ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Θρηνωδία στη Σελήνη της επαρχίας
Ω! να η Σελήνη φουσκωτή,
σαν ένα ολόγιομο πουγγί.
σαν ένα ολόγιομο πουγγί.
Μια σάλπιγγα μακριά σημαίνει…
Ο κύριος πάρεδρος διαβαίνει.
Ο κύριος πάρεδρος διαβαίνει.
Παίζει ένα πιάνο μες στο βράδυ,
μια γάτα τρέχει στο σκοτάδι,
μια γάτα τρέχει στο σκοτάδι,
κι αποκοιμιέται η επαρχία!…
Με μια στερνή του συγχορδία
Με μια στερνή του συγχορδία
το πιάνο κλει το σκέπασμά του.
Τι ώρα να ’ναι απάνου-κάτου;
Τι ώρα να ’ναι απάνου-κάτου;
Τι εξορία, φτωχιά Σελήνη!
Πρέπει να πούμε ‘τι να γίνει;’
Πρέπει να πούμε ‘τι να γίνει;’
Λοιπόν, Σελήνη, – πού όλ’ οι τόποι
σε χαίρουνται όμοια κι’ όλ’ οι ανθρώποι,
σε χαίρουνται όμοια κι’ όλ’ οι ανθρώποι,
του Παρισιού είδες τα οχυρά,
του Μισουρή χτες τα νερά,
του Μισουρή χτες τα νερά,
της Νορβηγίας τα γαλανά
τα φιορδ. Τους πόλους, τα βουνά…
τα φιορδ. Τους πόλους, τα βουνά…
Καλότυχη, που βλέπεις τώρα,
σ’ αυτή την ήσυχη την ώρα,
σ’ αυτή την ήσυχη την ώρα,
του γάμου της τη συνοδεία!
Φύγανε, λέει, για τη Σκωτία…
Φύγανε, λέει, για τη Σκωτία…
Τι γλέντι, αν πάρει μια φορά
τους στίχους μου στα σοβαρά!
τους στίχους μου στα σοβαρά!
Σελήνη, αλήτισσα κι’ ωραία,
στον πόνο ας γίνουμε παρέα…
στον πόνο ας γίνουμε παρέα…
Έχω, ως πεθαίνω, ω θεία βραδιά,
την επαρχία μες στην καρδιά!
την επαρχία μες στην καρδιά!
Κι είναι η Σελήνη σα γριά,
που έχει μπαμπάκια μες στ’ αυτιά.
που έχει μπαμπάκια μες στ’ αυτιά.
Μετάφραση: Αιμιλία Στέφ. Δάφνη
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1867-1887)]: Μοιρολόγι φεγγαριού στην επαρχία
Ω τ’ όμορφο χρυσό φεγγάρι,
χοντρό σα θησαυρού πιθάρι!
χοντρό σα θησαυρού πιθάρι!
Σάλπιγγα ηχεί στα μακρινά,
να κι ο υποδήμαρχος περνά.
να κι ο υποδήμαρχος περνά.
Αντίκρυ παίζουν μια σονάτα,
το δρόμο αργοπερνά μια γάτα!
το δρόμο αργοπερνά μια γάτα!
Πάει η επαρχία να κοιμηθεί,
κλείει μ’ ένα ακόρντο που αντηχεί
κλείει μ’ ένα ακόρντο που αντηχεί
το πιάνο το παράθυρό του.
Τι ώρα να ’ναι; Ρώτα-ρώτου.
Τι ώρα να ’ναι; Ρώτα-ρώτου.
Πράο φεγγάρι, τι εξορία!
Σύμφωνοι στη μοιρολατρεία;
Σύμφωνοι στη μοιρολατρεία;
Φεγγάρι, ντιλετάντη μοιάζεις,
σ’ όλα τα πλάτη ίδιο φαντάζεις.
σ’ όλα τα πλάτη ίδιο φαντάζεις.
Χθες του Μισούρη τα νερά,
του Παρισιού είδες τα οχυρά,
του Παρισιού είδες τα οχυρά,
τα μπλε φιορντ της Νορβηγίας,
τους πόλους, θάλασσες μαγείας,
τους πόλους, θάλασσες μαγείας,
τώρα εσύ, τυχερό, θα ιδείς,
μετά το γάμο της, στη γης
μετά το γάμο της, στη γης
να τρέχει η αμαξοστοιχία!
Εφύγανε για τη Σκωτία.
Εφύγανε για τη Σκωτία.
Τι φιάσκο θα ’ταν αν πιστή
τους στίχους μου είχε εμπιστευτεί!
τους στίχους μου είχε εμπιστευτεί!
Φεγγάρι, αλητικό φεγγάρι,
να γίνουμε άλυτο ζευγάρι;
να γίνουμε άλυτο ζευγάρι;
Νύχτες χρυσές κι εγώ με μια
χλωμή επαρχία στην καρδιά!
χλωμή επαρχία στην καρδιά!
Σα μια γριά το φεγγαράκι
τ’ αυτιά του εγέμισε μπαμπάκι.
τ’ αυτιά του εγέμισε μπαμπάκι.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1867-1887)]: Το τραγούδι του μικρού καρδιακού
Μου ’πι ου γιατρός, απ’ την καρδιά
πως πάει η μάνα μ’, πάει καλιά τς,
αχ η μανούλα μ’ μια βραδιά,
κι πως θα πάου κ’ εγώ κοντά τς
κει κάτου που τη θάψαν, να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
πως πάει η μάνα μ’, πάει καλιά τς,
αχ η μανούλα μ’ μια βραδιά,
κι πως θα πάου κ’ εγώ κοντά τς
κει κάτου που τη θάψαν, να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Στου δρόμ’ ου κόσμους σα θα δει
του θώρι μ’ μι πιριγελά,
μι παίρν’ για μιθυσμένου π’ δί
που μοναχό τ’ παραμιλά:
γιατίς, αχ Θε μ’ , σαν πιρπατώ,
ζαλίζουμι, παραπατώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
του θώρι μ’ μι πιριγελά,
μι παίρν’ για μιθυσμένου π’ δί
που μοναχό τ’ παραμιλά:
γιατίς, αχ Θε μ’ , σαν πιρπατώ,
ζαλίζουμι, παραπατώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Γι’ αυτό στους κάμπους πάου ξανά
στου λιόγιρμα να κλάψου, να!
Μα ου γήλιους, δε νουγώ μαθές,
– κουτός πες είμ’, ζαβός α θες, –
σα μια καρδιά πως είν’ θαρρώ
που λιών’ μαζί μ’ σαν τουν θωρώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
στου λιόγιρμα να κλάψου, να!
Μα ου γήλιους, δε νουγώ μαθές,
– κουτός πες είμ’, ζαβός α θες, –
σα μια καρδιά πως είν’ θαρρώ
που λιών’ μαζί μ’ σαν τουν θωρώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Νάτανι του μικρό του Λένι
να ’θιλι την καρδιά μ’ να πάρ’,
τη μαύρη μ’ την καρδιά που π’θαίνι,
μα δε μι κάνι αυτή τη χάρ’:
κίτρινους είμ’, πικρός – αλιά! –
κι αυτή ’ν’ σουστή τρανταφυλλιά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
να ’θιλι την καρδιά μ’ να πάρ’,
τη μαύρη μ’ την καρδιά που π’θαίνι,
μα δε μι κάνι αυτή τη χάρ’:
κίτρινους είμ’, πικρός – αλιά! –
κι αυτή ’ν’ σουστή τρανταφυλλιά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Ούλοι τους, ναι, κακοί ’ν’, εξόν
του λιόγιρμα η καρδιά που λιών’
κ’ η μάνα μου που πάει καλιά τς
κι ακώ να με καλεί κοντά τς.
Θέλου να πάου κει κάτου να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Χτυπά η καρδιά μ’, χτυπάει πουλύ,
να ’ν’ η μανούλα που μ’ καλεί;
του λιόγιρμα η καρδιά που λιών’
κ’ η μάνα μου που πάει καλιά τς
κι ακώ να με καλεί κοντά τς.
Θέλου να πάου κει κάτου να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Χτυπά η καρδιά μ’, χτυπάει πουλύ,
να ’ν’ η μανούλα που μ’ καλεί;
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Χριστούγεννα απίστου
Χριστούγεννα! Χριστούγεννα; Σήμαντρα ακούω στη νύχτα εντός…
Και, στα χαρτιά μου αυτά, άπιστος έχω την πέννα βάλει:
ω, μνήμες, τραγουδήσετε! Όλος μου φεύγει ο κομπασμός
κι αισθάνομαι πως έφταιξα με πίκρα μου μεγάλη.
Και, στα χαρτιά μου αυτά, άπιστος έχω την πέννα βάλει:
ω, μνήμες, τραγουδήσετε! Όλος μου φεύγει ο κομπασμός
κι αισθάνομαι πως έφταιξα με πίκρα μου μεγάλη.
Στη νύχτα, α! αυτές, τα κάλαντα που ψάλλουν, οι φωνές! Από
της εκκλησιάς το νάρθηκα, εκεί κάτω, φωτισμένο,
μου φέρουν ένα μητρικό μάλωμα, τόσο τρυφερό,
που η φουσκωμένη μου καρδιά σπάζει μέσα στο στέρνο…
της εκκλησιάς το νάρθηκα, εκεί κάτω, φωτισμένο,
μου φέρουν ένα μητρικό μάλωμα, τόσο τρυφερό,
που η φουσκωμένη μου καρδιά σπάζει μέσα στο στέρνο…
Και τις καμπάνες για πολύ μέσα στη νύχτα ακούω βαριά…
Παρίας της ανθρώπινης, εγώ, οικογένειας μένω,
που ο άνεμος προς την ελεεινή μου φέρει τώρα μοναξιά
μιας απομακρινής γιορτής το θόρυβο οξυμένο.
Παρίας της ανθρώπινης, εγώ, οικογένειας μένω,
που ο άνεμος προς την ελεεινή μου φέρει τώρα μοναξιά
μιας απομακρινής γιορτής το θόρυβο οξυμένο.
Μετάφραση: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Η πρώτη νύχτα
Το βράδυ για το γέρο λάγνον έρχεται γλυκύ.
Ο γάτος μου, που κάθεται ως μια σφίγγα εραλδική,
ανήσυχος θεωρεί με τη ματιά φανταστική
σελήνην στον ορίζοντα να πλέει χλωρωτική.
Ο γάτος μου, που κάθεται ως μια σφίγγα εραλδική,
ανήσυχος θεωρεί με τη ματιά φανταστική
σελήνην στον ορίζοντα να πλέει χλωρωτική.
Ώρα που δέεται το παιδί· που ωθεί το πορνικό
Παρίσι τα κορίτσια του με κρύα στήθη προς το
λιθόστρωτο, να πλανηθούν κάτω από φως θαμπό,
και με το μάτι να οσμιστούν τυχαίον αρσενικό.
Παρίσι τα κορίτσια του με κρύα στήθη προς το
λιθόστρωτο, να πλανηθούν κάτω από φως θαμπό,
και με το μάτι να οσμιστούν τυχαίον αρσενικό.
Όμως εγώ ονειροπολώ, στο γάτο μου κοντά.
Στοχάζομαι όλα όσα παντού γεννώνται ήδη παιδιά.
Στοχάζομαι όσους σήμερα νεκρούς έχουν ταφεί.
Στοχάζομαι όλα όσα παντού γεννώνται ήδη παιδιά.
Στοχάζομαι όσους σήμερα νεκρούς έχουν ταφεί.
Και στο νεκροταφείο βαθιά φαντάζομαι πως είμαι,
και, μπαίνοντας στο φέρετρο, στη θέση εκείνων κείμαι,
που μέλλει να περάσουν την πρώτη τους νύχτα εκεί.
και, μπαίνοντας στο φέρετρο, στη θέση εκείνων κείμαι,
που μέλλει να περάσουν την πρώτη τους νύχτα εκεί.
Μετάφραση: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Το σιγαρέτο
Ναι, ανάξιος είναι αυτός ο κόσμος: ως για τον άλλο, σαχλαμάρα.
Δίχως ελπίδα για την τύχην, υποταγμένος εγώ ζω,
κι ενώ το θάνατο προσμένω, για να σκοτώνω τον καιρό,
εγώ καπνίζω εμπρός στη μύτη των θεών λεπτότατα σιγάρα.
Δίχως ελπίδα για την τύχην, υποταγμένος εγώ ζω,
κι ενώ το θάνατο προσμένω, για να σκοτώνω τον καιρό,
εγώ καπνίζω εμπρός στη μύτη των θεών λεπτότατα σιγάρα.
Εμπρός, οι ζωντανοί, μοχθείτε, μέλλοντες σκελετοί καημένοι.
Εμέ, ο γλαυκός μαίανδρος, τώρα που στρέφεται στον ουρανό,
σ’ έκσταση ατέρμονη με ρίχτει και, να, με αποκοιμίζει εδώ,
όπως σε νέφος αρωμάτων που αργά από θυμιατά πεθαίνει.
Εμέ, ο γλαυκός μαίανδρος, τώρα που στρέφεται στον ουρανό,
σ’ έκσταση ατέρμονη με ρίχτει και, να, με αποκοιμίζει εδώ,
όπως σε νέφος αρωμάτων που αργά από θυμιατά πεθαίνει.
Και στον παράδεισο εγώ μπαίνω, με όνειρα πάμφωτα ανθηρό,
όπου κανείς βλέπει να σμίγουν σε βαλς πολύ φανταστικά
ελέφαντες σε οργασμόν έτσι με κουνουπιών χορούς μαζί.
όπου κανείς βλέπει να σμίγουν σε βαλς πολύ φανταστικά
ελέφαντες σε οργασμόν έτσι με κουνουπιών χορούς μαζί.
Κι έπειτα, που ονειροπολώντας γι’ αυτούς τους στίχους μου ξυπνώ,
βλέπω με την καρδιά γεμάτην από γλυκιά κάποια χαρά,
τον ακριβόν αντίχειρά μου ψημμένο ωσάν χήνας μερί.
βλέπω με την καρδιά γεμάτην από γλυκιά κάποια χαρά,
τον ακριβόν αντίχειρά μου ψημμένο ωσάν χήνας μερί.
Μετάφραση: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Για το ερωτικό βιβλίο
Αύριο μπορεί να πεθάνω και δεν έχω ερωτευθεί.
Χείλη ουδέποτε γυναίκας τα δικά μου έχουν εγγίσει,
η ψυχή καμιάς δεν μου έχει σ’ ένα βλέμμα δωρηθεί,
προς την έκλυτη καρδιά της δεν μ’ έχει καμιά κρατήσει.
Χείλη ουδέποτε γυναίκας τα δικά μου έχουν εγγίσει,
η ψυχή καμιάς δεν μου έχει σ’ ένα βλέμμα δωρηθεί,
προς την έκλυτη καρδιά της δεν μ’ έχει καμιά κρατήσει.
Τίποτε δεν έχω κάνει παρά να υποφέρω εγώ
για τον ουρανό, για τ’ άνθη, για τα όντα, για τη φύση
πάσα, με όλα μου τα νεύρα λεπτολογικά ν’ αλγώ,
να υποφέρω που δεν έχω την ψυχήν ακόμα αγνίσει.
για τον ουρανό, για τ’ άνθη, για τα όντα, για τη φύση
πάσα, με όλα μου τα νεύρα λεπτολογικά ν’ αλγώ,
να υποφέρω που δεν έχω την ψυχήν ακόμα αγνίσει.
Στην αγάπην έχω φτύσει κι έπνιξα τη σάρκα! Από
έπαρση τρελός, αντίκρυ στη ζωήν άκαμπτος μένω!
Το Ένστιχτο έχοντας δαμάσει μοναχός στη Γην εδώ
προκαλώ το Ένστιχτο τούτο μ’ ένα γέλιο πικραμένο.
έπαρση τρελός, αντίκρυ στη ζωήν άκαμπτος μένω!
Το Ένστιχτο έχοντας δαμάσει μοναχός στη Γην εδώ
προκαλώ το Ένστιχτο τούτο μ’ ένα γέλιο πικραμένο.
Μέσα στους ναούς, στα θέατρα και στις αίθουσες, παντού,
στους ψυχρούς εμπρός ανθρώπους, που είναι τέλειοι και μεγάλοι,
στις γλυκόφθαλμες γυναίκες, ζήλειαν ή έπαρση όλο, που
η εξαιρετική ψυχή τους θα εχρυσώνετο αγνή πάλι,
στους ψυχρούς εμπρός ανθρώπους, που είναι τέλειοι και μεγάλοι,
στις γλυκόφθαλμες γυναίκες, ζήλειαν ή έπαρση όλο, που
η εξαιρετική ψυχή τους θα εχρυσώνετο αγνή πάλι,
εσκεφτόμουν: όλοι εκεί ήρθαν! Άκουα κάθε ρογχασμό
από των κτηνών το ακάθαρτο ζευγάρωμα εκεί! Ιδείτε!
Τόσος βούρκος για ένα μόλις τριών λεπτών παροξυσμό!
Σεις, ακκίζεστε, γυναίκες! Άντρες, άψογοι φανείτε!
από των κτηνών το ακάθαρτο ζευγάρωμα εκεί! Ιδείτε!
Τόσος βούρκος για ένα μόλις τριών λεπτών παροξυσμό!
Σεις, ακκίζεστε, γυναίκες! Άντρες, άψογοι φανείτε!
Μετάφραση: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Τ’ ακατόρθωτο
Ίσως πεθάνω απόψε εγώ! Ήλιος βροχές κι ανέμοι
σκόρπια θ’ αφήσουν τα μυαλά, τα νεύρα, την καρδιά μου.
Ούτε όνειρο, ούτε ξύπνημα! Όλα θα ’χουν τελειώσει
και τ’ άστρα όπου θα πήγαινα θα μείνουν άφταστά μου!
σκόρπια θ’ αφήσουν τα μυαλά, τα νεύρα, την καρδιά μου.
Ούτε όνειρο, ούτε ξύπνημα! Όλα θα ’χουν τελειώσει
και τ’ άστρα όπου θα πήγαινα θα μείνουν άφταστά μου!
Παντού, το ξέρω, πέρα εκεί στους μακρυσμένους κόσμους,
προσκυνητές καθώς εμείς της απεραντοσύνης,
μυριάδες ανθρωπότητες ζουν μες στα όνειρά τους,
ανοίγοντάς μας αγκαλιές και χέρια αδελφοσύνης!
προσκυνητές καθώς εμείς της απεραντοσύνης,
μυριάδες ανθρωπότητες ζουν μες στα όνειρά τους,
ανοίγοντάς μας αγκαλιές και χέρια αδελφοσύνης!
Μακρινά αδέλφια μας παντού (το ξέρω εγώ, το ξέρω)
ζουν σαν κι εμάς στη μοναξιά και στη μελαγχολία.
Σαν έρθει η νύχτα μάς καλούν! Κάποτε δεν θα πάμε;
– Θα ’ταν αυτό παρηγοριά στην τόση απελπισία!
ζουν σαν κι εμάς στη μοναξιά και στη μελαγχολία.
Σαν έρθει η νύχτα μάς καλούν! Κάποτε δεν θα πάμε;
– Θα ’ταν αυτό παρηγοριά στην τόση απελπισία!
Μια μέρα τ’ άστρα σίγουρα θα ’ρθούν ν’ ανταμωθούμε,
τότε ίσως κι η παγκόσμια θα σελαγίσει Αιθρία
που σήμα τους οι απόκληροι την έχουν και θα υψώσει
ενάντια στο Θεό κραυγή η αδελφική πορεία!
τότε ίσως κι η παγκόσμια θα σελαγίσει Αιθρία
που σήμα τους οι απόκληροι την έχουν και θα υψώσει
ενάντια στο Θεό κραυγή η αδελφική πορεία!
Μ’ αλλοίμονο, πριν απ’ αυτό, ήλιος βροχές κι ανέμοι
θα διασκορπίσουν τα μυαλά, τα νεύρα, την καρδιά μου
κι ούτ’ όνειρο, ούτε ξύπνημα! Το Παν χωρίς εμένα
και τ’ άστρα όπου θα πήγαινα θα μείνουν άγνωρά μου!
θα διασκορπίσουν τα μυαλά, τα νεύρα, την καρδιά μου
κι ούτ’ όνειρο, ούτε ξύπνημα! Το Παν χωρίς εμένα
και τ’ άστρα όπου θα πήγαινα θα μείνουν άγνωρά μου!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ [JULES LAFORGUE (1860-1887)]: Ο χειμώνας που έρχεται (απόσπασμα)
Συναισθηματική εμπλοκή! Μηνύματα του Λεβάντε!
Ω! πέσιμο της βροχής αργό! Ω! πέσιμο της νύχτας γοργό!
Α! ο αέρας!..
Αγίων Πάντων, Χριστούγεννα, γιορτές και σχόλες.
Ω! μέσα στις ψιχάλες,
των εργοστασίων οι καμινάδες μου όλες!..
Ω! πέσιμο της βροχής αργό! Ω! πέσιμο της νύχτας γοργό!
Α! ο αέρας!..
Αγίων Πάντων, Χριστούγεννα, γιορτές και σχόλες.
Ω! μέσα στις ψιχάλες,
των εργοστασίων οι καμινάδες μου όλες!..
Να κάτσει δε μπορεί κανείς, σ’ όλους τους πάγκους είναι υγρά·
τέλειωσαν όλα έως του χρόνου, πίστεψέ με.
Σ’ όλους τους πάγκους είναι υγρά, τόσο στα δάση φώλιασε η σκουριά
και τόσο ακούγονται τα βούκινα να ηχούν μακριά: τον-τόν, τον-ταίν!
τέλειωσαν όλα έως του χρόνου, πίστεψέ με.
Σ’ όλους τους πάγκους είναι υγρά, τόσο στα δάση φώλιασε η σκουριά
και τόσο ακούγονται τα βούκινα να ηχούν μακριά: τον-τόν, τον-ταίν!
Α! σύννεφα κινημένα από της Μάγχης την ακτή,
μας τη χαλάσατε την τελευταία μας Κυριακή.
………………………………………………………………………………………………..
μας τη χαλάσατε την τελευταία μας Κυριακή.
………………………………………………………………………………………………..
Μετάφραση: Κώστας Στεργιόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου