Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Alphonse de Lamartine-Η Λίμνη



Πάντα λοιπόν θα τρέχομε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζόμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτέ έν’ απάνεμο μέσ’ στην ανεμοζάλη,
ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισ’ ένας χρόνος
πο ’παίζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδώ, όπου πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα, εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κι εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη παράδερνες στην άκρη, θυμωμένη,
κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη
ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά·
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες κι εσύ γαλήνη,
στον ύπνο σου δεν άκουες παρά τα δυο κουπιά.

Μεμιάς τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο,
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά·
έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο
και τέτοια λόγια ακούστηκαν — θυμάσαι; — αρμονικά:
  *

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκιές, μην τρέχετε, σταθείτε μια στιγμή,
κι εσύ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου·
τώρα που ζευγαρώσαμε είν’ εύμορφη η ζωή.

»Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια
θέλουν να φύγουν άμετροι· γι’ αυτούς γοργά γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυο μας να χορτάσομε τόσο γλυκιά σκλαβιά.

»Του κάκου! Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει...
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται... Η νύχτα είναι σκληρή...
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται... Κρυφά κρυφά προβαίνει
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αυγή!...

»Του κάκου! Όλα ξεγέλασμα, είν’ όνειρα και πλάνη·
ζωή μας είν’ η αγάπη μας και μοναχή χαρά.
Ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι·
του Χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

»Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς πετούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κι οι μαύρες κι οι ολόπικρες στιγμές της συφοράς;

»Απ’ τη βαθιά την άβυσσον οπού μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα οπού μας πλημμυρεί
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε... όλα τα τρως εσύ.

»Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα δε θ’ απομείνει τρίμμα,
δεν θε ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;...»
  *

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις, σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ:
εσείς οπού δε σκιάζεσθε κανείς να σας χαλάσει,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι εγώ.

Κι όταν σε δέρνει ο σίφουνας, κι όταν βαθιά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς·
εσύ είδες την αγάπη μας και μόνη εσύ θυμάσαι
πώς άναφταν τα στήθη μας, και θα μας συμπονείς.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
τ’ άστρο τ’ ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκιά,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: «Αγάπησαν, τα μαύρα, φλογερά!»

  μτφρ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
(1824-1879)

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/668/4444,19887/
.............................................................................................................................................
Alphonse de Lamartine, «Η λίμνη»
Έτσι, προς νέες ακρογιαλιές πάντα λοιπόν σπρωγμένοι,
Βουλιάζοντας αγύριστα στου τάφου τη νυχτιά,
Του χρόνου μες στη θάλασσα την πολυπικραμένη,
Δε θα μπορέσουμε ούτε μια ν' αράξουμε φορά;

Ω λίμνη! μόλις έκλεισε τον κύκλο του ένας χρόνος
Και πλάι στην όχθη αυτή που πια δε θα την ξαναϊδεί,
Σε τούτη κοίτα! την πέτρα να καθήσω μόνος
Όπου να κάθεται την είχες δει μ' εμέ μαζί!

Κάτω απ' τους βράχους τους βαθιούς αυτούς έτσι βογγούσες
Στα καταξεσκισμένα τους έτσι έσπαζες πλευρά·
Έτσι με το ανεμόδαρτο το κύμα σου χτυπούσες
Τα πόδια της τα λατρευτά.

Θυμάσαι, λίμνη, πλέαμε αμίλητοι ένα βράδυ·
Μακρυά, πάνω στα κύματα, γροικιόταν μοναχά
Ο κρότος των βαρκάρηδων που μέσα στο σκοτάδι,
Τ' αρμονικά σου κύματα χτυπούσαν ρυθμικά.

Άξαφνα ήχοι κάτω εδώ πρώτη φορά ακουσμένοι,
Χυθήκαν κι αντιλάλησαν το μάγεμα οι αχτές·
Τα κύματα αφουγκράστηκαν, κ' η πολυαγαπημένη
Φωνή τις λέξεις είπε αυτές:

«Ω χρόνε! λίγο ανάκοψε το γοργοκύλισμά σου,
Και σεις, ώρες καλόβολες, γενήτε πιο αργές!
Να τις χαρούμε απ' τη βαρειά έξω άφησε τη σκιά σου
Ω θάνατε, τις μέρες μας τις πιο μεθυστικές!

Δυστυχισμένοι πλήθος κάτω εδώ σας ικετεύουν:
Τρέχετε, τρέχετε γι' αυτούς·
Ζωή και πάθια σβήνετε μαζί που τους παιδεύουν·
Τους ευτυχείς ξεχνάτε τους.

Όμως κι άλλες ανώφελα λίγες στιγμές γυρεύω,
Κυλάει και φεύγει ο χρόνος βιαστικά·
"Κάνε πιο αργό το βήμα σου", μάταια στη νύχτα λέω·
Έρχεται η αυγή και χάνεται η μαγευτική νυχτιά.

Λοιπόν απ' έρωτα η ζωή μας πάντ' ας ξεχειλίζει!
Ας μη διαβαίνει μήτε μια δίχως χαρά στιγμή.
Δεν έχεις άγκυρα, άνθρωπε, ο χρόνος δεν ποδίζει·
Κυλάει και κυλάς κ' εσύ μ' αυτόν μαζί.»

Χρόνε ζηλιάρη, γίνεται οι θείες αυτές στιγμές μας,
Την ευτυχία που ο έρωτας απλόχερα κερνά,
Να φεύγουνε μακρυά από μας, όσο κ' οι θλιβερές μας
Ημέρες φεύγουνε γοργά;

Ούτε ένα αχνάρι απ' αυτές λοιπόν δε θ' απομείνει;
Ολάκερες εφύγανε και δίχως γυρισμό;
Ο χρόνος που τις έδωσε, ο χρόνος που τις σβήνει,
Δε θα τις ξαναδώσει πιο;

Ανυπαρξία, μαύρη άβυσσο του χρόνου, περασμένα,
Αυτές που καταπίνετε τί γίνονται οι στιγμές;
Τα εξαίσια που μας κλέβετε μεθύσια μας ολοένα
Δε θα ξανάρθουνε ποτές;

Ω λίμνη! βράχοι αμίλητοι! σπηλιές! σκοτεινά δάση!
Εσείς που ο χρόνος σάς πονά ή σας ξαναγεννά,
Κράτησε την ανάμνηση, κράτησε, ωραία πλάση,
Καν, από τούτη τη νυχτιά!

Ας είναι στη γαλήνη σου και στ' αστραπόβροντά σου,
Όμορφη λίμνη, και στα πλάγια σου τα γελαστά,
Στα μαύρα σου αυτά έλατα, στ' άγρια τα βράχια αυτά σου,
Που στα γλαυκά σου κρέμονται απάνω τα νερά!

Στο αγέρι, ανατριχιάζοντας όπου περνάει, ας μένει,
Στους ήχους των αχτών σου, που τους ξαναλέγουνε οι αχτές,
Στο άστρο το ασημομέτωπο, που με νωθρές λευκαίνει
Τα κύματά σου αντιφεγγιές!

Το στέναγμα της καλαμιάς, ο αέρας που βογγάει,
Της μυρωμένης αύρας σου τα χάδια τ' αλαφρά,
Ό,τι αναπνέουμε, βλέπουμε, ό,τι το αυτί αγροικάει,
Όλα ας λένε: «Αγάπησαν!».

Ν. Εστία 1-7-1962

μτφ. Κλέων Β. Παράσχος

[πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 75-78]

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/668/4444,19887/

«Λαμαρτίν» Ελαιογραφία του Ντεκαίν


ALPHONSE DE LAMARTINE (Μακόν 1790 – Παρίσι 1869)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου