμπόρους, από μάς τους ίδιους ή απ’ το «λαό», που, όμως στο κάτω της γραφής, είχε βαρεθεί να ζητάει ψωμί και να του δίνουν «μεγάλες ιδέες» – το πώς, δηλαδή, το φτωχικό μπουζουκτσίδικο που αγαπήσαμε κατάληξε στο σημερινό «σκυλάδικο» – «μπουζουκοτέκ» με τα εκκωφαντικά, ηλεκτρικά όργανα, το άψυχο σπάσιμο των πιάτων, το ουίσκυ, τις γαρδένιες και τα μπαλόνια, είναι μια πολύ μπερδεμένη και θλιβερή ιστορία.
Στο «Σκληρό Απρίλη του '45» – αναφορά, όπως παλιότερα οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», σε στίχο απ’ την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ - ο Μάνος Χατζιδάκις, στόνα κομμάτι μετά το άλλο, γυρίζει σε κείνες τις, για μάς τουλάχιστο, κοσμογονικές μέρες της νειότης μας, όχι σ’ αναζήτηση κανενός «χαμένου καιρού», αλλά σε μια προσπάθεια να τις δει σ’ όλες τους τις δυνατές διαστάσεις, έτσι όπως ήταν στην «πραγματικότητα», έτσι όπως νομίζαμε τότε πως ήταν, κι’ έτσι όπως θα τις βλέπαμε, αν μπορούσαμε να τις δούμε απ’ την απόσταση που τις βλέπουμε τώρα, ν’ ακούσει όλους τους τούς ήχους: όχι μόνο μπουζούκι και διπλοπεννιά, αλλά και μπουζούκι ιδωμένο λίγο σα νάταν μαντολίνο, ύστερα και τα δυο μαζί εναλλάξ, κι’ ανάμεσα τους, και γκόνγκ, και πένθιμα τύμπανα – οι ξεροί κρότοι των πολυβόλων ενός συμφωνημένα καταδικασμένου αγώνα, λέω εγώ με τα νου μου, κι’ η απελπισμένη, ρυθμική πορεία μιας νέας, αλλιώτικης προσφυγιάς.


Ο Χατζιδάκις έχει πει, πως οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» ήταν μια προσευχή. Ο «Σκληρός Απρίλης του '45» είναι κάτι περισσότερο: ένα ρέκβιεμ σ’ εκείνο το ωραίο και τόσο γόνιμο νεανικό μας όραμα, κι’ ίσως έτσι η ενδόμυχη υπόσχεση μιας το ίδιο γόνιμης χρήσης του λίγου χρόνου που μάς μένει ακόμα.


Αναδημοσίευση από:http://www.arxeion-politismou.gr/2020/04/skliros-Aprilis-tou-45-Taxtsis.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου